Κείμενο: Μάκης Σταύρου*

Με το κείμενο αυτό στοχεύουμε κυρίως στο να διερευνήσουμε πιθανές σχέσεις ανάμεσα στις έννοιες κοινότητα και κοινοτισμός, όπως διαμορφώνονται σε δύο διαφορετικές γεωγραφίες (Βαλκάνια και Λατινική Αμερική) την ίδια περίοδο, δηλαδή, τον 18ο και 19ο αιώνα. Βασικό κίνητρο για την προσπάθεια αυτή ήταν το γεγονός ότι στους αιώνες αυτούς εντείνεται και κορυφώνεται η δράση των εθνικών κινημάτων σε αυτές τις περιοχές, κάτω από συνθήκες αρκετά διαφορετικές που παρουσιάζουν όμως σημαντικές ομοιότητες, αφού οι κοινότητες, με όποιο περιεχόμενο και αν αντιλαμβάνεται κάποιος την έννοια, αποτελούσαν μέχρι τότε, βασικό κύτταρο της κοινωνικής και σε σημαντικό βαθμό και της πολιτικής ζωής.

Βέβαια το θέμα είναι αρκετά σύνθετο και δεν είναι εύκολο να γίνουν ασφαλείς συγκρίσεις ανάμεσα στον κοινοτισμό, όπως αυτός εκφράζεται στα Βαλκάνια και τη Λατινική Αμερική, πολύ περισσότερο που η βιβλιογραφία τόσο η Ελληνική όσο και η διεθνής, είναι αρκετά περιορισμένη. Όμως, κατά την εκτίμησή μου, είναι ένα ενδιαφέρον ζήτημα από το οποίο, πιστεύω, ότι με ακόμη περισσότερη έρευνα μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα. Με αυτή την έννοια, το κείμενο στοχεύει περισσότερο να θέσει ερωτήματα και να αναπτύξει τον προβληματισμό και λιγότερο στο να δώσει απαντήσεις και να διατυπώσει θέσεις.

Ορισμένα από τα βασικά ερωτήματα που θα βοηθούσε σημαντικά να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας, γιατί, βρίσκονται στην «καρδιά» των κοινοτήτων και του κοινοτισμού, είναι αυτά που σχετίζονται με τη συλλογική ιδιοκτησία στη γη και την παραγωγή, με την αυτοδιαχείριση και με την άμεση δημοκρατία, όπως:

-Πώς λειτουργούσαν οι κοινότητες τον 18ο και τον 19ο αιώνα στις δύο προαναφερόμενες περιοχές, όπου το κυρίαρχο παραγωγικό μοντέλο ήταν η αγροτική οικονομία;
-Με ποιους θεσμούς (κοινωνικούς και διοικητικούς) λειτουργούσαν τόσο στα Βαλκάνια, όσο και στη Λατινική Αμερική;
-Πώς αντιδρούν οι κοινότητες στην αναπτυσσόμενη βιομηχανική παραγωγή;
-Τι είδους σχέσεις αναπτύσσουν οι κοινότητες με τα εθνικά κινήματα που αυτή την περίοδο εμφανίζονται και στις δύο περιοχές;
-Πώς θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε τη σχέση των κοινοτήτων με επαναστάτες ηγέτες, αυτής της περιόδου, όπως ο Ρήγας Φεραίος στα Βαλκάνια, ο Σιμόν Μπολίβαρ στη βόρεια και ο Χοσέ Μαρτίν στη νότια Λατινική Αμερική;
-Πώς σχετίζεται ο ομοσπονδισμός, όπως τον είχαν κατά νου οι τρεις προαναφερόμενοι ηγέτες με τον κοινοτικό τρόπο οργάνωσης των λαών, τόσο στη Βαλκανική όσο και στη Λατινική Αμερική;

Μάλιστα, στην έρευνά μου αναζητώ απάντηση και σε ένα ακόμη ερώτημα που, εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μην είναι σχετικό με την επανάσταση του 1821, αλλά με βάση τα όσα μέχρι τώρα έχω μελετήσει δεν μπορώ να απορρίψω οποιαδήποτε απάντηση. Το ερώτημα αυτό επικεντρώνεται στο αν υπάρχει επίδραση του κοινοτισμού των Λατινοαμερικανών στην απόφαση του μιγά ηγέτη της Αϊτής, Ζαν Πιερ Μπουαγιέ, να αναγνωρίσει το δίκαιο του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων και να γίνει αυτή η Λατινοαμερικάνικη χώρα η πρώτη στον κόσμο που αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση;

Επιχειρώντας να προσεγγίσουμε τα προαναφερόμενα ερωτήματα, χρήσιμο είναι να κάνουμε καταρχάς μια σύγκριση δύο βασικών κειμένων που γράφονται αυτή την περίοδο. Πρόκειται για το Μανιφέστο που έγραψε ο Ρήγας Φεραίος στοχεύοντας στην εξέγερση των λαών της Βαλκανικής και το Μανιφέστο της Καρθαγένης (Manifiesto de Cartagena) που έγραψε ο Σιμόν Μπολίβαρ, με στόχο την εξέγερση των λαών της Λατινικής Αμερικής. Διαβάζοντας τα δύο κείμενα εύκολα μπορεί κάποιος να ανακαλύψει αρκετά κοινά στοιχεία στις αναζητήσεις αυτών των ηγετών. Στοιχεία που σχετίζονται με τον κοινοτικό τρόπο οργάνωσης των κοινωνιών, είτε στις ιθαγενικές φυλές στη Λατινική Αμερική είτε στις φυλετικές εθνότητες στα Βαλκάνια.

