Stefanos Katsikas*


Οι σχέσεις μεταξύ των Ελληνορθόδοξων και των Μουσουλμάνων δεν ήταν μονοδιάστατες. Οι στρατιωτικές συγκρούσεις, ο εθνοτικός εθνικισμός και ο θρησκευτικός φανατισμός στα Βαλκάνια δεν κατέστρεψε εντελώς τους κοινωνικούς δεσμούς που είχαν καλλιεργηθεί επι χρόνια μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών εθνικών και θρησκευτικών καταγωγών. Η θρησκεία έθετε κάποιους περιορισμούς στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, αλλά οι περιορισμοί αυτοί δεν έμοιαζαν ούτε αξεπέραστοι ούτε και υπονόμευαν τις διαθρησκειακές αλληλεπιδράσεις. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις πολυάριθμες μαρτυρίες των Μουσουλμάνων που στη διάρκεια εκείνης της περιόδου ζούσαν σε περιοχές ελεγχόμενες από την Ελλάδα και μετά την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών έγιναν πρόσφυγες της Τουρκικής Δημοκρατίας. Το πέρασμα του χρόνου συχνά δημιουργεί νοσταλγία για την πατρίδα που άφησαν πίσω, σβήνει μνήμες, κάνοντας την αναπόληση επιλεκτική και την εστιάζει περισσότερο σε θετικά γεγονότα.

Ο Mohitin Yavuz, ελληνόφωνος Μουσουλμάνος από το χωριό Βρασνό στα Γρεβενά στην βορειοδυτική Ελλάδα μιλά για τη κοινή ζωή με τους Ελληνορθόδοξους γείτονες πριν την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 ως εξής:

«δεν είχαμε μίσος ή διαφορές. Κανένας μας δεν νοιάζονταν για τη θρησκεία, τη γλώσσα, την εκκλησία ή το τζαμί του άλλου. Ο πατέρας μου είχε φίλο ένα Ορθόδοξο παπά. Μερικές φορές, επισκέπτονταν το σπίτι μας και εμείς πηγαίναμε στο δικό του. Υπήρχε φιλία μεταξύ μας. Πηγαίναμε στους γάμους τους και έρχονταν στους δικούς μας. Οι Ρουμ φίλοι μας μας προστάτευαν και εμείς προστατεύαμε εκείνους».

Η Fatima Temizkan, Μουσουλμάνα γυναίκα από την Ιεράπετρα στο ελληνικό νησί της Κρήτης επίσης μιλά με νοσταλγία όταν αναφέρεται στη παιδική της ηλικία και στο καιρό που έπαιζε στη θάλασσα με τους Ελληνορθόδοξους φίλους της.

Η μακρά συνύπαρξη των ελληνορθόδοξων και των Μουσουλμάνων επίσης βοήθησε στην δημιουργία φαινομένων θρησκευτικού συγκρητισμού. Στη Δυτική Θράκη για παράδειγμα, Μουσουλμάνοι μέλη της σέκτας των Μπεκτατσήδων, ενός σουφιστικού ισλαμικού μυστικιστικού κινήματος, που οι ρίζες του φτάνουν στον 13ο αιώνα, τιμούσαν τις ελληνορθόδοξες γιορτές του Αγίου Γεωργίου, της Παναγίας, του Αγίου Ηλία και άλλων χριστιανών αγίων, τους οποίους θεωρούσαν μάρτυρες του Ισλάμ, με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν οι ελληνορθόδοξοι. Ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι στην βορειοδυτική Ελλάδα, γνωστοί ως Βαλαάδες, ακολουθούσαν ένα πλήθος από ελληνορθόδοξες δοξασίες και έθιμα, ανάμεσα τους ο εορτασμός της ελληνορθόδοξης γιορτής του Αγίου Ανδρέα κάθε 30 Νοεμβρίου. Παρόμοια με αυτό που έκαναν οι ελληνορθόδοξοι στη περιοχή, οι Βαλαάδες γιόρταζαν την γιορτή του Αγίου Ανδρέα βράζοντας σιτάρι και πετώντας το στα κεραμίδια των σπιτιών τους, ευχόμενοι μια καλή σοδιά για τα νοικοκυριά τους. Στη Νότια Καράτζοβα (τη σημερινή Αλμοπία στη βορειοδυτική Ελλάδα), οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής γιόρταζαν με τους Ελληνορθόδοξους την χριστιανική γιορτή της Συλλήψεως της Θεοτόκου κάθε 25 Μαρτίου, και οι Μουσουλμάνοι της Κρήτης ακολουθούσαν παρόμοια έθιμα με τους ελληνορθόδοξους στον εορτασμό στην γιορτή της γεννήσεως του Αγίου Ιωάννη (του Βαπτιστή) κάθε 24 Ιουνίου.

Οι ελληνορθόδοξοι συχνά επισκέπτονταν ισλαμικά ιερά των μυστικιστών σεκτών (Σούφι), γνωστών επίσης ως τεκέδες, όπως εκείνο του Pirin Baba στο χωριό Τζούμα (σημερινή Χαραυγή) στην περιφέρεια της Εορδαίας στη βορειοδυτική Ελλάδα, αναζητώντας πνευματική καθοδήγηση, συμβουλή και τις εξαιρετικές ιατρικές ικανότητες των δερβίσιδων τους (μέλη των μουσουλμανικών μυστικών σεκτών που είχαν πάρει όρκους φτώχειας και λιτότητας). Πολλές άτεκνες σλαβόφωνες Χριστιανές από τις γύρω περιοχές συχνά επισκέπτονταν το πηγάδι του Pirin Baba και έπιναν το νερό του, ελπίζοντας πως θα τους βοηθούσε να συλλάβουν παιδιά. Την ίδια στιγμή, Ελληνορθόδοξοι σε περιοχές που κατοικούσαν Μουσουλμάνοι, όπως στο νησί της Κρήτης και στη βόρειοδυτική Ελλάδα, συμμετείχαν σε ισλαμικές γιορτές, περιλαμβανόμενου του Ραμαντάν Μπαϊράμ.

Φαινόμενα θρησκευτικού συγκρητισμού όπως τα παραπάνω αναπτύχθηκαν επίσης σε μικτές περιοχές όπου οι Μουσουλμάνοι ήταν πρώην Ελληνορθόδοξοι που σε κάποια φάση της ζωής τους προσηλυτίστηκαν στο ισλάμ και κράτησαν τα ελληνικά σαν την μητρική τους γλώσσα. Ο παράγοντας της γλώσσας βοήθησε την ανάπτυξη ισχυρότερων κοινωνικών δεσμών μεταξύ Ελληνορθόδοξων και ελληνόφωνων Μουσουλμάνων στη βορειοδυτική Ελλάδα, στη Κρήτη, και αλλού. Αυτό επιβεβαιώθηκε από ταξιδιώτες στις μικτές περιοχές εκείνη την εποχή, ανάμεσα τους η Σκωτσέζα γεωγράφος, γλωσσολόγος και αρχαιολόγος Margaret Hardie Hasluck, που ενώ πραγματοποιούσε ταξίδι στην βορειοδυτική Ελλάδα παρατήρησε πως παρά τις υποψίες, τα πάθη και τα χάσματα που δημιουργήθηκαν μεταξύ Μουσουλμάνων και μη Μουσουλμάνων στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και του 1ου ΠΠ, οι Ελληνορθόδοξοι της περιοχής μισούσαν τους ελληνόφωνους Μουσουλμάνους από τους τουρκόφωνους ακόλουθους του ισλάμ.

Ιστορικές μαρτυρίες δείχνουν πως δεν υπήρχαν πολλοί μικτοί γάμοι μεταξύ Ελληνορθόδοξων και Μουσουλμάνων στις μικτές περιοχές. Οι μικτοί γάμοι απαιτούσαν την θρησκευτική αλλαγή της θρησκείας του ενός από τους δυο συζύγους (σχεδόν πάντοτε της γυναίκας), και αυτό δεν ήταν εύκολα αποδεκτό από τα μέλη της οικογένειας και τις τοπικές κοινωνίες που ζούσε το ζευγάρι. Αναφορικά με τους Μουσουλμάνους ειδικά, οι Μουσουλμάνοι που άλλαζαν θρησκεία θεωρούνταν ως θρησκευτικοί αποστάτες και, σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, μια τέτοια πράξη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τιμωρούνταν με θάνατο.

