Του Classreverb*

Όλο μου λες έχουμε αργήσει

μα δεν μου λες πού πάμε

Λόγος Τιμής [1]

Η οργανωτική μορφή «αναρχική συλλογικότητα» βρίσκεται σε κρίση. Όσο κι αν προσπαθήσαμε να το παλέψουμε, σήμερα το πρόβλημα είναι πιο ορατό από ποτέ. Τα τελευταία χρόνια οι αναρχικές συλλογικότητες αποτυγχάνουν όχι μόνο να κερδίσουν νέο κόσμο αλλά και να διατηρήσουν τα ίδια τα μέλη τους. Την ίδια στιγμή μάλιστα που η ελευθεριακή κουλτούρα «κερδίζει», με την έννοια ότι προσελκύει μεγάλα τμήματα του νεανικού (και μη) προλεταριάτου, ποδοπατώντας τις πολιτικο-οργανωτικές παραδόσεις της ασθμαίνουσας εγχώριας αριστεράς. Οι λόγοι της κρίσης και οι τρόποι αντιμετώπισής της ποικίλουν ανάλογα με την σκοπιά από την οποία επιλέγουμε να εξετάσουμε το ζήτημα. Εδώ το προσεγγίζουμε από τη βασική σκοπιά με την οποία οφείλει να εξετάζεται η υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης συνολικά: τη σκοπιά του πολέμου της εργασίας.

Πόλεμος της εργασίας σημαίνει να αντιμετωπίζεις την αγορά εργασίας ως πολεμικό πεδίο και ταυτόχρονα, να αντιλαμβάνεσαι την εργασία ως το διοικητήριο του πολέμου. Με απλά λόγια, να κοιτάς τη ζωή μέσα από τα μάτια της εργατικής τάξης. Ο πόλεμος αυτός απαιτεί οργάνωση η οποία περιλαμβάνει την απεύθυνση στην Τάξη από το πολιτικά οργανωμένο τμήμα της. Συνεπώς, οι οργανωτικές ανάγκες του πολέμου της εργασίας θέτουν ένα κεντρικό ερώτημα: ποιες είναι οι οργανωτικές μορφές που θα πρέπει να υιοθετήσουν οι ελευθεριακές δυνάμεις σήμερα (ως ένα πολιτικά οργανωμένο τμήμα της εργατικής τάξης), προκειμένου τόσο (α) να πυκνώσουν τις κοινότητές τους όσο και (β) να συμβάλλουν στην (αυτο)οργάνωση της Τάξης;

Η κρίση για την οποία μιλάμε αρθρώνεται στα δύο σκέλη του παραπάνω ερωτήματος. Κρίση της οργανωτικής μορφής «αναρχική συλλογικότητα» λοιπόν σημαίνει κρίση στην ικανότητά της τόσο να αναπαράγεται αυξητικά όσο και να λειτουργεί ως οργανωτικός κόμβος της Τάξης. Οι εγχώριες αναρχικές συλλογικότητες δεν καταφέρνουν να αποδείξουν στους γύρω τους την χρησιμότητα του να οργανώνεται κανείς/καμία σήμερα σε τέτοιου τύπου ιδεολογικές ομάδες και να εμπνεύσουν την προλεταριακή οργάνωση. Δυστυχώς, οι συλλογικότητές και οι ανοιχτές συνελεύσεις του «χώρου» έχουν εδραιωθεί ως συνώνυμα της τοξικής σύγκρουσης, της αυτοαναφορικότητας και του επαναστατικού βερμπαλισμού. Κάποιες καταφέρνουν να ξεφύγουν αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα. Όσο η ελευθεριακή σκέψη ριζώνει κοινωνικά, η αναρχική συλλογικοποίηση μαραζώνει. Δεν μπορούμε πλέον να αποφεύγουμε τη συζήτηση.