Ένα από τα στοιχεία αυτά, είναι η αντιπαράθεση -εμφανής και στα δύο κείμενα- ανάμεσα στον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της μελλοντικής οργάνωσης που επιδιώκουν και οι δύο ηγέτες και στη στόχευση για διαμόρφωση ενός ενιαίου κεντρικού κράτους που άλλοι παράγοντες προβάλλουν. Χαρακτηριστικά, ο Σιμόν Μπολίβαρ στο Μανιφέστο της Καρθαγένης [1] αναφέρει: «Το ομοσπονδιακό σύστημα διοίκησης είναι το τελειότερο και το πιο ικανό να μοιράσει την ανθρώπινη ευτυχία στους ανθρώπους κάθε περιοχής ανεξάρτητα από εθνότητα, θρησκεία ή γλώσσα, ταυτόχρονα όμως είναι πολύ αντίθετο με τα συμφέροντα των κρατών που αυτή την περίοδο δημιουργούνται».

Αντίστοιχα ο Ρήγας Φεραίος στο Μανιφέστο επισημαίνει στο άρθρο 122 του Συντάγματος [2], «Η νομοθετική διοίκησις βεβαιοί εις όλους, Έλληνας, Τούρκους, Αρμένηδες την ισοτιμία, την ελευθερία, την ασφάλεια, το σεβασμό όλων των θρησκειών… το δίκαιον του συναθροίζεσθαι εις δημοσίας συνέλευσεις».

Βέβαια, τα προαναφερόμενα ερωτήματα και ο προβληματισμός γύρω από αυτά χρειάζονται πολύ χρόνο για να αναλυθούν και επομένως στα πλαίσια του περιορισμένου χώρου αυτού του κειμένου μόνον ακροθιγώς θα προσπαθήσω να αναφερθώ σε κάποιες πλευρές που θεωρώ πιο σημαντικές.

Ένα πρώτο στοιχείο που έχει ενδιαφέρον σε σχέση με το θέμα του κοινοτισμού στις προαναφερόμενες περιοχές και αποτέλεσε ένα, κατά κάποιο τρόπο, κίνητρο για να ασχοληθώ περισσότερο με αυτό το θέμα είναι οι αναφορές για τον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης των φυλών που γίνονται σε δύο πολύ ενδιαφέροντα έργα, όπως είναι η «Αρχαία Κοιινωνία», του αμερικανού ιστορικού και εθνολόγου Λιούις Μόργκαν και ιδιαίτερα η αναφορά που κάνει στις αρχαίες ελληνικές φυλές και το έργο «Ιστορίες Κατακτήσεων και Χαμένων Πολιτισμών» της Διώνη Ντόντη, ιστορικού και κοινωνιολόγου που αναφέρεται στις φυλές της Λατινικής Αμερικής.

Συγκεκριμένα γράφει, ανάμεσα στα άλλα, ο Λούις Μόργκαν [3] για τις ιωνικές φυλές της Αρχαίας Αθήνας: «Το κοινοτικό σύστημα των Αθηναίων παρουσιάζει την ακόλουθη σειρά: πρώτον, το γένος, που βασίζεται στην οικογένεια, δεύτερον, τη φράτρα μια αδελφότητα γενών που προέρχεται από κατάτμηση, τρίτον τη φυλή, απατελούμενη από διάφορες φράτρες, τα μέλη της οποίας μιλούσαν την ίδια διάλεκτο και τέταρτον, ένα λαό ή έθνος, αποτελούμενο από διάφορες φυλές οργανωμένες μέσα σε μια γενοκρατική κοινωνία, η οποία κατέχει το δικό της έδαφος, ως συλλογική ιδιοκτησία, και ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την αγροτική παραγωγή».

Αντίστοιχα η Διώνη Ντόντη [4] γράφει για τους Μουίσκας, μια φυλή ιθαγενών, που ζει στην Κολομβία: «Η βάση της κοινωνίας ήταν η οικογένεια, οικογένειες ενωμένες σχημάτιζαν φατρίες, πολλές φατρίες ενωμένες σχημάτιζαν τη φυλή και το σύνολο των φυλών σχημάτιζε τη συνομοσπονδία. Οι κυριότερες συνομοσπονδίες των Μουίσκας ήσαν αυτές της Μπογκοτά και της Τούνχα. Κατά κύριο λόγο ασχολούνται με την αγροτική παραγωγή καλλιεργώντας συλλογικά το κοινό έδαφος».

Αυτό που βγαίνει αβίαστα από τα προαναφερόμενα αποσπάσματα είναι ότι και οι έννοιες κοινότητα και κοινοτισμός έχουν σαν βάση το «κοινό», που και στις δύο περιπτώσεις εντοπίζεται στο έδαφος και στην πολυεπίπεδη οργάνωση της κοινωνίας με βάση τη συγγένεια. Γιατί, όπως αναφέρει σχετικά με την κοινότητα ο Βασίλης Νιτσιάκος [5], καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, «ένα βασικό χαρακτηριστικό της έννοιας «κοινότητα», το οποίο την προσδιορίζει και ετυμολογικά είναι το κοινόν, αυτό, δηλαδή, που ενώνει ένα σύνολο ανθρώπων και προσδιορίζει γενετικά την κοινότητα».

