Lucien van der Walt
Αναρχική Παρέμβαση

Του Lucien van der Walt*

Η ανανέωση των συνδικάτων βρίσκεται υψηλά στην ατζέντα σε πολλές χώρες, αλλά πρέπει να σκεφτούμε προσεκτικά γιατί τη θέλουμε. Η ανανέωση των συνδικάτων είναι ένα βαθύτατα πολιτικό και ιδεολογικό ζήτημα. Πρέπει να κατανοήσουμε με σαφήνεια πώς φτάσαμε στο σημερινό χάλι, όπου πολλά συνδικάτα είναι γραφειοκρατικά, αναποτελεσματικά και δυσκολεύονται να ανταποκριθούν σε επείγοντα ζητήματα. Πρέπει να σκεφτούμε προσεκτικά τι θέλουμε να πετύχουμε, όχι μόνο όσον αφορά τον τρόπο οργάνωσης, αλλά και σε τι στοχεύουμε μακροπρόθεσμα.

Πρέπει να έχουμε κάποια θεωρία για το τι μπορούν και τι πρέπει να είναι τα συνδικάτα. Αν πρέπει να θέσουμε το ερώτημα γιατί πρέπει να αναζωογονήσουμε ή να διευρύνουμε τα συνδικάτα, πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε από τα συνδικάτα κατ’ αρχάς. Πρέπει, επίσης, να αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα της σχέσης μεταξύ συνδικάτων και πολιτικών κομμάτων και κατά πόσο οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα επωφελούνται από τα εργατικά κόμματα που στοχεύουν στην κρατική εξουσία.

Τι σημαίνει συνδικάτο;

Μιλώντας για “ανανέωση” των συνδικάτων συχνά υποθέτουμε ότι είχαμε ένα λειτουργικό μοντέλο στο παρελθόν και ότι υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο τα συνδικάτα μπορούν και πρέπει να λειτουργούν.

Αλλά το τι μπορούμε και τι πρέπει να πετύχουμε δεν είναι προφανές. Δεν είναι ένα απλό τεχνικό ζήτημα σχετικά με το ποιες δομές λειτουργούν. Δεν είναι ένα απλό ζήτημα εκδημοκρατισμού των συνδικάτων. Ποιος είναι ο στόχος ενός καλά οργανωμένου ή δημοκρατικού συνδικάτου εξ αρχής; Υπάρχουν πολλές επιλογές που πρέπει να γίνουν, ακόμη και αν έχουμε δημοκρατικά συνδικάτα. Θα πρέπει τα συνδικάτα να είναι επιχειρησιακά συνδικάτα, τα οποία θα ασχολούνται βασικά με τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας; Ή να διοικούνται από εμπειρογνώμονες ως οργανισμοί παροχής υπηρεσιών, παρόμοιοι με τις ασφαλιστικές εταιρείες; Ή να στοχεύουν σε κάτι περισσότερο;

Η πραγματικότητα είναι ότι τα συνδικάτα είναι πάντα εγγενώς πολιτικά. Η ίδια η ύπαρξή τους εγείρει ερωτήματα γύρω από την εξουσία, γύρω από την τάξη, γύρω από την ταυτότητα και πώς την οικοδομούμε. Τα συνδικάτα δεν είναι ποτέ ουδέτερα. Ακόμα και αν ένα συνδικάτο αυτοαποκαλείται μη πολιτικό, αυτό είναι από μόνο του μια πολιτική θέση, βασισμένη σε μια θεωρία.

Τα συνδικάτα αναδύονται ως απάντηση σε ένα σύστημα που είναι εγγενώς ανίκανο να ικανοποιήσει τις ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Παρέχουν ένα βασικό χώρο αλληλεγγύης μεταξύ των απλών ανθρώπων σε μια κοινωνία που αποξενώνει πολύ. Τα συνδικάτα δεν εξαφανίζονται, ούτε και η εργατική τάξη. Εκτός από τις οργανώσεις που βασίζονται στην πίστη, τα συνδικάτα είναι οι μεγαλύτερες και πιο ανθεκτικές λαϊκές οργανώσεις.