Εντούτοις, δεν φταίμε μόνο εμείς. Η κρίση της οργανωτικής μορφής «αναρχική συλλογικότητα» δεν αποτελεί μόνο μια χρόνια θεωρητικο-στρατηγική κρίση του εγχώριου αναρχισμού (ως κεντρικού πλειοψηφικού τμήματος του ελευθεριακού χώρου στη χώρα) αλλά αντανακλά και μια κρίση στις πολιτικές μορφές οργάνωσης της Τάξης σήμερα. Μια κρίση στο πεδίο της πολιτικής σύνθεσης της εργατικής τάξης[2] που έχει τις ρίζες της στην μεταφορντική αντεπίθεση του κεφαλαίου αρχής γενομένης από την δεκαετία του ’70. Με την αντεπίθεση αυτή το δυτικό κεφάλαιο έβγαλε τους εργάτες του από τα συλλογικά κελιά των εργοστασίων, τους παρέδωσε στα ατομικά κελιά του τριτογενούς, οδήγησε σε κρίση τον συνδικαλισμό και έκανε τα καταπιεσμένα παιδιά του εργάτη μάζα[3] να πιστέψουν ότι δεν είναι εργάτες﮲ ή ότι ακόμα κι αν είναι, δεν έχει πολύ νόημα να μιλάνε γι’ αυτό. Ακριβώς το ίδιο δηλαδή που πιστεύει σήμερα ένα μεγάλο τμήμα του σύγχρονου προλεταριάτου.

Παρόλα αυτά, εδώ δεν ασχολούμαστε με την κρίση της πολιτικής σύνθεσης της δυτικής εργατικής τάξης αλλά περιοριζόμαστε στην κρίση της οργανωτικής μορφής «αναρχική συλλογικότητα» στην Ελλάδα. Οι παρακάτω γραμμές λοιπόν απευθύνονται στους συντρόφους και τις συντρόφισσες που προβληματίζονται (ή θα έπρεπε) με την (αν)ικανότητά της αναρχικής συλλογικότητας να απευθύνεται στην Τάξη και να πείθει ανθρώπους να οργανωθούν εντός κι εκτός των μαυροκόκκινων γραμμών της. Αρκετά σημεία ίσως αναλύονται ανεπαρκώς. Πρόθεσή μας όμως δεν είναι να παρουσιάσουμε το πρόβλημα στην ολότητά του αλλά να επιχειρήσουμε μια πρώτη σκιαγράφησή του, με την πεποίθηση ότι τα κοινά, γνώριμα αδιέξοδα της στράτευσης θα μας βοηθήσουν να συνεννοηθούμε.

Η μοναξιά του πυρήνα

Κάτι δεν πάει καλά ε; Πάνε χρόνια τώρα που παραμένουμε εμείς κι εμείς. Όχι το «κίνημα» ούτε η περιφέρεια του «χώρου»﮲ ιδιαίτερα η τελευταία πληθαίνει και πάει. Αντίθετα, αυτό που έχει κολλήσει στη λάσπη είναι ο πυρήνας των οργανωμένων του. Εκείνων που τρέχουν μόνιμα για τις κινηματικές ανάγκες, καλούν συνελεύσεις, κρατάνε ομάδες, οργανώνουν εκδηλώσεις, μιλάνε, συντονίζουν, βγαίνουν μπροστά. Εκείνων των οποίων η στράτευση έχει καταντήσει ένας κύκλος διαδοχικών burnout λόγω κούρασης και απογοήτευσης. Εκείνων που καταρρέουν σωματικά και ψυχικά όχι μόνο από την αδιάκοπη ενασχόληση αλλά κι απ’ το τραύμα, την έλλειψη εμπιστοσύνης και τον ανταγωνισμό[4]. Εκείνων που βιώνουν μια μόνιμη ματαίωση από την αδυναμία να πείσουν τους γύρω τους -ακόμα και τον υπόλοιπο κόσμο του «χώρου»- να οργανωθεί σε μόνιμη βάση.

Αλήθεια που χάνονται οι παλιοί/ες σύντροφοι/ισσες κι αυτές οι χιλιάδες των προλετάριων με τις οποίες φωνάζουμε κατά καιρούς δίπλα-δίπλα στον δρόμο; Όσο μαζικά κι αν είναι τα ελευθεριακά μπλοκ, η μαζικότητα αυτή ελάχιστα αποτυπώνεται οργανωτικά στις δομές μας. Απ΄ ότι φαίνεται, κανένας δεν ενδιαφέρεται να δει τους τσακωμούς στις συνελεύσεις μας και να αφιερώσει χρόνο στην κινηματική γραφειοκρατία. Κανένας δεν συγκινείται από τις επαναστατικές αναλύσεις μας γιατί μάλλον δεν του εξηγούν και πολλά για τη ζωή του. Για το νοίκι και τη δουλειά μιλάμε μόνο στον στενό κύκλο. Η απλήρωτη εργασία εντός κι εκτός εργασιακού χώρου, ο ατελείωτος χρόνος που σπαταλάμε κάθε τόσο στην αναζήτηση στέγης, τα ένσημα που ποτέ δεν μαζεύονται για να βγούμε ταμείο, οι διακοπές με το σταγονόμετρο, τα αυχενικά και οι νευρώσεις μας είναι θέμα συζήτησης της παρέας και όχι της συνέλευσης. Όλα τα μικρά τέρατα της ταξικής καθημερινότητας είναι εκεί να βασανίζουν εμάς και τους δικούς μας κι εμείς αντί να τα θέσουμε ως προμετωπίδα της δράσης μας, τα ξορκίζουμε στα νυχτερινά μας τσιγάρα. Με έναν περίεργο τρόπο αυτό που μας στερεί τη ζωή –η εργασία- δεν συζητιέται και η εργατική τάξη που γράφουμε και ξαναγράφουμε στα κείμενά μας δεν προσδιορίζεται ξανά στο σήμερα.

