...
Ελλαδικά Κοινωνικά Κινήματα

 

 

Του Γιάννη Κρούσου

Ήταν μια μέρα στις αρχές του Μάρτη του 1972. Με είχαν καλέσει στην Ασφάλεια της Μεσογείων.

Ο αδελφός του Πέτρου, του φίλου μου, είχε εμπλακεί στην υπόθεση της οργάνωσης «Ρήγα Φεραίος» και έπρεπε να πάω να πω πώς ο Πέτρος ήταν καλό παιδί και άσχετο με αυτά, ώστε να μπορέσει να πάρει διαβατήριο, για να συνεχίσει τις σπουδές στην Ιταλία. Έτσι έκαμα, υπόγραψα χαρτιά, ότι «ουδεμία σχέση έχω με τον κομμουνισμό και τις παραφυάδες αυτού», πείστηκαν ότι και ο Πέτρος δεν είχε καμιά δουλειά με αυτά και πήρε διαβατήριο.

Δεν κατάλαβα, γιατί με ρώτησαν αν έχω δει «κομμουνιστικές κινήσεις» στη Σχολή μου, αφού το θέμα που με κάλεσαν ήταν άλλο. Μόνο, που πάνω στο γραφείο, σε κάποια στιγμή, είδα μια φωτοτυπία, που είχε 4 άρθρα ενός σχεδίου νόμου, που αφορούσαν τα δικαιώματα των πτυχιούχων της Σχολής Υπομηχανικών, της Σχολής μου. Γυρνώντας για το σπίτι, για να πω τα ευχάριστα στον Πέτρο, είδα έξω από τη Σχολή, εκεί στην Πατησίων, πολύ κόσμο. Αποχή από τα μαθήματα, με αφορμή μια πληροφορία, ότι μεθοδεύεται ένα νομοσχέδιο με αρνητικά, για τους υπομηχανικούς, επαγγελματικά δικαιώματα!!

Ήταν η πρώτη φορά, που κάποιοι πραγματοποιούσαν συλλογική εκδήλωση, μέσα στη σκοτεινιά της δικτατορίας. Όλη η δύναμη της Ασφάλειας ήταν εκεί. Γνώρισα και κάποιες φάτσες, που είχα δει το πρωί. Κάθε μέρα, Συνελεύσεις, αποφάσεις για την αποχή, συλλογικός θυμός, καταγγελίες για την κυβερνητική πολιτική.

Ήταν η πρώτη συλλογική πράξη ενάντια στην πολιτική της χούντας.

Η διορισμένη διοίκηση του Συλλόγου των Φοιτητών προσπαθεί να πείσει ότι όλα είναι κομμουνιστικές διαδόσεις, ότι δεν υπάρχει νομοσχέδιο στα σκαριά, και ότι η καλή δικτατορία δεν θέλει να μας μειώσει. Τότε, θυμήθηκα το χαρτί που είχα δει στο γραφείο της Ασφάλειας και το είπα. Η αποχή συνεχίστηκε.

Σε μικρά μονόστηλα, γεμάτα χαρά, κάποιες εφημερίδες, ίσως μόνο τα ΝΕΑ στην αρχή και μετά η ΒΡΑΔΥΝΗ, γράφανε χωρίς πολλά λόγια για την αποχή. Κόσμος πολύς μας έβλεπε παράξενα Η είδηση έκανε ακόμα και το γύρο του κόσμου. Η πρώτη μαζική πράξη αντίστασης κατά της Χούντας. Έτσι ήτανε και ας μη το λέγαμε.

Μια βδομάδα του Μάρτη του 1972 κράτησε η αποχή. Στο τέλος της εβδομάδας ήρθε δήλωση του κ. Παττακού, ότι το νομοσχέδιο, «που δεν υπήρχε», αποσύρεται κι έτσι γυρίσαμε στα μαθήματα μας. Είμαστε όλοι πολύ περήφανοι, για αυτό που είχαμε κάνει. Καμαρώναμε, όταν λέγαμε σε ποια σχολή πάμε.

