Κώστας Σβόλης
Γενικά Άρθρα

 

Κώστας Σβόλης

Το βιβλίο του Χάρτμουτ Ρόσα (Hartmut Rosa) «Επιτάχυνση και αλλοτρίωση» εκδόθηκε εδώ και έναν χρόνο περίπου από το νέο εκδοτικό εγχείρημα ΠΛΗΘΟΣ και, παρά την ατυχή συγκυρία της κυκλοφορίας του εν μέσω πανδημίας, έχει συμβάλει στη γενικότερη συζήτηση που έχει ξεκινήσει εδώ και κάποια χρόνια για τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού στην εποχή της ψηφιοποίησης και της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης.

Ο συγγραφέας, αξιοποιώντας την κομβική στο έργο του Μαρξ έννοια της αλλοτρίωσης, καταπιάνεται με το θέμα τις επιτάχυνσης του χρόνου που γίνεται όλο και πιο «σπάνιος» στον ύστερο καπιταλισμό.

Αν βρούμε λίγο χρόνο να αναστοχαστούμε για την πορεία των σύγχρονων κοινωνιών, μπορεί να αποκτήσουμε την αίσθηση ότι ζούμε πάνω σ΄ ένα ποδήλατο κάνοντας συνεχώς πετάλι, για να μην χάσουμε την ισορροπία μας την ώρα που αυτό κινείται ολοταχώς προς τον γκρεμό για τον οποίο αδιαφορούμε επιδεικτικά. Ο Ρόσα επισημαίνει ότι τις περιόδους της κλιμακούμενης μεγέθυνσης και ανάπτυξης της καπιταλιστικής διαδικασίας τις διαδέχονται περίοδοι λιτότητας και καταστροφής των κοινωνικών υποδομών. Αυτή η διαδοχή επιτάχυνσης-κρίσης δεν έχει καμία σχέση με αυτό που η Ριζοσπαστική Οικολογία ονομάζει αποανάπτυξη ή απομεγένθυση. Από τη μια εντείνει όλες τις καταστροφικές συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ενώ από την άλλη διαλύει τις κοινωνίες και ιδιαίτερα τους όρους ύπαρξης των λαϊκών στρωμάτων.

Η αλλοτρίωση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αφορά τόσο την αποξένωση του παραγωγού από την ίδια του τη δραστηριότητα όσο και την αποξένωση από αυτό καθεαυτό το προϊόν της δραστηριότητάς του. Σε ό,τι αφορά την πρώτη μορφή αλλοτρίωσης, βασικό χαρακτηριστικό της συνιστά ο χρόνος, ορισμένος ως ο χρόνος εκείνος που πλέον δεν ανήκει στον παραγωγό: δεν μπορεί να τον αξιοποιήσει για τις δικές του επιθυμίες ή ανάγκες, αλλά τον διαθέτει όπως του ορίζει αυτός που κατέχει ή διαχειρίζεται τα μέσα παραγωγής και οργανώνει την εργασιακή διαδικασία – άσχετα με το αν αυτή εκτελείται σ΄ ένα κλασικό εργοστάσιο, σε μια επιχείρηση ταχυμεταφορών ή σ΄ ένα επιστημονικό εργαστήριο.

Ο χρόνος και η επιτάχυνσή του ήταν πάντα κομβικό στοιχείο του καπιταλισμού, μιας και ο κύκλος αξιοποίησης του κεφαλαίου πρέπει να κινείται όλο και πιο γρήγορα γιατί μονάχα έτσι αυξάνεται η κερδοφορία: όλο πιο γρήγορα και όλο πιο πολλά! Ο καπιταλισμός επιβιώνει, μόνο όταν δεν σταματάνε οι μηχανές της παραγωγής και της κατανάλωσης· και λέγοντας «μηχανές», ας μην πηγαίνει το μυαλό μας αποκλειστικά στο εργοστάσιο – άλλωστε και το Facebook μια μηχανή είναι.

Καθώς όμως ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο τρόπος παραγωγής αλλά και ένας συνολικός κοινωνικός σχηματισμός, ο Ρόσα αναλύει πώς η διαδικασία της επιτάχυνσης διαπερνάει όλες τις πτυχές αυτού του κοινωνικού σχηματισμού και την εντοπίζει σε:

τεχνολογική επιτάχυνση
επιτάχυνση της κοινωνικής μεταβολής
επιτάχυνση του ρυθμού ζωής

Πρόκειται για πτυχές που, αν και για λόγους μεθοδολογίας εξετάζονται ξεχωριστά, παραμένουν αξεδιάλυτα διαπλεκόμενες όπως η ίδια η εμπειρική πραγματικότητα αποκαλύπτει. Η επιτάχυνση στην εποχή μας έχει μεταβάλει το χωροχρονικό καθεστώς της κοινωνίας. Ο χρόνος αποκτάει πρωτοκαθεδρία απέναντι στον χώρο, τον συμπιέζει και τον μεταλλάσσει σε μη τόπο, δηλαδή σε μέρη χωρίς ιστορία: ξενοδοχεία, τράπεζες, αεροδρόμια κλπ.