Μικτοί γάμοι μεταξύ Μουσουλμάνων και Ελληνορθόδοξων ήταν τυπική πρακτική στη βορειοδυτική Ελλάδα πριν την αρχή των Βαλκανικών Πολέμων το 1912. Οι πόλεμοι προκάλεσαν τη θρησκευτική απομάκρυνση μεταξύ Μουσουλμάνων και Ελληνορθόδοξων και έτσι συνέβαλε στη μείωση των μικτών γάμων στη μεταπολεμική περίοδο. Ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν μικτούς γάμους μεταξύ Μουσουλμάνων ανδρών και Ελληνορθόδοξων γυναικών στα μικτά χωριά που ζούσαν οι Βαλαάδες στη βορειοδυτική Ελλάδα. Αρχειακές πηγές επίσης αναφέρουν μικτούς γάμους μεταξύ Ελληνορθόδοξων γυναικών και βλαχόφωνων Μουσουλμάνων στο χωριό Νότια στην ελληνική κεντρική Μακεδονία. Στις παραμονές των αναγκαστικών ανταλλαγών πληθυσμών του 1923 Μουσουλμάνες γυναίκες παντρεύτηκαν Ελληνορθόδοξους άντρες για να αποφύγουν την ανταλλαγή και να μείνουν στην Ελλάδα.

Ο ανταγωνισμός για κατοχή περιουσίας και καλλιεργήσιμης γης συχνά οδηγούσαν τους Ελληνορθόδοξους και τους Μουσουλμάνους σε σύγκρουση, αλλά επίσης υπήρχαν μακροχρόνια αλληλένδετα οικονομικά συμφερόντα και δεσμοί μεταξύ των δυο κοινοτήτων. Οι Μουσουλμάνοι και οι Ελληνορθόδοξοι λειτουργούσαν σε ειδικούς ρόλους στις τοπικές οικονομίες. Οι ρόλοι αυτοί συχνά ήταν αλληλένδετοι και ισότιμα αναγκαίοι για την ευημερία και των δυο ομάδων. Οι Μουσουλμάνοι της βορειοδυτικής Ελλάδας ήταν οι βασικοί προμηθευτές σιταριού στις Ελληνορθόδοξες κοινότητες, ενώ οι Μουσουλμάνοι έπαιρναν από τους Ελληνορθόδοξους αλάτι, λάδι, σαπούνι και παπούτσια. Όταν η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή του 1922 υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Στυλιανού Γονατά, την κυβερνώσα αρχή που σχηματίστηκε με την εξέγερση του ελληνικού στρατού και ναυτικού εναντίον της κυβέρνησης στην Αθήνα μετά την ήττα στο Πόλεμο της Ανατολίας, αποφάσισε να απαγορέψει στους Μουσουλμάνους να πουλάνε σιτάρι το φθινόπωρο, η απόφαση αυτή προκάλεσε έλλειψη σιτηρών και αγανάκτηση μεταξύ των Ελληνορθόδοξων και των Μουσουλμάνων, και οι δυο κοινότητες επεδίωξαν την κατάργηση του μέτρου.

Λόγω της οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ Ελληνορθόδοξων και Μουσουλμάνων, το 1923 ο εμπορικός σύνδεσμος της πόλης της Κοζάνης ζήτησε οι Μουσουλμάνοι της περιοχής να εξαιρεθούν από την αναγκαστική ανταλλαγή ελληνοτουρκική πληθυσμών το 1923. Ο μαζικός εκτοπισμός των Μουσουλμάνων λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών προκάλεσε σοβαρά προβλήματα προμηθειών αγροτικών προϊόντων στη χώρα. Παρόμοια, το Σεπτέμβριο του 1922, η ελληνορθόδοξη πόλη του Ηρακλείου στη Κρήτη διαμαρτυρήθηκε επιθετικά εναντίον της αναγκαστικής ανταλλαγής Μουσουλμάνων που ζούσαν στον οικισμό της Φοινικιάς επειδή οι Μουσουλμάνοι της Φοινικιάς προμήθευαν την πόλη με αγροκτηνοτροφικές προμήθειες.

Οι θρησκευτικές διαφορές δεν εμπόδισαν τους Μουσουλμάνους και Ελληνορθόδοξους από το εργαστούν μαζί για την οικονομική πρόοδο και των δυο, και συχνά ίδρυαν κοινές επιχειρηματικές συνεργασίες. Στο ελληνικό νησί της Λέσβου, για παράδειγμα, Μουσουλμάνοι και Ελληνορθόδοξοι συνεργάζονταν στενά στο πεδίο του ζωεμπορίου, ενώ στο νησί της Κρήτης υπήρχαν πολλές περιπτώσεις κοινής ιδιοκτησίας μεταξύ Ελληνορθόδοξων και Μουσουλμάνων. Οι εμπορικές συνεργασίες δεν περιορίζονταν μόνο σε μέλη των μεσαίων και των κατώτερων τάξεων, αλλά συχνά εκτείνονταν στους οικονομικά πορονομιούχους. Ο Ισμαήλ Κομπάκογλου, Μουσουλμάνος μέλος του ελληνικού Κοινοβουλίου, είχε συνεταίρο στη πόλη της Καβάλας στη βορειανατολική Ελλάδα. Στη Δυτική Θράκη, επιφανείς Ελληνορθόδοξοι συχνά γίνονταν ενδιάμεσοι Μουσουλμάνων ιδιοκτητών μεγάλων εκτάσεων (τσιφλίκια), που στο μεταξύ είχαν φύγει για την Ιστανμπούλ και άλλες Οθωμανικές περιοχές σε αναζήτηση προστασίας όταν οι κατοικίες τους καταλήφθηκαν από τον ελληνικό στρατό.

Η συμμετοχή σε επαγγελματικές ενώσεις συχνά βοηθούσε μέλη διαφορετικών εθνικών και θρησκευτικών καταγωγών να σχηματίσουν ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης για την προστασία εργατικών δικαιωμάτων, κοινών οικονομικών συμφερόντων, και επαγγελματικών προνομίων. Οι δεσμοί αυτοί συχνά δοκιμάζονταν από περιστατικά όπως η σύγκρουση μεταξύ εβραίων γυναικών απεργών και Μουσουλμάνων γυναικών απεργοσπαστριών στη πόλη της Θεσσαλονίκης στη διάρκεια της μεγάλης βιομηχανικής δράσης των καπνεργατών στις περιοχές της βόρειας Ελλάδας το Μάρτιο του 1914. Αν και περιορισμένες σε κλίμακα, οι συγκρούσεις αυτές δεν πρέπει να επισκιάσουν την μεγάλη συμμετοχή Μουσουλμάνων καπνεργατών στην απεργία του 1914.

Τον Οκτώβριο του 1922, έκαναν την εμφάνιση τους ειδήσεις στον ελληνικό τύπο πως Ελλάδα και Τουρκία συζητούσαν αναγκαστική ανταλλαγή ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών. Το βασικό κριτήριο της ανταλλαγής θα ήταν η θρησκεία και, σύμφωνα με τους όρους της ανταλλαγής, οι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας θα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα για πάντα για την Τουρκία και οι Ελληνορθόδοξοι της Τουρκίας θα αναγκάζονταν να αφήσουν την Τουρκία για την Ελλάδα. Μαθαίνοντας τα νέα, ηγέτες των μουσουλμανικών κοινοτήτων σε όλη την Ελλάδα έστειλαν τηλεγραφήματα στον Ανώτατο Επίτροπο για τους Πρόσφυγες της Κοινωνίας των Εθνών, Fridtjof Nansen, όπως και στην ελληνική κυβέρνηση στην οποία εξέφραζαν την έντονη αντίθεση τους από το να εκδιωχθούν από τις πατρίδες τους και να χωριστούν από τους Έλληνες φίλους και γείτονες τους. Ο Ismet Altay από τη Κρήτη θυμάται: «Έλληνες συνάδερφοι του πατέρα μου στο εργοστάσιο ήρθαν να πουν αντίο. Ένας εύπορος φίλος τους μας πήγε με το σκάφος του στο πλοίο που θα μας έπαιρνε στη Τουρκία, που περίμενε στην ανοιχτή θάλασσα. Όπως φεύγαμε, αγκάλιασε το πατέρα μου και έκλαψε. Το να αφήσουμε τη πατρίδα ήταν πολύ δύσκολο.

