...
Ιστορία Κοινωνικών Κινημάτων


Και θα καταριέται τους δολοφόνους που εξόντωσαν τη φυλή της…

«Ήταν κάτι το συνηθισμένο για τους αποίκους να τελειώνουν ένα γλέντι με «κυνήγι μαύρων», όπου το νεκρό θήραμα ήταν ένας Αμπορίτζιναλ»
Αυτοί που πιστεύουν στα φαντάσματα δε θα δυσκολευθούν, όταν πάνε στην Τασμάνια, να δούνε να πλανάται στα δάση της και τις ακρογιαλιές της, το φάντασμα της Τρουγκανίνι. Της τελευταίας βασίλισσας μιας ύλης που δεν υπάρχει πια, γιατί είχε την ατυχία να περιληφθεί στα σχέδια «εκπολιτισμού των αγρίων» της άλλοτε κραταιάς βασίλισσας των θαλασσών, «πεσμένης σήμερα και αμαρτωλής «Μεγάλης Βρεταννίας».

Εκεί στις ανατολικές ακτές της Τασμάνιας, ζούσαν προ αμνημονεύτων χρόνων διάφορες φυλές ιθαγενών χωρίς μεγάλους «προβληματισμούς» και στενοχώριες.
Πέρα απ’ τον κόσμο τους δε γνώριζαν άλλο κόσμο.
Τα δάση και τα ποτάμια, τα νησιά και η θάλασσα του δικού τους ορίζοντα ήταν το παν.
Ούτε και ο πιο πλούσιος σε φαντασία ιθαγενής μπορούσε να διανοηθεί την ύπαρξη τόσων κόσμων στην ίδια γη που πατούσαν κι' αυτοί.
Δεν μπορούσε να διανοηθεί τους «μεγάλους πολιτισμούς», που γεννιόταν και αναπτύσσονταν σε μακρυνές ηπείρους.
Ούτε και να μαντέψει τη μαύρη μοίρα που επεφύλασσαν για τη φυλή του οι πολιτισμοί αυτοί.
Μονάχα σα δέχτηκαν τις επισκέψεις των πρώτων λευκών κατάλαβαν την πανούκλα που τους βρήκε.
Εν έτει σωτηρίω 1847, μέσα σε λίγες δεκαετίες από την άφιξη των εκπολιτιστών, όλοι οι ιθαγενείς της Τασμάνιας είχαν εξοντωθεί. Και μόνο στο Φλίντερς Άιλαντ, ένα νησάκι κοντά σ' αυτήν, ζούσαν ακόμα 44 Αμπορίτζιναλ, θλιβερά κατάλοιπα μιας διαλυμένης από τη λευκή θεομηνία φυλής.
Εκείνη τη χρονιά μαζέψαν τα 44 ερείπια και τα εγκαταστήσανε σ' ένα καταυλισμό πάνω στην Τασμάνια, στο Όϋστερ Κόουβ.


Όταν οι άγριοι νοτιάδες δέρνουν το νησί, και οι ανέμοι μοιάζουν με απόκοσμες βοές, είναι σα νάρχονται οι θυμωμένοι νεκροί των Αμπορίτζιναλ και φωνάζουν στους άσπρους:
- Γιατί μας κλέψατε τη γη μας;
- Γιατί μας ξερριζώσατε;
- Γιατί μας συντρίψατε;
Σαραντατέσσερις πρώην άνθρωποι το 1847 στον καταυλισμό Όϋστερ Κόουβ.
Το εξωτερικό παρουσιαστικό τους πρόδινε ανθρώπους-φυτά. Χωρίς βούληση, χωρίς επιθυμίες, χωρίς ενδιαφέροντα.
Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τέλειωνε 'κει. Το Όϋστερ Κόουβ ήταν ο τραγικός επίλογος μιας ιστορίας δεκάδων χιλιάδων χρόνων, ήταν η ταφόπετρα του κόσμου των ονείρων και της ομορφιάς, ήταν ο θρίαμβος του θανάτου πάνω στη ζωή, ήταν το τέλος μιας φυλής πανάρχαιας όσο κι οι πέτρες.
