Τo βιβλίο του Αριστείδη Μπαρχαμπά, Καπνεργάτες. Οι κυνηγοί του ονείρου, που  εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Ίβυκος» το 2007, έρχεται να καταθέσει τη δική του συμβολή  στην ως τώρα  έρευνα της κοινωνίας και οικονομίας του πικρού καπνού, του προϊόντος δηλαδή που προσδιόρισε καθοριστικά την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ταυτότητα της πόλης του Αγρινίου και της γύρω περιοχής του, του προϊόντος  που γύρω του  αποκρυσταλλώθηκαν ριζοσπαστικές ιδέες και δράσεις και εκκολάφθηκαν τα πλέον γόνιμα σπέρματα για την ανάπτυξη του εργατικού αλλά και του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα.

Στο  βιβλίο του αυτό  ο Αριστείδης Μπαρχαμπάς, επιλέγει να φέρει στην επιφάνεια θεατές και αθέατες όψεις της καθημερινής ζωής  των καπνεργατών και καπνεργατριών. Παράλληλα παρουσιάζει τις συνθήκες  και τους παράγοντες  που οδήγησαν στην ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών  στρωμάτων , τις παραμέτρους επίσης που οδήγησαν στην ιδεολογική και κοινωνική υποχώρησή τους. Χρησιμοποιώντας άλλοτε  έναν τυποποιημένο «ιστοριογραφικό» λόγο με τις αρχειακές πηγές του, τα ντοκουμέντα του κλπ,  άλλοτε έναν λόγο  συναισθηματικό και ποιητικό (ο τίτλος και τα ποιήματα είναι ενδεικτικά στοιχεία αυτού του λόγου) και  άλλοτε τον κριτικό λόγο του  αριστερού ιδεολόγου  καταγράφει δράσεις, αντιστάσεις, καθημερινές συμπεριφορές, αντιλήψεις και  συναισθήματα  του κόσμου της καπνεργασίας,  συγκεκριμένα επίσης θέματα της ιστορίας του εργατικού κινήματος, όπως π.χ. τους καπνεργατικούς αγώνες την ίδια τη διαδικασία της εργασίας- όχι μόνο ως τεχνολογία, αλλά ως κοινωνική και πολιτισμική  εμπειρία Οι τίτλοι των κεφαλαίων είναι ενδεικτικοί: «Ο εργατικός συνδικαλισμός στο Αγρίνιο και πανελλαδικά», «Είσοδος των γυναικών στην εργασία», «Η καπνεργασία στις αποθήκες», «Με την κόλλα του καπνού στα χέρια». «Οι ξεφυλίστριες», «Ο μπολσεβίκος», «Η τσοκαρία των προσφυγικών», «Πιστοποιητικό Κοινωνικών φρονημάτων»,  «Γιόμα καπνεργατικό», «Φάκελος ‘Μισθοδοσία’», «Διαδήλωση». Πρόκειται για σαράντα τέσσερα (44) μικρά κεφάλαια από όπου ξεπηδά με μια μόνο κίνηση, η καθημερινή ζωή,  η δράση και η κοσμοαντίληψη  των καπνεργατριών και των καπνεργατών. Είναι σα να συμμετέχουν ως πρωταγωνιστές  σε ένα θέατρο της μνήμης που καταλήγει να δείξει ότι οι πραγματικοί συντελεστές της ιστορίας είναι  εν τέλει αυτοί.