Παρόλο που απορρίπτουμε τη μορφή κόμμα αποτυγχάνουμε να απαγκιστρώσουμε το (φιλο)ελευθεριακό τμήμα της Τάξης από τον ρόλο του εκλογικού μας κοινού. Το μόνο που μας σώζει είναι ότι οι δικές μας εκλογές είναι ο δρόμος. Το τμήμα αυτό λοιπόν παρότι πολυπληθές μένει ανενεργό. Είναι υπαρκτό, ορατό στις πλατείες, τις συναυλίες, τις πορείες και την εκλογική αποχή αλλά ανοργάνωτο. Κι εμείς το ίδιο μόνοι αλλά οργανωμένοι. Κι έτσι, αντί να ενώσουμε τις μοναξιές μας περιμένουμε «βολεμένοι» στις συλλογικότητές μας, πείθοντας συνεχώς τον εαυτό μας ότι δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά αν δεν οργανωθούν «από μόνοι τους». Αντί να φτιάξουμε χώρους και ομάδες που δίνουν την ευκαιρία στο πιο υποψιασμένο τμήμα της Τάξης να εξοικειωθεί με την οργανωμένη συζήτηση και δράση το κρατάμε άθελά μας σε απόσταση. Είτε επειδή δεν έχουμε διαδικασίες που να το χωράνε, είτε επειδή η δουλειά και οι αυτοαναφορικές συνελεύσεις δεν μας αφήνουν χρόνο να ασχοληθούμε με άλλους, είτε, τέλος, επειδή απλά αυτό ξέρουμε να κάνουμε: να μαζευόμαστε και να συζητάμε μεταξύ μας.

Με αξιοζήλευτο βερμπαλισμό ζητάμε από τους γύρω μας να ενωθούν μαζί μας στην Υπόθεση χωρίς να τους εξηγούμε τι ακριβώς τους καλούμε να κάνουν. Να μπουν στη συλλογικότητά μας; Μπα, άμα γίνουμε πολλοί δεν θα βγάζουμε άκρη. Να φτιάξουν τη δική τους ομάδα; Ναι αλλά δεν γίνεται ποτέ. Να έρθουν στον χώρο μας να γνωριστούμε; Και ναι και όχι. Πολλές συλλογικότητες δεν στεγάζονται καν σε χώρο κι αυτές που στεγάζονται σε ποιες διαδικασίες να δεχτούν κόσμο; Στην διαχειριστική ή στις γνωστές συνελεύσεις που συζητιούνται μόνο θέματα του «χώρου»; Εν ολίγοις, που στο διάολο συναντιόμαστε και μιλάμε με τους ανθρώπους της Τάξης και τι στο καλό τους προτείνουμε να κάνουν για να συλλογικοποιηθούν;

Για να το κάνουμε ακόμα πιο συγκεκριμένο. Κατά καιρούς τίθεται το ερώτημα «πως θα κάνουμε τον κόσμο να μας ακούσει». Το εν λόγω ερώτημα παρότι λογικό είναι εν τέλει αποπροσανατολιστικό. Αρχικά δεν μας αφορά όλος ο κόσμος αλλά η Τάξη. Ας το προσπεράσουμε όμως. Στην ουσία του ερωτήματος λοιπόν, το πρόβλημα δεν είναι ότι ο «κόσμος» δεν ακούει ή δεν θέλει να οργανωθεί. Το πρόβλημα είναι ότι εμείς δεν ξέρουμε σε ποιες διαδικασίες και δομές να του προτείνουμε να έρθει. Γιατί κατά κύριο λόγο δραστηριοποιούμαστε σε αναρχικές ομάδες και αναρχικές καταλήψεις/στέκια. Σε οργανωτικές μορφές δηλαδή στις οποίες πρέπει κάποιος/α να οργανωθεί αποδεχόμενος/η εξαρχής ένα στενό ιδεολογικό πρόσημο. Και όπως δείχνει η πραγματικότητα δεν το κάνει γιατί θα ήθελε να οργανωθεί σε κάτι που του ζητάει μικρότερο επίπεδο ιδεολογικής συμφωνίας και του προσφέρει περισσότερο χώρο να εκφραστεί και να δημιουργήσει. Άσε που δεν έχει ακούσει και τα καλύτερα λόγια για τις διαδικασίες μας ή αμφιβάλλει για το κατά πόσον θέλουμε να τον δεχτούμε[5].

