Γιάννης Παπαδόπουλος
Ιστορία Διεθνούς Αναρχικού Κινήματος

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ*

Από τις απαρχές έως τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης

Το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα της Γερμανίας, αν και όχι τόσο γνωστό και μαζικό όσο τα αντίστοιχα της Γαλλίας, της Ιταλίας και κυρίως της Ισπανίας, παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και αυτό γιατί εκτός από τις ιδιομορφίες του, έχει να επιδείξει μια σειρά μεταπτώσεων κατά τη διάρκεια της πορείας του στο χρόνο, αλλά και τη χρήση διάφορων μέσων και πρακτικών, που προήλθαν μέσα από τις διάφορες τάσεις του.

Μια προσπάθεια ανάλυσης των σημείων αυτών μπορεί να δώσει μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Με το παρόν άρθρο, το οποίο θα ολοκληρωθεί σε τρεις συνέχειες, θα αποπειραθούμε μια παρουσίαση του κινήματος αυτού, μέσω της ιστορικής του πορείας.

Η εμφάνιση των αναρχικών ιδεών

Οι απαρχές του αναρχισμού στη Γερμανία εντοπίζονται μέσα στις τάσεις του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (SPD). Το 1884 εμφανίζεται στους κόλπους του η τάση των «Νέων», κύριο χαρακτηριστικό της οποίας αποτελεί η απόρριψη του συγκεντρωτισμού και της καθοδήγησης του κόμματος, καθώς και ο κοινοβουλευτικός του προσανατολισμός, προτάσσοντας αντίθετα μια επαναστατική στρατηγική. Στόχους της αποτελούν ακόμη η καθιέρωση του 8ωρου και της Πρωτομαγιάς ως εργατική γιορτή.

Τον Οκτώβρη του 1891 οι «Νέοι» διαγράφονται από το κόμμα και το Νοέμβριο ιδρύουν την Ένωση Ανεξάρτητων Σοσιαλιστών (VUS), η οποία αναπτύσσοντας έναν αντικοινοβουλευτικό και αντικρατιστικό προσανατολισμό, προπαγάνδιζε το σαμποτάζ και τη γενική απεργία ως μέσα ταξικής πάλης. Τρία χρόνια αργότερα, η VUS διαλύεται, ως αποτέλεσμα διάσπασης. Η «ριζοσπαστική σοσιαλιστική» τάση επιστρέφει στο SPD, ενώ οι αναρχικοί δημιουργούν τον Σοσιαλιστικό Σύνδεσμο (SB) και την Ομοσπονδία Επαναστατών Εργατών, που αργότερα θα μετονομαστεί σε Αναρχική Ομοσπονδία Γερμανίας (AFD), με την κύρια διαφορά τους να έγκειται στην απόρριψη από τον SB του αναρχοκομμουνισμού και της ταξικής πάλης ως «μαρξιστικών».

Η AFD ανέπτυξε σαφείς οργανωτικές δομές και έναν εργατίστικο προσανατολισμό, προπαγανδίζοντας την άμεση δράση και τη γενική απεργία ως μέσα πάλης.

Πριν και μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αναρχικοί συμμετέχουν σε σωματεία, καθώς και στην Ελεύθερη Ένωση Εργατών Γερμανίας (FAUD). Μεταξύ αυτών, ο Αουγκουστίν Σούχυ, μετέπειτα γραμματέας της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων και ο Ρούντολφ Ρόκερ.

Το συνδικαλιστικό κίνημα μέχρι και το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου

Οι ρίζες του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος συναντιόνται τη δεκαετία του 1880, με τους αποκαλούμενους «τοπικιστές». Οι «τοπικιστές», κυρίως μέλη ενώσεων οικοδόμων, αλλά και άλλων ειδικευμένων εργατών, κατά κύριο λόγο στις πόλεις, πήραν το χαρακτηρισμό τους από τον τρόπο οργάνωσής τους. Αρνούμενοι την κεντρική οργάνωση και καθοδήγηση, διατηρούσαν το βαθμό αυτονομίας, αλλά και αμεσοδημοκρατίας που τους πρόσφεραν οι τοπικές ενώσεις.