Μετά από την προσέγγιση που πιο πάνω επιχειρήσαμε, θα αναφερθούμε μέσα από συγκεκριμένα έργα στον βαλκανικό και στον ελλαδικό χώρο όπως και στη λατινοαμερικάνικη κοινωνία, στην εποχή που ο κοινοτισμός και οι κοινότητες έρχονται αντιμέτωπες με την εμφάνιση της βιομηχανικής επανάστασης και των εθνικών κινημάτων, δηλαδή τον 18ο και 19ο αιώνα. Βέβαια είναι χρήσιμο εξαρχής να σημειώσουμε ότι στον ελλαδικό χώρο υπάρχει μια διαφοροποίηση στην οργάνωση των κοινοτήτων ανάλογα με την περιοχή και για τον λόγο αυτό στην παρούσα, περιορισμένη σε έκταση, εργασία επέλεξα να ασχοληθώ, ενδεικτικά βέβαια, με μορφές κοινοτήτων που παρουσιάζονται αφενός στη βόρεια Ελλάδα (Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη) και σχετίζονται άμεσα με τις κοινότητες στις βόρεια ευρισκόμενες σλαβικές περιοχες των βαλκανίων καθώς και με τις κοινότητες στην Πελοπόννησο καθώς και στα νησιά του Αιγαίου και αφετέρου με κοινότητες στη Λατινική Αμερική.

Θα ξεκινήσουμε με το γνωστό έργο του συγγραφέα Κώστα Καραβίδα [6] «Τα αγροτικά». Ο ίδιος ο συγγραφέας θέλοντας να δώσει το στίγμα των προθέσεών του αναφέρει στον πρόλογο του έργου: «Σύντομα λέγω εδώ ότι ο κοινοτισμός είναι ολοκληρωμένη συνθετική αντίληψη της ζωής, είναι βίωσις και συνεπώς περιέχει βάσεις οικονομικής αναπλάσεως και στοιχεία πολιτισμού επαληθευμένα από την ιστορίαν μας και αναζωογονημένα από την ανάγκη των καιρών σήμερα» Στη συνέχεια προσδιορίζει τη γεωγραφική περιοχή που κάνει την έρευνά του και αναφέρει ότι από τον ελλαδικό χώρο καλύπτει την Πελοπόννησο, τη Στερεά, τη Θεσσαλία την Ήπειρο και τη Μακεδονία, ενώ από τον βαλκανικό χώρο καλύπτει τις περιοχές που βρίσκονται στα βόρεια σύνορα της χώρας μας στον άξονα από τη Σκόδρα (Αλβανία) και το Μοναστήρι (Βόρεια Μακεδονία) μέχρι την Ανδριανούπολη. Σε αυτή τη γεωγραφική έκταση ερευνά και καταγράφει πώς λειτουργεί ο κοινοτισμός σε αγροτικές αποκλειστικά κοινωνίες αναφέροντας έξι κοινωνικούς σχηματισμούς, όπως τους χαρακτηρίζει ο ίδιος, κοινοτικής οργάνωσης οι πιο διαδεδομένοι από τους οποίους είναι το Τσελιγκάτο, ο κολληγικός σχηματισμός ή τσιφλίκι και η σλαβική πατριά (Ζάντρουγκα). Το κοινοτικό και συνεταιριστικό πνεύμα με το οποίο, σύμφωνα με τον συγγραφέα, λειτουργούν αυτοί οι σχηματισμοί, «τον αναδεικνύει», όπως γράφει ο πανεπιστημιακός Κώστας Βεργόπουλος «σε υπέρμαχο ιδεών για μια ανάπτυξη της κοινωνίας έξω από το κράτος και τις μορφές του κρατισμού».

Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στις κοινότητες της Πελοποννήσου, όπως τις παρουσιάζει ο πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Μιχαήλ Σακελαρίου [7], ο οποίος σημειώνει ότι «οι κοινότητες κατά την Τουρκοκρατίαν βρίσκονταν εκτός φέουδου ή βακουφίου, καθόσον τα χωρία, τα υπαγόμενα εις φέουδα, τσιφλίκια ή βακούφια δεν είχαν δικαίωμα αυτοδιοικήσεως. Όργανα αυτής ήταν οι δημογέροντες οι οποίοι εκλέγονταν για ένα χρόνο με άμεση εκλογή και διαχειρίζονται τη δημοτική περιουσία, συνέτασσαν προϋπολογισμό ενώ είχαν και άλλες διοικητικές αρμοδιότητες». Επίσης, σύμφωνα με τον Φρειδερίκο Τιρς [8], καθηγητή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, «οι κοινότητες αποτελούνται από οικογένειες που συνδέονται σχεδόν όλες με οικογενειακούς δεσμούς και δεσμούς αμοιβαίων συμφερόντων, που τα μέλη κάθε κοινότητας συγκεντρώνονται κάθε χρόνο στην εκκλησία, για να εκλέξουν τους δημογέροντες. Από κάθε οικογένεια συμμετέχει στη συνέλευση ο οικογενειάρχης και η συνέλευση αρχίζει με την εκφώνηση της εκθέσεως των δημογερόντων για τη διοίκηση της περασμένης χρονιάς και τελειώνει με την επικύρωση των δημογερόντων στο λειτούργημά τους ή με την αλλαγή τους».