Μέσα σ΄ αυτήν τη συνεχή ρευστότητα οι σχέσεις, τα κοινωνικά μορφώματα αλλά και οι δομές, οι αξίες, οι προσανατολισμοί και οι οδοδείκτες, που έχει κάποιος για να προσανατολίσει τη ζωή του, μεταβάλλονται διαρκώς. Αυτό μπορεί να μοιάζει –και σ΄ έναν βαθμό ενδεχομένως είναι– απελευθερωτικό, αν σκεφτούμε ότι σε παλιότερες κοινωνίες οι άνθρωποι γεννιόντουσαν με προκαθορισμένο το πού και πώς θα ζήσουν· στην πραγματικότητα όμως έχει τόση σχέση με την προσωπική ελευθερία όση και η συνθήκη του πρεκαριάτου με την κατάργηση του εργασιακού εξαναγκασμού του φορντικού εργοστασίου. Μέσω της επιτάχυνσης οι εμπειρίες, οι γνώσεις και οι ικανότητές μας αποσυντίθενται και γίνονται αναξιόπιστες και ανεπαρκείς για την κατανόηση του κόσμου γύρω μας. Η σταθερότητα όχι μόνο των θεσμών αλλά κυρίως των δεσμών ανάμεσα στους ανθρώπους υπονομεύεται. Το εφήμερο επικρατεί και στο θεσμικό κοινωνικό πλαίσιο και ανάμεσα στους δεσμούς που έχουν οι άνθρωποι μέσα στις κοινότητες τους, οι οποίες μετατρέπονται με τη σειρά τους σε εφήμερες ζώνες. Όμως οι επερχόμενες αλλαγές δεν μεταβάλλουν μονάχα τη σταθερότητά τους αλλά και το βάθος, την ευρύτητα και την ουσιαστικότητά τους.


Ο συγγραφέας προσπαθεί να αναδείξει το ανεκπλήρωτο της υπόσχεσης από τη μεριά της τεχνολογικής επιτάχυνσης για περισσότερο ελεύθερο χρόνο, χρόνο που θα απελευθερωνόταν από την εργασιακή διαδικασία, τις μετακινήσεις, την εξάλειψη της γραφειοκρατίας. Στην πραγματικότητα έχει συμβεί ακριβώς το αντίθετο: απλώς αναλογιστείτε πόσο χρόνο σπαταλάτε καθημερινά για να διαβάσετε και να απαντήσετε σε e-mail και σε άλλες μορφές ψηφιακής επικοινωνίας. Όσο για τον χρόνο εργασίας, όχι μόνο δεν μειώνεται ανάλογα με τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας αλλά σε πολλές περιπτώσεις αυξάνεται δραματικά.

Ο χρόνος πλέον δεν βιώνεται· καταναλώνεται. Καταναλώνουμε «στιγμές», «γεγονότα», «επεισόδια ζωής» και «εμπειρίες” λες και είμαστε υποχρεωμένοι να συμμορφωνόμαστε με ένα κοντέρ εκ κατασκευής προγραμματισμένονα καταγράφει όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς ως αδήριτη αναγκαιότητα. Καταναλώνουμε όλα τα παραπάνω τόσο γρήγορα, που πλέον δεν τα θυμόμαστε, δεν τα ανασταχοζόμαστε, δεν τα κοινωνούμε. Πριν μερικές δεκαετίες η μια ή δυο ταινίες που θα βλέπαμε την εβδομάδα στον κινηματογράφο θα ήταν αντικείμενο συζήτησης για πολύ καιρό· θα τις «κουβαλούσαμε», κι αυτή η διαδικασία θα διαμόρφωνε την αισθητική και τις αναζητήσεις μας. Σήμερα μπορεί μέσα σε μια μέρα να καταναλώσουμε πολλά επεισόδια μιας καλής σειράς σε κάποια διαδικτυακή πλατφόρμα με τέτοια ταχύτητα, που δεν προλαβαίνουμε να την κάνουμε κάτι. Τρέχουμε μέσα στην πόλη, χωρίς ποτέ να την περιδιαβαίνουμε, χωρίς να γνωρίζουμε τους τόπους και τους ανθρώπους της. Για να καλύψουμε αυτή την ανάγκη, ανακαλύψαμε τους ιστορικούς περιπάτους· στη διάρκειά τους κάποιος ειδικός θα μας μεταφέρει με ταχύρρυθμο τρόπο ιστορίες, αλλά πολλές από αυτές άλλοτε θα τις μαθαίναμε μαζεύοντας τα ιστορικά θραύσματα μέσα από την τυχαιότητα των συναντήσεων και των συναναστροφών μας.