Η Τρουγκανίνι ήταν παιδούλα ακόμα όταν είδε να σφάζουν άγρια τη μητέρα της σε μια επιδρομή των λευκών στο νησάκι που ζούσε η φυλή της.
Οι δολοφόνοι βγήκαν από ένα πλοίο που ήταν αραγμένο έξω από το νησί. Αν και η οικογένεια προσπάθησε να δραπετεύσει, η μητέρα ήταν πολύ κουρασμένη και την πρόλαβαν. Πρώτα τη βίασαν. Ύστερα την έσφαξαν και με τα ίδια μαχαίρια οι δολοφόνοι της κομμάτιασαν το κορμί.
Την Τρουγκανίνι τη συναντούμε πάλι σε ηλικία περίπου 18 ετών— γύρω στα 1821- στο Μπέρτσες Μπέϋ, απέναντι στο νησί Μπράννυ. Αρραβωνιασμένη με κάποιον ιθαγενή, ονόματι Παβίνα, πήγαινε τακτικά εκεί για να τον βλέπει και να ζει μαζί του, όσο μπορούσε περισσότερο μιας και ο αρραβώνας στη φυλή της ισοδυναμούσε με το γάμο.
Σ' ένα απ' αυτά τα ταξίδια της, απ' το νησάκι στις ακτές της Τασμάνιας, γνώρισε κάποιους λευκούς ξυλοκόπους. Οι τελευταίοι πρότειναν στον Παβίνα και την Τρουγκανίνι καθώς κι έναν άλλο ιθαγενή, να τους πάρουν οι λευκοί με τη βάρκα τους πίσω στο νησί Μπράννυ. Οι καλοκάγαθοι μαύροι ευχαριστήθηκαν για την «εξυπηρέτηση». Μπήκαν στη βάρκα για το ταξίδι χωρίς να ξέρουν ότι για τον Παβίνα και τον άλλον ιθαγενή ήταν το τελευταίο ταξίδι της ζωής τους. Στη μέση περίπου της διαδρομής οι λευκοί ρίχτηκαν στουξει μα την πρόλαβε ένας απ' τους λευκούς και την αιχμαλώτησε. Ο άνδρας της ο Παβίνας ήταν δεινός κολυμβητής και κατόρθωσε να ζυγώσει τη βάρκα. «Ήθελε να γλυτώσει η γυναίκα του απ’ τους λευκούς μα δεν τα κατάφερε. Πλησίασε στη βάρκα μα οι ληστές του έκοψαν τα χέρια με τσεκούρι. Ούρλιαζε απ’ τον πονο κι έπεσε στο νερό. Προσπάθησε μάταια να κρατηθεί στην επιφάνεια. Χαμένος κόπος. Εξαφανίστηκε για πάντα στον υγρό του τάφο, αφού πρώτα είδε να βιάζουν το κορίτσι του οι κτηνώδεις ξυλοκόποι.
Τέτοιου είδους βιασμοί μαύρων γυναικών ήταν στην ημερήσια διάταξη και τους ενθάρρυναν οι επίσημες αρχές για να προστατεύονται οι «λευκές κυρίες», κυρίως από τα πληρώματα των φαλαινοθηρικών που προσέγγιζαν στην Τασμάνια.
Σα να μην έφταναν οι μέχρι τότε διωγμοί, το φονικό και οι προσβολές ενάντιον των μαύρων, ήρθε και ο συνταγματάρχης Άρθουρ (έγινε αργότερα κυβερνήτης της Τασμάνιας) μ' ένα σχέδιο ταχείας εξόντωσης των ιθαγενών. Η εφαρμογή του σχεδίου του άρχισε στα 1830. Με πρόφαση να «σώσει» τους εναπομείναντες Αμπορίτζιναλ, ανέθεσε στο στρατό του την ευθύνη να «χτενίσει» ολη την Τασμάνια, να πιάσει όλους τους μαύρους και να τους συγκεντρώσει σ’ ένα απ' τα νησιά της περιοχής.