Η Άφιξη των Ελληνορθόδοξων Προσφύγων

Μέχρι τα τέλη του 1914, περίπου 200000 Ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν από εμπόλεμες περιοχές σε περιοχές ελεγχόμενες από την Ελλάδα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους προέρχονταν από τη Σερβία, τη Βουλγαρία, την Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και την περιοχή του Καυκάσου. Ο αριθμός τους ανέβηκε σε 435000 το 1920. Η ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922 και η υπογραφή της Συνθήκης της Υποχρεωτικής Ελληνο-Τουρκικής Ανταλλαγής Πληθυσμών τον Ιανουάριο του 1923 στη Λοζάνη της Ελβετίας, οδήγησε στην μεγαλύτερη μετακίνηση προσφύγων που γνώρισε η Ελλάδα ποτέ. Μέχρι το Μάρτιο του 1923 – πριν την έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής ανταλλαγής – περίπου 1,15 εκατομμύρια Ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη αναζήτησαν καταφύγιο σε περιοχές ελεγχόμενες από το ελληνικό κράτος.

Σ’ αυτούς τους πρόσφυγες προστέθηκαν ακόμη 214000 Ελληνορθόδοξοι ως το Σεπτέμβρη του 1924. Οι τελευταίοι μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα υπό την επίβλεψη της Μικτής Επιτροπής για την Ανταλλαγή Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών, που δημιουργήθηκε επιπλέον της Συνθήκης για Αναγκαστική Ανταλλαγή στις 30 Ιανουαρίου 1923, και ήταν υπεύθυνη για την προστασία των πληθυσμών υπό ανταλλαγή όπως και για εκείνους που εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή, όπως οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης και η Αλβανική Μουσουλμανική μειονότητα στην βορειοδυτική Ελλάδα.

Οι Ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν κυρίως σε μικτές περιοχές, σε περιοχές που προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα μετά το 1ο Βαλκανικό Πόλεμο. Η πλειοψηφία των 117484 Ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες της περιόδου 1912-1914 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Μακεδονίας. Οι ελληνικές αρχές ήθελαν να εκμεταλλευτούν τις εγκαταλειμμένες περιουσίες των Μουσουλμάνων που είχαν ήδη φύγει ή που ετοιμάζονταν να φύγουν. Η συνύπαρξη των Ελληνορθόδοξων προσφύγων με τους Μουσουλμάνους και άλλες (μη μουσουλμανικές) μειονότητες στα ίδια χωριά ακόμη και στα ίδια σπίτια προκάλεσαν εντάσεις. Οι Ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες θεωρούσαν τους Μουσουλμάνους της Ελλάδας ως υπευθύνους για τα δεινά και τις διώξεις που περνούσαν. Με τον ίδιο τρόπο οι Μουσουλμάνοι θεωρούσαν τους Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες ως υπεύθυνους για κάθε είδους πίεση και δίωξη που περνούσαν από τις ελληνικές αρχές για να διευκολύνουν τους Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες. Η κατάσταση αυτή περιγράφεται καλά από τον Γενικό Διοικητή της Θράκης, που το 1923ανέφερε στην ελληνική κυβέρνηση: «Οι πρόσφυγες έβλεπεαν στους Μουσουλμάνους το λόγο της δυστυχίας τους, ενώ οι Μουσουλμάνοι έβλεπαν στους πρόσφυγες το λόγο των δεινών τους».

Στο πλαίσιο της οικονομικής ανάκαμψης και διοικητικής αναδιοργάνωσης των περιοχών που κατακτήθηκαν κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν να εγκαταστήσουν τους Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες που είχαν αναζητήσει καταφύγιο στη πορεία του πολέμου στις νεοαποκτηθείσες περιοχές της Ελλάδας. Η εγκατάσταση των προσφύγων έγινε σε δημόσιες οθωμανικές ιδιοκτησίες, ανάμεσα τους δημόσια οθωμανικά χωράφια (41267 εκτάρια), και εγκαταλειμμένα σπίτια Μουσουλμάνων και Βούλγαρων ιδιοκτητών που είχαν φύγει από την Ελλάδα. Η εγκατάσταση αυτή υποτίθεται θα ήταν προσωρινή επειδή γίνονταν δίχως την ύπαρξη οποιασδήποτε νομικής συμφωνίας μεταξύ ιδιοκτητών και ελληνικών αρχών.

Υπήρχαν περιπτώσεις μουσουλμανικών ιδιοκτητών που με δικαστικές αποφάσεις κατόρθωσαν να διώξουν Ελληνορθόδοξους από τις μουσουλμανικές τους ιδιοκτησίες που είχαν εγκατασταθεί οι πρόσφυγες. Αυτή ήταν η περίπτωση, για παράδειγμα, κάποιων Ελληνορθόδοξων προσφύγων από την περιοχή του Καυκάσου, που αφού εγκαταστάθηκαν σε μουσουλμανικές ιδιοκτησίες στο χωριό Παζαρλάδες (σήμερα Λόφος) στη περιοχή της Ελασσόνας στη Θεσσαλία, οι Μουσουλμάνοι ιδιοκτήτες έλαβαν νομική δράση εναντίον των προσφύγων και μπόρεσαν να διώξουν τους πρόσφυγες από τις περιουσίες τους. Πριν την άφιξη των Ελληνορθόδοξων προσφύγων, αυτές οι μουσουλμανικές ιδιοκτησίες δεν ήταν σε χρήση επειδή οι Μουσουλμάνοι ιδιοκτήτες τους τις είχαν εγκαταλείψει όπως και το χωριό κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.

Υπήρχα περιστατικά έντασης μεταξύ Μουσουλμάνων και Ελληνορθόδοξων προσφύγων που μάχονταν για το ίδιο σπίτι, το ίδιο οικόπεδο, το ίδιο χωράφι, ή το ίδιο χωριό, που με τη σειρά του υπονόμευε κάθε υπάρχουσα ατμόσφαιρα αρμονίας και ειρηνικής συνύπαρξης. Ο Αλέξανδρος Πάλης, Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Επιτροπής για την Μέριμνα και Εγκατάσταση των Προσφύγων, σε μια αναφορά στις ελληνικές αρχές αναφέρει την περίπτωση Ελληνορθόδοξων προσφύγων σε δυο Μουσουλμανικά χωριά που οι ελληνικές αρχές θεώρησαν εγκαταλειμμένα από τους Μουσουλμάνους κατοίκους τους: ωστόσο, οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι του χωριού είχαν αναζητήσει προστασία στη Θεσσαλονίκη στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και επιθυμούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους μετά το τέλος του πολέμου.

Επίσης συχνά υπήρχαν εντάσεις μεταξύ Ελληνορθόδοξων – γηγενών και προσφύγων – με Μουσουλμάνους, όταν οι Ελληνορθόδοξοι καταπάτησαν και πήραν περιουσίες, περιλαμβανομένων σπιτιών και χωραφιών, που ανήκαν σε Μουσουλμάνους που είχαν φύγει από την Ελλάδα στη διάρκεια του πολέμου. Οι ελληνικές αστυνομικές αρχές αναφέρουν πως τον Απρίλιο του 1914 υπήρχε συνεχής αναστάτωση και ενόχληση μεταξύ των συντηρητικών Μουσουλμάνων στο χωριό Λαχανάς στην βορειοανατολική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης λόγω της παρουσίας Ελληνορθόδοξων προσφύγων στο χωριό και επειδή οι Μουσουλμάνες γυναίκες δεν μπορούσαν να μετακινηθούν ελεύθερα στα χωράφια δίχως να φορούν πέπλο.

Σε άλλα χωριά της περιφέρειας του Λαγκαδά, όπως στο χωριό Σαράι (σήμερα Σχολάριο), οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι κατάγγειλαν πως τριάντα πέντε Ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες που, αφού εγκαταστάθηκαν σε τρία εγκαταλειμμένα σπίτια από τους Μουσουλμάνους ενοίκους τους, βεβήλωσαν τζαμιά και μουσουλμανικά νεκροταφεία, ενοχλούσαν μουσουλμανικές οικογένειες τα βράδια, και καταλάμβαναν τα χωράφια τους. Καταγγελίες για την εγκατάσταση Ελληνορθόδοξων προσφύγων σε τζαμιά έγιναν επίσης από τον μουφτή της Θεσσαλονίκης, που επίσης τόνισε στις ελληνικές αρχές πως «υπάρχουν ελληνορθόδοξες εκκλησίες για αυτό το σκοπό». Είναι αξιοσημείωτο πως τον Ιούλιο του 1914 η Γενική ΔιοίκησηΜακεδονίας ζήτησε την έγκριση του Έλληνα πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, για την εγκατάσταση Ελληνορθόδοξων προσφύγων στο ιερό (τεκκέ) των Σούφι, Mevlevihane, έξω από την Θεσσαλονίκη.

