...
Πολιτισμός - Τέχνη

 

Το λέγω: έχω τη δύναμη, και θέλησα να ζήσω.
Τους μορφασμούς σας άνθρωποι, πάντα περιφρονώ,
τις αηδίες, ήρθα δω, στον κόσμο, για να σβήσω,
κι αν δε μπορέσω, το μ' αυτό; μονάχος θα πονώ.

Παρηγοριές δε γύρεψα σ' ανώφελες θρησκείες,
ποτές εγώ δεν έσκυψα σε άρχοντες μπροστά.
Το αίμα μου ειν' έτοιμο για όλες τις θυσίες,
όταν μονάχα πρόκειται γι' αλήθεια κι ομορφιά...

Με το ποίημα αυτό, ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΜΟΥ, και με το ερμηνευτικό σχόλιο του υπέρτιτλου Χαρισμένο στην "Άπονα Φέροξ" [= Γενναία Άπουα], ανοίγει η πρώτη και τελευταία ποιητική συλλογή ΦΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΙΑ του Νίκου Σαντορινιοΰ, ο οποίος γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1897 στη Σύμη από τους Μιχάλη και Άννα Σαντορινιού, φτωχούς κι απλοϊκούς ανθρώπους που ξενοδούλευαν και στερνά ξεπατρίστηκαν, πάντα δυστυχισμένοι βιοπαλαιστές.

Γράμματα έμαθε στο νησί του, στον Πειραιά και στην Αλεξάντρεια ίσαμε τη δεύτερη τάξη του σχολαρχείου. Τον πατέρα του τον έχασε στην ηλικία των δώδεκά του χρόνων, κι από τότε γνώρισε όλα τα βάσανα και πικρίες του καθημερινού ψωμιού, αλλά και τους αλεξανδρινούς Απουάνους, αφυδατωμένο αντίγραφο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ομάδας της Ιταλίας, που ιδρύθηκε στην πόλη Άπουα ή από τις Απουανές Άλπεις [...], περιοχή όπου ο αναρχισμός είναι σχεδόν παράδοση.

Με την ομάδα αυτή, που αποτελούνταν από αναρχικούς καλλιτέχνες, συγγραφείς και μουσικούς, καθώς και πολλούς προικισμένους ανθρώπους, οι οποίοι, χωρίς αμφιβολία [...] υπόσχονταν πολλά αλλά δεν έγιναν τίποτε ή σχεδόν τίποτε, ήρθε σ' επαφή, μέσω του Πέα, ο Αλεξανδρινός Γιώργος Βρισιμιτζάκης, άνθρωπος των γραμμάτων, όταν πήγε στο Βιαρέτζο, και μάλιστα, επειδή είχε κάποια επιτυχία εκεί, [...] τον ονόμασαν "Π βίοχοβο ξρεοο"*, ο οποίος, επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια, προχώρησε στην ίδρυση ανάλογης ομάδας.

Η ολιγάριθμη ομάδα των αλεξανδρινών Απουάνων, παρουσιάζοντας μια πρωτόγονη αντικομφορμιστική συμπεριφορά, με τη θορυβώδη παρουσία της στους δρόμους της πόλης ή με τις κοινωνικές της εκδηλώσεις και τις κρασοκατανύξεις της, μπορεί να ενόχλησε το παροικιακό κατεστημένο της εποχής, μας κληροδότησε όμως ένα μικρό πνευματικό και καλλιτεχνικό έργο, προϊόν νεανικής ανησυχίας και τόλμης.

Τα μέλη της συντροφιάς αυτής προχωρούσαν με στερεότυπη πάντα σειρά: μπροστά ήταν ο ευγενικός κι ευαίσθητος δωδεκανήσιος νέος, Νίκος Σαντορινιός (1897-1923), για τον οποίο ο ομότεχνος Κύπριος φίλος του Γλαύκος Αλιθέρσης" (1897-1965), αφηγείται στον πρόλογο της συγκεντρωτικής έκδοσης ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑ (ΚΡΥΦΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ, ΦΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΙΑ, ΣΚΟΡΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ) που εξέδωσε ως αφιέρωμα μνήμης και αγάπης στο συμιακό ποιητή, το ακόλουθο περιστατικό:

[...] μ' έσυρε κάποιο δειλινό γιατί είχε κάτι σπουδαίο να μου δείξη. Στην άκρια της οδού Ταχυδρομείου, στάθηκε απόξω στην εκκλησία των Προτεσταντών και δείχνοντας μου ένα θολό τζάμι του καγκελλόφραχτου και κισσοπλεμένου παραθυριού, που αντιφέγγιζε μια φευγαλέα αχτίδα του ήλιου, θέλησε κάτι να μου εκφραστή που αισθανόταν βαθιά στην ψυχή, κάτι που θάπρεπε να ξεμυστηρευτή σ' ένα φίλο του. Μείναμε σιωπηλοί γι' αρκετήν ώρα. Ύστερα βυθισμένος σε ρέμβη μ' έσπρωξε διακριτικά και προχωρήσαμε στην προκυμαία του Ανατολικού λιμανιού της Αλεξάντρειας. Εκεί ατενίζοντας το άπειρο τ' ουρανού και της Μεσογείου, δειλά ρώτησα αν είχε τίποτα να μου πη. Τίποτε! Μ' αποκρίθηκε - τίποτε! Τ' ό,τι νοιώθω μου είναι αδύνατο να το εκφραστώ... Κι αλλάζοντας θέμα μου παρατήρησε την εξαιρετική εκείνη δύση, και καθώς φεύγαμε, σιγανά σιγανά μια φωνή σαν από δρόμο μακρινό, φτασμένη θώπευε την ακοή μου":
Θάλασσα, εγώ θα φύγω, εσύ θα μένης, αιώνια εσύ, κ' εγώ περαστικός...