Οι άνθρωποι μιλούν για κρίση του συνδικαλισμού, αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στο πώς την αποτιμούμε. Δεν υπάρχει κατάλληλη βάση δεδομένων για τον συνδικαλισμό παγκοσμίως, αλλά όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι τα συνδικάτα, συνολικά, παραμένουν αρκετά σταθερά από άποψη αριθμού και επεκτείνονται παγκοσμίως. Αυτό αντανακλά το γεγονός ότι η προλεταριοποίηση επιταχύνεται. Παρά ορισμένες μοντέρνες θεωρίες η τάξη δεν έχει εξαφανιστεί, οι ταξικές διαφορές βαθαίνουν και η εργατική τάξη (δηλαδή όσοι εξαρτώνται από τον μισθό τους, χωρίς να έχουν όμως τον έλεγχο των μέσων παραγωγής και των κοινωνικών υποθέσεων) είναι πλέον η μεγαλύτερη τάξη στη γη.

Τα συνδικάτα επιμένουν και συνεχίζουν τη δράση τους, ακριβώς επειδή ο καπιταλισμός και το κράτος είναι απλά ανίκανοι να ενσωματώσουν ή να υποτάξουν πλήρως την εργατική τάξη. Η ίδια η ύπαρξή τους αντανακλά το γεγονός ότι η κοινωνία σπαράσσεται από βαθιές, σκληρές αντιφάσεις. Ακόμη και το πιο αντιδημοκρατικό, πολιτικά προβληματικό συνδικάτο μπορεί να επιβιώσει μόνο στο βαθμό που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εργαζομένων, όσο περιορισμένα και αν είναι, και την πραγματικότητα των ασυμβίβαστων ταξικών ανταγωνισμών.

Τι μπορεί να είναι ένα συνδικάτο;

Τίποτα από όλα αυτά δεν ακυρώνει τα επιχειρήματα ότι τα συνδικάτα ήταν συχνά αντιδημοκρατικά ή συντεχνιακά, δεδομένου ότι αντανακλούσαν ή και ενίσχυαν τις διαιρέσεις μεταξύ των εργαζομένων (ανά συνδικάτο, ανά δεξιότητα, ανά κλάδο, ανά χώρα), μεταξύ εργαζομένων και ανέργων και μεταξύ διαφορετικών ομοσπονδιών. Άλλοτε πάλι κατέληγαν να ασχολούνται μόνο με άμεσα ζητήματα γύρω από τους μισθούς και όχι με τις ευρύτερες προκλήσεις της κοινωνίας.

Τίθεται όμως το εξής ερώτημα: είναι αυτό αναπόφευκτο; Οι απαισιόδοξες προσεγγίσεις το πιστεύουν. Π.χ. κατά τον “σιδηρούν νόμο της ολιγαρχίας” του Ρόμπερτ Μίχελς όλα τα μαζικά κινήματα αιχμαλωτίζονται από μικρές ηγεσίες που επιδιώκουν αποκλειστικά την εξυπηρέτηση των ιδιωτικών τους συμφερόντων. Πίστευε ότι η συνδικαλιστική δημοκρατία θα πεθάνει, καθώς τα συνδικάτα θα αναπτύσσονται. Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν πίστευε ότι τα συνδικάτα ήταν συντεχνιακά, αντανακλώντας και ενισχύοντας τις διαιρέσεις μεταξύ των εργαζομένων. Υποστηρίζοντας ότι τα συνδικάτα συνήθως είχαν κολλήσει στο επίπεδο της αντιμετώπισης άμεσων ζητημάτων όπως οι μισθοί, διαπραγματεύονταν τους όρους της εκμετάλλευσης, αντί να την τερματίσουν. Επικεντρώνονταν σε μεταρρυθμίσεις (ρεφορμισμός) και “οικονομίστικες” ανησυχίες. Υποστήριζε, επιπλέον, ότι οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες πλήρους απασχόλησης αναδύθηκαν, για να διευθύνουν τις διαπραγματεύσεις και κρατούσαν πίσω οτιδήποτε την απειλούσε, συμπεριλαμβανομένων και των ίδιων των εργαζομένων.