Η Αγγελική και ο Στέλιος ήταν οι πιο μεγάλοι σε ηλικία ανάμεσα στους φοιτητές και ήταν οι φυσικοί ηγέτες της μικρής μας ιστορίας. Ήταν και αναρχικοί. Μόλις είδαν τι είπα στη συνέλευση με μάζεψαν και έτσι άρχισα να μαθαίνω τι είναι πολιτική. Τα βράδια στα ταβερνάκια, με παρέα, μαθαίναμε διάφορα. Ο Πέτρος, πριν φύγει, μου είπε να οργανωθώ στον «Άρη», ένοπλο τμήμα του «Ρήγα Φεραίου». Ντράπηκα να του πω όχι, γιατί φοβόμουν και μπήκα. «Χάθηκε» η επαφή, γιατί θέλησα να χαθεί, με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Στις 15 του Απρίλη του1972, νέα αποχή στη Σχολή των Υπομηχανικών. Είχαμε μάθει πώς ο κ. Παττακός δεν τήρησε την υπόσχεση του και το νομοσχέδιο προχωρά..

Στις 21 Απριλίου γίνεται η πρώτη διαδήλωση επί χούντας στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου. 100 άτομα μπόρεσαν να σπάσουν τις ζώνες των αστυνομικών, ξεγελώντας για τον τόπο που θα γίνει. Το αρχικό ραντεβού ήταν στο Σύνταγμα, το οποίο είχε ζωστεί από εκατοντάδες αστυνομικούς.

Στις 29 του Απρίλη, μας είπαν πως θα γίνει νέα διαδήλωση στην πλατεία Κοτζιά. Τούτη τη φορά, δεν μπόρεσε κανείς να φτάσει ως εκεί. Όποιος ήταν κάτω από τριάντα και κυκλοφορούσε γύρω από την Ομόνοια έμπαινε στις κλούβες. Φύγαμε. Μετά μάθαμε πως πιάστηκε η Αγγέλα, ο Στέλιος ο Βασιλειάδης, ο Νικήτας ο Λιοναράκης και ο Σαμπατακάκης. Η αποχή σταμάτησε. Είχαν δώσει εντολή να γίνουν κι άλλες συλλήψεις, αν δεν σταματούσε. Άντεξε 15 μέρες. Καλά πηγαίναμε.

Πολύ ξύλο φάγανε οι τέσσερις και πιο πολύ ο Στέλιος. Όταν είδα το Στέλιο, μετά από λίγο καιρό, δεν με γνώρισε . Ήταν κάποιος άλλος.

Στις 15 του Μάη, κάνει ο Μαρκόπουλος συναυλία στο Σπόρτιγκ. Μετά βγήκαμε στους δρόμους και φτάσαμε μέχρι την Πλατεία Αμερικής, τραγουδώντας «Πότε θα κάνει Ξαστεριά». Ήταν η πρώτη πορεία – διαμαρτυρία κατά της Χούντας.

Μια μέρα του Σεπτέμβρη με φώναξαν ο Στέλιος και η Αγγέλα, στο δικηγορικό γραφείο του Αντώνη του Βγόντζα. Μας είχε καλέσει ο δικηγόρος, για να κάνουμε κι εμείς προσφυγή, για διορισμό νέας διοίκησης στο φοιτητικό σύλλογο, ώστε να γίνουν εκλογές. Κάποιος έπρεπε να κάνει την αίτηση και κάποιος να πάει μάρτυρας στο δικαστήριο και φυσικά δεν μπορούσαν να είναι η Αγγέλα και ο Στέλιος. Μόλις είχαν βγει από τη φυλακή και τους ξυλοδαρμούς και ήταν στο στόχαστρο. Ο Στέλιος, μόλις συνήλθε, ήταν πάλι παρών. Έτσι ο Νίκος, ένας συμφοιτητής, που δεν θυμάμαι πια το επίθετο, έκανε την αίτηση και έφυγε για το χωριό του κι εγώ θα πήγαινα μάρτυρας. Φοβόμουν, αλλά ντρεπόμουν να τους το πω και πήγα. Τους έβλεπα να μη φοβόνται τίποτα και ζήλευα. Ζήλευα και ντρεπόμουν.

Πήγα στο δικαστήριο και δεν κατέθεσα ποτέ σαν μάρτυρας, γιατί με πιάσανε και με πήγαν στην Ασφάλεια της Μεσογείων. Πρόλαβε ο Αντώνης να μου πει να μην αναφέρω ότι αυτός μας κάλεσε, γιατί, εκτός όλων των άλλων «περιποιήσεων», θα έχανε και την άδεια του δικηγόρου.