Λιγότερη ιδεολογία περισσότερη συνύπαρξη

Ποιες οργανωτικές μορφές δημιουργούν αυτόν τον ζωτικό χώρο στον οποίο η Τάξη συνυπάρχει, οργανώνεται και δημιουργεί; Μορφές που με το όνομά τους, την αισθητική, την ορολογία και τις αναλύσεις τους, προσφέρουν (σε μας και) στους ανθρώπους μας τη δυνατότητα να αναγνωρίσουν εντός τους τον εαυτό τους, να διεκδικήσουν τα συμφέροντά τους και να δομήσουν κοιτίδες συλλογικής ζωής στη ζούγκλα της διάχυτης εξατομίκευσης:

(α) Μορφές που τους δίνουν την ευκαιρία να μιλήσουν ως αυτό που είναι -ως εργάτες- και κάνουν ορατά αιτήματα για τα οποία νιώθουν ότι αξίζει να αγωνιστούν. Ποια οργανωτική μορφή είναι πιο προσβάσιμη και φιλική για τον ευέλικτο προλετάριο της πόλης, με τον οποίο συναντιόμαστε στα ίδια μέρη και μοιραζόμαστε τις ίδιες αγωνίες; Μια αναρχική συλλογικότητα που του ζητάει με το καλημέρα να υιοθετήσει αφαιρετικές επαναστατικές θέσεις ή μια εργατική συνέλευση που του προσφέρει χώρο να μοιραστεί τις ταξικές εμπειρίες του και να οργανωθεί με ανθρώπους μεταξύ των οποίων αναγνωρίζει ευκολότερα τον εαυτό του; Είναι αστείο να φοβόμαστε ότι χάνουμε την επαναστατικότητά μας (;) όσο ασχολούμαστε με μη αναρχικά οργανωτικά σχήματα. Δεν είμαστε ιεραπόστολοι. Η επαναστατική συνείδηση αναπτύσσεται όσο περισσότερο (εμείς και) ο κόσμος μας αντιλαμβάνεται τη δύναμή που έχει ως Τάξη να αρνηθεί την ταξική κοινωνία, διεκδικώντας όλο και μεγαλύτερο έλεγχο στην εργασία. Όχι όσο τον σπαμάρουμε με επαναστατική φλυαρία, υπενθυμίζοντας σε κάθε ευκαιρία ότι όλα τα κάνουμε για την αναρχία και τον κομμουνισμό.

(β) Μορφές που τους δίνουν την ευκαιρία να εκφραστούν με τις πολιτισμικές συντεταγμένες που ανέπτυξαν εντός άλλων κοινοτήτων και επιτρέπουν το ανταγωνιστικό μπόλιασμα όλων αυτών των πραγμάτων (μουσική, τέχνη κ.α.) που παρέχουν «εξόδους από έναν εχθρικό και χυδαίο κόσμο»[6]. Ακόμα κι αν τέτοιου είδους κοινότητες δεν συνηθίζεται να θεωρούνται πολιτικές με την κλασσική έννοια, έχουν πολύτιμη συνεισφορά στην οικοδόμηση και τη ζωή μεγαλύτερων ταξικών κοινοτήτων αγώνα. Στην τελική, χεστήκαμε για το τι είναι κλασσικό και τι όχι. Αυτό που μας νοιάζει είναι πως η Τάξη συλλογικοποιείται και την παλεύει. Και πως εμείς συλλογικοποιούμαστε και την παλεύουμε ως κομμάτι της Τάξης. Χρειαζόμαστε λοιπόν προλεταριακούς κοινωνικούς χώρους. Χώρους στέγασης ομάδων που οργανώνονται εδαφικά σε επίπεδο γειτονιάς, περιοχής και πόλης. Χώρους συμπεριληπτικούς για τις διαφορετικές φυλές της Τάξης, με δομές έρευνας, αυτομόρφωσης, συλλογικής δημιουργίας και έκφρασης. Χώρους που προσφέρουν στους ανθρώπους της Τάξης συλλογικό χρόνο για συζήτηση και ζύμωση κι ένα μη εμπορευματικό έδαφος για συνύπαρξη και ενδυνάμωση.