Παράλληλα ο σύγχρονος καπιταλισμός απεδαφικοποιεί όλο και πιο πολύ τις κοινωνίες μας. Οι τόποι που ζούμε μάς γίνονται ξένοι, αδιάφοροι. Ο τόπος κατοικίας, ο τόπος εργασίας, ο τόπος κοινωνικής συναναστροφής ή άσκησης της πολιτικής δραστηριότητας αποσυνδέονται μεταξύ τους. Δεν ξέρουμε τον γείτονά μας, αλλά μπορεί μέσω των τηλεδιασκέψεων και των κοινωνικών δικτύων να «συμμετέχουμε» στο «παγκόσμιο χωριό» – λιγότερο ως πραγματικά πρόσωπα και περισσότερο ως περσόνες ή άβαταρ. Οι μορφές της τηλεργασίας, της τηλεκπαίδευσης και των τηλεδιασκέψεων δεν εμπεδώνονται μόνο μέσα από συνθήκες κοινωνικής απομόνωσης, όπως αυτές που βιώσαμε τον καιρό της πανδημίας, αλλά και μέσα από πρακτικές αποσύνδεσης της δραστηριότητας από τον φυσικό της χώρο. Οι «τηλε-συνερεύσεις» εξασφαλίζουν μια (συχνά) υπερβολικά μεγάλη κινητικότητα ανάμεσα στους τόπους: αρκεί ένα λάπτοπ, σύνδεση με το διαδίκτυο και η απεδαφικοποίηση της εργασίας μέσω της στεγαστικής συνθήκης που εξασφαλίζει, για παράδειγμα, το airbnb, για να μεταφέρεις το γραφείο σου από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη «βιώνοντας νέες εμπειρίες». Το παιχνίδι στους ελεύθερους χώρους, όπου τα καθημερινά αντικείμενα μετασχηματίζονται σ΄ έναν άλλο κόσμο από τη φαντασία και τα χέρια των παιδιών, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να επαναδιαπραγματευθούν τον κόσμο των μεγάλων, έχει αντικατασταθεί από ένα αγχωτικό τρεχαλητό από «δραστηριότητα» σε «δραστηριότητα», καθοδηγούμενη ή εποπτευόμενη πάντα από έναν ενήλικα. Εδώ η μαγεία του παιχνιδιού έχει δώσει τη θέση της σε μια εν πολλοίς «σεμιναριακή» διαδικασία απόκτησης «δεξιοτήτων» και προσόντων και ταυτόχρονα η επαναδιαπραγμάτευση του κόσμου των μεγάλων από τα παιδιά έχει μετασχηματιστεί σε πιστή αντιγραφή του.

Ο Ρόσα επισημαίνει την πολιτισμική αλλαγή που συντελείται στις σύγχρονες κοινωνίες: μια νέα υπόσχεση «επίγειας αθανασίας», μια επιμήκυνση της ζωής μέσω της επιτάχυνσης του χρόνου: «ζήσε» περισσότερο ζώντας γρηγορότερα. Βέβαια, όπως στον κύκλο της καπιταλιστικής οικονομίας την ανάπτυξη τη διαδέχεται η ύφεση έτσι και τις διαδικασίες της κοινωνικής επιτάχυνσης τις διαδέχονται περίοδοι αποσυμπίεσης. Ωστόσο και αυτές δεν αμφισβητούν την επιτάχυνση όπως και η ύφεση δεν αμφισβητεί την ανάπτυξη. Θα λέγαμε ότι εν τέλει διέπονται από την ίδια αγχωτική κατάσταση – χαρακτηριστικό παράδειγμα οι μορφές του σύγχρονου τουρισμού που, ενώ θεωρούνται χρόνος αποσυμπίεσης από το εργασιακό άγχος, διέπονται από το άγχος της συσσώρευσης «εμπειριών» και της επίδειξης του «περνάω καλά». Μετατρεπόμαστε σε εικόνα του εαυτού μας: το φαίνεσθαι επικρατεί της ύπαρξης.