Τα οστά της Τρουγκανίνι κάηκαν πριν λίγα χρόνια και η στάχτη σκορπίστηκε από μαύρους, σύμφωνα με την επιθυμία τους, στη θάλασσα ανάμεσα Βικτώρια και Τασμάνια.
Σ' αυτές τις θάλασσες δεν υπάρχουν γοργόνες και μεγαλέξανδροι. Υπάρχουν μόνο τρομερές θύελλες κι όσο πλησιάζεις στις ακτές, τόσο αγριεύει το βουητό των κυμάτων, που μοιάζει με απόκοσμες κραυγές που σχίζουν το μυαλό και την καρδιά.
Αν οι ταξιδιώτες αφουγκραστούν καλύτερα, μπορεί να ξεχωρίσουν και το λυγμό της Τρουγκανίνι. Της τραγικής βασίλισσας που κλαίει και καταριέται αιώνια τη βρεταννική αποικιοκρατία για την εξόντωση της φυλής της.
Ανάμεσα στους τελευταίους και η Τρουγκανίνι, που έζησε στο πετσί της όλο το μαρτύριο του «εκπολιτισμού» κι έφτασε στη δύση του βίου της μ' έναν ακόμα εφιάλτη: Να την εκθέσουν μετά θανατο σε «κοινή θέα» στο μουσείο μιας κι ήταν η τελευταία εκπρόσωπος της εξοντωμένης φυλής. 1
Πάθος, βάσανα, αίσθημα και περι-πετειες ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της τραγωδίας Τρουγκανίνι.
Κόρη του Μαγκάνα, αρχηγού της φυλής του νησιού Μπράνυ, έγινε πασίγνωστη για τη γοητεία της, που τη διατήρησε ακόμα, και στις πιο τραγικές στιγμές της ζωής της.
Από νωρίς ωρίμασε μέσα της η λάγνα γυναίκα κι έγινε αντικείμενο διαμάχης όχι μόνο μεταξύ των μαύρων συμπατριωτών της αλλά και των λευκών αποίκων.
Για τους άνδρες αποτελούσε ένα μυστήριο. Και το ήξερε και η ίδια. Αυτό το χρησιμοποίησε όποτε είχε ανάγκη, όχι μόνον για τον εαυτό της αλλά και για το λαό της στη διάρκεια των διωγμών που εξαπέλυαν εναντίον του οι Βρεταν-νοί αποικιστές.
Ήταν τόση η γοητεία της που πολλοί άντρες θυσίασαν και τη ζωή τους ακόμα για να κερδίσουν την εύνοιά της.
Παρ' όλ' αυτά δεν παραδόθηκε σε κανέναν. Έμεινε ανεξάρτητη κι έκανε πάντα ό,τι νόμιζε η ίδια πως ήταν σωστό, γιατί καταλάβαινε πως ο ρόλος της δεν περιοριζόταν στα πλαίσια της αφοσίωσης σ' ένα σύζυγο ή μια οικογένεια, αλλά σε μια ολόκληρη φυλή.
Οι Βρεταννοί αποικιστές που έφτασαν στην Τασμάνια συμπεριφέρθηκαν στους μαύρους σα νάταν ζώα.
Η περιγραφή των λεπτομερειών δεν μπορεί να γίνει σ' ένα σύντομο σημείωμα. Γι’ αυτό περιορίζομαι σε τούτο μόνο: Ήταν κάτι το συνηθισμένο για τους αποίκους να τελειώνουν ένα γλέντι με «κυνήγι μαύρων», όπου το νεκρό θήραμα ήταν ένας Αμπορίτζιναλ.
Τα επίσημα ιστορικά χρονικά της Τασμάνιας αναφέρουν το ακόλουθο χαρακτηριστικό επεισόδιο: Μια νύχτα μερικοί Βρεταννοί στρατιώτες πήγαν στον καταυλισμό των μαύρων της περιοχής τους— η πλειοψηφία ήταν γυναίκες και παιδιά- και τους βρήκαν όλους καθισμένους γύρω στη φωτιά.