Ο Αριστείδης Μπαρχαμπάς μας δίνει έναν ξεχωριστό τρόπο προσέγγισης και κατανόησης του ιστορικού γίγνεσθαι αλλά και έναν ξεχωριστό τρόπο  ιστορικής γραφής. Σχετικά με το τελευταίο δε σας κρύβω ότι δυσκολεύομαι λίγο να προσδιορίσω ή μάλλον να κατατάξω το βιβλίο με βάση τις ισχύουσες ταξινομήσεις. « Καπνεργάτες. Οι κυνηγοί του ονείρου…» σ. 104: Η εγκυμονούσα «καπνουλού» Βασιλική Γεωργατζέλη λυγίζει, πέφτει κραυγάζοντας «γιατί» κι ένα αιμάτινο τριαντάφυλλο κοκκινίζει τα λευκά της στήθια…Όμως η σφαίρα της άπονης εξουσίας απαξιώνει την κραυγή της και σαν στάχυ τη θερίζει και ο – άωρος – καρπός που στα σωθικά της ζούσε στον κόσμο δε θα ζει» Είναι κοινωνική ιστορία, είναι βιωματική,  λογοτεχνικά πλαισιωμένη, ιστορική αφήγηση,  είναι ιστορικό δοκίμιο όπως σημειώνεται στον υπότιτλο; Ας μου επιτραπεί σχηματικά να πω ότι κατά τη γνώμη μου Η   μνήμη έχει αναγνωριστεί περισσότερο ως ‘ζωντανή παραγωγή νοημάτων και ερμηνειών στρατηγικού χαρακτήρα που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν το παρόν και απομένει στην τέχνη και στην τεχνική του ερευνητή να ανιχνεύσει στο λόγο των ανθρώπων τα νοήματα του παρόντος αλλά και  στοιχεία της παρελθούσας πραγματικότητας, όσο αυτό είναι δυνατό. Πραγματικά δύσκολο εγχείρημα..  είναι μια μορφή ανθρωπολογικής ιστορίας ή καλύτερα μια μορφή ιστορικοποιημένης εθνογραφίας που αναδεικνύει τους καπνεργάτες ως ιστορικά υποκείμενα και φορείς της κοινωνικής αλλαγής, που αναδεικνύει επίσης τα τωρινά πρόσωπα,  του συγγραφέα και των άλλων καπνεργατών,   ως δρώντα υποκείμενα τα οποία,  μέσω των αναπαραστάσεων του παρελθόντος,   διαπραγματεύονται την πολιτισμική ταυτότητα του παρόντος. Με αυτήν την έννοια το παρελθόν, η ιστορία  είναι,  μεταξύ των άλλων, και μια διαδικασία του παρόντος , ένα πεδίο δράσης του και ο ερευνητής επιχειρεί να ανακαλύψει και να ερμηνεύσει τη σημασία που του δίνουν κάθε φορά τα κοινωνικά υποκείμενα. Στις μέρες μας έχει διαμορφωθεί  επομένως  ένα διαφορετικό καθεστώς ιστορικότητας που ξεπερνά απ’ όλες τις πλευρές την καθαρά επιστημονική σχέση με το παρελθόν. Έτσι ο ιστορικός έχει περιορίσει τον   παραδοσιακό του ρόλο ως  ερμηνευτή της ιστορίας, ειδικότερα αφότου το επιστημονικό του ενδιαφέρον μεταστράφηκε από την ιστορία των γεγονότων και την πολιτική ιστορία προς την κοινωνική ιστορία, από το μεγάλο αφήγημα προς την πυκνή περιγραφή και από τα γεγονότα και τις δομές προς την υποκειμενικότητα και τη βιωματική εμπειρία. Έτσι σε αυτά τα νέα πλαίσια το επίκεντρο του ιστορικού ενδιαφέροντος έχει μετατεθεί σε μια νέα διάσταση του ιστορικού γίγνεσθαι: στο πώς τα ιστορικά υποκείμενα βιώνουν, συλλαμβάνουν και αναπαριστούν το παρελθόν, πώς ανακατασκευάζοντας αυτό είτε συλλογικά , είτε ατομικά διαπραγματεύονται την πολιτισμική τους ταυτότητα στο παρόν. Η μνήμη είναι ο διαχειριστής αυτού του παρελθόντος και ο ιστορικός εκτός από το αποθηκευμένο σε Αρχεία, σε γραπτές πηγές ιστορικό παρελθόν έχει να μελετήσει και αυτό που η μνήμη, βαθύτατα επιλεκτική, και το βίωμα, ο εσωτερικός κόσμος των συναισθημάτων διασώζει. Το προς τα πού η ιστορική έρευνα έχει προχωρήσει το δείχνει ενδεικτικά το τελευταίο διεθνές συνέδριο που διοργάνωσαν οι ιστορικοί με θέμα « Περί συναισθημάτων: Ιστορία, πολιτική, αναπαραστάσεις».

Στο βιβλίο λοιπόν αυτό ο συγγραφέας Αριστείδης Μπαρχαμπάς ενεργεί ως κοινωνικός ιστορικός ενώ ταυτόχρονα, μέσω των αναπαραστάσεων ενός ενεργοποιημένου στο παρόν  καπνεργατικού παρελθόντος,  ως δρων ιστορικό υποκείμενο . Η βιωμένη εμπειρία και η μνήμη πρωτοστατούν.