Έφαγα το ξύλο της αρκούδας, με ένα πλαστικό μακρόστενο πράγμα, που ο εξαίρετος αξιωματικός, που το κρατούσε, ο κ. Κραβαρίτης το έλεγε «μαρτύρω». Βοηθούσε και ο κ. Καλύβας, γνώριμος μου από την προηγούμενη φορά. Θέλανε να μάθουν το κύκλωμα, που ενεργούσε τις προσφυγές κατά των διορισμένων φοιτητικών διοικήσεων.

Μία ήταν η ερώτηση: «Ποιος σε έβαλε;» Έστησα ένα παραμύθι: «Γνώρισα μια φοιτήτρια από την Πάντειο, κάνοντας καμάκι στο Σύνταγμα, που δεν θυμάμαι το όνομα της, και αυτή μου σύστησε το δικηγόρο, τον οποίο και επισκέφτηκα, μαζί με το Νίκο». Κανείς άλλος δεν έμπλεξε.

Δεν ξέρω για πόση ώρα, ορκιζόμουν στην αλήθεια της ιστορίας μου, τρώγοντας ξύλο. Εκείνο που θυμάμαι ήταν ότι έκλαιγα, λέγοντας την ίδια πάντα ιστορία και δεχόμενος «περιποιήσεις». Πείστηκαν, πως δεν αντέχω το ξύλο και τις μπουνιές και θα είχα μιλήσει, με τόσο κλάμα που έριξα, αν ήξερα κάτι παραπάνω και με άφησαν.

Ο Αντώνης μου είπε ευχαριστώ, με ένα τρόπο, που δεν μου το είχαν ξαναπεί κι εγώ απορούσα. Δεν είχα κάνει και τίποτα σπουδαίο. Τους κορόιδεψα μόνο. Είχα πάλι υπογράψει δήλωση, με την οποία αποκήρυξα τον κομμουνισμό και τις παραφυάδες αυτού.

Στο τέλος του Νοέμβρη του 1972, πάλι αποχή στη Σχολή. Από στόμα σε στόμα, παίρνονταν οι αποφάσεις. Τούτη τη φορά κράτησε 50 μέρες, ίσως παραπάνω. Δεν κάναμε συνελεύσεις, για να μη συλληφθούν πρωταίτιοι. Από στόμα σε στόμα, στην αυλή της Σχολής. Πέρασαν τα Χριστούγεννα, οι διακοπές κι εμείς ακόμα αποχή. Ωραία ήταν. Και δεν μπορούσαν να πιάσουν κανένα. Η Αγγέλα και ο Στέλιος προστατεύονταν. Η νέα γενιά είχε βγει στο κλαρί. Ωραία περνούσαμε.

Η δικτατορία είδε και αποείδε, ότι δεν τα βγάζει πέρα μαζί μας και της κατέβηκε η Μεγάλη Φαεινή Ιδέα: Δίνει οδηγίες στα διορισμένα Διοικητικά Συμβούλια της Σχολής του Πολυτεχνείου να κάνουν συνελεύσεις και να προτείνουν αποχή, από τα μαθήματα ενάντια στους Υπομηχανικούς, που θέλουν να αποκτήσουν ίσα δικαιώματα με τους απόφοιτους του Πολυτεχνείου. Γίνονται οι συνελεύσεις και οι φοιτητές αποφασίζουν να προχωρήσουν σε αποχή, με αίτημα εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους. Ακολουθεί η Νομική και οι άλλες σχολές. Η εξέγερση είναι γενικευμένη. Οι διαδηλώσεις και οι καταλήψεις ξεκίνησαν, το ποτάμι πήρε το δρόμο του. Εμφανίστηκαν στο προσκήνιο και οι αγρότες των Μεγάρων, οι οικοδόμοι, ο λαός. Η εξέγερση της 17ης Νοεμβρίου 1973 δεν ήταν μόνο φοιτητική. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Η εξέγερση στη Σχολή Υπομηχανικών και ότι κάναμε ήταν η θρυαλλίδα. Το σημείο εκκίνησης για τη φοιτητική εξέγερση.

Κι εγώ ακολουθούσα. Στο Πολυτεχνείο, ντράπηκα να μη πάω. Ήταν όλοι εκεί. Πάλι με πιάσανε, πάλι δήλωση αποκήρυξης υπέγραψα. Δεν έφαγα ξύλο τούτη τη φορά.

