Την τελευταία δεκαετία γίναμε ολοένα και περισσότερο μάρτυρες μιας σειράς γεγονότων, τα οποία μέσα από την ασημαντότητα τους, ανέβασαν ψηλότερα τον πήχη του υπερφίαλου εθνικοπατριωτικού μεγαλείου. Ενώ την ίδια στιγμή, η κοινωνία, ηττήθηκε σε υγειονομικό, πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.

Χρειάστηκε μια Ελλάδα νικητής ως άλλοθι, για να συντηρηθεί ο μύθος και η νοοτροπία του Ελληναρά, αυτού του υπερβατικού όντος με το εθνικό μεγαλείο της χλαμύδας και του φιλότιμου της φουστανέλας. Το να ξαναειπωθεί ότι μια κοινωνία στην εποχή της ασημαντότητας της, επιλέγει τον πιο εύκολο δρόμο, αυτόν την κενότητας, θα ήταν απλά μια ακόμα γραφική κοινοτυπία, την οποία γνωρίζουμε όλοι.

Άλλωστε ο εθνικός μεγαλοϊδεατισμός, κρύβει μέσα του μια ενδελεχή υποκρισία και μια γνωστική ασυμφωνία: Αυτή της δικαιολόγησης του ένδοξου παρελθόντος, με το άδοξο παρόν και το πιο αβέβαιο μέλλον. Όπως σε όλες τις ψυχικές διαταραχές (ατομικές ή ομαδικές), η συγκάλυψη της αναντιστοιχίας λειτουργεί ως εσωτερικός καταπιεστής, ο οποίος εξωτερικεύεται συλλογικά ως εθνικό ασυνείδητο.

Οδηγηθήκαμε λοιπόν σε μια χαρακτηριστική περίπτωση ψυχοκοινωνικής ασυμβατότητας. Από την μία έχουμε την εθνική χλιδή της Ελληνικής νίκης, με υπερήρωες, άτλαντες και τιτάνες. Και από την άλλη να αποκρύπτεται συστηματικά η σκληρή καθημερινότητα της ανεργίας των απολύσεων της ανισότητας, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και της κοινωνικής υποχώρησης σε όλους τους τομείς, από δικαιώματα και κεκτημένα. Μόνο που αυτή η άγρια πραγματικότητα δεν ενδιέφερε κανέναν πατριώτη, ειδικά δε όταν δεν έπληττε τον εθνικό μεγαλοϊδεατισμό της απένθατης Ελλάδας.

Ο αθλητισμός και στη συνέχεια ο πολιτισμός ανέκαθεν αποτελούσε το μεγαλύτερο άλλοθι για την ανάδειξη του εθνικού μεγαλείου, ο οποίος συντήρησε φασιστικές δικτατορίες, στρατιωτικές χούντες και «λαϊκές» ή αστικές δημοκρατίες. Όπως και ο πατριωτισμός έτσι και η εθνική έπαρση δεν θα υπήρχαν εάν δεν υπήρχε η φυλή, το έθνος και το κράτος ως ιδεολογικός μηχανισμός. Φυσικά η Ελληνική περίπτωση διακατέχεται και από κάποια στοιχεία μοναδικότητας σε σχέση με την φύση του εθνικοπατριωτικού μεγαλοϊδεατισμού της.

Οι Έλληνες έχουν μόνο ένδοξη προϊστορία, κρυμμένη μυθιστορία, ηρωική ιστορία και ασήμαντο σήμερα. Για τα του παρελθόντος καυχιούνται αποκλειστικά, διαμέσου μιας απροσδιόριστης, φασίζουσας αρχαιολατρίας. Στην συλλογική συνείδηση του Ελληναρά είναι ανεξίτηλα γραμμένη η ρήση που αποτελεί την κορωνίδα της εθνικής αυταρέσκειας και αυτοεπιβεβαίωσης: «Όταν οι Έλληνες έχτιζαν Παρθενώνες, οι άλλοι ήταν ακόμα στα σπήλαια». Φυσικά δεν θέλει να παραδεχτεί ότι τα Ελληνόπουλα αρκετές φορές δεν μπορούν ούτε την βάση να πιάσουν και απορεί γιατί την σημαία σηκώνουν «οι ξένοι», διότι καθ’ αυτούς πως ο παν μην Έλλην βάρβαρος!, Αρίστευσε; Φαίνεται πως στην χώρα που γέννησε την δημοκρατία ή έννοια της ισονομίας είναι αποκλειστικό προνόμιο μόνο των ντόπιων ιθαγενών κατοίκων.