Στο πεδίο της πολιτικής μπορούμε να πούμε ότι σε όλα τα εξεταζόμενα από τον Ρόσα επίπεδα η επιτάχυνση έρχεται να υπονομεύσει το δημοκρατικό διακύβευμα. Δεν αφήνει τον χρόνο και τον χώρο σε εκείνες τις διαδικασίες που απαιτεί η δημοκρατία – πόσο δε, όταν μιλάμε για άμεση δημοκρατία και αυτοδιεύθυνση. Η πολιτική μετατοπίζεται όλο και πιο πολύ σε τεχνοκρατικά μοντέλα, όπου υπό την προϋπόθεση (και την παγίωση) μιας διαρκούς κατάστασης «έκτακτης ανάγκης» μειώνονται οι διαδικασίες διαβούλευσης και συμμετοχής των πολιτών.

Αλλά η διαδικασία της επιτάχυνσης έχει σε έναν βαθμό αλώσει και τους πολιτικούς ριζοσπαστικούς χώρους. Σ’ έναν κόσμο που συνεχώς «αλλάζει», όπου όλα μπορούν να συμβούν, καμία πραγματική αλλαγή δεν συμβαίνει και τίποτα το ουσιαστικό δεν μεταβάλλεται. Έτσι, σε πολλές μεταμοντέρνες εκδοχές του πολιτικού ριζοσπαστισμού έχει εγκαταλειφθεί το πρόταγμα της ανατροπής του καπιταλισμού και ο στόχος έχει μετατεθεί σ΄ ένα «αντάρτικο» κατασκευής εφήμερων ζωνών αυτονομίας – κι αυτές όμως ιδωμένες όχι ως προεικόνιση ενός άλλου κόσμου ή ως προγεφύρωμα για τη συνολική ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά ως περιορισμένου βεληνεκούς βιωματικές καταστάσεις. Αυτή είναι και μια μεγάλη διαφοροποίηση των κινημάτων στον δυτικό κόσμο από κινήματα όπως αυτά των ζαπατίστας, του M.S.T. στη Βραζιλία ή της αυτονομίας στη Ροζάβα.

Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η διαδικασία της επιτάχυνσης που αναδεικνύει ο Ρόσα στο βιβλίο του είναι σύμφυτη με τον ίδιο τον καπιταλισμό και ότι έχουμε μπει πλέον σε μια φάση παροξυσμού της, στην οποία διακρίνουμε πέρα από την ποσοτική και μια ποιοτική διάσταση, τέτοια που μεταλλάσσει τον ύστερο καπιταλισμό σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους του.

Ο καπιταλισμός έχει τη βάση του στη γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή. Ο κύκλος ζωής του εμπορεύματος δεν έχει να κάνει με το αν αυτό συνεχίζει να είναι λειτουργικό ή αν συνδέεται με συναισθηματικές καταστάσεις, μνήμες και μύθους· πρωτεύον είναι το αν αποσύρεται όσο σύντομα και γρήγορα έχει ανάγκη η κερδοφορία του κεφαλαίου. Τα εμπορεύματα σταματάνε να είναι λειτουργικά – με πολλούς τρόπους, ακριβώς όταν μπορούν να αντικατασταθούν με νέα εμπορεύματα. Ο φετιχισμός έχει αντικαταστήσει τη μαγεία των πραγμάτων, εκείνη που διέθεταν όταν είχαν την προσωπική ή συλλογική σφραγίδα αυτών/αυτού που τα κατασκεύασαν, κουβαλούσαν τις ιστορίες αυτών που τα κάτεχαν και καθρέφτιζαν κομμάτια του εαυτού τους, με άλλα λόγια όταν τα αντικείμενα μαζί με τους μύθους τους αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου μας – κι ίσως τότε ήταν λιγότερο εμπορεύματα. Επομένως τα εμπορεύματα παράγονται για να απαξιώνονται από άλλα εμπορεύματα. Δεν διατηρούν στον σκληρό πυρήνα τους ούτε ιστορίες ανθρώπων ούτε τη μαγεία των προηγούμενων κατόχων τους, αλλά φίρμες, τεχνικά χαρακτηριστικά, brand name και εταιρική ευθύνη. Είναι δυνάμει σκουπίδια, που όσο πιο γρήγορα απορριφθούν, τόσο πιο γρήγορα θα μπορεί να ρολάρει ο κύκλος της κυκλοφορίας του κεφαλαίου.

Συμπερασματικά και με μια φράση: η ίδια η επιτάχυνση όχι μόνο δεν κατόρθωσε να διαρρήξει τη συστημικά προκαθορισμένη θέση μας μέσα στον κόσμο αλλά μάλλον την εδραίωσε ακόμα περισσότερο, υποβάλλοντας μάλιστα την ψευδαίσθηση της διαρκούς κινητικότητας και αλλαγής.

https://poli-k.net/epitachynsi-allotriosi/?fbclid=IwAR1-XYcsOmklLsSrewIVOmQda-BeOt8GTCS-KK2s4ithLrIQlmNRNHU9GjE