Ο πατέρας, άνθρωπος συντηρητικός είχε τις άκρες του. Σπάσανε την πόρτα του σπιτιού και μπήκαν να με συλλάβουν, μετά τις 17, αλλά εγώ είχα κρυφτεί. «Μέχρι να εμφανιστεί ο γιος σου, θα κρατήσουμε στη φυλακή τον μικρό του αδελφό», είπαν οι μπάτσοι, σ’ ένα πατέρα, που πρώτη φορά ζούσε τέτοια πράγματα. «Δεν πολέμησα για την πατρίδα, για να κάνετε τέτοια. Άμα θέλετε όμηρο θα πάρετε εμένα», ήταν η απάντηση. Έφυγαν άπρακτοι, δίνοντας παραγγελιά να παρουσιαστώ σε 24 ώρες. Παραδόθηκα μόνος μου, για να αφεθώ ελεύθερος, 4 μέρες μετά, μέσα στη σύγχυση της πρώτης μέρας της δικτατορίας Ιωαννίδη. Στη Χωροφυλακή, στα κρατητήρια του Περισσού, δεν ήξεραν τι γίνεται και όταν οι στρατιωτικοί φίλοι του πατέρα σπάσανε τα τηλέφωνα, με έβγαλαν, ζητώντας μου συγνώμη!

Στο μεταξύ, αυτοί απέκτησαν άλλη μια δήλωση αποκήρυξης, μόνο που τούτη τη φορά, με έβαλαν να αποκηρύξω και τον Παναγιώτη Κανελόπουλο, ως αντεθνικώς δρώντα !!

Πάλι, μου ζήτησαν να καταδώσω πρωταίτιους, για την εξέγερση της Σχολής μου, μα δεν μίλησα. Ήξερα πως δεν θα μου κάνουν τίποτα. Τόσοι στρατηγοί και ταξίαρχοι είχαν πάρει τηλέφωνο για μένα, χάρις στον πατέρα μου. Ο Στέλιος, πριν κρυφτεί, μου το είχε πει: «Εγώ εξαφανίζομαι τώρα. Αν πέσω στα χέρια τους, δεν ξέρω αν θα συνέλθω ψυχολογικά. Την προηγούμενη φορά τα κατάφερα. Τούτη τη φορά, αν βγω από τη φυλακή, θα είναι για να πάω στο ψυχιατρείο. Θα κοιτάξω να φύγω από την Ελλάδα, αν μπορέσω. Εσύ, να παραδοθείς. Είσαι μικρός. Άμα σου πουν να καρφώσεις, φόρτωσε τα όλα σε μένα. Έτσι κι αλλιώς δεν θα πάθω τίποτα. Ό,τι είναι να πάθω θα το πάθω από άλλα και όχι από αυτά που θα πεις εσύ».

Εγώ ήμουν, απλώς, ένας φοβισμένος μικρός άνθρωπος. Ο Στέλιος δεν ήταν. Αυτή τη φορά, δεν έκανα ό,τι μου είπε. Δεν χρειάστηκε. Η Σχολή δεν έκατσε φρόνιμα. Ήταν σε όλα τα γεγονότα παρούσα. Στο Πολυτεχνείο και μετά από αυτό.

Αποκορύφωμα αυτής της ιστορίας, ήταν η μοναδική πολιτική πράξη αντίστασης κατά την περίοδο Ιωαννίδη. Όταν τα πάντα τα σκέπαζε η τρομοκρατία, με τη λογοκρισία στο έπακρο και το φόβο να σκεπάζει τα πάντα και όχι μόνο εμένα, η Σχολή προχώρησε το Φεβρουάριο του 1974 σε νέα αποχή!!

Τελικά, ήταν θεότρελα αυτά τα παιδιά. Η αποχή έσπασε κάθε ρεκόρ. Ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια συλλογική πράξη αντίστασης κατά της χούντας και η μοναδική στα χρόνια του Ιωαννίδη. Κράτησε από τις αρχές του Φλεβάρη έως το τέλος του Απρίλη του 1974. Η χούντα έκανε επιδρομές στη σχολή και δεν έβρισκε κανέναν! Οι συνεννοήσεις γινόταν από το τηλέφωνο και σε καφενεία και ταβέρνες, μακριά από τη σχολή !

Ήμουν κι εγώ εκεί και μ’ άρεσε. Αν και πάντα φοβισμένος, κατάφερα να είμαι εκεί.