Μόνο έτσι μπορεί ο σημερινός Έλληνας, ο ήρωας του Βυζαντίου, της Αλβανίας, της μεταπολίτευσης, αυτός που κράτησε Θερμοπύλες, να ξεπεράσει το γεγονός ότι ξέμεινε πίσω στο παρελθόν. Ο σύγχρονος νεοέλληνας όμως είναι μια μεταμοντέρνα μετάλλαξη δυτικών και ανατολίτικων πολιτισμικών στοιχείων κατά το δοκούν, δεν είναι στην πλειονότητά του παρά ακοινωνικός, απληροφόρητος, ανιστόρητος ημιμαθής, πατριαρχικός και σεξιστής. Γιαυτό και ενώ αναπολεί την αρχαία Ελλάδα, θέλει να γίνει «σαν Αμερικάνος και να του αρέσει στα κρυφά και ο Μητροπάνος» για να δανειστώ τους στίχους ενός τραγουδιού. Ο σημερινός Τσολιάς μπορεί να περηφανεύεται για το εθνικό του μόριο, κραυγάζοντας μόνο μπροστά στην τηλεόραση, παρακολουθώντας εκστατικά την κίνηση μιας μπάλας ή μιας χορογραφίας. Να κοινωνικοποιείται μόνο μετά την νικηφόρα λήξη ενός παιχνιδιού ή ενός διαγωνισμού, φωνάζοντας ακατάληπτα σεξιστικά ή ρατσιστικά συνθήματα. Και τέλος να αναπτύσσει μια αγελαία εθνική συμπεριφορά νίκης. Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός σε όλο του το μεγαλείο. Διότι είναι βαριά – βαριά η χούντα του τσολιά.

Η κάθε θεαματική θεσμική εκτόνωση έχει σαν στόχο να συγκαλύψει την κοινωνική υποταγή μέσω των δανειακών συμβάσεων, τον σεξισμό, τον ρατσισμό και την φυλετική έπαρση που καλλιεργείται όχι υπόγεια πλέον αλλά στο προσκήνιο του εθνικοπατριωτικού lifestyle. Μόνο έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί η χρήση του «εθνικού συμβόλου» από καθωσπρέπει Ελληναράδες οπαδούς της εθνικής ή «υπερπατριώτες» φασίστες που επικαλούνται την αναγκαιότητα της φυλετικής καθαρότητας την απέλαση των μεταναστών, τους ξυλοδαρμούς όσων δείχνουν ή είναι διαφορετικοί πολιτικά, σεξουαλικά, για μια απροσδιόριστη υπεράσπιση της εθνικής συνείδησης μέχρι θανάτου.

Εξάλλου ο φασιστικός υπερεθνικισμός δεν είναι άλλο παρά η αδιοχέτευτη λίμπιντο του κάθε πατριώτη. Αυτή η ξέφρενη εθνική βαρβαρότητα που μεταφράζεται σε ηρωισμό. Στην βάση αυτή η βίαιη συμπεριφορά απενοχοποιείται έστω και αν αυτή τραυματίζει θανάσιμα πολλές φορές μετανάστες, νεολαίους και γενικά όσους φαίνονται διαφορετικοί. Ειδικά δε, σε περιπτώσεις όπου αυτή η πολυπόθητη νίκη δεν ήρθε, η βαρβαρότητα βαφτίζεται ως «συναισθηματικό ξέσπασμα» για να εκλογικευτεί στην συνέχεια με έναν πιο εύπεπτο τρόπο.

Γνωρίσαμε στην πράξη ότι η συστράτευση της αστυνομίας και της Χρυσής Αυγής στόχευσε στον γενικευμένο έλεγχο που είναι αδιαμφισβήτητα υπαρκτός σε όλη την καθημερινότητα του πολίτη και δεν έχει στόχο την εξάλειψη της «βίας» ή της «παραβατικότητας», αλλά την ισχυροποίηση με όρους εγκλεισμού του πολίτη μέσα σε ένα κοινωνικό ιδρυματισμό ανάλογο ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης (άλλωστε τα μέλη της χρυσής αυγής αυτό δεν νοσταλγούν); Είναι ηλίου φαεινότερων ότι «τα παιδιά των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας» μοιάζουν πολύ με τους καραφλούς υπερπατριώτες της Χρυσής Αυγής, στον σωματότυπο, τον τσαμπουκά, το μίσος, τη βία, τον ανδρισμό, τον σεξισμό και τον ρατσισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι τα τάγματα ασφαλείας ανέκαθεν υπήρξαν για να καταργούν και όχι να διαφυλάσσουν την δημοκρατία. Είδαμε δε την στεναχώρια τους στο άκουσμα των ποινών της εγκληματικής οργάνωσης, που η δημοκρατία έριξε τους «ναζί στην φυλακή» για να ξεπλύνει τα λοιπά ανομήματα της.