Αλλά όλα αυτά είναι πολύ μονόπλευρα, όπως δείχνει μια πιο “αισιόδοξη” ανάλυση. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα αμφισβήτησης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας από τα κάτω, ιδιαίτερα μέσω των κινημάτων των απλών μελών της βάσης. Η όλη έννοια της ανανέωσης των συνδικάτων προϋποθέτει ακριβώς ότι μια τέτοια αμφισβήτηση και μεταρρύθμιση είναι δυνατή. Δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ του μεγέθους των συνδικάτων και των επιπέδων δημοκρατίας. Μερικά από τα πιο δημοκρατικά συνδικάτα στη Νότια Αφρική τη δεκαετία του 1980 ήταν μαζικά συνδικάτα, όπως αυτά του λεγόμενου “εργατίστικου” κινήματος της Ομοσπονδίας Συνδικάτων Νοτίου Αφρικής (FOSATU), ενώ μερικά από τα λιγότερο δημοκρατικά ήταν μικρά, συντηρητικά, επιχειρησιακά συνδικάτα. Και τα συνδικάτα έχουν επανειλημμένα αποδειχθεί ότι είναι βασικοί χώροι ταξικής συνείδησης και ριζοσπαστικής πολιτικής.

Προχωρώντας πέρα από την “αισιόδοξη” ανάλυση, σε μια αναρχοσυνδικαλιστική ανάλυση, είναι επίσης δυνατό να δείξουμε πολλά παραδείγματα μαζικών συνδικάτων που διατήρησαν δημοκρατικά συστήματα, με καλύτερο την αναρχοσυνδικαλιστική Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας (CNT) στην Ισπανία. Αυτό ήταν ένα ριζοσπαστικό συνδικάτο, το οποίο στη δεκαετία του 1930 πλησίασε τα 2.000.000 μέλη, αλλά στηρίχθηκε σε μια πολύ αποκεντρωμένη δομή και είχε ένα ελάχιστο προσωπικό πλήρους απασχόλησης. Ξεπέρασε συστηματικά τις συντεχνιακές διαιρέσεις μεταξύ των εργαζομένων, συμμετείχε σε αγώνες για τη γη, τις κοινότητες και τη νεολαία και αντιτάχθηκε στην αποικιοκρατία.

Σε αντίθεση με την άποψη του Λένιν ότι τα συνδικάτα, αν αφεθούν μόνα τους, αναπόφευκτα θα κολλήσουν στο επίπεδο της λεγόμενης “συνδικαλιστικής συνείδησης”, η CNT προώθησε συστηματικά επαναστατικές ιδέες και δράσεις, οργάνωσε έναν εργατικό στρατό και το 1936 βοήθησε να τεθεί το μεγαλύτερο μέρος της γης και της βιομηχανίας στην Ισπανία υπό τον άμεσο έλεγχο των απλών ανθρώπων, αλλάζοντας την καθημερινή ζωή και δημιουργώντας μια δημοκρατία της εργατικής τάξης.

Σπάζοντας τον σιδηρούν νόμο

Έτσι, αυτό για το οποίο μιλούσαν ο Μίχελς και ο Λένιν ήταν τάσεις. Ωστόσο, αγνόησαν τις αντίθετες τάσεις για τη δημοκρατία και τις προφανείς αποδείξεις ότι τα συνδικάτα μπορούσαν να επιτύχουν επαναστατικές αλλαγές χωρίς κομματική κηδεμονία ή κρατική υποστήριξη.

Ο λεγόμενος “σιδηρούν νόμος” του Μίχελς στηρίζεται στην υπόθεση ότι ο συγκεντρωτισμός από πάνω προς τα κάτω και η γραφειοκρατία πλήρους απασχόλησης είναι τα πιο αποτελεσματικά, τεχνικά, αναγκαία, αναπόφευκτα διαθέσιμα μέτρα και ότι οι ολιγαρχίες προκύπτουν από αυτήν τη διαδικασία. Η ίδια ιδέα είναι παρούσα σε μελέτες που υποδηλώνουν ότι τα συνδικάτα “ωριμάζουν” με την πάροδο του χρόνου, γίνονται πιο μετριοπαθή, επαγγελματικά και συντηρητικά.

Αλλά τα αντιδημοκρατικά, από πάνω προς τα κάτω συνδικάτα, που διοικούνται από αξιωματούχους, είναι στην πραγματικότητα πολύ αναποτελεσματικά και συχνά αρκετά άψυχα. Δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις αλλαγές, θέτουν τα συμφέροντα των αξιωματούχων πάνω από τα συμφέροντα των μελών τους και οι ηγέτες τους είναι επιρρεπείς στην ενσωμάτωση και τη συνδιαλλαγή με τις κυβερνήσεις, τις επιχειρήσεις και τα πολιτικά κόμματα.