Κάπως διαφορετική παρουσιάζεται η κατάσταση των κοινοτήτων στα νησιά. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, Γιώργος Κολέμπας [9], στις νησιωτικές περιοχές και τα ηπειρωτικά παράλια οι αιγαιοπελαγίτες έμποροι και ναυτικοί εργάζονταν σε οικογενειακή και κοινοτική βάση. Τα εμπορικά πλοία της εποχής ήταν κυρίως συνιδιοκτησία περισσότερων συνεταίρων (παρτσινέβελοι=συμπλοικτήτες) και τα μερίδια με τα οποία συμμετέχει κάθε μέλος του συνεταιρισμού στην πραγματοποίηση ενός εμπορικού ταξιδιού συγκροτούσαν τη σερμαγιά, (το αρχικό κεφάλαιο εξόδων ταξιδιού ενός ελληνικού εμπορικού πλοίου)

Αναφέρει, μάλιστα, δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα κοινοτικής οργάνωσης νησιών, όπως είναι αυτά της Καλύμνου και της Άνδρου.

Όσον αφορά την Κάλυμνο επισημαίνει ότι η ψήφιση του «Κανονισμού Δημογεροντίας» στη Γενική Λαϊκή Συνέλευση στις 20 Δεκεμβρίου 1894, εκτός των κοινωνικών παροχών που προβλέπει για τους κατοίκους, καθορίζει ότι για τα σημαντικά ζητήματα του τόπου οι δημογέροντες δεν είχαν αρμοδιότητα να πάρουν αποφάσεις, αλλά θα έπρεπε να συγκληθεί Γενική Λαϊκή Συνέλευση των κατοίκων.

Στο παράδειγμα της Άνδρου αναφέρεται στη μεγάλη εξέγερση των αγροτών εναντίον των τσιφλικάδων, Τούρκων και ντόπιων και στη μαζικότατη λαϊκή συνέλευση στο χωριό Μεσαριά, το 1822, όπου με πρόταση του Δημήτρη Μπαλή ψηφίστηκε μια επαναστατική προκήρυξη η οποία έβαλε για πρώτη φορά στα χρονικά του «ελλαδικού» χώρου το ζήτημα της συνεργατικής δομής της εργασίας και ιδιαίτερα της συλλογικής καλλιέργειας της γης, ενώ επίσης για πρώτη τη φορά γινόταν χρήση της λέξης «κομμούνα».

Αξιοσημείωτη, επίσης, όσον αφορά το θέμα των κοινοτήτων και του κοινοτισμού στον ελλαδικό χώρο, είναι και η επισήμανση που κάνει ο Ακρίτας Καϊδατζής [10], καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, αναφερόμενος στον έντονα δημοκρατικό χαρακτήρα του πρώτου Συντάγματος της Επιδαύρου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων διατυπώνει την άποψη ότι το Σύνταγμα αυτό είναι «ουσιαστικά δημοκρατικό», διότι, εκτός των άλλων «προβλέπει ευρύτατη διασπορά αρμοδιοτήτων και άρα περιορισμό της εξουσίας και παράλληλα ευρύτατη συμμετοχή του λαού». Και επιχειρώντας να απαντήσει στο ερώτημα, ποιοι παράγοντες συνέβαλαν στο να έχει τόσο δημοκρατικό χαρακτήρα το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα, υπογραμμίζει ότι ένας παράγοντας είναι η επιρροή που άσκησε στο Σύνταγμα της Επιδαύρου το «κοινοτικό σύστημα διοίκησης που προϋπήρχε».

Ο θεσμός όμως των κοινοτήτων άρχισε να υποχωρεί, όπως προαναφέρθηκε, όταν ήρθε αντιμέτωπος με τη βιομηχανική επανάσταση και τη δημιουργία των εθνικών κινημάτων. Όπως αναφέρει ο Βασίλης Νιτσιάκος [11], «οι κοινότητες βρίσκονται σε μια πορεία αποσύνθεσης και αποδυνάμωσης και, ιδιαίτερα στον δυτικό κόσμο, οι κοινωνίες αρχίζουν να βιώνουν την απώλεια μιας πραγματικότητας που έζησαν επί αιώνες με την έναρξη μιας νέας εποχής, της βιομηχανικής, που στο επίπεδο της κοινωνικής συγκρότησης έμελλε να επιφέρει βαθιές ανακατατάξεις. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας σήμανε, κατ’ αρχάς, τη συγκέντρωση μεγάλων πληθυσμών από τον αγροτικό χώρο στα αναπτυσσόμενα αστικό-βιομηχανικά κέντρα, γεγονός που από μόνο του αποτελεί πλήγμα για τον αγροτικό κόσμο γενικά. Η μετακίνηση δεν καταγράφεται απλά ως ένα σημαντικό δημογραφικό γεγονός αλλά, επιπλέον, ως φαινόμενο με σοβαρές συνέπειες για την ίδια την υπόσταση των αγροτικών κοινωνικών σχηματισμών. Ο κοινωνικός ιστός, πάνω στον οποίο στηρίχθηκε η λειτουργία τους για πολλούς αιώνες, αρχίζει να καταρρέει, καθώς αποσυντίθενται τα συστατικά του μέρη. Ως συνέπεια αυτού του φαινομένου ακολουθεί μια αύξουσα εξάρτηση του αγροτικού πληθυσμού από τα αστικά κέντρα, όπου βεβαίως συγκεντρώνονται και όλες οι μορφές εξουσίας, πράγμα που οδηγεί τελικά σε πλήρη κοινωνική αποδυνάμωση των κοινοτήτων και πολιτισμική υποταγή».