Δεδομένου του νόμου εναντίον των Σοσιαλιστών του καγκελάριου Μπίσμαρκ, που απαγόρευε οποιαδήποτε πολιτική δράση στο αριστερό φάσμα πέρα από την κοινοβουλευτική πτέρυγα του SPD, καθώς και την κεντρική οργάνωση και πολιτική δράση των ενώσεων, η επιλογή του «τοπικισμού» φαντάζει για τα πλαίσια της νομιμότητας μονόδρομος. Παρ' όλα αυτά, ο τοπικός χαρακτήρας, ενώ προστάτευε, αφενός, από την καταστολή, δημιουργούσε, αφετέρου, παράλληλα τις συνθήκες για μια παράνομη δικτύωση ως μέσο πάλης. «Καμουφλάροντας» τη δραστηριότητά τους ως αμιγώς συντεχνιακή και τοπική, δεν απέκλειαν οποιαδήποτε πολιτική δράση, αλλά και τις επαφές με άλλες περιοχές, με μυστικό τρόπο, όταν αυτό απαιτούνταν. Το συνδικαλιστικό κίνημα επομένως, από τις απαρχές του, σε πρωτόλεια μορφή, έχει την εμπειρία της ημι-παράνομης δράσης. Με την άρση του νόμου το 1892, οι τοπικές ενώσεις αποφασίζουν για τη διατήρηση του τοπικού χαρακτήρα τους. Το 1897, αντιλαμβανόμενες τις αντικειμενικές ανάγκες συντονισμού, πραγματοποιούν το πρώτο τους συνέδριο. Το 1901, οι «τοπικιστές» μετονομάζονται σε «Ελεύθερη Ένωση Γερμανικών Σωματείων» (FVdG). Τοποθετούνται «στην εμπροσθοφυλακή της αριστερής πτέρυγας της σοσιαλδημοκρατίας» και το 1904 στο πλευρό της Ρόζα Λούξεμπουργκ.Το SPD απαγορεύει στα μέλη του να συμμετέχουν στην FVdG, κάτι που οδηγεί σε μια συνακόλουθη μείωση των μελών. Την ίδια περίοδο, η συμμετοχή των αναρχικών ανοίγει το δρόμο στις αναρχικές ιδέες εντός της FVdG. Πραγματοποιείται έτσι ένα «μπόλιασμα» των εργατικών ενώσεων με συνδικαλιστικές και αναρχικές ιδέες, το οποίο θα αποδώσει καρπούς αμέσως μετά το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου.

Η FVdG στη Δημοκρατία της Βαΐμάρης

Με το ξέσπασμα του πολέμου, η FVdG τίθεται στην παρανομία, εξ' αιτίας της αντιμιλιταριστικής της προπαγάνδας. Παρ' όλα αυτά, συνεχίζει τη δράση της στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό. Τα πράγματα παίρνουν μια απροσδόκητη τροπή με το τέλος του πολέμου. Χιλιάδες εργατών που πέρασαν μέσα από το σφαγείο των χαρακωμάτων, απογοητευμένοι από το ρόλο της ταξικής συνεργασίας που έπαιξαν τα γραφειοκρατικά συνδικάτα, στρέφονται στην FVdG, γοητευμένοι από την ιδέα της άμεσης δράσης. Προπαγανδίζεται η ιδέα των εργατικών συμβουλίων και της κοινωνι- κοποίησης των μέσων παραγωγής. Κάποια μέλη ελκύονται από το Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD), το οποίο όμως δείχνει συγκράτηση και χαρακτηρίζοντάς τα σαν «τη νέα αρρώστια του προλεταριάτου», απαγορεύει την είσοδό τους.