Στον πρόλογο αυτό των Ποιητικών έργων ή των Απάντων του Σαντορι-νιου, ο Αλιθέροης διατυπώνει την άποψη ότι στη βαθύτερη της ουσία η ποίηση του τότε παρουσίαζε τριπλή άποψη.

1. Επαναστατικότητα. [...] στοιχείο [...] ξένο προς το χαραχτήρα τον, αφού κι όσοι τυχόν τόνε γνώρισαν, αλλά και ο ίδιος αντιλαμβανόταν ότι ήταν αδύνατο κι από φυσικό του, όχι μόνο να σταθή στο σκληρό ύψος του επαναστάτη, αλλά και ν' αντισταθή κάπως ίσως και να διαμαρτυρηθή καν.

Αντιπροσωπευτικό ποίημα του χαρακτηριστικού αυτού της ποίησης του Σαντορινιοΰ είναι το ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΜΟΥ, που παραθέτω στην αρχή του άρθρου μου.

2. Ρομαντική μελαγχολία. Και βεβαίως όχι αδικαιολόγητη, αφού είναι ο συνδυασμός της άπειρης στη ζωή δυστυχίας του με τη Ουσιαστική του προσφορά που τον απρώχνανε να ταυτίζη την έννοια της αγάπης με τη θυσία", όπως φαίνεται στους εξαίρετους στίχους του:
Το ν' αγαπάς, είναι να ζης κάθε στιγμή μες στην ψυχή των άλλων που πονούνε,...
Στη μελαγχολία του υπάρχει ο πόθος για το ανέφιχτο, το φρούδο των διαψευσμένων ελπίδων, η πλάνη των γλυκών ονείρων, η δείλια κι ο συχαμός της επαφής με τη βάναυση πραγματικότητα, κ' η θλίψη για το πρόσκαιρο του ανθρώπινου βίου.

3. Φυσιολατρεία. Οφείλεται κυρίως στην απελπιστική του διάθεση που τόνε βίαζε ν' αρνηθή τα καλά του πολιτισμού, και να νοσταλγή μέσα από την πολυσύνθετη διαφθορά εκείνου, ένα απλούστερο και φυσικώτερο τρόπο ζωής, καθώς και στην κληρονομικότητα, που σχεδόν κι όλη μας τη φυλή επηρεάζει. Δεν έχουμε και πολύ μακρυνθή της χωριάτικης ζωής των προπατόρων μας, και διατηρούμε ακμαίο τον πόθο της επιστροφής στους αγρούς.

Η οριστική όμως θέση του ποιητή μας στο πάνθεο της αλεξανδρινής ποίησης έμεινε και παραμένει κενή, αφού ο Σαντορινιός άρχισε το δύσκολο βιοποριστικό του στάδιο από πολύ νωρίς, πουλώντας εφημερίδες, μαζί με τον Πέτρο Αλήτη, έναν άλλο πρόωρα χαμένο λογοτέχνη της αποδημίας και συνέχισε ως πλανόδιος καπνοπώλης, υπάλληλος σε καταστήματα, εργάτης σε εργοστάσιο, μεσίτης σε παραγγελιοδοχικά γραφεία, υποβολέας και ηθοποιός σε θιάσους, διορθωτής τυπογραφείου και δημοσιογράφος, για να γίνει τέλος επιστάτης σε κάποια έζμπα (αγρόκτημα), γιατί το υπαγόρευε η κλονισμένη από φθίση υγεία του.

Το καλοκαίρι του 1920 ταξίδεψε στην Κύπρο, και μετά λίγο καιρό έφτασε τέλος στο νησί του, τη Σύμη, που πάντοτε νοσταλγούσε. Μ' όλα ταύτα η κατάστασή του χειροτέρευε ολοένα και η μοναξιά τον πολιορκούσε όλο και περισσότερο, όπως φαίνεται από τα τελευταία [...] γράμματα σε διάφορους φίλους, που είναι κραυγή απόγνωσης, ενώ το φθινόπωρο του 1922 νοσηλευόταν στο φθισιατρείο των Αθηνών "Σωτηρία", όπου και πέθανε στις αρχές του 1923, το απλό κι ανεπιτήδευτο [αυτό] παιδί, του οποίου η ποιητική συλλογή κλείνει με το ακόλουθο ποίημα:

Είπα: ας σταματήσω εδώ, νομίζω πως αράζω...
Κι όλο το είναι μου ας γενεί θύμα στην καλωσύνη,
Κι αν η κακία μερικών με κάνει και σπαράζω
Στα χέρια τα τυραννικά θα νοιώθω ευγνωμοσύνη...
Με είδαν πως τους φέρνουμουν μ' όση μπορούσα απλότη.