Οι Μουσουλμάνοι που αναζήτησαν καταφύγιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να βρουν ασφάλειαγια τις οικογένειες τους από τους βαλκανικούς χριστιανικούς στρατούς και πολιτοφυλακές, γνωστοί ως μουατζήρηδες (muhacir), έφεραν μαζί τους μνήμες των θηριωδιών και της βίας και, κάποιους από αυτούς, μιας έντονης επιθυμίας για εκδίκηση προς τους Ελληνορθόδοξους στις νέες οθωμανικές περιοχές που εγκαταστάθηκαν. Τα αισθήματα εκδίκησης υποδαυλίζονταν επίσης από τον οθωμανικό τύπο και την οθωμανική κρατική προπαγάνδα, που με τη σειρά της δημιούργησε συναισθήματα φανατισμού μεταξύ του μουσουλμανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης και οδήγησε σε διώξεις και βαρβαρότητες εναντίον των Ελληνορθόδοξων πληθυσμών σε εκείνες τις περιοχές. Μεγάλος αριθμός διωγμένων Ελληνορθόδοξων από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη αναζήτησαν καταφύγιο σε περιοχές ελεγχόμενες από την Ελλάδα και πολλοί από αυτούς έφτασαν με αισθήματα θυμού και εκδίκησης που διοχέτευσαν προς τους Μουσουλμάνους της Ελλάδας, συμβάλλοντας έτσι σε ένα φαύλο κύκλο βίας, αγριοτήτων και διώξεων εναντίον του θρησκευτικού «άλλου» και στην Ελλάδα και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό χάος που προκλήθηκε στην Ελλάδα εξαιτίας της στρατιωτικής ήττας στο Πόλεμο της Ανατολίας, η αναγκαστική αλλαγή πολιτικής εξουσίας, και η εισροή εξαθλιωμένων Ελληνορθόδοξων προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, εμφανίστηκε ένας αριθμός εγκληματικών συμμοριών. Πολλές από αυτές είχαν δημιουργηθεί από Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες, που στοχοποιούσαν τις ζωές και τις περιουσίες Μουσουλμάνων κατοίκων. Σε κάποιες περιπτώσεις οι συμμορίες αυτές απολάμβαναν την ανοχή και την ενθάρρυνση από Έλληνες αξιωματούχους. Σύμφωνα με ιστορικά έγγραφα της περιόδου, το Σεπτέμβριο του 1922 ένας Έλληνας αξιωματικός του στρατού έφτασε στο Κιλκίς στη βορειανατολική Ελλάδα και προσπάθησε να στρατολογήσει Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες από τη περιοχή του Καυκάσου για να δημιουργήσει μια συμμορία για να επιτεθεί στους ντόπιους Μουσουλμάνους κατοίκους.

Το περιστατικό ήταν τόσο μια πράξη εκδίκησης για την ελλήνική στρατιωτική ήττα στη Μικρά Ασία όπως και μια πράξη που στόχευε στο να βοηθήσει τους συμμορίτες να επεκτείνουν την πολιτική και οικονομική τους ισχύ. Το Σεπτέμβριο του 1922μια σειρά από ληστείες και φόνους πραγματοποιήθηκε στις επαρχίες του Νέστου, της Ζίχνης, του Πραβή και του Ζύρνοβου στη βόρεια Ελλάδα. Τα περιστατικά ήταν τόσο σοβαρά που αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις στάλθηκαν για να αποκατασταθεί η τάξη. Στην περιοχή του Λαγκαδά, μια εγκληματική συμμορία Ελληνορθόδοξων και Αρμένιων προσφύγων από τη Μικρά Ασία διέπραξε μια σειρά από ληστείες εναντίον των Μουσουλμάνων. Κάποιοι από τους Μουσουλμάνους θύματα τους δολοφονήθηκαν ή τραυματίστηκαν σοβαρά.

Μετά το φόνο ενός Αλβανού πολίτη από Ελληνορθόδοξο πρόσφυγα στη πόλη της Θεσσαλονίκης, ο Γενικός Κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης περιέγραψε την αστυνομική ασφάλεια στη Μακεδονία ως «κακή» και ανέφερε μια σειρά από εγκλήματα που συνέβαιναν εκείνη τη περίοδο στη πόλη και στην ύπαιθρο, ανάμεσα τους μικροκλοπές τροφής και αντικειμένων από μουσουλμανικά σπίτια και επιχειρήσεις. Οι περισσότεροι από τους δράστες των μικροεγκλημάτων ήταν Ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες που ήταν απεγνωσμένοι από τη πείνα. Στη Θεσσαλονίκη Ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες έκλεψαν φαγητό από ένα μουσουλμανικό τυροκομείο στη πόλη της Θεσσαλονίκης, αφήνοντας πίσω τους ένα σημείωμα: «Ο θάνατος δεν μας τρομάζει, μόνο η πείνα το κάνει».

Μετά τη στρατιωτική ήττα στην Ανατολία, η Ελλάδα ήταν σε άθλια διπλωματική, στρατιωτική και οικονομική θέση και υπό καμιά περίσταση δεν ήθελε να προκαλέσει την αντίδραση της Τουρκίας σε πιθανές θηριωδίες εναντίον των Μουσουλμάνων της Ελλάδας που η Τουρκία θεωρούσε ως συγγενική εθνική ομάδα. Οι προσπάθειες της Ελλάδας να φροντίσει τους Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες που εγκατέλειψαν την Τουρκία για την Ελλάδα θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο έργο, αν η Άγκυρα δεν συμφωνούσε να δεχτεί Έλληνες Μουσουλμάνους ως μέρος ενός σχεδίου για την αναγκαστική ανταλλαγή Ελληνορθόδοξων από την Μικρά Ασία με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στη βόρεια Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου, ή αν η Άγκυρα επέμενε να συμπεριλάβει στην αναγκαστική ελληνοτουρκική ανταλλαγή τους σχεδόν τριακόσιες χιλιάδες Ελληνορθόδοξους της Ιστανμπούλ. Αυτό σήμαινε πως περιστατικά εναντίον Μουσουλμάνων, όπως εκείνα στο Κιλκίς που αναφέρθηκαν πιο πάνω, δυσαρεστούσαν των Έλληνα υπουργό εξωτερικών επειδή η ηχώ τους έφτανε ως τη Λοζάνη της Ελβετίας που πραγματοποιούνταν οι διαπραγματεύσεις ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Το υπουργείο ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να σταματήσουν αυτά τα περιστατικά και διέταξε τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές στις μικτές περιοχές να προστατεύουν τους Μουσουλμάνους κατοίκους στις περιοχές τους και έτσι να σβήσουν κάθε αρνητική εντύπωση που γεγονότα όπως εκείνα του Κιλκίς μπορεί να δημιούργησαν.

Ωστόσο, η ανάγκη για την εγκατάσταση των χιλιάδων εκατοντάδων Ελληνορθόδοξων προσφύγων που έφταναν στην Ελλάδα ανάγκασε τις ελληνικές αρχές να λάβουν εξαιρετικά μέτρα. Αυτά περιλάμβαναν την κατάσχεση κινητών και ακίνητων μουσουλμανικών περιουσιών, ειδικά εκείνων που εγκαταλείφθηκαν από τους Μουσουλμάνους που είχαν φύγει από τη χώρα στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και του 1ου ΠΠ όπως και αργότερα, την αναγκαστική απόσπαση πόρων στις μουσουλμανικές κοινότητες της χώρας, ή ο περιορισμός των μουσουλμανικών οικογενειών στο ένα τέταρτο της κατοικίας τους, αφήνοντας τα άλλα τρία τέταρτα ελεύθερα για την εγκατάσταση Ελληνορθόδοξων προσφύγων. Τα τελευταία μέτρα προκάλεσαν τεράστια αγωνία και διαμαρτυρίες μεταξύ των Μουσουλμάνων. Η εγκατάσταση υπό την ίδια στέγη, και η εξάρτηση των Ελληνορθόδοξων προσφύγων και των γηγενών Μουσουλμάνων κατοίκων από τους ίδιους πόρους ήταν συχνά πηγή έντασης, που εξελίσσονταν συχνά σε συγκρούσεις.