Από τις υγειονομικές υποχρεωτικότητες στους δρόμους, στην τράπεζα, το metro και το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς, έως τον «στρατιωτισμό» των αστυνομικών δυνάμεων ως φυσική παρουσία σε κάθε γωνιά ή πλατεία των αστικών κέντρων δεν είναι απλά για να υπενθυμίζουν ότι υπάρχουν, αλλά για να θυμίζουν ότι τα «ΜΑΤ δεν αργούν μα δεν ξεχνούν», όπως μου φώναξε ένας άντρας τον αστυνομικών δυνάμεων κάποτε. Είναι κάτι περισσότερο από δεδομένο ότι η ύπαρξή τους, έχει μια μονοσήμαντη σχέση εκτός του να υπηρετούν την εξουσία, την επιχειρησιακή τους αυτοτέλεια, που σε συνάρτηση με την πολιτική ανοχή σημαίνει ατιμωρησία. Το ίδιο όμως δεν ισχύει προς τα παιδιά τα «δικά τους», που δρουν επικουρικά προς αυτούς: Χαφιέδες, δοσίλογοι, τραμπούκοι, εξαγριωμένοι πολίτες, φανατικοί χριστιανοί και υπερπατριώτες. Η ύπαρξη τους δεν αποτελεί την απόδειξη «δημοκρατικής πολυφωνίας» αλλά νίκη του λαικοχριστιανικού συντηρητισμού και της οπισθοδρόμησης.

Με το πρόσχημα της εναντίωσης στην υποχρεωτικότητα των εμβολίων είδαμε ξανά την παλινόρθωση του ανορθολογικού. Όλος αυτός ο νεοχαζός συρφετός των ακροδεξιών, που μπορούν ατιμώρητα να μαχαιρώνουν, δολοφονούν και να λυντσάρουν κατά το δοκούν των αντικοινωνικών τους ιδεών, πρόκειται για μια συμμορία αποτελούμενη από άτομα χαμηλού νοητικού (πολιτικά) και κοινωνικού (συμβιωτικά) επιπέδου, οπισθοδρομικά και ομοφοβικά. Με αφετηρία τον εθνοκεντρισμό, τα άτομα αυτά βιώνουν την μισαλλοδοξία μιας ανύπαρκτης φυλετικής, ή πατριωτικής ανωτερότητας που τους διαχωρίζει από τις πρωταρχικές κοινωνικές και οργανικές αξίες της συνεργασίας, της συμβίωσης και της αλληλεγγύης.

Το ερώτημα πλέον δεν τίθεται για την Ελλάδα αλλά για ποια Ελλάδα; Κάθε όψη αυτού του εθνικού μεγαλείου φαντάζει αποκρουστική. Η κοινωνία δεν έχει ανάγκη το έθνος, την φυλή ή την πατρίδα. Όλες αυτές, είναι έννοιες ξεπερασμένες και ανθρωποφάγες. Σε οικονομικό επίπεδο έχουν ξεπεραστεί από την κυριαρχία, αλλά σε ιδεολογικό επίπεδο διατηρούνται ως άλλοθι για να θυμίζουν τον πάλαι ποτέ ισχυρό κοινωνικό ιστό του κράτους-έθνους. Η κοινωνία χρειάζεται να επανακαθορίσει τις ανάγκες της με βάση την αλληλεγγύη και την συνεργασία, με στόχο την απελευθέρωση της. Όπως δεν υπάρχουν «φιλήσυχοι» φασίστες, έτσι δεν υπάρχουν αμέτοχοι πολίτες.