Τα ζητήματα της θεωρίας, του προσανατολισμού και της δράσης παραπέμπονται στο 12ο συνέδριο της FVdG, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι 111.675 μελών. Αποφασίζεται η μετονομασία σε Ελεύθερη Ένωση Εργατών Γερμανίας (Συνδικαλιστών) [FAUD(S)], κάτι που προκύπτει από την υιοθέτηση της «Διακήρυξης των Αρχών του Συνδικαλισμού», του Ρ. Ρόκερ ως θεωρητικής και προγραμματικής βάσης. Η «Διακήρυξη» συγχώνευε αναρχικές και συνδικαλιστικές ιδέες, αποκλείοντας τη συνεργασία με τα αριστερά πολιτικά κόμματα. Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω των συνδικάτων, τα οποία πέρα από τις οικονομικές διεκδικήσεις, αποτελούσαν και τα κύτταρα της νέας, ελεύθερης, κομμουνιστικής κοινωνίας και ήταν επομένψς υπεύθυνα και για την πολιτική και πολιτιστική συγκρότηση των μελών τους. Το πνεύμα της FAUD(S), διαπνεόταν από τις επιρροές του Προυντόν, του φεντεραλισμού του Μπακούνιν, του αναρχοκομμουνισμού και του μουτουαλισμού του Κροπότκιν, καθώς και από τις αρχές του ουρανισμού.

Η οικονομολογική ανάλυση του Μαρξ έπαιζε επίσης το ρόλο της, ως καταβολή από το παρελθόν των πρώην μελών του SPD. Το 14ο συνέδριο αποφάσισε το 1922 και την τελική μετονομασία σε FAUD(AS) (Αναρχοσυνδικαλιστών), αναγνωρίζοντας τον αναρχοσυνδικαλισμό ως την πρακτική μορφή οργάνωσης του αναρχισμού.

Ως μορφή οργάνωσης επιλέγεται αυτή της γαλλικής CGT, με κάθετη οργάνωση στο τοπικό επίπεδο, το οποίο λειτουργεί με αντιπροσώπους μέχρι το επίπεδο της Κεντρικής Επιτροπής με έδρα το Βερολίνο και με οριζόντια οργάνωση στο κλαδικό επίπεδο. Εντός της FAUD αναπτύσσονται ο Συνδικαλιστικός Σύνδεσμος Γυναικών (SFB) και η Συνδικαλιστική - Αναρχική Νεολαία Γερμανίας (SAJD). Η FAUD(AS) συμμετέχει επίσης στη Διεθνή Ένωση Εργαζομένων, κάτι που θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ιστορία της, κυρίως τη δεκαετία του ’30. Στη συγκεκριμένη περίοδο η FAUD(AS) βρίσκεται στην ακμή της. Αριθμεί μέχρι και 150.000 μέλη, ενώ κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του στρατού και των Freikorps εναντίον της (κατά κύριο λόγο) σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, καλεί γενική απεργία και αντιπαρατάσσει οπλισμένους εργάτες στις δυνάμεις καταστολής και τους πραξικοπηματίες, που αποτελούν το 50% της δύναμης του «Κόκκινου Στρατού του Ρουρ», ο οποίος αριθμούσε 50.000 άνδρες. Η ένοπλη αντιπαράθεση με τις εμπειροπόλεμες και φανατισμένες δυνάμεις της αντίδρασης, καθώς και η υπερεκτίμηση των πραγματικών δυνατοτήτων, οδηγούν στην ήττα. Το πραξικόπημα παρ' όλα αυτά δεν επιτυγχάνει και η βραχύβια Δημοκρατία της Βαϊμάρης σταθεροποιείται. Από το σημείο αυτό σταματά και η σύντομη ακμή της FAUD(AS), η οποία μέσα σε λιγότερο από ίο χρόνια θα φτάσει να αριθμεί λιγότερα από ιο.οοο μέλη.

Από την οργανωτική συρρίκνωση μέχρι ιη συγκρότηση των ένοπλων αναρχικών σωμάτων. Η δύσκολη δεκαετία του '20

Διάφοροι λόγοι συντέλεσαν στον αποδεκατισμό και τη διάλυση της FAUD(AS), καθιστώντας την ανίκανη να υλοποιήσει το πρόγραμμά της, αλλά και να αυτοπροστατευτεί.