Δεν υπάρχει μια και μοναδική συνταγή πολιτικής οργάνωσης όπως δεν υπάρχει ένα και μοναδικό σχήμα μάχης για να ανταποκριθείς στον πόλεμο. Πολιτική οργάνωση είναι η μορφή που αναγνωρίζει τον (ταξικό) πόλεμο και στήνεται για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του. Και ο πόλεμος δεν έχει ανάγκη μόνο από όπλα αλλά και από ξεκούραση, κοινωνικότητα, μουσική και κοινότητες που να μπορούν να διαχειριστούν συλλογικά τη χαρά και τη θλίψη. Χρειαζόμαστε λοιπόν μορφές πολιτικής συνύπαρξης οι οποίες να μην αποκλείουν τις διαφορετικές εκφάνσεις του ταξικού πολιτισμού αλλά να αναδεικνύουν το δυνάμει ανταγωνιστικό τους πρόσημο. Έχουμε ανάγκη από οργανωτικές μορφές που προτάσσουν τη συλλογικοποίηση ως διεκδίκηση των ταξικών συμφερόντων και παράλληλα τη νοηματοδοτούν ως τρόπο να εξασφαλίζεις μια ποιότητα ζωής στο τώρα.

Γενικά, κανείς δεν έχει όρεξη να ασχοληθεί με ομάδες και χώρους που του ζητάνε με το καλημέρα να κόψει τα χαμόγελα και να στρωθεί στη δουλειά. Δεν μπορούμε να συντηρούμε χώρους καταναγκαστικής κινηματικής εργασίας στην υπηρεσία της ιδεολογίας. Κάτεργα για αγωνιστές και αγωνίστριες που νοηματοδοτούν τη ζωή τους μέσα από τη θυσία της. Δεν χρειαζόμαστε δομές που προτάσσουν αφαιρετικά την απόσυρση της προσωπικότητας αλλά δομές που οικοδομούν μια συλλογική ζωή μέσα από τη συνενοχή, τη δημιουργικότητα και τη διαχείριση του φόβου και της απογοήτευσης﮲ δομές που μετριάζουν την ανασφάλεια της μαχητικής στράτευσης προσφέροντας ποιότητα ζωής. Μια ποιότητα που στην τελική σου δίνει κίνητρο να μάχεσαι συλλογικά. Άλλωστε, το να μάχεσαι έχει ημερομηνία λήξης αν βιώνεται ως αυτό που η Silvia Federici ονομάζει αυτοθυσία, δηλαδή ως «το να κάνουμε πράγματα ενάντια στις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις δυνατότητές μας και να καταπιεζόμαστε για χάρη της πολιτικής δουλειάς»[7]. Αντίθετα, παραμένει ζωντανό αν βιώνεται ως προωθητική στράτευση (joyful militancy)[8], δηλαδή «ως μορφή στράτευσης που είναι συντονισμένη με τις τοπικές ιδιαιτερότητες και πηγάζει από τις ανθρώπινες ανάγκες, επιθυμίες και σχέσεις»[9].

Το να δώσουμε χώρο στα παραπάνω δεν είναι ούτε χιπισμός, ούτε identity politics, ούτε κάποια μορφή κινηματικού μικροαστισμού που θυσιάζει την οργάνωση και τη συνέπεια, για να μην χαλάσει χατίρι στην ιερή αγελάδα της ατομικότητας και τη διαχωρισμένη επιθυμία της. Δεν είναι προτεραιοποίηση του ατομικού εις βάρος του συλλογικού. Είναι ακριβώς το αντίθετο. Είναι συντονισμός τους. Είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσουμε τη μάστιγα της ανάθεσης και της κινηματικής αποστράτευσης. Να δουλεύουμε συλλογικά για το κίνημα χωρίς να νιώθουμε ότι χάνουμε.