Ο συγκεντρωτισμός, σημειώνει ο Ρούντολφ Ρόκερ στο βιβλίο του “Αναρχοσυνδικαλισμός”, “παραδίδει τις υποθέσεις όλων, συλλήβδην, σε μια μικρή μειοψηφία, συνοδεύεται πάντα από άγονη, επίσημη ρουτίνα, συνθλίβει την ατομική πεποίθηση, σκοτώνει κάθε προσωπική πρωτοβουλία με άψυχη πειθαρχία και γραφειοκρατική ακαμψία.

Αυτό ακριβώς δείχνει η τρέχουσα ώθηση για την ανανέωση των συνδικάτων. Το μέλλον των συνδικάτων βρίσκεται στο να γίνουν τα συνδικάτα πιο δημοκρατικά, να διευθύνονται ισότιμα από όλα τα μέλη τους, να γίνουν πιο αποκεντρωμένα και πιο ευέλικτα.

Το επιχείρημα υπέρ του συγκεντρωτισμού και της γραφειοκρατίας είναι ένα ιδεολογικό επιχείρημα, μια συνειδητή επιλογή (όπως δείχνει το αντιπαράδειγμα της CNT) που προκύπτει από μια λανθασμένη θεωρία, η οποία ενισχύεται από την καταστροφή των δημοκρατικών ελέγχων και ισορροπιών, την απορρόφηση των συνδικαλιστικών ηγεσιών από τα πολιτικά κόμματα, τα κράτη και το “σύνδρομο του Μωυσή”, δηλαδή την ιδέα ότι οι μάζες πρέπει να καθοδηγούνται από λίγους, μεγάλους ηγέτες και τις φιλοδοξίες εκείνων που ελπίζουν να γίνουν ο Μωυσής.

Πέρα από τα συμπτώματα

Ένας οικονομίστικος και ρεφορμιστικός συνδικαλισμός είναι πάντα καλύτερος από τον καθόλου συνδικαλισμό. Φυσικά, η διαπραγμάτευση γύρω από τους μισθούς και τα δικαιώματα είναι πολύτιμη και δεν υπάρχουν πολλοί άλλοι οργανισμοί, εκτός από τα συνδικάτα, που να έχουν πετύχει σε αυτούς τους ρόλους.

Αλλά αυτός ο συνδικαλισμός ασχολείται με τα συμπτώματα και απλώς ανταποκρίνεται σε αυτό που κάνει το καπιταλιστικό σύστημα και το κράτος. Και δεδομένου ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η παγκόσμια εργατική τάξη – ανεργία, φτώχεια, χαμηλοί μισθοί, ανασφάλεια, ρατσισμός, πόλεμος, καταπίεση των φύλων κ.ο.κ. – είναι βαθιά συνδεδεμένα με τον καπιταλισμό και το κράτος, η πραγματική αλλαγή συνεπάγεται σύγκρουση με το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Αν έχετε συνέχεια πονοκεφάλους, δεν είναι καλή ιδέα να ζείτε με χάπια για τον πονοκέφαλο. Πρέπει να βρείτε τι φταίει και να θεραπευτείτε.

Οι καπιταλιστικές εταιρείες και ο κρατικός μηχανισμός είναι απαλλοτριωτικά συστήματα που συγκεντρώνουν την εξουσία και τον πλούτο στα χέρια μικρών ελίτ, είναι βαθιά αντιδημοκρατικά, παράγουν και διανέμουν για το κέρδος και την εξουσία, είναι επιρρεπή στην αστάθεια και χαρακτηρίζονται από τον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό και το μίσος. Η άρση της φτώχειας και της ανισότητας και ο τερματισμός της ταξικής εκμετάλλευσης απαιτεί την άρνησή τους με την τοποθέτηση των παραγωγικών πόρων και του πραγματικού ελέγχου στα χέρια των απλών ανθρώπων, δηλαδή μια κοινωνία από κάτω προς τα πάνω που θα βασίζεται στον συμμετοχικό σχεδιασμό, την κοινή ιδιοκτησία, την παγκόσμια κοινότητα και τη διανομή με βάση τις ανάγκες.