Επισημαίνει καταρχήν ότι η έρευνά του βασίζεται «στη σμίκρυνση ή μεγαλοποίηση των γεγονότων από τους πρωταγωνιστές στην προφορική αφήγησή τους και τα λειψά ως συνήθως αρχεία – αρχεία πάσης φύσεως». Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι δεν συναντούμε στο κείμενό του αυτούσιο το λόγο των καπνεργατών και των καπνεργατριών, ούτε την σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση της βιωμένης εμπειρίας της καπνεργασίας και της ζωής. Δε βρίσκουμε καν καταγραμμένη  τη δική του σε πρώτο πρόσωπο,   μαρτυρία αν και βίωσε όπως,  πολύ βιαστικά αναφέρει  στο προλογικό του μόνο σημείωμα « με κορμί και με ψυχή το επάγγελμα του καπνεργάτη». Η μεθοδολογική αυτή αντιμετώπιση της προφορικής μαρτυρίας και της μνήμης από τον συγγραφέα,  θα μπορούσε να εγείρει κάποια ερωτήματα ειδικότερα  σε μελετητές που έχουν μάθει να την καταγράφουν συστηματικά, να την εκθέτουν και  να αναλύουν με συστηματικό τρόπο και ερμηνευτικά τις διαφορετικές μορφές της υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας  που εμπερικλείει. Η προαναφερόμενη προσέγγιση της προφορικής μαρτυρίας και της μνήμης προϋποθέτει την αναγνώρισή της «ως  ζωντανής παραγωγής νοημάτων και ερμηνειών στρατηγικού χαρακτήρα που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν το παρόν». Προϋποθέτει επίσης την αναγνώριση της ως συλλογικής μνήμης. Και αυτό γιατί όπως επισημαίνει και ο Halbwachs, η ατομική λειτουργία της μνήμης προσδιορίζεται από την κοινωνική ομάδα, από την κοινωνική τάξη  στην οποία το άτομο ανήκει, ως εκ τούτου το άτομο  ανακαλεί και ανασυγκροτεί το παρελθόν του πάντα ως μέλος αυτής της ομάδας ή  ως φορέας της πολιτισμικής ταυτότητάς της όπου συμμετέχουν πολλοί με διαφορετικούς βέβαια τρόπους.

Ο Αριστείδης Μπαρχαμπάς με ένστικτο σύγχρονου ιστορικού,  σκόπιμα, αλλά όχι παραπλανητικά προσπερνά βιαστικά την προβολή της ατομικής βιωμένης εμπειρίας   και φτάνει, με ενδεικτικές ωστόσο αναφορές της,  στην πραγματική της υπόσταση και διάσταση δηλαδή στη συλλογική μνήμη, στη βιωμένη ιστορία   και δια αυτών  στην ανάδειξη διάφορων διαβαθμίσεων της  πολιτισμικής ταυτότητας του καπνεργάτη και της καπνεργάτριας. Του συνειδητοποιημένου, του μαχόμενου αγωνιστή καπνεργάτη και  της εργατικής γενικότερα ταυτότητας, του νικημένου, του αλλοτριωμένου αργότερα, σε κάθε περίπτωση του συντελεστή της κοινωνικής αλλαγής.  Η μνήμη όμως, όπως προαναφέρθηκε  είναι παροντική δράση και το τί είναι αξιομνημόνευτο ορίζεται με όρους του παρόντος, τις ανάγκες του οποίου άλλωστε εξυπηρετεί.  Ο συγγραφέας ιστορικός και δρων επίσης υποκείμενο καταγράφει και προβάλλει τη  συλλογική μνήμη του καπνεργατικού παρελθόντος  της συνοχής και της αγωνιστικότητας, των μαχόμενων κοινωνικών συνειδήσεων, της αισιόδοξης καθημερινότητας του κόσμου της καπνεργασίας.  Και αυτή η συλλογική μνήμη καλείται να λάβει  μέρος στην ιστορική  διαδικασία διαπραγμάτευσης της ταυτότητας του παρόντος.   Ο Piere Nora σημειώνει «ότι μιλούμε τόσο για  την συλλογική μνήμη ακριβώς γιατί δεν υπάρχει πλέον…» Ο εικοστός αιώνας υπήρξε ο αιώνας που διέσπασε τις συνέχειες και επέφερε μεγάλες πολιτισμικές και κοινωνικές αλλαγές. Απέναντί τους τα άτομα, οι  ομάδες, οι τοπικές  κοινωνίες ζουν σε  μια κατάσταση ασυνέχειας και εκκρεμότητας που ισοδυναμεί με κενό στην ταυτότητα. Δεν ξέρω αν είναι υπερβολικό αλλά θα έλεγα ότι η επιθυμία καταγραφής της ιστορίας και της μνήμης των καπνεργατών, η ανάδειξη της ταυτότητάς τους και το συλλογικότερο αίτημα για τη συγκρότηση   μνημονικών  τόπων  της ιστορίας του καπνού (π.χ. για την ανέγερση ανδριάντα του στοιβαδόρου, για ίδρυση μουσείο καπνού κλπ) αυτήν την απουσία της κοινωνικής μνήμης, την αμνησία  καλούνται να καλύψουν.