Οι Ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες συχνά χρησιμοποιούσαν τους Μουσουλμάνους κατοίκους ως φτηνή ή άμισθη εργασία, αναγκάζοντάς τους να κάνουν διάφορες δουλειές, ανάμεσα τους η μεταφορά πετρών, νερού, και ξυλείας για κατασκευαστικές εργασίες. Οι Μουσουλμάνοι από την περιφέρεια του Λαγκαδά κατήγγειλαν στο ισπανικό Προξενείο στη Θεσσαλονίκη πως δεν ήταν σε θέση να θρέψουν τους Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στις κοινότητες τους. Στη περιοχή του Καϊλαρά (σήμερα Πτολεμαΐδα) στη βορειοδυτική Ελλάδα, ο λιμός των μουσουλμανικών πληθυσμών οδήγησε μια ολόκληρη οικογένεια Μουσουλμάνων στο να αυτοκτονήσει. Πολλοί Μουσουλμάνοι εκδιώχτηκαν από τα σπίτια τους και μετακινήθηκαν σε αστικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη, η Μυτιλήνη, το Ηράκλειο και το Ρέθυμνο, όπου αντιμετώπισαν ανέχεια και πείνα.

Ως αποτέλεσμα αυτών των μέτρων υπήρχε μια έντονη αντίδραση, που δεν περιορίζονταν στα μέλη των μουσουλμανικών κοινοτήτων αλλά επεκτείνονταν στους Έλληνες αξιωματούχους. Για παράδειγμα ο μουφτής της Θεσσαλονίκης και ο Μουφτής της Καϊλαράς ζήτησαν από τον Έλληνα πρωθυπουργό να εξαιρεθούν οι Μουσουλμάνοι των περιοχών τους από το συντηρούν τους Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες. Ο (Ελληνορθόδοξος) υποδιοικητής της Καϊλαράς επίσης ενημέρωσε τον Έλληνα πρωθυπουργό πως ο Μουσουλμανικός πληθυσμός στην περιοχή δεν ήθελε να δώσει τη σοδιά του ή να συνεισφέρει στους αναγκαστικούς εράνους για την στήριξη των Ελληνορθόδοξων πληθυσμών και εξέφρασε την αγανάκτηση του για τα καθημερινά περιστατικά βίας μεταξύ ντόπιων Μουσουλμάνων και Ελληνορθόδοξων προσφύγων. Στο Σαρί Σαμπάν σποραδικές συγκρούσεις μεταξύ ντόπιων Μουσουλμάνων και Ελληνορθόδοξων προσφύγων οδήγησε σε κανονική σύγκρουση όταν οι ντόπιοι Μουσουλμάνοι ενθαρρύνθηκαν να εξεγερθούν από δυο πρώην Μουσουλμάνους μέλη του ελληνικού κοινοβουλίου. Οι Μουσουλμάνοι εξεγερμένοι επιτέθηκαν, αναγκάζοντας τους Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες να φύγουν από τα σπίτια τους, και σκότωσαν δυο κρατικούς υπαλλήλους που έκαναν επίταξη προμηθειών.

Η Τουρκία χρησιμοποίησε τα περιστατικά βίας εναντίον του Μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας προς όφελός της και κατήγγειλε πως η Ελλάδα παραβίαζε τις προβλέψεις της Συνθήκης της Αναγκαστικής Ανταλλαγής. Οι τουρκικές αρχές απείλησαν πως θα λάβουν μέτρα αντιποίνων και θα απέχουν από τις μελλοντικές συναντήσεις της Μικτής Επιτροπής για την Ανταλλαγή Πληθυσμών. Η Επαναστατική Επιτροπή στην Αθήνα υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Στυλιανό Γονατά προτιμούσε έναν αναγκαστικό εκτοπισμό του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας. Ένας τέτοιος εκτοπισμός θα άδειαζε κατοικίες και ιδιοκτησίες για τους εισερχόμενους Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη προς εγκατάσταση. Αυτό δεν θα έλυνε με κανένα τρόπο το πρόβλημα της εγκατάστασης των Ελληνορθόδοξων προσφύγων επειδή ο αριθμός των εισερχόμενων Ελληνορθόδοξων προσφύγων ξεπερνούσε τον αριθμό των Μουσουλμάνων προς απέλαση και την υπάρχουσα μουσουλμανική περιουσία στην Ελλάδα.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε οριστεί από την επαναστατική Επιτροπή του Γονατά ως βασικός διαπραγματευτής της Ελλάδας στις συνομιλίες στη Λοζάνη, δεν συμφωνούσε με μια πιθανή πρώιμη αναγκαστική απέλαση των Μουσουλμάνων της χώρας. Πίστευε πως πράξεις σαν αυτή θα παραβίαζαν τους όρους της συμφωνίας της αναγκαστικής ανταλλαγής που είχαν ολοκληρωθεί στη Λοζάνη πριν την υπογραφή της Συνθήκης ειρήνης της Λοζάνης, και μια τέτοια παραβίαση θα πρόσφερε στη Τουρκία δικαιολογία για να παρακάμψει τους όρους της συμφωνίας.

Το γεγονός ωστόσο πως πολλοί Μουσουλμάνοι είχαν αναγκαστεί να φιλοξενήσουν και να αναλάβουν το έργο της συντήρησης των Ελληνορθόδοξων προσφύγων, μαζί με τη πραγματικότητα ότι υπήρξαν συχνά το αντικείμενο καταπίεσης και βίας, οδήγησε μεγάλο αριθμό τους να ζητούν την γρήγορη εφαρμογή της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής, κάτι στο οποίο αρχικά ήταν εναντίον. Και πράγματι, αυτό που έζησαν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Ελλάδας τις χρονιές του 1922 και 1923 με την εισροή των Ελληνορθόδοξων προσφύγων από την μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη έκανε πολλούς να πιστεύουν πως η αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών θα έπρεπε να θεωρείται ως ευλογία και όχι ως ανάθεμα.

Μεγάλος αριθμός από αυτούς αισθάνονταν ευγνωμοσύνη στον ηγέτη του νεοσύστατου τουρκικού κράτους, Mustafa Kemal, που συμφώνησε στους όρους της ανταλλαγής πληθυσμών και τους βοήθησε να μεταφερθούν με ασφάλεια στη «μητέρα πατρίδα». Ωστόσο, μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα χάους, μίσους και βίας είχε δημιουργήσει η ήττα στο Πόλεμο της Ανατολίας και η εισροή εκατοντάδων χιλιάδων ελληνορθόδοξων προσφύγων, υπήρχαν κάποιοι Μουσουλμάνοι γαιοκτήμονες που αρνήθηκαν να φύγουν αυτό που θεωρούσαν «πατρίδα» τους (τις περιοχές που γεννήθηκαν, που μεγάλωσαν και κατοικούσαν) και προσπάθησαν να μείνουν στην Ελλάδα με το να γίνουν ξένοι πολίτες.

Υπήρχαν επίσης μεταξύ τμήματος των ελληνικών αρχών να εξαιρεθούν συγκεκριμένες μουσουλμανικές ομάδες, όπως οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι Βαλαάδες, που είχαν καλές σχέσεις με τον τοπικό ελληνορθόδοξο πληθυσμό. Ο τελευταίος εκτιμούσε τη σκληρή δουλειά και τη συνεισφορά των Βαλαάδων στη τοπική οικονομία και δεν ήθελαν να τους δουν να φεύγουν. Αντίθετα όμως προς αυτές τις απόψεις, οι μόνοι Μουσουλμάνοι που εξαιρέθηκαν από την αναγκαστική ανταλλαγή ήταν οι αλβανόφωνοι Μουσουλμάνοι της βορειοδυτικής Ελλάδας με επιμονή των αρχών του αλβανικού κράτους, που ανέφεραν πως οι Μουσουλμάνοι αυτοί έπρεπε να θεωρούνται Αλβανοί και όχι τούρκοι και έτσι δεν έπρεπε να σταλούν στη Τουρκία, όπως και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης ως αντίβαρο στους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς της Ιστανμπούλ και της Ίμβρου και της Τένεδου, που επίσης εξαιρέθηκαν από την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών. Οι όσο περισσότεροι Μουσουλμάνοι εξαιρούνταν από την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών τόσο μικρότερος ο αριθμός των μουσουλμανικών ιδιοκτησιών που θα ήταν διαθέσιμες για τους εισερχόμενους Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.