Το κόστος της αναρχικής ομάδας

Είναι η αναρχική συλλογικότητα και οι διαδικασίες του χώρου αναγκαίες; Ναι, γιατί σήμερα αποτελούν ένα ζωντανό κύτταρο του ελευθεριακού κινήματος απαραίτητο για την εξέλιξή του. Για να εξελιχθεί κάτι πρέπει πρώτα να συγκρουστεί με τον εαυτό του κρατώντας τα κύτταρά του ζωντανά και όχι να τα νεκρώσει. Επιπλέον, ελλείψει άλλων μορφών μαχητικής οργάνωσης κατά τόπους, οι αναρχικές συλλογικότητες συντονίζουν, οργανώνουν, κινούν τα πράγματα και σε πολλές πόλεις και περιοχές αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οργανωμένης αντιφασιστικής δράσης. Ιδιαίτερα το τελευταίο αποτελεί τη σημαντικότερη συνεισφορά του ελευθεριακού χώρου στην ίδια την κοινωνία και αυτό δεν αμφισβητείται. Τη μαχητικότητα που έχουν επιδείξει οι μαυροκόκκινες μειοψηφίες απέναντι στον οργανωμένο εθνικισμό, μπορούν μόνο να την ονειρευτούν τα στελέχη και οι ψηφοφόροι της αριστεράς.

Το ερώτημα όμως είναι άλλο: αξίζει το ανθρώπινο δυναμικό των εν λόγω συλλογικοτήτων να αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του εκεί και όχι σε άλλες μορφές οργάνωσης; Είναι αναγκαίο σήμερα η αναρχική συλλογικότητα και οι αναρχικές συνελεύσεις να έχουν τόσο κεντρική θέση, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος σε χρόνο και ενέργεια; Δηλαδή, είναι αναγκαίο το κόστος της κεντρικότητας αυτής αναλογικά με το αποτέλεσμα που φέρνουν; Όχι. Οι πόροι που ξοδεύονται στις αναρχικές διαδικασίες είναι υπερβολικοί και το αποτέλεσμα παρότι σημαντικό είναι δυσανάλογα μικρό. Διαστροφική ανοχή στην παθογένεια, απουσία μεθοδολογίας, φτωχή θεωρία, αποστράτευση, ασυνέχεια γενεών και κάθε πέντε χρόνια από την αρχή. Ατελείωτες ώρες σπαταλημένες σε διαδικασίες που θυμίζουν περισσότερο πολιτικές τελετουργίες που επιβεβαιώνουν με αμηχανία τη συνοχή της κοινότητας, παρά ορθολογικές διαδικασίες που συμβάλλουν στην επέκτασή της. Στον βωμό της θεάς αναρχίας το αίμα των πιστών ρέει άφθονο.

Αν είναι αλήθεια ότι τόσο οι πράξεις όσο και οι οργανωτικές μορφές που υιοθετούνται, πρέπει να προεικονίζουν τους επιδιωκόμενους στόχους[10], τότε τι άραγε προεικονίζουν κατά βάση οι αναρχικές διαδικασίες αν όχι δυσλειτουργία και περιχαράκωση; Ποιος στα αλήθεια πιστεύει ότι μπορούμε σήμερα να τις παρουσιάζουμε ως πρότυπα οργάνωσης, όταν εμείς οι ίδιοι απογοητευόμαστε απ’ αυτές;

Σε περίπτωση που δεν είναι σαφές, τόση ώρα μιλάμε για τις γνωστές σε όλους μας αναρχικές συλλογικότητες με την στενή έννοια καθώς και τις γνωστές συνελεύσεις στις οποίες συμμετέχουν. Όχι για τις αντιφασιστικές, φοιτητικές, αυτόνομες συλλογικότητες και λοιπά οργανωτικά σχήματα του ευρύτερου ελευθεριακού χώρου. Μιλάμε για τις κεντρικές μορφές πάνω στις οποίες ο χώρος συγκροτείται δεκαετίες τώρα ως τέτοιος. Για ιδεολογικές συλλογικότητες που προτεραιοποιούν το αναρχικό πρόσημο στη δράση και τον λόγο τους. Αυτού του τύπου οι ομάδες και οι διαδικασίες βιώνουν πραγματική κρίση. Και η κρίση αυτή είναι πλέον εξόφθαλμη και μόνο από το γεγονός ότι παρά τη συνέχειά τους στον χρόνο και τα διάφορα εγχειρήματα οργανωτικής αναβάθμισης που έχουν επιχειρηθεί κατά καιρούς (συντονισμοί, καμπάνιες, ομοσπονδίες κλπ.), τα προβλήματα παραμένουν ίδια κι απαράλλακτα: το βάρος πέφτει μόνιμα στους ίδιους ανθρώπους, ο πυρήνας δεν μεγαλώνει με νέες ομάδες, τα ποσοστά της αποστράτευσης χτυπάνε κόκκινο και πάει λέγοντας.