Το κόμμα τελείωσε

Συνεπώς, εφόσον τα συνδικάτα αναδύονται ως μέρος της ταξικής πάλης, αντανακλούν τις ταξικές διαιρέσεις και μπορούν σίγουρα (όπως έδειξε η CNT) να κάνουν ριζικές αλλαγές στην κοινωνία, μπορούν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της θεραπείας που χρειάζεται η κοινωνία; Και αν ναι, πώς; Και τι θα συνεπαγόταν αυτή η θεραπεία;

Την απόρριψη των συνδικάτων από πολλούς αυτοαποκαλούμενους ριζοσπάστες σήμερα δε συμμερίζονται οι κυρίαρχες τάξεις, τα αφεντικά και οι πολιτικοί. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα συνδικάτα μπορούν να κάνουν δραματικές, επαναστατικές αλλαγές. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο η εργατική νομοθεσία έχει σχεδιαστεί, για να περιορίσει τα συνδικάτα, να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής, τις δραστηριότητές τους και να τα δεσμεύσει σε χρονοβόρες επίσημες διαδικασίες. Για αυτό, λοιπόν, καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για την αποδυνάμωση, τη διαφθορά και την καταστροφή των συνδικάτων.

Ο Λένιν, επίσης, ποτέ δεν αρνήθηκε ότι τα συνδικάτα θα μπορούσαν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Το επιχείρημά του ήταν, μάλλον, ότι τα συνδικάτα θα μπορούσαν να γίνουν επαναστατικά, μόνο αν καθοδηγούνταν από ένα επαναστατικό εργατικό κόμμα με στόχο την κρατική εξουσία.

Αλλά αυτή η πρωτοπορίστικη πολιτική -πρώτα το κόμμα, το συνδικάτο ως “ιμάντας μετάδοσης” των κομματικών οδηγιών- εξακολουθούσε να στηρίζεται σε μια βαθιά υποτίμηση των δυνατοτήτων των συνδικάτων. Στηριζόταν, επίσης, σε μια μοιραία υπερεκτίμηση της αξίας των λεγόμενων εργατικών κομμάτων. Η υποταγή σε ένα κόμμα που στοχεύει στην κρατική εξουσία – ο πολιτικός συνδικαλισμός – συγκεντροποιεί τα συνδικάτα, αντικαθιστά τον εργατικό έλεγχο των συνδικάτων με τον κομματικό έλεγχο, αφήνει την πολιτική και τον μετασχηματισμό στο κόμμα. Αντί, λοιπόν, να ξεπεράσει τον ρεφορμισμό και τον οικονομισμό, τον προωθεί αναπόφευκτα.

Η ιστορία των εργατικών πολιτικών κομμάτων, είτε πρόκειται για ρεφορμιστικά εργατικά κόμματα είτε για επαναστατικά κομμουνιστικά κόμματα και των εθνικιστικών κομμάτων ως δυνάμεων λαϊκής χειραφέτησης είναι απολύτως θλιβερή. Αντί να φέρουν τους εργάτες στην εξουσία, έχουν επανειλημμένα προδώσει, διαλύσει, διαφθείρει, διχάσει και καταστείλει εργατικά κινήματα όπως τα συνδικάτα. Η πτώση του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC) δεν είναι κάτι το εξαιρετικό.

Το πρόβλημα δεν είναι ότι αυτά τα κόμματα έχουν λάθος πρόγραμμα ή κακούς ηγέτες, όπως ισχυρίζονται επίσης όσοι επιμένουν να προσπαθούν να επαναλάβουν το αποτυχημένο εγχείρημα, αλλά το γεγονός ότι ο μετασχηματισμός από την τεράστια πλειοψηφία προς το συμφέρον της τεράστιας πλειοψηφίας δεν μπορεί να έρθει μέσω του κράτους.

Το κράτος είναι μια συγκεντρωτική, αντιδημοκρατική δομή που εδραιώνει την κυριαρχία της μειονοτικής τάξης. Αντί να αλλάξει το κράτος, τα κόμματα αλλάζουν από το κράτος, οι ηγέτες τους συνεταιρίζονται με την άρχουσα τάξη και τις ατζέντες της. Με απλά λόγια, οι εκλογές και οι δικτάτορες δεν είναι η λύση.