Ένταση, βία, συγκρούσεις, και αντεκδικητικά μέτρα δεν ήταν ο κανόνας στη σχέση μεταξύ Ελληνορθοδόξων προσφύγων και των Μουσουλμάνων στην Ελλάδα. Σε μια αναφορά του Δεκεμβρίου του 1924 που έστειλε ο υπουργός εξωτερικών στον πρωθυπουργό της Ελλάδας, Ελευθέριο Βενιζέλο, του βεβαίωνε τις καλές σχέσεις μεταξύ Ελληνορθόδοξων προσφύγων και Μουσουλμάνων στη βόρεια Ελλάδα και στήριξε τον ισχυρισμό του με το γεγονός πως μια σειρά από μουσουλμανικές οικογένειες στην Θεσσαλία, τη βόρεια Ελλάδα, και τα νησιά του Αιγαίου ήταν φιλόξενες και μοιράστηκαν τα σπίτια τους πρόθυμα με τους πρόσφυγες. Υπάρχουν επίσης αναφορές πως στη πόλη του Ηρακλείου στη Κρήτη και στη Κοζάνη στη βόρεια Ελλάδα πως Μουσουλμάνοι πρόθυμα πρόσφερα φιλοξενία σε Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη και βοήθησαν μόνοι τους τους εράνους για την υποστήριξη των προσφύγων.

Ο Reşat Tesal, Μουσουλμάνος από τη Θεσσαλονίκη, θυμάται πως η οικογένεια του δεν μπορούσε να εμποδίσει την εγκατάσταση Ελληνορθόδοξων προσφύγων στο σπίτι τους στη Θεσσαλονίκη, αλλά συνυπήρξαν δίχως ιδιαίτερα θέματα μέχρι που η οικογένεια του έφυγε. Με τα δικά του λόγια, οι ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες ήταν τίμιοι άνθρωποι, μιλούσαν τουρκικά, και σέβονταν τα έθνιμα της μουσουλμανικής οικογένειας. Ο Nazmi Onal, Μουσουλμάνος από το χωριό Κοζλού (σημερινό Καρυοχώρι) στη Καϊλαριά, θυμόνταν πως δεν υπήρχαν προβλήματα με τους Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες, εκτός από εκείνους που ήρθαν από την περιοχή της Μπούρσα, που, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ήταν μικροταραξίες. Η Havva Aykan, Μουσουλμάνα από το χωριό Κοσελέρ (σημερινή Κίσσα) στη Καϊλαριά, θυμάται πως η οικογένεια της δέχτηκε τους ελληνορθόδοξους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο σπίτι τους. Κατά την αναχώρηση της οικογένειας της Aykan, λόγω της αναγκαστικής ανταλλαγής του 1923, οι Ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες που έμεναν στο σπίτι της οικογένειας της τους συνόδευσαν μέχρι το Σόροβιτς (σημερινό Αμύνταιο) στη βορειοδυτική Ελλάδα για ασφάλεια από επιθέσεις στους αναχωρούντες από άτομα ή εγκληματικές ομάδες. Άλλοι Μουσουλμάνοι θυμούνται πως οι Ελληνορθόδοξοι, υποχρεωμένοι από την καλή μεταχείριση που έλαβαν από τους Μουσουλμάνους, έδωσαν στους Μουσουλμάνους συγκατοίκους τους συμβουλές που να αναζητήσουν καταφύγιο και εγκατάσταση στη νέα τους πατρίδα ή που είχαν κρύψει χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα στα σπίτια που άφησαν πίσω τους.

Ένας σημαντικός παράγοντας που συχνά βοηθούσε την ανάπτυξη καλών σχέσεων μεταξύ των Μουσουλμάνων και των ελληνορθόδοξων προσφύγων ήταν η καλή γνώση της τουρκικής γλώσσας από τους πρόσφυγες. Ο Ramazan Eser, Μουσουλμάνος από το χωριό Σεβιντικλή (σημερινό Επτάλοφος στο Κιλκίς), θυμάται: «Πριν την αναχώρηση μας, 50 με 60 σπίτια στο χωριό μας ήταν εν μέρη κατοικημένα από Ρουμ πρόσφυγες. Η οικογένεια των Ρουμ με την οποία ζούσαμε, μιλούσε καλύτερα τουρκικά από εμάς».

Υπήρχαν περιπτώσεις που η επικοινωνία μεταξύ Ελληνορθόδοξων προσφύγων και Μουσουλμάνων ήταν δύσκολη επειδή οι πρώτοι δεν μιλούσαν ελληνικά και οι δεύτεροι δεν μιλούσαν τουρκικά. Ο Abbas Barut, Μουσουλμάνος από το χωριό Κάστρο στα Γρεβενά στη βορειοδυτική Ελλάδα θυμάται: «Οι Λαζοί ήρθαν από τη Τουρκία. Ζούσαμε μαζί για έξι μήνες. Υπήρχαν Ρουμ που ήρθαν από άλλες περιοχές. Μιλούσαν μόνο τούρκικα και εμείς μιλούσαμε μόνο ελληνικά. Δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με εκείνους που ήρθαν».

Η προοπτική ενός κοινού μόνιμου ξεριζωμού ένωσε τους Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες από την Τουρκία με τους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Ελλάδας. Η Müyesser Ertunç, Μουσουλμάνα από την πόλη των Ιωαννίνων στη βορειοδυτική Ελλάδα, δεν θυμόταν την ύπαρξη εντάσεων με την οικογένεια των ελληνορθόδοξων με τους οποίους ζούσαν μαζί στο Πεντίκ (έναν οικισμό κοντά στην Ιστανμπούλ, στη πλευρά της Μικράς Ασίας) όταν η οικογένεια της Ertunç έφυγε από την Ελλάδα. Η Ertunç θυμάται πως η οικογένεια της επικοινωνούσε με την οικογένεια των Ελληνορθόδοξων στα τουρκικά και πως η μητέρα της έφτιαχνε κουραμπιέδες με τις γυναίκες της ελληνορθόδοξης οικογένειας πριν η ελληνορθόδοξη οικογένεια φύγει από την Τουρκία για την Ελλάδα.

Υπήρχαν περιπτώσεις στη Τουρκία Μουσουλμάνων προσφύγων από την Ελλάδα που μοιράζονταν κατοικίες με ντόπιους ελληνορθόδοξους κατοίκους και όπως στη περίπτωση της Ελλάδας, τα μέλη των δυο οικογενειών δεν μπορούσαν να μιλήσουν την ίδια γλώσσα. Για παράδειγμα, η Ευδοξία Ιωαννίδου, Ελληνορθόδοξη από το χωριό Σκοπός στην Ανατολική Θράκη, θυμάται τη μικρή περίοδο που η οικογένεια της έζησε κάτω από την ίδια στέγη με μια μουσουλμανική οικογένεια από το νησί της Κρήτης πριν η οικογένεια της ευδοξίας φύγει από την Τουρκία για την Ελλάδα στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών: «Οι Τούρκοι πρόσφυγες δεν μιλούσαν τουρκικά. Δεν μιλούσαμε ελληνικά και για το λόγο αυτό δεν ξέραμε πως να μιλήσουμε ο ένας στον άλλο».

Επίλογος

Καθημερινά γεγονότα μοιάζουν να επηρέαζαν περισσότερο τις διακοινοτικές σχέσεις μεταξύ Ελληνορθόδοξων και Μουσουλμάνων από ότι μια στρατιωτική σύγκρουση που πραγματοποιούνταν χιλιάδες μίλια μακριά και δεν επηρέαζε άμεσα τις ζωές τους. Σε ένα χωριό με μικτό πληθυσμό όπως η Ανασελίτσα στη βορειοδυτική Ελλάδα, η είδηση πως ένας δεκαπεντάχρονος ελληνορθόδοξος είχε αποπλανήσει μια οχτάχρονη Μουσουλμάνα ή ένας Ελληνορθόδοξος είχε απαγάγει τη κόρη του χότζα επηρέαζε τις διακοινοτικές σχέσεις περισσότερο από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, και τα νέα του πολέμου δεν έφταναν πάντοτε τα μέλη της, η πλειοψηφία της οποίας ήταν αγράμματη.