Μετά, ήρθε η μεταπολίτευση. Μου είπαν να δηλώσω «ήρωας» και δεν κατάλαβα γιατί. Εγώ ήμουν πάντα ένας φοβισμένος άνθρωπος. Ήρωες, χωρίς εισαγωγικά και με κεφαλαία, ήταν ο Στέλιος, ο Νικήτας και τόσοι άλλοι. Ο Στέλιος έφυγε για πάντα, στα 26 του, 3 μέρες μετά το δημοψήφισμα για το βασιλιά. Ο Νικήτας έφυγε πριν λίγες μέρες.

Ο Στέλιος στην τελευταία περίοδο της χούντας κρυβόταν. Τον έψαχνε η χούντα για να τον «λιώσει». Βγήκε από την κρυψώνα, με την επιστράτευση. Πήγε να πάρει όπλο. Τελευταία φορά τον είδα δυο μέρες πριν από το δημοψήφισμα. Με κορόιδευε, που πήγα στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Φεύγοντας, τον ρώτησα πότε και πού θα βρεθούμε. Μου έδωσε ραντεβού, μετά το δημοψήφισμα, στη Χαριλάου Τρικούπη. Ήταν κι αυτός εκεί.

Τον είχα, κάποτε, ρωτήσει «πώς να ξεχωρίσω το σωστό από το λάθος στην πολιτική; Κάθε φορά, που άκουγα να μιλάνε και να λένε διαφορετικές απόψεις, μου φαινόταν ότι όλοι δίκιο έχουν. Ήμουν, πάντα, με αυτόν που μου μιλούσε τελευταίος». «Σκάσε και διάβαζε, ήταν η απάντηση του αναρχικού μου δάσκαλου». Και το πρώτο βιβλίο, που διάβασα, ήταν η «Κριτική στη Ρώσικη Επανάσταση» της Ρόζας Λούξεμπουργκ, σε μετάφραση του Α. Στίνα, στις εκδόσεις «Υδροχόος», που είχε η Αγγέλα.

Ένιωσα ένα δέος, όταν ο Στέλιος, μια μέρα της χούντας, με πήρε και με πήγε σ’ ένα υπόγειο, κάπου κοντά στο Μουσείο, για να γνωρίσω τον κ. Στίνα. Μια ζωή στη φυλακή, από την δικτατορία του Μεταξά, μέχρι τη δικτατορία των συνταγματαρχών, με κάτι μικρά διαλείμματα ελεύθερης ζωής. Άνθρωπος με περίσσια σοφία.

Κάπως έτσι, σημαδεύτηκα, 20 χρονών παιδί. Και τα σημάδια τα κουβαλώ ακόμα.

Τον Νικήτα, τον επιστράτευσαν, μαζί με άλλους, το Φλεβάρη του 1973, μήπως και σταματήσουν οι κινητοποιήσεις. Η πορεία του είναι γνωστή. Η απώλεια μεγάλη.

Η δικτατορία δεν ήταν καλό πράγμα.

Μην «πυροβολείτε» τα παιδιά με τις «μολότοφ». Δικό μας δημιούργημα είναι. Είναι το άλλοθι για τον αυταρχισμό της μελαγχολικής δημοκρατίας μας. Είναι η εικόνα μιας κοινωνίας, χωρίς πολιτισμό. Είναι που δεν έχουμε να τους πούμε τίποτα το καλό. Είναι που, ακόμα, δε μάθαμε να κουβεντιάζουμε. Ο καυγάς πουλάει, πιο πολύ στην τηλεοπτική μας δημοκρατία και τα παιδιά το ξέρουν. Το παιχνίδι που τους μάθαμε παίζουν. Το δικό μας παιχνίδι. Το παιχνίδι του καθεστώτος παίζουν.

Κι εγώ είμαι ακόμα ένας φοβισμένος άνθρωπος. Και είμαι πολύ περήφανος, που είμαι ακόμα παρών, που δεν είμαι ήρωας, που δεν έχω όνομα, που μπορώ να κοιτώ το γιο μου στα μάτια.

«Φοβάμαι όλα αυτά, που θα γίνουν για μένα, χωρίς μένα», έλεγε το τραγουδάκι παλιά. Τώρα, δεν μπαίνουν στον κόπο να σου πουν ότι τα κάνουν για σένα. Για την τσέπη τους το κάνουν, για το κέρδος των λίγων. Κι εμείς τους ψηφίζουμε.

Εις μνήμην.