Ένας λόγος μείωσης των μελών ήταν η απόσχιση πολλών σωματείων, τα οποία ακολούθησαν έναν ανεξάρτητο δρόμο ή προσέγγισαν αριστερά κόμματα. Η αρχική εισροή των εργατών στην Ένωση ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της επαναστατικής μεταπολεμικής κατάστασης και της απογοήτευσης από τα γραφειοκρατικά συνδικάτα, αλλά και της προσωπικής ικανότητας πολλών καθοδηγητών, παρά μιας πολιτικής επιλογής Ακόμη, εντός της FAUD(AS) εμφανίστηκε μια νέα τάση, η οποία επέκρινε τη λειτουργία των συνδικάτων ως πολιτικών φορέων, αντιπαραθέτοντας πως ο ρόλος αυτός ανήκει στις αναρχικές οργανώσεις. Μέλη της τάσης ίδρυσαν ουτοπικές αποικίες, ενώ αργότερα αποσχίστηκαν, απορρίπτοντας κάθε μορφή οργάνωσης ως καταπιεστική στην ελευθερία του ατόμου, ακολουθώντας τον αναρχοατομικισμό.

Πολλά μέλη απογοητεύτηκαν από την ήττα της ένοπλης αντιπαράθεσης του 1920, η οποία κόστισε 1.000 θανάτους και περίπου 7.000 συλλήψεις.

Ο εξορθολογισμός της βιομηχανίας μετάλλου στα μέσα της δεκαετίας του ’20 οδήγησε σε κύμα απολύσεων, με αποτέλεσμα πολλοί εργάτες να χάσουν την ιδιότητά τους ως τέτοιοι, καθώς και τη διάλυση πολλών συνδικάτων. Παράλληλα, απαγορεύτηκε η εκπροσώπηση των μελών της FAUD(AS) σε εργατικά δικαστήρια, κάτι που έδρασε ιδιαίτερα επιβαρυντικά.

Ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας υπήρξε επίσης διαλυτικός. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης βάσιζε τη βραχύβια ύπαρξή της στην κοινωνική συναίνεση και ειρήνη. Η κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων και η ίδρυση ταμείου ανεργίας, ως μορφές παροχών του Κράτους Πρόνοιας, έκαναν έναν επίσης μεγάλο αριθμό εργαζόμενων να ενα-

Η FAUD(AS) μπροστά στον Εθνικοσοσιαλιστικό κίνδυνο

Το 1925, στο συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων στο Άμστερνταμ, διατυπώθηκαν και επισημάνθηκαν οι κίνδυνοι της ανόδου του φασισμού, βάσει της πρόσφατης ιταλικής εμπειρίας και η FAUD(AS) έθεσε την αντιμετώπισή του ως στόχο στο πρόγραμμά της, υιοθετώντας την ανάλυση της αναρχοσυνδικαλιστικής Διεθνούς ΑΙΤ γι’ αυτόν.

Η κύρια ανάλυση της ΑΙΤ για το φασισμό ήταν αρκετά απλοϊκή, υποβαθμίζοντάς τον αποκλειστικά στο οικονομικό πεδίο, αγνοώντας την πολιτική αλλά και ανορθολογική του υπόσταση. Σύμφωνα με αυτήν, τα μαχητικά φασιστικά στοιχεία, προερχόμενα από τα μεσαία στρώματα, γινόταν προϊόν εκμετάλλευσης των καπιταλιστών για την καταπίεση και τρομοκράτηση του προλεταριάτου. Η θεώρηση αυτή δεν αποτελούσε βέβαια τη μοναδική προσέγγιση μέσα στη FAUD, καθώς αρκετοί θεωρητικοί επεσήμαναν την κοινωνιολογική διάστασή του.

Αυτήν την περίοδο, η αριθμητική δύναμη της FAUD(AS) μειώνεται ραγδαία. Τα 150.000 μέλη του 1921 μειώνονται το 1931 σε 4.000. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση και τη συνεχιζόμενη άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, η FAUD αποφασίζει για την αυτοδιάλυσή της στην περίπτωση ανάληψης της εξουσίας από αυτό.
Παράλληλα, μέλη της, αλλά και άλλοι αναρχικοί δημιουργούν τοπικά παραστρατιωτικούς πυρήνες, τα «Schwarze Scharen», με στόχο την ενεργητικότερη προπαγάνδιση των αναρχοσυνδικαλιστικών ιδεών, αλλά και την προειδοποίηση απέναντι στον Εθνικοσοσιαλιστικό κίνδυνο, τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο, αλλά και την αυτοπροστασία του κινήματος απέναντι στις επιθέσεις των SA.