Επίσης ο Φρειδερίκος Τίρς [12], επισημαίνει για τις κοινότητες του ελλαδικού χώρου ότι ήταν ένας θεσμός που στηριγμένος στις δημογεροντίες λειτούργησε για αιώνες διασφαλίζοντας ένα σύστημα δημοκρατικής δημοτικής διοικήσεως. Ο θεσμός αυτός κληρονομήθηκε στους Έλληνες από χρόνους πιο αρχαίους, επειδή αυτό είναι το φυσικό σύστημα. Οι Τούρκοι που δεν ανακατεύονται στις εσωτερικές υποθέσεις των κοινοτήτων, άφησαν άθικτο αυτόν τον σωτήριο θεσμό».

Η ελληνική επανάσταση δεν άλλαξε τίποτα από την ουσία του θεσμού και πολλές καταχρήσεις που συνδέονταν με την εποχή των Τούρκων, έπαψαν μαζί με την καταπίεση, όταν οι κάτοικοι ένιωσαν ότι είχαν τη δύναμη να τακτοποιήσουν οι ίδιοι τις κοινοτικές τους υποθέσεις. Μόλις, ωστόσο, ο Ιωάννης Καποδίστριας εμπέδωσε την εξουσία του, έβαλε χέρι σ’ αυτό τον αρχαίο θεσμό. Για να εκτελέσει τα σχέδιά του, έπρεπε να έχει επικεφαλής κάθε κοινότητος ανθρώπους αφοσιωμένους στο πρόσωπό του, πράγμα που κατάφερε, αλλάζοντας αυθαίρετα τη μορφή των εκλογών. Επέβαλε η εκλογή να γίνεται με βάση έναν ονομαστικό κατάλογο, που οι νομάρχες επιφορτίζονταν να καταρτίσουν και στον οποίο φρόντιζαν να μην μπουν παρά τα πρόσωπα, στην αφοσίωση των οποίων μπορούσαν να υπολογίζουν. Η ανεξάρτητη και λαϊκή διοίκηση των κοινοτήτων μετατράπηκε έτσι σε μια κυβερνητική μηχανή που την κινούσε το χέρι του αρχηγού του κράτους ή των υφισταμένων του.

Με παρόμοιο,σχεδόν, τρόπο σε σχέση με τις κοινότητες και τον κοινοτισμό, αλλά με τις δικές της ιδιαιτερότητες, εξελίσσεται η κατάσταση στην ίδια περίοδο (18ος-19οςαι.) στη Λατινική Αμερική. Κοινός παρανομαστής των δύο αυτών γεωγραφιών είναι ότι, όπως και στα Βαλκάνια, έτσι και στη Λατ. Αμερική εκδηλώνονται εθνικά κινήματα, με πιο γνωστά αυτά του Σιμόν Μπολίβαρ, στη βόρεια πλευρά της ηπείρου (Βενεζουέλα,Κολομβία, Εκουαδόρ, Βολιβία) και του Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν στη νότια πλευρά (Αργεντινή, Χιλή, Περού).

Σύμφωνα με την Μαρία Δηλάκου [13], επίκουρη καθηγήτρια ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, «στη Λατινική Αμερική πριν από την άφιξη του Κολόμβου και την κατάκτησή της υπήρχαν περισσότεροι από εκατό διαφορετικοί πολιτισμοί και πλάι στις νομαδικές κοινότητες αναπτύχθηκαν ο περίφημος πολιτισμός των Μάγιας και οι αυτοκρατορίες των Ίνκας και των Αζτέκων. Όμως πολύ σύντομα οι αυτόχθονες πολιτισμοί έπαψαν να αποτελούν συγκροτημένα κοινωνικά και πολιτισμικά συστήματα. Οι ιθαγενείς πληθυσμοί, εξαιτίας των ανηλεών σφαγών από τους κατακτητές μειώθηκαν δραματικά και από τουλάχιστον 50.000.000 που ζούσαν εκεί στη εποχή του Κολόμβου έμειναν λιγότερα από 6.000.000 στα μέσα του 17ου αιώνα». Όμως σε αντίθεση με τα Βαλκάνια οι πληθυσμοί αυτοί εξακολούθησαν να ζουν με κοινοτισμό κάτι που συμβαίνει ακόμη και σήμερα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Διώνη Ντόντη [14], «οι κάτοικοι των κοινοτήτων ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την αγροτική παραγωγή και ζουν φτωχικά δουλεύοντας πολύ σκληρά αλλά δεν είναι κακόμοιροι. Η βάση της κοινωνίας, ο πυρήνας της, ήταν το Αϋλλου, δηλαδή, οι μικρές κοινότητες. Το κάθε Αϋλλου είχε αρκετή γη, ώστε να μη μένουν πεινασμένοι. Η γη παραδίνεται από τη στιγμή της γέννησης, ένα κομμάτι γης σε κάθε παιδί της οικογένειας. Έχει τη μορφή δανείου ή επικαρπίας, αλλά ποτέ ιδιοκτησίας. Στόχος τους είναι να έχουν αυτάρκεια και αυτονομία».

