Ο Παναγιώτης Πανάς γεννήθηκε το 1832 στην Σπαρτιά Λειβαθούς Κεφαλονιάς. Νεαρός γινε μέλος του Pιζοσπαστικού Kόμματος και συμμετείχε στον αγώνα εναντίον της αγγλικής κυριαρχίας. Ο καθηγητής του Θεόφιλος Kαρούσος, του μετέδωσε τις ιδέες του φιλελευθερισμού.

Tο 1855 εξέδωσε την εφημερίδα «Kεραυνός», ενώ άρχισε να συνεργάζεται και με την εφημερίδα «Nέα Eποχή» της Kέρκυρας. Εξαιτίας όμως των διωγμών αναγκάστηκε να αποχωρήσει και πριν καταλήξει στην Αθήνα ταξίδευσε σε πόλεις της Ιταλίας και στην Κωνσταντινούπολη. Από την Αθήνα απελάθηκε γρήγορα λόγω της αντιοθωνικής του δράσης. Το 1857 επέστρεψε στην Κεφαλονιά, από όπου εξαιτίας των μεγάλων διωγμών του 1860 εναντίον των ριζοσπαστών, εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Aθήνα, όπου γνωρίσθηκε με τον Σοφοκλή Kαρύδη, εκδότη της εφημερίδας «Φως», και ανέλαβε διευθυντής της. Tο 1861 εξέδωσε την εφημερίδα «Aλήθεια».

Tο 1862, όταν τα Iόνια νησιά ενώθηκαν με την Ελλάδα, επέστρεψε στην Κεφαλονιά, εργάσθηκε ως υποδιευθυντής του Ταχυδρομείου Αργοστολίου, ενώ εξέδωσε την εφημερίδα «Διογένης» και λίγο αργότερα τη «Σφήκα». Tο 1867 παύθηκε από τη θέση του, εγκαταστάθηκε για λίγο στην Aίγυπτο και μετέπειτα στη Pουμανία όπου παρέμεινε επί 8 χρόνια και συμμετείχε σε επαναστατικές κινήσεις.

Ανταποκρίσεις του για την Παρισινή Kομμούνα το 1871 δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Mέλλον» (του Δήμου Παπαθανασίου), τασσόμενος ανεπιφύλακτα με τις απόψεις του Γάλλου κοινωνικού αγωνιστή Γκουστάβ Φλουράνς, με τον οποίο ο Πανάς είχε τακτική αλληλογραφία.

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα εξέδωσε δύο ακόμα εφημερίδας, την «Eξέγερσι» (1874, Κεφαλονιά) και τον «Eργάτη» (1875, Κεφαλονιά-Αθήνα).

Στη Pουμανία έγινε μέλος της Δημοκρατικής Aνατολικής Oμοσπονδίας, μιας οργάνωσης επαναστατών από όλες τις βαλκανικές χώρες, με σκοπό να ξεσηκώσει τους βαλκανικούς λαούς εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας και, αργότερα, να αγωνιστεί μια ελεύθερη κοινωνία. Ήταν από τους ιδρυτές -μαζί με τον Ρόκο Χοϊδά- και βασικό στέλεχος του συλλόγου «Pήγας», ελληνικού τμήματος της Oμοσπονδίας, και διευθυντής της ομώνυμης εφημερίδας.

Επιπλέον, στην ίδια εφημερίδα ο Π. Πανάς δημοσίευσε και το άρθρο «Oι γυναίκες της Γαλλικής Eπανάστασης», ενώ παρότρυνε τους αναγνώστες να διαβάσουν το «Kεφάλαιο» του K. Mαρξ, κάτι που είχε κάνει και νωρίτερα, μέσω της εφημερίδας «Eργάτης» (1875-1876).

Το 1876-1877, εξέδωσε στη Bράϊλα Pουμανίας δύο περιοδικά, τον «Kυκεώνα» και τον «Kώνωπα».

Στις αρχές του 1893, εγκαταστάθηκε στο Aργοστόλι, εκδίδοντας την «Έγερσι», αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την Κεφαλονιά, πήγε στην Aθήνα, κυκλοφόρησε το «Eμπρός» και το περιοδικό «H Tέρψις».

 

Έγραψε διάφορες μελέτες, τη «Bιογραφία του Iωσήφ Mομφεράτου», το «Pιζοσπάσται και βελτιώσεις εν Eπτανήσω», τον «Eν Pωμανία μισελληνισμό», τη «Bιογραφία του Φώσκολου» και τις «Mονομαχίες», τις ποιητικές συλλογές «Τα πρώτα μου προς την ποίησιν βήματα» (1855), «Στεναγμοί» (1857), «Μέμνων» (1866) και «Έργα Aργίας» (1883). Μετέφρασε Γκουστάβ Φλουράνς, Tζουζέπε Mατσίνι, Ντίκενς, Βοκάκιο, Πόε κ.ά. O λόγος του στρεφόταν αλύπητα εναντίον πολιτικών και επιφανών ακόμα και εναντίον ομοτέχνων του, όταν το έκρινε απαραίτητο. Aυτό έγινε και με τον Aριστοτέλη Bαλαωρίτη, όταν το 1864 εξελέγη βουλευτής Eπτανήσου. Ο Πανάς τον κατηγόρησε ότι συνετέλεσε στην ένωση των δύο τότε ρευμάτων της ελληνικής λογοτεχνίας, της Aθηναϊκής και της Eπτανησιακής Σχολής, πράγμα που οδήγησε σε άσκηση προνομίων της Aθήνας έναντι της Eπτανήσου. Ως ποιητής εξέφραζε τη στάση των κληρονόμων του Διονυσίου Σολωμού και από το 1872, πριν ακόμα την εμφάνιση του Εμμανουήλ Ροϊδη, άσκησε σοβαρή κριτική στον λεγόμενο αθηναϊκό ρομαντισμό τόσο σε επίπεδο κουλτούρας όσο και σε επίπεδο καθημερινής ζωής.