Ο εθνοκεντρισμός εκτός από υπερφίαλος ή γραφικός είναι κοινωνικά αποκρουστικός και πολιτικά αποτρόπαιος. Εάν η Ελλάδα θέλουν να είναι αυτή των Ελλήνων αστυνομικών, των «ρουφιάνων, των δολοφόνων και των βιαστών» των γερμανοτσολιάδων ή των μεταδιδακτορικών χαφιέδων, αυτό δεν ενδιαφέρει παρά μια μικρή παρελθοντολογική μειονότητα, η οποία αποχαυνωμένη παρακολουθώντας τηλεοπτικές εκπομπές εθνικοπατριωτικού telemarketing, περιμένει να ξυπνήσει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς για να ξαναζήσει το μεγαλείο της. Μιας ισχνής μειοψηφίας που δεν μπόρεσε να κατανοήσει το σύνθημα «ότι η χούντα δεν τελείωσε το ’73» διότι δεν της φαίνεται αυτό λογικό αφού νομιμοποιήθηκαν οι κομμουνιστές, γέμισε ο τόπος μετανάστες, έκλεισαν τα μακρονήσια και πλέον δεν σε επανεντάσουν στην κοινωνία με τον θεραπευτικό τρόπο της φάλαγγας, πως δεν έχουμε δημοκρατία. Είναι οι ίδιοι που συγχαίρουν τον Κορκονέα που σκότωσε τον 15χρονο αλήτη μόνο και μόνο γιατί κυκλοφορούσε στα Εξάρχεια ή την επίσκεψη «πατέρα» της εκκλησίας στον φυλακισμένο «αγωνιστή» Ντερτιλή και θεωρούν ότι ο Κασιδιάρης είναι πολύ διαλλακτικός και λίγα έκανε στην Κανέλη.

Εάν κάποιοι θέλουν η κοινωνία να μεταβληθεί στην Ελλάδα του ελληνορθόδοξου χριστιανισμού, αυτού του ιδιότυπου φονταμενταλισμού, που κάτω από τον μανδύα της αρετής προβάλει τον κοινωνικό αναχρονισμό, τότε να παραμείνουμε «ΑΘΕΟΙ». Όσο ο εθνικισμός θα βαφτίζεται ως υπέρτατη κοινωνική αξία προτρέποντας τον διαχωρισμό των ανθρώπων βάση του γένους, της φυλής ή του έθνους, να συνεχίσουμε να παραμένουμε «ΑΠΑΤΡΙΔΕΣ». Και φυσικά εφόσον η δημοκρατία μια μικρής αστικής μειοψηφίας που σφετερίζεται την δύναμη των πολλών προς χάρη των συμφερόντων των λίγων, που βαφτίζει τους κοινωνικούς αγώνες τρομοκρατία και τους κοινωνικούς αγωνιστές τρομοκράτες, που στέλνει στην ανεργία μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, να παραμείνουμε πολιτικά «ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ». Επιστρέφοντας έτσι τον συμβολισμό και τον ιδεολογικό χειρισμό στην εκφορά του λόγου της κυρίαρχης ρητορικής.

Δεν χρειαζόμαστε χλαμύδα, φουστανέλα, τσαρούχι φούντα ή φέσι για να βρούμε το δικό μας μεγαλείο. Είμαστε εκτός του εθνικού οράματος και της συναίνεσης του, που οδηγεί στην νέα δανειακή σύμβαση ή σε μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας ή συνεργασίας». Είμαστε επισφαλής εργαζόμενοι, άνεργοι, μετανάστες μα προπαντός είμαστε όλοι αγανακτισμένοι, αντιστεκόμενοι και αλληλέγγυοι. Παραφράζοντας τα δικά τους υπερφίαλα «δυνατά και Ελληνικά» λόγια, μπορεί να μην είναι ακόμα ο «καιρός γαρ εγγύς». Αλλά όταν αυτή η στιγμή έρθει, δεν θα είναι για την επανίδρυση του κράτους-έθνους, ούτε για την επιστροφή στην δραχμή, αλλά για την κοινωνική απελευθέρωση. Αρκεί η ίδια η κοινωνία να το θελήσει. Αλλιώς θα παραμείνει εθνικά υπερφίαλη και κοινωνικά ηττημένη.

Εφόσον θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία - είναι ξεκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει εκ του ασφαλούς, φιλήσυχα και από τον καναπέ. Η αντίσταση στην σημερινή δυστοπία αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία να αλλάξουμε όχι με όρους Αρχαιολατρικούς επιστρέφοντας στο νοσταλγικό παρελθόν, αλλά με όρους κοινωνικούς, ταξικούς και έμφυλους. Γι’ αυτό και ο εχθρός του εχθρού μας δεν ήταν και δεν θα γίνει ποτέ φίλος μας! Ας μην ξεχνάμε ότι οι φιλήσυχοι και ευυπόληπτοι πολίτες με την παθητικότητα τους από τον καναπέ, επέτρεψαν να γίνουν τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, και να φτάσουμε σήμερα εδώ. Η ανατροπή του κάθε Έλληνα Λεβέντη του σεξισμού, του πολιτισμού, των θεσμών και των ιδρυμάτων του παραμένει πάντα θελκτική και επίκαιρη.

Αργύρης Αργυριάδης