Όταν αναπτύχθηκαν τα κινήματα και οι επαναστάσεις της εθνικής ανεξαρτησίας πολλοί αυτόχθονες προσχώρησαν στα κινήματα αυτά, ενώ παράλληλα τα νέα εθνικά κράτη κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες ή να τους υποτάξουν ή να τους ενσωματώσουν, Όπως επισημαίνει η Isabel Olañeta [15], καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Κόρδοβα (Αργεντινή), βασική επιδίωξη των κρατών ήταν να διαμορφώσουν τον «νέο πολίτη» που απαιτούσε ο φιλελεύθερος συνταγματισμός. Έτσι, ειδικά στις χώρες εκείνες όπου οι ιθαγενείς αποτελούσαν μεγάλο τμήμα ή και την πλειονότητα του πληθυσμού, η συγκρότηση της έννοιας του πολίτη συνδέθηκε άρρηκτα με το «ζήτημα των ιθαγενών».

Το γεγονός όμως, ότι επιβλήθηκε το κριτήριο της ικανότητας γραφής και ανάγνωσης προκειμένου να αποκτήσει κάποιος πολιτικά δικαιώματα, απέκλειε από αυτά τους ιθαγενείς. Επιπλέον, η ψήφος τον 19ο αιώνα δεν είχε ανεξάρτητο χαρακτήρα: οι εκλογικές διαδικασίες υπονομεύτηκαν από τα ισχυρά πελατειακά δίκτυα των πολιτικών και έγιναν το νέο μέσο για τη νομιμοποίηση της εξουσίας των ομάδων που ήδη την ασκούσαν στην πράξη. Επιπλέον, τα νέα συντάγματα επέφεραν ριζικές αλλαγές στις κοινότητες των ιθαγενών. Δύο ήταν, τα πολύ βασικά θέματα, όπως αναφέρει ο Jairo Gutiéres Ramos [16], ερευνητής της ιστορίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Κολομβίας, «ο κεφαλικός φόρος των ιθαγενών και οι κοινοτικές γαίες τους. Ο φόρος των ιθαγενών είχε επιβληθεί από τα πρώτα χρόνια της ισπανικής κατάκτησης και συμβόλιζε από τη μια πλευρά την υποταγή των ιθαγενικών κοινοτήτων στο ισπανικό στέμμα και από την άλλη το καθεστώς κηδεμονίας στο οποίο τέθηκαν, ενώ στη φάση αυτή θεσμοθετήθηκε για λόγους εξυπηρέτσης κυρίως των ισπανών κατακτητών ο κοινοτικός χαρακτήρας της γης».

Αλλά, όπως γράφει σε άρθρο του [17] ο ίδιος επιστήμονας, «η επίμονη και συντονισμένη αντίθεση αυτών των κοινοτήτων στις μεταρρυθμίσεις της κεντρικής εξουσίας τόσο στη διάκεια των επαναστάσεων της ανεξαρτησίας, όσο και στην περίοδο μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, την οποία θεωρούσαν φορέα θεσμών αντίθετων προς τις μορφές κοινωνικής οργάνωσης που εδραιώθηκαν τους τρεις προηγούμενους αιώνες, φαίνεται να αποδεικνύει ότι οι ανανεωμένες κοινοτικές και εθνοτικές σχέσεις που εδραιώθηκαν από τα τέλη του 18ου αιώνα ενθάρρυναν διαδικασίες οικοδόμησης ταυτότητας και κοινοτικής αλληλεγγύης τόσο ισχυρές που επιτρέπουν τη σχετική επιτυχία των εκδηλώσεων αντίστασης κατά του δημοκρατικού καθεστώτος και, τελικά, κατέστησαν δυνατή την επιβίωση των κοινοτήτων ιθαγενών μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, αν όχι μέχρι σήμερα».