Με δεδομένα πως η Ανατολική Ορθοδοξία ήταν στενά συνδεδεμένη με την ελληνική εθνική ταυτότητα και τον ανταγωνισμό της Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας συχνά αντιμετωπίζονταν ως ο δούρειος ίππος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια ομάδα που πιθανά θα συνεργάζονταν με τον εχθρό και έτσι θα έθετε σε κίνδυνο την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Για αυτό, οι αρχές της χώρας, η πολιτική τάξη, και μέλη της εθνικής πλειοψηφίας της χώρας συχνά θεωρούσαν και αντιμετώπιζαν τα μέλη των μουσουλμανικών κοινοτήτων ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, και οι μουσουλμανικές κοινότητες συχνά γίνονταν σάκος πυγμαχίας όπου συχνά εκτονώνονταν η όποια αγανάκτηση, στερεότυπα, αρνητικά αισθήματα και θυμός εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για το λόγο αυτό, οι Μουσουλμάνοι συχνά γίνονταν αντικείμενο διακρίσεων, βίας και αντιποίνων από τις ελληνικές αρχές, τους ελληνορθόδοξους ντόπιους, και τους πρόσφυγες.

Οι σχέσεις μεταξύ Ελληνορθόδοξων και Μουσουλμάνων δεν ήταν πάντοτε συγκρουσιακές. Πολύ συχνά ελληνορθόδοξοι και Μουσουλμάνοι ζούσαν μαζί ειρηνικά, και η σχέση τους δεν έμοιαζε να επηρεάζονται από τους ανταγωνισμούς και αντιπαλότητες της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας/Τουρκίας. Αν και η βιβλιογραφία συχνά εστιάζει στα περιστατικά ανταγωνισμού, βίας και σύγκρουσης και σχεδιάζει μια αρνητική εικόνα αυτής της σχέσης, η αρχειακή έρευνα της μικροϊστορίας των τοπικών κοινωνιών μας δίνει παραδείγματα που παρουσιάζουν μια ελαφρώς διαφορετική εικόνα.

Ακόμα και στη διάρκεια του 1ου Βαλκανικού Πολέμου όταν οι ελληνορθόδοξοι και οι Μουσουλμάνοι υποστήριζαν διαφορετικά στρατιωτικές παρατάξεις, μπορούσε κανείς να βρει περιστατικά που ακυρώνουν την εικόνα των πράξεων βίας από τις δυο πλευρές. Στη πόλη των Γρεβενών, για παράδειγμα, οι ελληνορθόδοξοι του χωριού Τίστα (σήμερα Ζιάκας) προστάτεψαν τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς του γειτονικού χωριού Βρασνός από επιθέσεις Ελλήνων ληστών. Η προστασία ήταν κομμάτι μιας συμφωνίας που είχε γίνει μεταξύ των προκρίτων των δυο χωριών, σύμφωνα με την οποία οι Ελληνορθόδοξοι θα προστάτευαν τους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς σε περίπτωση που η Ελλάδα θα ήταν νικήτρια και ο ελληνικός στρατός έπαιρνε τον έλεγχο των δυο χωριών στο 1ο ΒΠ και το αντίστροφο. Στη διάρκεια της ίδιας περιόδου, ο μητροπολίτης της πόλης της Καβάλας και ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της πόλης προστάτεψε τους Μουσουλμάνους που προσπάθησαν να ξεφύγουν από τις βουλγαρικές θηριωδίες.

Σε μια σειρά περιπτώσεων, υπό το φόβο βουλγαρικών θηριωδιών, πολλοί Μουσουλμάνοι αισθάνονταν πιο κοντά στους Έλληνες. Στη πόλη της Καβάλας, για παράδειγμα, οι Μουσουλμάνοι περίμεναν την προέλαση των «bizimkiler» (των δικών μας ανθρώπων) όπως αποκαλούσαν τους Έλληνες. Στο 2ο ΒΠ, οι Μουσουλμάνοι βοήθησαν τον ελληνικό στρατό στις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Βουλγάρων. Στη πόλη των Σερρών στην βορειοανατολική Ελλάδα, μια παραστρατιωτική δύναμη αποτελούμενη από Ελληνορθόδοξους και Μουσουλμάνους σχηματίστηκε για να αντιμετωπίσει τους Βούλγαρους.

Στη διάρκεια του Πολέμου της Ανατολίας του 1919-1922, οι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας συχνά έγιναν αντικείμενο διακρίσεων, βίας και αντεκδικητικών μέτρων από τις ελληνικές αρχές, τους Ελληνορθόδοξους ντόπιους και τους Ελληνορθόδοξους πρόσφυγες που έφτασαν στη χώρα σε τεράστιους αριθμούς προς αναζήτηση ασφάλειας μετά το τέλος του πολέμου. Ιστορικές μαρτυρίες συχνά αναφέρουν περιστατικά βίας εναντίον των Μουσουλμάνων όπως και λεηλασίες μουσουλμανικών περιουσιών από Ελληνορθόδοξους.

Στο νησί της Κρήτης, για παράδειγμα, μεγάλο μέρος της κινητής και ακίνητης μουσουλμανικής περιουσίας στην ύπαιθρο λεηλατήθηκε από τους ντόπιους Ελληνορθόδοξους μετά την ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία. Μετά το Σεπτέμβριο του 1922, πολλοί Μουσουλμάνοι που ζούσαν στην ύπαιθρο της Κρήτης αναζήτησαν προστασία στα αστικά κέντρα του νησιού, από το φόβο αντιποίνων από τους Ελληνορθόδοξους γείτονές τους. Φόνοι και ληστείες πραγματοποιήθηκαν στα Χανιά και σε άλλες πόλεις. Στο νησί της Λέσβου, περισσότεροι από δέκα Μουσουλμάνοι δολοφονήθηκαν από δυνάμεις Ελλήνων ατάκτων. Σε μια επιστολή προς τον Έλληνα το φθινόπωρο του 1922, μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης έγραφε πως: «η ζωή, η τιμή και η περιουσία των Μουσουλμάνων δεν λαμβάνεται υπόψιν», κάτι που επιβεβαιώνεται επίσης από μια αναφορά που στάλθηκε στις αρχές του Δεκέμβρη του 1922 από το γαλλικό προξενείο της Θεσσαλονίκης στη γαλλική κυβέρνηση, που αναφέρει τους φόνους των Μουσουλμάνων και την λεηλασία της μουσουλμανικής περιουσίας.

Οι θηριωδίες εναντίον των μουσουλμανικών πληθυσμών της Ελλάδας δεν έγιναν ευρύ φαινόμενο, ούτε και ήταν μέρος του γενικότερου σχεδίου της ελληνικής κυβέρνησης. Με τα την ήττα στο Πόλεμο της Ανατολίας, η Ελλάδα ήταν σε μειονεκτική διπλωματική και στρατιωτική θέση, που δεν επέτρεπε χώρο για εκτεταμένες εκδικητικές πολιτικές εναντίον του μουσουλμανικού πληθυσμού. Οι θηριωδίες που διαπράχτηκαν από τις κεμαλικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Μικρά Ασία ήταν το βασικό επιχείρημα της ελληνικής διπλωματίας στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, και που θα αποδυναμώνονταν σοβαρά αν η ελληνική πλευρά προχωρούσε σε οργανωμένες πράξεις βίας εναντίον του μουσουλμανικού πληθυσμού που ζούσε στην ελληνική επικράτεια. Οι ελληνικές αρχές ήταν γρήγορες στο να αντικρούσουν κατηγορίες για θηριωδίες εναντίον μουσουλμάνων, και το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών έκανε ξεκάθαρο στις στρατιωτικές αρχές της δυτικής Θράκης – μια περιοχή με μεγάλη συγκέντρωση μουσουλμανικού πληθυσμού – πως η προστασία των Μουσουλμάνων ήταν κομμάτι της πολιτικής στρατηγικής της κυβέρνησης επειδή η εδαφική κατάσταση της περιοχής ήταν υπό αμφισβήτηση.