Τα «Schwarze Scharen» ασκούσαν κριτική στη FAUD. Πίστευαν ότι έχει φτάσει σε τέλμα λόγω του υπερβολικού βάρους που έριξε στο συνδικαλιστικό τομέα, σε βάρος της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ήθελαν επομένως μέσω της δράσης τους να επανακαθορίσουν την πολιτική κατεύθυνση της FAUD.

Η επαναχαραγμένη πολιτική και η ενεργητική προπαγάνδιση επομένως επρόκειτο σύμφωνα με τα «Schwarze Scharen» να διευρύνουν και πάλι την οργανωτική βάση της FAUD. Οι πυρήνες αιτοί αναπτύσσουν συγκεκριμένη δομή, υιοθετώντας και ομοιόμορφη εμφάνιση, με ρούχα και μπερέδες μαύρου χρώματος, πόρπες με διακριτικά, καθώς και δερμάτινες εξαρτύσεις. Σε συμπλοκές με τα SA χρησιμοποιούνται όπλα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ανακαλύπτονται από την αστυνομία γιάφκες με εκρηκτικά.

Τόσο η FAUD όσο και η SAJD άσκησαν από την πλευρά τους κριτική στα «Schwarze Scharen» για το μιλιταριστικό τους πνεύμα, το οποίο ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με την αναρχική έννοια της ελευθερίας, ενώ ήταν και ιστορικά υπεύθυνο για εκατομμύρια νεκρών σε όλη την Ευρώπη. Όπως επίσης υποστηριζόταν, το πολιτικό έλλειμμα της FAUD δεν μπορούσε να επιλυθεί μέσω της στρατιωτικού τύπου αναδιάρθρωσης, ενώ παράλληλα η στρατιωτική αντιπαράθεση δεν ήταν η ενδε-δειγμένη τακτική για το προλεταριάτο, το οποίο έπρεπε να στρέψει τους αγώνες του στο οικονομικό πεδίο.

\Παρά τις διαφορές, η FAUD αποφασίζει το 1931 να ενσωματώσει τα «Schwarze Scharen», έτσι ώστε να διασφαλίσει τον έλεγχό τους και να αποτρέψει τον εκφυλισμό τους, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα και το δικό της πολιτικό χαρακτήρα, αλλά και τον αριθμό των μελών της. Οι παραστρατιωτικοί σχηματισμοί, παρά την αμφιλεγόμενη χρησιμότητα και δράση τους, προσέφεραν στο βαθμό που τους αναλογούσε στην πρακτική αυτοπροστασία του εργατικού κινήματος, ενώ προσέφεραν και αρκετούς εθελοντές στα μέτωπα του Ισπανικού Εμφυλίου.

Η αυτοδιάλυση και το πέρασμα στην παρανομία

Τo 1933 οι Ναζί ανεβαίνουν στην εξουσία. Η FAUD(AS), έχοντας αποφασίσει στο τελευταίο συνέδριό της, το Μάρτιο του 1932, την αυτοδιάλυσή της και το πέρασμα στην παρανομία σε αυτή την περίπτωση, προκειμένου να προστατεύσει τα μέλη της, υλοποιεί αυτή της την απόφαση. Μέλη της φεύγουν στο εξωτερικό, από όπου εκδίδουν κείμενα, οργανώνουν δίκτυα και την έξοδο συντρόφων τους από τη Γερμανία, συλλέγουν χρήματα για τη στήριξη των οικογενειών των συλληφθέντων. Η συμμετοχή της FAUD(AS) στη Διεθνή Ένωση Εργαζομένων αποτελεί σημαντικό παράγοντα στη δικτύωση με συντρόφους άλλων χωρών.