Επίσης, όπως επισημαίνει ο βολιβιανός στοχαστής Fernando Mamani [18] στο βιβλίο του Buen Vivir «Εμείς οι ιθαγενείς γνωρίζουμε πολύ καλά ότι σε όλη την ήπειρό μας οι λεγόμενες “επαναστάσεις για την ανεξαρτησία“, στην ουσία ήταν πόλεμοι ανάμεσα στους Ισπανούς, δηλαδή ανάμεσα στους Criollos (Κριόλλους) και στους Chapettones (Τσαπετόνες), οι οποίοι κατείχαν τις θέσεις εξουσίας στη διοικητική ιεραρχία της αποικιοκρατίας. Ήταν ένας αγώνας για την εξουσία, όπου οι αυτόχθονες πληθυσμοί -μαύροι και μιγάδες- χρησιμοποιήθηκαν και από τις δύο πλευρές. Η υποτιθέμενη ελευθερία στα ανεξάρτητα κράτη, που προβλήθηκε με τόσο ενθουσιασμό από τους μιγάδες, ήταν απλά μια μεταβίβαση της εξουσίας από τους Τσαπετόνες, στους Κριόλους. Αυτές οι δημοκρατίες δημιουργήθηκαν και συγκροτήθηκαν υπό την επίδραση των φιλελεύθερων ιδεών της αστικής επανάστασης, που θριάμβευσε στη Γαλλία το 1789. Μια δημοκρατική εξουσία, που απέκλεισε τους αυτόχθονες, αφού οι υποτιθέμενες φιλελεύθερες φωνές ουδέποτε αμφισβήτησαν τις δομές, που συντηρούσαν την υποτέλεια και τη σκλαβιά των αυτοχθόνων. Πολύ περισσότερο που με την καθιέρωση αυτής της δημοκρατίας επιταχύνθηκε η διαδικασία αποδιάρθρωσης της δικής μας κουλτούρας, αυξήθηκε η λεηλασία της γης μας, η επίθεση στον πολιτισμό μας και η διαδικασία ομογενοποίησης.

Και ενώ οι Κριόλοι, οι μιγάδες και οι λευκοί ζούσαν καλή ζωή, εκατομμύρια αυτόχθονες ζούσαμε με στερήσεις και απλά επιβιώναμε. Κατά βάθος, λοιπόν, εμείς αμφισβητούμε τη δομή του έθνους-κράτους και δεν θέλουμε να προσαρμοστούμε και να ενσωματωθούμε σε αυτό. Αντίθετα, με βάση τη δική μας λογική, που είναι ο κοινοτισμός, θέλουμε να δημιουργήσουμε μια νέα πολιτική δομή διατηρώντας, παράλληλα, την ποικιλία των εθνοτήτων.

Στις περιοχές που κατοικούμε έχουμε τη δική μας πολιτική οργάνωση, τον δικό μας τρόπο διακυβέρνησης, τη δική μας γλώσσα και όλα αυτά είναι ένα σύνολο γνώσεων, που αποτελούν κληρονομιά των λαών μας. Η οικονομία μας είναι διανεμητική. Οι λαοί μας δεν συσσωρεύουν πλούτη και γι’ αυτό δεν υπάρχουν ζητιάνοι. Εξασφαλίζουμε με κοινοτισμό τη συμβίωση μεταξύ μας και απεχθανόμαστε τα πλούτη.

Σε αυτή την ιδεολογία του κοινοτισμού, που αποτελεί τον πυρήνα της φιλοσοφίας του Buen Vivir, βρίσκουν το πραγματικό τους νόημα οι πανανθρώπινες αρχές και αξίες, όπως η δικαιοσύνη, η ελευθερία, η αλληλεγγύη, η συλλογικότητα, η ισοτιμία των δύο φύλων, η δημοκρατία, η αυτονομία, η ανεξαρτησία, η προστασία του περιβάλλοντος και πολλές άλλες, που σήμερα περνούν κρίση. Είναι η ιδεολογία που εμπνέει σήμερα τα νέα κινήματα τα μεγάλα κινήματα στη Λατινική Η Αμερική, όπως είναι το κίνημα των Ζαπατίστας στο Μεξικό, το κίνημα των Χωρίς Γη (MST) στη Βραζιλία, το κίνημα των αυτοδιαχειριζόμενων εργοστασίων και επιχειρήσεων στην Αργεντινή, τη Χιλή, την Ουρουγουάη και άλλες χώρες».

Από την προσέγγιση του θέματος των σχέσεων των κοινοτήτων κατά τον 18ο και 19ο αιώνα αφενός στη Βαλκανική και κυρίως στον Ελλαδικό χώρο και αφετέρου στη Λατινική Αμερική, που στην εργασία αυτή επιχειρήθηκε, προκύπτει ότι οι κοινότητες στην περίοδο εκείνη είχαν έντονη παρουσία και θεσμικό ρόλο στις αντίστοιχες κοινωνίες και επηρέασαν σημαντικά τον στοχασμό αρκετών και σημαντικών κινημάτων (Φιλική Εταιρεία στα Βαλκάνια, Πατριωτική Εταιρεία του Καράκας στη Βόρεια Λατ. Αμερική, και Στοά Λαουτάρο του Μπουένος Άιρες στη Νότια Λατ. Αμερική) όπως και ηγετών ηγετών (Ρήγας Φεραίος, Τόντορ Βλαντιμιρέσκου κ.ά στα βαλκάνια, Φρανσίσκο ντε Μιράντα, Σιμόν Μπολίβαρ, Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν στη Λατ. Αμερική). Τα εθνικά κράτη όμως που συγκροτήθηκαν και στις δύο αυτές περιοχές χρησιμοποίησαν τόσο τη βία όσο και διπλωματικούς τρόπους για να τις υποτάξουν ή να τις ενσωματώσουν.