Μερικές φορές, σημαντικότερο από το τι ευχόμαστε είναι το τι μπορούμε να κάνουμε. Στη σφαίρα της κινηματικής πρακτικής, αυτή είναι η διαφορά μεταξύ βολονταριστικής και διαλεκτικής σκέψης. Οι βολονταρισμοί στο μικροεπίπεδο δεν είναι πάντα κακοί. Η πεποίθηση μιας κοινότητας ότι μπορεί να κινητοποιήσει κόσμο αξίζει να επιχειρείται να μετασχηματιστεί σε πράξη ακόμα κι αν στο τέλος αποτύχει. Όταν όμως σε βάθος χρόνου ο βολονταρισμός δείχνει τα όριά του, έχει έρθει η ώρα να αντιμετωπίσουμε τα λάθη μας χωρίς περιστροφές και να αλλάξουμε κάτι. Όταν βλέπουμε ότι κάτι κάνει τον κύκλο του δεν χρειάζεται να το τραβάμε απ’ τα μαλλιά αλλά να το ξεπερνάμε. Όχι να το διαλύουμε αλλά να το επαναπροσδιορίζουμε. Όταν τα υπόλοιπα παιδιά δεν μας παίζουν δεν σημαίνει ότι αυτά είναι κακομαθημένα κι εμείς η avantguard παρέα της γειτονιάς. Μάλλον εμείς παίζουμε το παιχνίδι με λάθος όρους. Ή μάλλον πρέπει να αλλάξουμε μαζί τους, τους όρους του παιχνιδιού.

Να το διαλύσουμε το μαγαζί;

Όχι. Ξεπέρασμα της αναρχικής συλλογικότητας δεν σημαίνει απόρριψή της ως πολιτικό σχήμα μάχης αλλά μετατόπισή της στα μετόπισθεν. Όχι διάλυσή της αλλά επαναπροσδιορισμός του ρόλου της με βάση τα όρια των τωρινών δυνατοτήτων της, δηλαδή αξιοποίησή της εντός των διαλεκτικών όρων κίνησης του κοινωνικού ανταγωνισμού. Να ξεπεράσουμε την οργανωτική μορφή «αναρχική συλλογικότητα» σημαίνει να δώσουμε προτεραιότητα στο να ασχοληθούμε με την Τάξη, μέσα από μορφές που υποδεικνύονται απευθείας από τις ανάγκες της. Να επαναπροσδιορίσουμε ποιοι/ποιες είμαστε μαθαίνοντας να δουλεύουμε με ανθρώπους εκτός των στενών ιδεολογικών μας κύκλων. Να φτιάξουμε αυτόνομες εργατικές συνελεύσεις, σωματεία, προλεταριακά στέκια. Σχήματα και χώρους που απευθύνονται στην Τάξη ισότιμα και μας δίνουν τη δυνατότητα να συναντιόμαστε δημιουργικά σε τακτική βάση. Δομές που ζητάνε από τον καθένα και την καθεμιά να δώσει αρχικά αυτό που έχει να δώσει. Δομές που θα δώσουν χώρο στην αφήγηση της ταξικής εμπειρίας και θα αποτελέσουν εργαστήρια σμιλέματος της ταξικής συνείδησης.

Για να απευθυνθούμε σε όλους αυτούς και αυτές που αποτελούν το πολιτικό μας οικοσύστημα πρέπει να μιλήσουμε ως προλετάριοι και προλετάριες. Όχι πρώτα και κύρια ως αναρχικοί και αναρχικές. Φτάνει πια. Δεν αρκεί η μαχητικότητα κι η αλληλεγγύη. Θέλει πλάνο, θεωρία και ξεβόλεμα. Πλάνο για το τι κάνουμε στην πόλη, θεωρία για το ποιοι/ες είμαστε και ξεβόλεμα από τους κολλητούς για να βρούμε τους γνωστούς και τους αγνώστους. Όσο κι αν μάχονται, οι κοινότητες που δεν επεκτείνονται μαραζώνουν. Ας το καταλάβουμε μπας και περάσουμε από το «μας κυνηγάνε άρα υπάρχουμε» στο «είμαστε αρκετοί/ες για να τους κυνηγήσουμε». Πρέπει να ξεβολευτούμε λοιπόν. Να στήσουμε νέες δομές και να πληθύνουμε ως οργανωμένες κοινότητες, όχι μόνο ως μπλοκ. Να δείξουμε πρακτικά και όχι συμβολικά ποιος είναι ο εχθρός του κεφαλαιο-κρατικού πολιτισμού. Να συγκροτήσουμε μαχητικές προλεταριακές μειοψηφίες που θα αναγκάσουν το κράτος να αποκαλέσει ξανά δημόσια τον εχθρό του με το πραγματικό του όνομα: εργατική τάξη.