Επιπλέον ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ελλάδας ήταν διπλωματικό εργαλείο για την ελληνική κυβέρνηση – σε μια εποχή που η Ελλάδα δεν είχε πολλά διπλωματικά εργαλεία στη διάθεση της – που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον της κεμαλικής πλευράς με την ελπίδα πως η τελευταία θα υποχωρούσε σε ορισμένα ζητήματα. Για παράδειγμα για να κερδίσει την απελευθέρωση των ανδρών Ελληνορθόδοξων από τη Μικρά Ασία, πολλοί από τους οποίους ήταν αιχμάλωτοι σε τάγματα εργασίας, ο ελευθέριος Βενιζέλος, ο βασικός διαπραγματευτής της Ελλάδας στη Λοζάνη, απείλησε πως θα έπαιρνε παρόμοια μέτρα εναντίον των μουσουλμανικών πληθυσμών στην Ελλάδα. Επιπλέον η εξαιρετικά εύθραυστη ελληνική θέση δεν επέτρεπε κανένα χώρο για την πρόκληση της Τουρκίας μέσω της οργάνωσης και ενθάρρυνσης διώξεων κατά των Μουσουλμάνων, ιδιαίτερα στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, που τις επιθυμούσε η Βουλγαρία. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι ελληνικές αρχές έκαναν ότι μπορούσαν για να περιορίσουν όποιες βιαιότητες από τους ντόπιους Ελληνορθόδοξους εναντίον των Μουσουλμάνων, παρά τάσεις για εκδίκηση ή οικονομική εκμετάλλευση από τους ντόπιους.

Η αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών στόχευε να πετύχει την θρησκευτική ομοιογένεια και στην Ελλάδα και στην Τουρκία, να περιορίσει τον αριθμό των πολιτών που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως συγγενική εθνική και θρησκευτική ομάδα από το γειτονικό κράτος και να φέρει έτσι μακροπρόθεσμη ειρήνη και αρμονία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είχε επίσης στόχο να σώσει τους μειονοτικούς πληθυσμούς και στα δυο κράτη από το να γίνουν όμηροι και θύματα των κρατών που ζουν και των εθνικών και θρησκευτικών πλειοψηφιών τους. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών άρχισε μια περίοδος εξομάλυνσης για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το 1930 η Ελλάδα και η Τουρκία υπέγραψαν συνθήκη φιλίας, που έμοιαζε να απομακρύνεται από τους ελληνο-οθωμανικούς ανταγωνισμούς και αντιπαλότητα και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μπήκαν σε μια περίοδο ειρήνης και συνεργασίας που κράτησε μέχρι σχεδόν τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Τελείωσε με την κρίση στο νησί της Κρήτης και τις βιαιότητες εναντίον του ελληνορθόδοξου πληθυσμού στην Ιστανμπούλ. Ενώ όμως οι αναγκαστική ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών εγκαινίασε μια νέα περίοδο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και οι μουσουλμάνοι και οι Ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες που μπόρεσαν να ζήσουν στα κράτη αυτά ελεύθεροι από διώξεις και βία, δεν μπορούσαν να αλλάξουν πολλά για τους πρόσφυγες με όρους κοινωνικής διάκρισης.

Οι διαφορετικές γλώσσες των Ελληνορθόδοξων και των Μουσουλμάνων προσφύγων έθεσαν σε αμφισβήτηση την εθνική τους ταυτότητα και απαιτήθηκαν μέτρα για την γλωσσική και εθνική τους ενσωμάτωση. Ο Muhittin Yavuz, Μουσουλμάνος από το Βρασνό (τα σημερινά Ανάβρυτα στα Γρεβενά), θυμάται την αντίδραση των ντόπιων τούρκων στο Χονάζ στη νοτιοδυτική Τουρκία όπου εγκαταστάθηκε:

«Εμείς δεν ξέραμε τη γλώσσα. Κάποιοι κάτοικοι του Χονάζ έλεγαν: ‘Τι πήραμε από αυτό το πράγμα [την ανταλλαγή]; Έλληνες έφυγαν και Έλληνες ήρθαν!’. Τι μπορούσαμε να κάνουμε, μιλούσαμε μεταξύ μας στα ελληνικά. Οι ντόπιοι θύμωναν μαζί μας».

Ο Hassan Sururzade, Μουσουλμάνος από τα Χανιά, έγραφε στον Έλληνα φίλο του, Ιπποκράτη Αμπατζή, από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ζούσε μετά το 1923: «Δεν γνωρίζω αυτό το μέρος ή τη γλώσσα και επειδή δεν με αναγνωρίζουν ως Έλληνα οι Έλληνες, ως Τούρκο οι Τούρκοι, ως Άραβα οι Άραβες, αντιμετωπίζω δυσκολίες». Μέλη του τουρκικού κοινοβουλίου αποκήρυξαν την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να εγκαταστήσουν ελληνόφωνους Μουσουλμάνους σε περιοχές απέναντι από τα ελληνικά νησιά επειδή με το τρόπο αυτό οι ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι θα είχαν επαφές με τους Έλληνες από τα νησιά και δεν θα αφομοιώνονταν ποτέ γλωσσικά. Από την άλλη, στο ελληνικό κοινοβούλιο, ένα μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου αναφέρονταν στους ελληνορθόδοξους πρόσφυγες λέγοντας: «οι Εβραίοι από τη Θεσσαλονίκη είναι πιο Έλληνες από εσάς». Στη Τουρκία, οι Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Τουρκία συχνά αποκαλούνταν από τους ντόπιους ως «yari gâvur» (μισο-άπιστος) ή «gâvur tohumu» (σπορά των απίστων). Παρόμοια, οι ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες από στην Ελλάδα αποκαλούνταν από τους ντόπιους, «τουρκόσποροι» και «γιαουρτοβαφτισμένοι» (μισο-άπιστοι).

Οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα και στην Τουρκία δημιούργησε μια νοσταλγία για τις περιοχές που άφησαν πίσω και μια εξιδανίκευση του τρόπου ζωής πριν την ανταλλαγή πληθυσμών. Στις αφηγήσεις εκείνων που ανταλλάχθηκαν, η πατρίδα από την οποία ξεριζώθηκαν σχεδόν πάντα αναφέρεται ως γόνιμη, πλούσια και πιο όμορφη από τη γη που εγκαταστάθηκαν, όπου οι ντόπιοι συνήθως θεωρούνται απολίτιστοι και δίχως καλούς τρόπους σχε σχέση με τους πρόσφυγες. Για παράδειγμα, οι Μουσουλμάνοι χασάπηδες και έμποροι από τη Κρήτη, ως πρόσφυγες στη νέα τους πατρίδα (Τουρκία), αυτοπροσδιορίζονται ως «Ευρωπαίοι» αντίθετα με τους «Ανατολίτες», δηλαδή τους άλλους Τούρκους. Ο Muhittin Yavuz, Μουσουλμάνος από το Βρασνό στα Γρεβενά, θυμάται: «όταν ήρθαμε στο Χονάζ δεν υπήρχαν έθιμα, πολιτισμός. Κάρφωναν δυο στύλους, κρέμαγαν ένα σάκο, έβαζαν λίγο άχυρο και το έλεγαν τουαλέτα. Στα μέρη μας κάθε σπίτι είχε τουαλέτα μέσα».

Οι δυσκολίες των εκτοπισμένων στις νέες πατρίδες τους και η νοσταλγία τους για τις χαμένες πατρίδες στην Ελλάδα και στην Τουρκία δημιούργησαν μια ξεχωριστή προσφυγική ταυτότητα διακριτή σε ένα συναίσθημα περηφάνιας και αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες της ίδιας περιοχής. Η νοσταλγία και η εξιδανίκευση της ζωής και των σχέσεων παραμέρισε σε ένα βαθμό τις αρνητικές μνήμες του παρελθόντος: τις συγκρούσεις με τους Ελληνορθόδοξους ή τους Μουσουλμάνους γείτονες τους. Με τον ίδιο τρόπο, η εθνική ιστορία και στα δυο κράτη παραμερίζει τη νοσταλγία ή την εξιδανίκευση της ζωής και των σχέσεων μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών πριν την αναγκαστική ανταλλαγή επειδή αυτή η εικόνα δεν ταιριάζει απόλυτα με την απεικόνιση της σκοτεινότερης πλευράς του εθνικού εχθρού.

*Το κείμενο είαι απόσπασμα από τον τόμο «Salvation and Catastrophe: The Greek-Turkish War, 1919-1922» (Lexington Books, 2020). Ο Stefanos Katsikas είναι επίκουρος καθηγητής στο Κέντρο ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Μετάφραση: Δημήτρης Πλαστήρας

**Το κείμενο και η φωτογραφία της ανάρτησης αναδημοσιεύονται από εδώ: https://geniusloci2017.wordpress.com/2022/08/05/life_behind_the_lines/