Βέβαια, όπως γίνεται φανερό, το θέμα έχει πολλές πτυχές και αξίζει να ερευνηθεί πιο συστηματικά, διότι, κατά την άποψή μου, μπορούν να βγουν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα που αφορούν και την εποχή μας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Simón Bolívar, Manifiesto de Cartagena, έκδοση Museo de Bolívar, Μπογκοτά (Κολομβία), 2012.
2. Ρήγας Βελεστινλής, Μανιφέστο, έκδοση Εφημερίδα Συντακτών, Αθήνα, 2020
3. Λιούις Χένρυ Μόργκαν, Η αρχαία κοινωνία, μετάφραση Γρηγόρης Λιονής, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 2013

4. Διώνη Ντόντη, Αζτέκοι, Ίνκα Μάγια, ιστορίες κατακτημένων και χαμένων πολιτισμών, εκδόσεις Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2007

5. Βασίλης Νιτσιάκος, Οι ορεινές κοινότητες της Βόρειας Πίνδου, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα,1994

6. Κ.Δ.Καραβίδα, Αγροτικά, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1972

7.Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν, εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2012

8.Φρειδερίκος Τιρς, Η Ελλάδα του Καποδίστρια,(2 τόμοι) εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα, 1972

9. Γιώργος Κολέμπας, Ο σύγχρονος κοινοτισμός, εκδόσεις Συναδέλφων, Αθήνα, 2015

10. Ακρίτας Καϊδατζής, Ο Συνταγματισμός του Εικοσιένα, εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα, 2021

11. Βασίλης Νιτσιάκος, στο προαναφερθέν έργο

12. Φρειδερίκος Τιρς, στο προαναφερθέν έργο

13. Μαρία Δαμηλάκου, Ιστορία της Λατινικής Αμερικής, εκδόσεις Αιώρα, Αθήνα 2015

14. Διώνη Ντόντη, στο προαναφερθέν έργο

15. Isabel Castro Olañeta, Transformaciones y continuidades de sociedades indígenas en el sistema colonial, έκδοση Alción Editora, Κόρδοβα (Αργεντινή), 2006
16.Jairo Gutiérrez Ramos, Los indios de Pasto contra la República (1809-1824), έκδοση Instituto Colombiano de Antropología y Historia, Μπογκοτά (Κολομβία), 2007
17. Jairo Gutiérrez Ramos, άρθρο: “Acción política y redes de solidaridad étnica entre los indios de Pasto en tiempos de la Independencia”, δηοσιευμένο στο περιοδικό Historia Crítica, αρ. 33, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2007 σελ 293, Μπογκοτά (Κολομβία),

18.Fernando Huanacuni Mamani, Buen Vivir/ Vivir Bien, μετάφ ραση Μάκης Σταύρου, εκδόσεις Εναλλακτική Δράση, Αθήνα, (1η έκδοση 2014, 2η έκδοση, 2019)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

– Εταιρεία Κοινωνικών Μελετών «Κ. Καραβίδας» Κοινότητα, Κοινωνία και Ιδεολογία, ο Κώστας Καραβίδας και η προβληματική των κοινωνικών επιστημών, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1990

– Ι.Π.Κοκκώνης Πελοποννήσιος, Περί Πολιτειών, (2 Τόμοι), τυπογραφείο Κ Εβεράρτου, Παρίσι, 1828

– Γιάννης Κορδάτος, Ρήγας Φεραίος και Βαλκανική Ομοσπονδία, εκδόσεις Συλλογή, 2008

– José Carlos Mariategui (Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι), Εφτά δοκίμια για την ερμηνεία της περουβιανής πραγματικότητας, μετάφραση Ρήγας Καππάτος, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2008

– Norberto Galasso, Seamos libres, έκδοση Colihue S.R.L, Μπουένος Άιρες (Αργεντινή), 2020
– José Rubén Orantes García, Derecho Pedrano, Estrategias jurídicas en los altos de Chiapas, έκδοση Universidad Nacional Autónoma de México, Σαν Κριστόμπαλ ντε λας Κάσας (Μεξικό), 2013
– Paulina Fernández Christlieb, Justicia Autónoma Zapatista, έκδοση Estampa Artes Gráficas, S.A de CV, Μεξικό, 2014
– Clinia M. Saffi, Resistencia Guaraní en la época colonial, έκδοση Intercontinental, Ασουνσιόν (Παραγουάη), 2009.
– Graciela Chamorro, Decir el Cuerpo (Historia y etnografía en los pueblos Guaraní), έκδοση Tiempo de la Historia, Ασουνσιόν (Παραγουάη), 2009.
– (Συλλογικό έργο) – Fronteras de la Historia (Revista de historia colonial latinoamericana, έκδοση Instituto Colombiano de Antropología e Historia, Μπογκοτά (Κολομβία), 2013
– Joselin Andrea Leal Landeros, Curas, Indios, y Caciques (Las disputas sobre los bienes comunales de los pueblos de indios al sur del Virreinato Peruano durante el siglo XVIII) Tesis Maestra en Historia, Centro de investigaciones y estudios superiores en antropología social, Μέριδα, Γιουκατάν, Μεξικό, 2019 Μεταπτυχιακή διατριβή)
– Sonia Tell, Autoridades y conflictos de jurisdicción en “pueblos de indios”. Córdoba Gobernación de Tucumán (1750-1810). Άρθρο από τον ιστότοπο «http://dx.dol.otg/10.5209/RCHA.61084 Αναρτήθηκε 8/2/2016

*Από εδώ: https://www.aftoleksi.gr/2022/08/04/koinotites-koinotismos-sti-valkaniki-amp-ti-latiniki-ameriki-ton-18o-19o-ai/