Γιώργος Παπαδόπουλος
Ιστορία Διεθνούς Αναρχικού Κινήματος

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ*

Οι απαρχές του σουηδικού αναρχοσυνδικαλισμού απαντώνται εντός του Σοσιαλδημοκρατικού Εργαπκού Κόμματος (SAP), με την τάση της Ένωσης Νέων Σοσιαλιστών (SUF). Μεταξύ 1903 και 1905 παρουσιάζεται στο όργανο της SUF, την “Brand”, μια σειρά άρθρων σχετικά με τις θεωρητικές βάσεις του αναρχοσυνδικαλισμού, όπως αυτός πρεσβεύεται από τη γαλλική CGT, η οποία αποτελεί πρότυπο για τον ευρωπαϊκό χώρο της εποχής. Στο διάστημα αυτό διαφαίνεται η κλίση προς τις επαναστατικές πρακτικές, σε αντίθεση προς τον κοινοβουλευτισμό. Δύο τάσεις προκύπτουν μέσα από την ιδεολογική ζύμωση αυτών των ετών, αυτές του Ε.H.Kansson και του A.Jensen, υποστηρίζοντας τη στροφή προς τον αναρχισμό και το συνδικαλισμό αντίστοιχα.

Στο συνέδριο του 1908, οι Νέοι κλίνουν προς την τάση του Jensen, που παρουσιάζει μια αναρχοσυνδικαλιστική θώρηση, επηρεασμένη από το αμερικανικό SLP του Ντε Λεόν και ένα όραμα για μια αναρχική κοινωνία. Μετά από τις διαγραφές των αρθρογράφων Bergegren και Schroder από το SAP, οι Νέοι αποχωρούν από αυτό, δημιουργούν το Νέο Σοσιαλιστικό Κόμμα (SUP), απορρίπτουν τον κοινοβουλευπσμό και το συγκεντρωτισμό και προτάσσουν τη γενική απεργία ως μέσο πάλης, με τα συνδικάτα να παίζουν ένα διπλό ρόλο: Αυτόν του μέσου διεκδίκησης για την εργαπκή ξη, αλλά και του πυρήνα της μετεπαναστατικής κοινωνίας.

Αυτήν την περίοδο κυριαρχεί συνδικαλιστικά η Συνομοσπονδία Σωματείων (LO), η οποία κινείται στη λογική της συνεννόησης με την Ένωση Εργοδοτών (SAF), για την επίτευξη συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Το 1909 σημαδεύεται από οικονομική κρίση και μια γενική απεργία, η οποία μετά από την υποχωρητικστητα της LO στα λοκ-άουτ των εργοδοτών, λήγει χωρίς θετικό αποτέλεσμα και με 160.000 άνεργους. Ξεκινά ένας ευρύς διάλογος εντός του εργαπκού κόσμου για πς οργανωτικές δομές και τα μέσα πάλης του συνδικαλιστικού κινήματος. Στο επόμενο συνέδριο της LO, στην οποία συμμετέχουν μέλη των SAP και SUP, εμφανίζονται πολλές ετερόκλητες τάσεις και η μοναδική απόφαση είναι “διεξαγωγή έρευνας σχετικά».

Οι Νέοι ασκούν δριμεία κριτική εναντίον της συνδικαλισπκής ηγεσίας, του SAP και των μεταξύ τους σχέσεων, διατυπώνοντας κατηγορίες για ρεφορμισμό και συνεργασία με την αστική τάξη. Προπαγανδίζουν τη διεύρυνση των στόχων της γενικής απεργίας προς μια επαναστατική κατεύθυνση και τη χρήση επιθετικών μέσων. Αν και η πλειοψηφία του SUP ανπτίθεται στην αποχώρηση από την LO, μια επιτροπή καταφέρνει πραξικοπηματικά να συγκαλέσει συνέδριο για τη δημιουργία μιας νέας συνδικαλιστικής οργάνωσης. Έτσι ιδρύεται το 1910 η Κεντρική Εργατική Οργάνωση (SAC), αποτελούμενη οργανωτικά από τοπικές ενώσεις και κεντρική εππροπή με εκτελεσπκό συμβούλιο. Οι ενώσεις είναι αυτόνομες μεταξύ τους, χωρίς να δεσμεύονται από την κεντρική επιτροπή. Παράλληλα με το τοπικό επίπεδο, η SAC οργανώνεται και με βάση τον εργασιακό χώρο, στα πρότυπα της CGT, με πρωτοβάθμια και κλαδικά σωματεία, καθώς και ομοσπονδίες σωματείων.