Προδιαμόρφωση και μετάβαση

Τα συνδικάτα μπορούν σίγουρα να συμβάλουν σε μια νέα, καλύτερη κοινωνία στην οποία θα υπάρχει μια μαζική αναδιανομή της εξουσίας και του πλούτου προς τις λαϊκές τάξεις, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων και των φτωχών. Όμως, όπως δείχνει η Μπολσεβίκικη Επανάσταση του Λένιν το 1917, κατά την οποία ένα δικτατορικό τσαρικό καθεστώς καταπίεσης της εργατικής τάξης αντικαταστάθηκε απλώς με ένα δικτατορικό μαρξιστικό καθεστώς καταπίεσης της εργατικής τάξης, η πραγματική αλλαγή πρέπει να γίνει με τρόπο που να μην αντικαθιστά απλώς μια ελίτ με μια άλλη.

Αυτό σημαίνει απόρριψη της κομματικής μορφής και της κατάληψης της κρατικής εξουσίας, υπέρ των μαζικών κινημάτων που μπορούν να μεταφέρουν την εξουσία απευθείας στο λαό. Τα συμμετοχικά συνδικάτα από τη βάση προς τα πάνω είναι τα πιο αποτελεσματικά, τα πιο δημιουργικά, τα πιο καινοτόμα και τα πιο ευέλικτα είδη συνδικάτων.

Πρέπει να απομακρυνθούμε από την ιδέα ότι τα συνδικάτα πρέπει να είναι συγκεντρωτικά, αλλά και από την ιδέα ότι το μέλλον των συνδικάτων βρίσκεται στην πελατειακή εξυπηρέτηση των μελών. Ένα ριζοσπαστικό συνδικαλιστικό κίνημα αυτού του είδους υπερασπίζεται τα μέλη του και αγωνίζεται για καθημερινές βελτιώσεις. Είναι ένα συμμετοχικό μοντέλο όπου τα ίδια τα μέλη είναι το συνδικάτο και όχι πελάτες. Αυτό το μοντέλο συνεπάγεται πως η ηγεσία του συνδικάτου αφορά ουσιαστικά τη διευκόλυνση ενός συνδικαλισμού από κάτω προς τα πάνω. Το σημαντικό είναι η συσσώρευση οργανωτικής δύναμης και η προώθηση της λαϊκής συνείδησης, ώστε να συμβάλει στον αγώνα για μια κοινωνία όπου οι απλοί άνθρωποι θα έχουν το πάνω χέρι.

Αλλά μπορούν, επίσης, να προεικονίσουν και στη συνέχεια να συμβάλουν στη δημιουργία μιας ριζικής αλλαγής στην κοινωνία, αναπτύσσοντας τις ιδέες και τις δομές που μπορούν να θέσουν τις βάσεις για μια νέα κοινωνική τάξη. Η τοποθέτηση της εξουσίας και του πλούτου στα χέρια των απλών ανθρώπων απαιτεί, όχι ένα κράτος, όχι ένα κόμμα, αλλά ένα σύστημα εργατικών και κοινοτικών συνελεύσεων και συμβουλίων σε μια αυτοδιαχειριζόμενη, ισότιμη τάξη που θα βασίζεται στον συμμετοχικό σχεδιασμό, την κοινή ιδιοκτησία και τη διανομή ανάλογα με τις ανάγκες.

Αυτό ακριβώς έδειξε στην ισπανική επανάσταση η CNT. Μετά από δεκαετίες αποτυχημένης μεταρρύθμισης της γης, διεφθαρμένης κυβέρνησης, χάσματα φτώχειας και ανισότητας και την αποτυχία των κομμάτων, η CNT, με τους λαϊκούς συμμάχους, παρέχοντας κατεύθυνση στα αντίπαλα συνδικάτα, ανέλαβε μια από τις πιο βαθιές επαναστάσεις στην ιστορία. Και οι από τα κάτω προς τα πάνω δομές της CNT αποτέλεσαν τον πυρήνα της νέας κοινωνίας.