Εντός των γερμανικών συνόρων, μέλη της Ένωσης βοηθούν από τη δική τους πλευρά στη συλλογή χρημάτων και τη φυγάδευση συντρόφων τους. Αρκετοί κλείνονται είτε σε φυλακές, είτε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα οποία φτιάχνονται ήδη από τις πρώτες μέρες της εθνικοσοσιαλιστικής διακυβέρνησης. Σε αυτήν την πρώτη φάση τους, αποτελούν στρατόπεδα εργασίας και «επανένταξης» πολιτικών και ποινικών κρατουμένων. Στη συνέχεια θα μετατραπούν σε τόπους μαζικής εξόντωσης, βάσει του σχεδιασμού της μηχανής του Ολοκαυτώματος.

Διακινούνται παράνομα μπροσούρες ενάντια στο νέο καθεστώς. Μεταξύ άλλων, είναι γνωστή η μπροσούρα η οποία διακινούνταν μεταξύ των εργατών ορυχείων, με το ψεύτικο εξώφυλλο «Τρώτε γερμανικά φρούτα και παραμείνετε υγιείς», καθώς και αριθμός άλλων εκδόσεων. Η κρατική τρομοκρατία αλλά και η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης από το 1935, μετά το κραχ, μέσω του επανεξοπλισμού και των δημόσιων έργων, απομακρύνουν πολλούς εργαζόμενους από την ενεργό.-δράση, κάνοντας παράλληλα την προπαγανδιστική δραστηριότητα όλο και πιο αναποτελεσματική. Το 1936, με το ξέσπασμα της Ισπανικής Επανάστασης και τη συνακόλουθη αύξηση του ενδιαφέροντος για τις αναρχοσυνδικαλιστικές ιδέες, μέλη της FAUD παίρνουν την απόφαση να αγωνιστούν στα μέτωπά της, την ίδια στιγμή που η Βέρμαχτ και η Λουφτβάφε δοκιμάζουν τις νέες τακτικές τους, στηρίζοντας τον Φράνκο.

Καταστολή, δίκες και τρομοκρατία

Κατά τη διάρκεια των ετών 1934 και 1935 η Γκεστάπο καταφέρνει να εντοπίσει και να συλλάβει αρκετά μέλη της FAUD(AS) και κυρίως αυτά που εκτελούν χρέη συνδέσμου με το εξωτερικό, απονεκρώνοντας έτσι πολλά δίκτυα. Με αφορμή τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ από τον Ολλανδό ελευθεριακό κομμουνιστή Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε, πραγματοποιούνται έρευνες σε γραφεία και αρχεία, που δίνουν στην Γκεστάπο ένα ανέλπιστο δώρο: Τις ταυτότητες εκατοντάδων μελών. Ακολουθεί κύμα δικών και φυλακίσεων, με δεκάδες κατηγορούμενων κάθε φορά.

Μια προσπάθεια δημιουργίας δομών αντίστασης μέσα στη Γερμανία από την πλευρά του αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος κατά τα δυο επόμενα έτη, αν και σημειώνει αρχικά κάποια επιτυχία, λόγω της δυναμικής της Ισπανικής Επανάστασης, καταπνίγεται και πάλι από την Γκεστάπο. Νέες δίκες, με νέες φυλακίσεις σε «συμβατικές» φυλακές αλλά και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Το 1936 συλλαμβάνονται και φυλακίζονται 7 μέλη της FAUD, οι Φρίντριχ Λες, Καρλ Λούντβιχ Σιλντ, Έντουαρντ Μπίσοφ, Τέοντορ Μούλερ, ΓκέοργκΧεππ, Άννι Τσερ και Χέλμουτ Μέσνερ, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για το τύπωμα και τη διακίνηση αναρχοσυνδικαλιστικών εκδόσεων, ενώ κάποιοι από αυτούς λειτουργούν και ως σύνδεσμοι με το εξωτερικό. Προσάγονται το 1937 στο «Λαϊκό Δικαστήριο», το οποίο θα συνεδριάσει για πρώτη φορά εκτός Βερολίνου, στο Ντάρμσταντ. Κατηγορία η «εσχάτη προδοσία», λόγω της διακίνησης εκδόσεων εχθρικών προς το καθεστώς, αφού προπαγανδίζουν τη γενική απεργία ως μέσο πάλης εναντίον του, την απείθεια στο κράτος και τις εθνικοσοσιαλιστικές δομές, τον αντιμιλιταρισμό, την αντίσταση στην υποχρεωτική στράτευση και εργασία, καθώς και την άμεση δράση, προτάσσοντας τη φεντεραλιστική, συμβουλιακή οργάνωση της κοινωνίας.