Σημειώσεις:
[1] Λόγος Τιμής, «Ραπ Του 90» [https://www.youtube.com/watch?v=ZthBjM1PrL4].

[2]O όρος «πολιτική σύνθεση» αναφέρεται στις μορφές με τις οποίες η εργατική τάξη οργανώνει τις αντιστάσεις της. Για γνωριμία με την έννοια βλ. Notes from below, «What is class composition» [https://notesfrombelow.org/what-is-class-composition] & «replay: μνήμη και ταξικός ανταγωνισμός», Sarajevo, τ. 92, Φεβρουάριος 2015 [https://sarajevomag.net/entipa/teuhos_92/i92_p22_mnimi.html].

[3]Για την έννοια του «εργάτη μάζα» βλ. Α. Νέγκρι (2019 [1979]), Από τον εργάτη μάζα στον κοινωνικό εργάτη, Κομμούνα.

[4]Συνέντευξη της Silvia Federici στο N. Montgomery & C. Bergman (2017), Joyful militancy. Building thriving resistance in toxic times, AK Press/Institute for anarchist studies, σ. 175.

[5]Προς αποφυγή παρανοήσεων, με τα παραπάνω δεν προτάσσουμε τις ανοιχτές διαδικασίες σε σχέση με τις κλειστές ομάδες. Οι ανοιχτές διαδικασίες κρύβουν από μόνες τους τις δικές τους παθογένειες ενώ από την άλλη, οι κλειστές συνελεύσεις προσφέρουν έδαφος για μεγαλύτερη εμβάθυνση και δέσμευση. Κάθε κοινότητα επιλέγει τι εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες της. Αυτό που λέμε είναι ότι οι αναρχικές διαδικασίες σήμερα αποκλείουν την Τάξη, σε αντίθεση με τις διαδικασίες μιας εργατικής συνέλευσης ή τη συλλογική ζωή ενός προλεταριακού κοινωνικού χώρου. Το debate λοιπόν δεν είναι ανοιχτό-κλειστό αλλά προτεραιοποίηση ή μη του ιδεολογικού προσήμου στην οργάνωση.

[6] M. Tari (2017 [2012]), Ένα πιάνο στα οδοφράγματα. Για μια ιστορία της ιταλικής αυτονομίας, Ελευθεριακή Κουλτούρα, σ. 42.

[7]Συνέντευξη της Silvia Federici στο N. Montgomery & C. Bergman, ό.π, σ. 174.

[8]Αποδίδουμε τον όρο «joyful militancy» ως «προωθητική στράτευση» και όχι πχ. ως «στράτευση που προσφέρει χαρά» σε μια προσπάθεια να αποδώσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια το περιεχόμενο που του δίνουν οι εμπνευστές του. Όπως υποστηρίζει η Silvia Federici σε συνέντευξη προς τους συγγραφείς του βιβλίου (N. Montgomery & C. Bergman, ό.π, σ. 60-61), σε αντίθεση με το «happiness» το «joy» είναι μια απτή αίσθηση συλλογικής δύναμης, «δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να νιώθεις ικανοποιημένος με την κατάσταση. Σημαίνει, χρησιμοποιώντας ξανά τον Spinoza, ότι κατανοείς την κατάσταση, κι ότι είσαι ενεργός σε αυτήν, με την έννοια ότι νιώθεις να αντιλαμβάνεσαι τι συμβαίνει και λειτουργείς με βάση το τι απαιτείται σε μια δεδομένη στιγμή. Έτσι, νιώθεις ότι έχεις τη δύναμη να αλλάξεις τα πράγματα κι ότι μέσα από την πράξη, αλλάζεις κι εσύ από κοινού με άλλους ανθρώπους».

[9]N. Montgomery & C. Bergman, ό.π, σ. 78.

[10]T. Ibanez, «Ο αναρχισμός που θα έρθει» στο F. Codello, E. Colombo, T. Ibanez, A. Senta & D. Colombo (2018), Ο κόσμος αλλάζει. Πως αλλάζει ο αναρχισμός;, Ελευθεριακή Κουλτούρα, σ. 49.

*Το άρθρο και η φωτογραφία αναδημοσιεύονται από εδώ: https://www.alerta.gr/archives/19471