Ιδεολογικά, η οργάνωση υιοθετεί τη μαρξική ανάλυση της ταξικής πάλης, χωρίς να αναφέρεται ρητά στον Μαρξ, ενώ σαν μέσο για τον αγώνα στο οικονομικό πεδίο επιλέγεται ο επαναστατικός συνδικαλισμός, με όπλα την (γενική) απεργία, τον αποκλεισμό, το σαμποστάζ και το μποϋκοτάζ Ως σκοπός τίθεται η απελευθέρωση της εργατικής τάξης και η καταστροφή Κράτους και Κεφαλαίου, μέσω της κοινωνικής επανάστασης. Υιοθετείται η αναρχοσυνδικαλισπκή κριτική προς την πολιτική, βάσει της εμπειρίας από την επανάσταση στη Γερμανία καθώς και από την τροπή της Ρωσικής, ειδικά μετά από την εισαγωγή της ΝΕΠ. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της SAC, η επανάσταση πρέπει να είναι διαρκής και να δημιουργήσει νέες οικονομικές δομές. Πυρήνες αυτών των λειτουργιών μπορεί να είναι μόνο τα συνδικάτα. Στο συνέδριο του 1920 πραγματοποιείται μια ιδεολογική στροφή. Ήδη νωρίτερα έχουν κερδίσει έδαφος ιδέες του αγγλικού συνδικαλιστικού κινήματος, σχετικά με την αντίληψη της επανάστασης ως εξελικτικής διαδικασίας, μέσω του βαθμιαία αυξανόμενου εργατικού ελέγχου στα μέσα παραγωγής. Αποφασίζεται έτσι από τα πάνω η απόρριψη του αναρχικού προτάγματος και η οργάνωση μένει καθαρά συνδικαλιστική.

Ιδιομορφία της SAC αποτελεί η απόρριψη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, θεωρώντας πως δένουν τα χέρια των εργαζόμενων, ενώ μειώνουν το πραγματικό τους εισόδημα. Οι τοπικές οργανώσεις και τα σωματεία κλείνουν συμφωνίες με τους εργοδότες, ακόμη και αν αυτες απαγορεύουν τα επιθετικά μέσα πάλης. Αν και μοιάζει παράδοξο και αξιακά κατακριτέο, αυτό προκύπτει από την αντίληψη πως η συμφωνία ακυρώνεται μπροστά στις δυναμικές διεκδικήσεις οποιαδήποτε στιγμή, ενώ η αντίστοιχη προσπάθεια της εργοδοσίας θα βρει απέναντί της τους αλληλέγγυους εργαζόμενους. Μια ακόμη ιδιομορφία αποτελεί η αποτίμηση της παραγόμενης εργασίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους και η επιβολή στην εργοδοσία της πληρωμής του ποσού αυτού.

Η SAC γνωρίζει μια συνεχή αύξηση μελών στα πρώτα χρόνια της. Από 1.000, με 21 τοπικές ενώσεις το 1911, σε 33.000 με 396 ενώσεις το 1920, αν και μόνο οι μισές θα είναι πραγματικά ενεργές. Τα μέλη των ενεργών ενώσεων αυξάνονται παρ’ όλα αυτά δραμαπκά. Πάνω από το 80% της βάσης αποτελείται αυτήν την περίοδο από ανειδίκευτους εργάτες υλοτομίας και ορυχείων, καθώς και του οικοδομικού και του κατασκευαστικού κλάδου. Το κραχ του ’30 επιφέρει μια μείωση, αλλά η βάση θα επανέλθει και πάλι στις 30.000, σε μια περίοδο κατά την οποία το ευρωπαϊκό αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα εξαλείφεται. Μέλη της SAC θα βρεθούν στα χαρακώματα της Ισπανικής Επανάστασης. Μετά το 1945, το μεταπολεμικό σκηνικό και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου στην ουδέτερη Σουηδία, θα ωθήσουν την οργάνωση στη συνεργασία με το Κράτος και την εργοδοσία, προκειμένου να αυξήσει τη βάση της, κάτι που θα οδηγήσει στην αποχώρησή της από τη Διεθνή Ένωση Εργαζομένων (ΑΙΤ) το 1958. Η αποχώρηση της SAC θα αποτελέσει βαρύ πλήγμα για την ΑΙΤ, ενώ ταυτόχρονα θα ασκηθεί σκληρή κριτική στην οργάνωση για ρεφορμισμό. Η δεκαετία του '70, με την πτώση του βιοτικού επιπέδου θα οδηγήσει στην επαναφορά της επαναστατικής στοχοθεσίας, ενώ θα παρατηρηθεί παράλληλα και μια αλλαγή της σύστασης των μελών, καθώς αυτά προέρχονται έως σήμερα κυρίως από το δημόσιο τομέα.

Η SAC, με όλες τις διακυμάνσεις και τις ιδιαιτερότητες κατά τη διάρκεια της πορείας της, συνεχίζει να αποτελεί μια από τις ιστορικότερες αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις, με αδιάλειπτη παρουσία και μαζικά χαρακτηριστικά, τόσο στον ευρωπαϊκό χώρο, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Σήμερα αποτελέι μία από τις 3-4 μεγαλύτερες αναρχοσυνδικαλιστικές συνομοσπονδίες της Ευρώπης, αριθμώντας περισσότερα από 7.000 μέλη.

*Δημοσιεύτηκε στην αναρχοσυνδικαλιστική εφημερίδα “Ροσινάντε”, τεύχος Απρίλης 2010.