Οι κατηγορούμενοι θα καταδικαστούν σε χρόνιες ποινές φυλάκισης και στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων, εκτίοντας τις ποινές τους σε φυλακές, στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά και ποινικά τάγματα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο μόνος κατηγορούμενος που αθωώθηκε ήταν ο Μέσνερ, αφού αναγνωρίστηκε από το δικαστήριο η «μεταστροφή» του, καθώς είχε γίνει νωρίτερα μέλος του DAF, του «Γερμανικού Μετώπου Εργασίας», που αποτελούσε οργανισμό του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος.

Η συγκεκριμένη δίκη αποτέλεσε σημείο-σταθμό στην πορεία της FAUD(AS), καθώς το δικαστήριο διακήρυξε με το πέρας της ότι εφ’ όσον οι κατηγορούμενοι, στους οποίους αναγνωριζόταν «αρκετά άνω του μέτριου νοημοσύνη», δεν αναγνώρισαν πως ο μόνος τρόπος να καταρρεύσει το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς ήταν η βίαιη ανατροπή του, η ύπαρξη του αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος στη Γερμανία θεωρούνταν παρελθόν.

Έτσι, με ένα σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, ένα δικαστήριο σφράγισε φαινομενικά με μια απόφασή του, με τον αέρα της απόλυτης κυριαρχίας των αρχών που πρέσβευε, το κλείσιμο της ιστορικής πορείας της Ένωσης. Μια εξέλιξη η οποία προέκυψε διαλεκτικά μέσα από τις συνθήκες που ανεπιτυχώς αντιμετώπισε μέσα στην πορεία της αυτή.

Το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα μεταπολεμικά

Οι πρώτες προσπάθειες αναβίωσης του αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος πραγματοποιήθηκαν το 1947, με τη δημιουργία της FFS, της Ομοσπονδίας Ελευθεριακών Σοσιαλιστών, από πρώην μέλη της FAUD(AS). Η FFS δεν αντιλαμβανόταν τον εαυτό της ως συνέχεια της Ένωσης, παρά τη σύσταση των μελών της. Η Ομοσπονδία συμμετείχε στη Διεθνή Ένωση Εργαζομένων. Τρεις δεκαετίες αργότερα, το 1977 ιδρύθηκε η FAU, η Ελεύθερη Ένωση Εργατών -Εργατριών, η οποία συνεχίζει την ύπαρξη και την πορεία της ως σήμερα.

Αντί επιλόγου

Μέσα από τα τρία αυτά άρθρα προσπαθήσαμε να ανατρέξουμε την πορεία του αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος στη Γερμανία, από τις απαρχές του μέχρι σήμερα. Μια πορεία πολυδιάστατη, με πολλές μεταπτώσεις και επομένως μεγάλο ενδιαφέρον σε όλα τα επίπεδα. Φυσικά μια τέτοια σειρά άρθρων δεν μπορεί να αναλύσει με κάθε λεπτομέρεια και σε όλο της το βάθος μια πλούσια διαδρομή που υπερβαίνει τα εκατό χρόνια. Ελπίζουμε όμως να αναδείξαμε κάποια ενδιαφέροντα σημεία για ένα θέμα το οποίο δεν αποτελεί συχνό αντικείμενο μελέτης, δίνοντας ίσως έναυσμα για περαιτέρω ανάλυση.

*Δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες στην εφημερίδα “Ροσινάντε” (Σεπτέμβρης, Οκτώβρης και Νοέμβρης 2009).