Θα κλείσω αναφέροντας μια άλλη θετική συνιστώσα του βιβλίου.  Θεωρώ σημαντικό το γεγονός ότι ο Αρ. Μπαρχαμπάς επιχειρεί να εντάξει την καπνεργατική ιστορία της πόλης του Αγρινίου στα  ευρύτερα πλαίσια του εργατικού κινήματος. Αναλυτικότερα, το Αγρίνιο σε αυτό το βιβλίο αναδεικνύεται σε χώρο σχηματισμού της εργατικής συνείδησης και ταυτότητας.   Ο καπνεργατικός του αναλυτικότερα  κόσμος αναδεικνύεται σε συντελεστή της ενδυνάμωσης και της οργάνωσης της εργατικής τάξης, τουλάχιστον ως τη δεκαετία του 40 αλλά και στην μετέπειτα πορεία της ως την ώρα , όπως καταλήγει, της αλλοτρίωσης Η συμβολή είναι διπλά σημαντική και εξηγώ γιατί.

Σημειώνεται καταρχήν ότι μια  ιστορική προσέγγιση του εργατικού κατά βάση ζητήματος  με συνιστώσες μελέτης του τον χρόνο ( διαχρονικά εδώ) και τον τόπο ( Αγρίνιο)  εμπερικλείει πάντα τον κίνδυνο να αντιμετωπισθεί το  συγκεκριμένο  κοινωνικό φαινόμενο μονοδιάστατα και τοπικιστικά ή να αναδειχθεί ως  συλλογική μοναδικότητα ενός τόπου. Αυτός ο τρόπος προσέγγισης του τοπικού που αγνοεί ότι οι επί μέρους τοπικές συλλογικότητες και  ιδιαιτερότητες διαμορφώνονται σε σχέση με τον περιρρέοντα κοινωνικό, ιδεολογικό κλπ χώρο και την αέναη επικοινωνία μαζί του, δεν έχει και πολλά να προσφέρει για την κατανόηση και την ερμηνεία του ιστορικού γίγνεσθαι και των διαφοροποιημένων εκφράσεών του.  Όμως σε αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας,  επιστρατεύοντας όχι τόσο τα κατάλληλα ιστορικά μεθοδολογικά εργαλεία, όσο ενεργώντας ως ενσυνείδητο κοινωνικό  υποκείμενο και με την καρδιά,  προσεγγίζει την εξέλιξη  του καπνεργατικού – συνδικαλιστικού  ζητήματος στο Αγρίνιο ως μέρος των ευρύτερων διαδικασιών σχηματισμού της εργατικής τάξης και συνείδησης στην Ελλάδα.

 

Από μόνο του αυτό το εγχείρημα είναι σημαντικό  ειδικότερα αν λάβουμε υπόψη μας ότι η πόλη του Αγρινίου ως κοινωνία και οικονομία του καπνού, δεν έχει συμπεριληφθεί μεταξύ εκείνων των αστικών κέντρων  που  βιβλιογραφικά τουλάχιστον θεωρούνται ότι διαδραμάτισαν ένα ρόλο στην ανάπτυξη του ελληνικού εργατικού κινήματος. Αναφέρομαι στον Βόλο, την  Καβάλα, Ξάνθη, Κομοτηνή κλπ). Η καθυστέρηση της έρευνας στο σημείο αυτό δεν είναι προς το παρόν ερμηνεύσιμη,  ειδικότερα αν συνυπολογίσουμε ότι ο καπνεργατικός κόσμος  του Αγρινίου και η συγκρότηση από μέρους του ταξικής ταυτότητας διέγραψε  αντίστοιχη ταραχώδη και εξελικτική πορεία με αυτήν των άλλων περιοχών.   Πορεία που αποτυπώθηκε   εξίσου τόσο στους ιδεολογικούς προσανατολισμούς, όσο και στο επίπεδο της πρακτικής.  Και από αυτήν την άποψη το βιβλίο είναι μια σημαντική συμβολή.