Πέρα από την πελατειακή εξυπηρέτηση των μελών
Πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από την ιδέα ότι τα συνδικάτα είναι απαραίτητα μόνο σε συγκρούσεις και να σκεφτούμε πώς τα συνδικάτα μπορούν να παρέχουν ένα χώρο για συλλογική δράση, αυτενέργεια, ταξική ταυτότητα και ενότητα πέρα από τα όρια της φυλής, της εθνικότητας και της χώρας. Ο πυρήνας ενός αντι-ηγεμονικού σχεδίου είναι η ανάπτυξη λαϊκών δυνατοτήτων και η κλιμάκωση των αιτημάτων. Αυτό απαιτεί δημιουργικότητα και καινοτομία.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο τα επενδυτικά κεφάλαια των συνδικάτων να μην μπορούν να αναπροσανατολιστούν σε οργανωτικές κινήσεις, σε εναλλακτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και στη βάση κλινικών, ψυχαγωγικών εγκαταστάσεων και σχολείων που θα λειτουργούν υπό την αιγίδα των συνδικάτων. Μαζί με αυτά υπάρχει η ανάγκη για πολύ μεγαλύτερο έλεγχο των συνδικαλιστικών κεφαλαίων από τις κλαδικές ενώσεις.

Αυτό δεν είναι ένας χοντροκομμένος εργατισμός, αλλά μια επαναστατική ταξική πολιτική που βασίζεται στην αλληλεγγύη. Είναι ισότιμη, αντιρατσιστική, αντι-ιμπεριαλιστική, αντισεξιστική και αντιτίθεται σε όλες τις μορφές καταπίεσης. Δεν είναι ένας πολιτικός συνδικαλισμός με κομματική καθοδήγηση, αλλά ένας βαθιά επαναστατικός συνδικαλισμός. Πρωτοστατεί στον αγώνα ενάντια στην καταπίεση, για τη χειραφέτηση των γυναικών, ενάντια στον πόλεμο και την τον ιμπεριαλισμό. Αγωνίζεται για την ελευθερία όλων. Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι ο πυρήνας των παλιών αντικαπιταλιστικών παραδόσεων, όπως είναι ο αναρχοσυνδικαλισμός.

Αξίες και συνδικαλιστική βάση

Πολλές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα συνδικάτα συνδέονται με την καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Πρέπει, όμως, να είμαστε πολύ σαφείς και για τα κράτη. Οι συνδικαλιστές μιλούν συνήθως για τον καπιταλισμό ως το κύριο πρόβλημα, αλλά δεν είναι το μόνο που αντιμετωπίζουν τα συνδικάτα.

Είναι ξεκάθαρο από τις εμπειρίες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής ότι τα κράτη προκαλούν χάος. Είναι οι μεγαλύτεροι εργοδότες και στοχεύουν ενεργά στην κατάληψη των ηγεσιών των συνδικάτων. Αντί να βοηθούν τα συνδικάτα, οι κορπορατιστικοί φορείς και τα κόμματα της κυβέρνησης επιτρέπουν στο κράτος να ασκεί έλεγχο στα συνδικάτα.

Στη θέση των κομμάτων, είναι πιο λογικό τα συνδικάτα να αποτελούν μέρος ενός επαναστατικού μετώπου των καταπιεσμένων τάξεων, βασισμένου σε κοινοτικούς, νεολαιίστικους και άλλους σχηματισμούς, με στόχο τη βαθιά αλλαγή και να επεκταθούν πέρα από τα παραδοσιακά εκλογικά σώματα στην οργάνωση των ανέργων και των λεγόμενων αυτοαπασχολούμενων. Η δύναμη των συνδικάτων στο σημείο παραγωγής μπορεί να βοηθήσει το υπόλοιπο μέτωπο και το μέτωπο μπορεί να βοηθήσει τα συνδικάτα, π.χ. μέσω των καταναλωτικών μποϊκοτάζ.

Όλα αυτά απαιτούν σοβαρές μεταρρυθμίσεις στα συνδικάτα, μεταρρυθμίσεις που αναπόφευκτα θα συναντήσουν αντίσταση από τμήματα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και σίγουρα από τα πολιτικά κόμματα. Πρέπει, επομένως, να στηριχτεί σε ένα κίνημα βάσης για την αλλαγή των συνδικάτων από τα κάτω. Πρέπει να βασιστεί σε ένα κίνημα για όλα τα συνδικάτα, στην αντίρροπη δύναμη της εργατικής τάξης, οπλισμένης με σαφείς ιδέες και ένα πρόγραμμα.

*Πηγή: zabalaza.net

**Αναδημοσίευση από εδώ: https://www.alerta.gr/archives/23343?fbclid=IwAR1G_VU9v-2ha6tJ6bEuyHYUavxZ2GtNszZIPgp6dsbb32U5LtkJQp-l_1s