Χωρίς να τους προκαλέσει κανείς και με πρωτοφανή απάθεια, άρχισαν να σκοτώνουν τους ιθαγενείς χωρίς να κάνουν διάκριση αν ήταν άντρες, γυναίκες ή παιδιά. Στο τέλος της σφαγής ένας στρατιώτης αντιλήφθηκε ότι τους ξέφυγε ζωντανό ένα μωρό. Έμπηξε στο παιδί τη λόγχη του σαν νάχε μπροστά του ένα βρώμικο ποντίκι.
Όπως και στο αφρικανικό σαφάρι, οι μαύροι θάπεφταν στις παγίδες των λευκών, αφού θα ήταν κυκλωμένοι από παντού.
Για την καλύτερη επιτυχία του εγχειρήματος, ο Άρθουρ ζήτησε και τη βοήθεια εθελοντών. Παρουσιάστηκαν κάπου 2000 λευκοί να βοηθήσουν το έργο του. Ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι, από γραφιάδες και φαρμαδόρους μέχρι φονιάδες και νεαρούς που βρήκαν την ευκαιρία να πολεμήσουν την πλήξη τους κυνηγώντας μαύρους. Τρέχανε όλοι με ενθουσιασμό γιατί θα τους δίνονταν η ευκαιρία να σκοτώσουν όσους άοπλους μαύρους ήθελαν., Τα ήθη της εποχής τους ήταν τέτοια που δεν τους πείραζε η συνείδηση για τη συμμετοχή τους στο άδικο φονικό.
Και ο πόλεμος άρχισε. Ο στρατός του Άρθουρ ξεκίνησε με φανφάρες και γέλια μα σε λίγες μέρες η κατάσταση άλλαξε. Το «χτένισμα» του νησιού δεν ήταν περίπατος.
Αρκεί ν' αναφερθεί ότι «ο πόλεμος των μαύρων» όπως τιτλοφορήθηκε η επιχείρηση, και στοίχισε στην αυτοκρατορία το αστρονομικό για την εποχή εκείνη ποσό των 27 χιλιάδων λιρών, έληξε με δύο μαύρους νεκρούς και δύο αιχμαλώτους, εκ των οποίων μάλιστα ο ένας, αν και τραυματισμένος, δραπέτευσε αργότερα.
Μια θλιβερή συνέχεια είναι τα χρόνιο μέχρι το 1849, όταν μαζέψανε τα 44 ανθρώπινα ερείπια, μαζί και την Τρουγκανίνι, και τα εγκαταστήσανε στο Όύστερ Κόουβ.
Εκεί, σαν τα ναρκωμένα από φαρμακερό δόρυ λαβωμένα θηρία, «εξεμέτρησαν το ζην» ένα ένα, με τελευταία την τραγική Τρουγκανίνι.
Μέσα στο μέγεθος της βλακείας τους οι λευκοί άποικοι, ίσως βασανιζόμενοι κι από τύψεις συνείδησης, για την εξαφάνιση μιας ολόκληρης φυλής, τόλμησαν άλλη μια ηλιθιότητα: Έβαλαν το βασιλιά Μπίλυ, έναν άρρωστο και ετοιμοθάνατο 36χρονο μαύρο, να κάνει παιδί με την Τρουγκανίνι, όταν η τελευταία ήταν 66 χρόνων!
Το 1869, ο βασιλιάς Μπίλυ, πέθανε χωρίς λαό και χωρίς θρόνο και λίγο χρόνια αργότερα, το 1876 σε ηλικία περίπου 73 χρόνων πέθανε και η Τρουγκανίνι.
Προηγουμένως είχαν πεθάνει και οι άλλοι μαύροι και στο Όϋστερ Κόουβ βασίλεψε για πάντα η σιωπή. Ο θάνατος πιο φιλεύσπλαχνος απ' τους αποίκους, έθεσε τέρμα στα βάσανα ενός λαού που δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει από πού και γιατί ήρθαν αυτά τα μεγάλα πλεούμενα με τα λευκά θηρία, που είχαν μεν ανθρώπινη μορφή, αλλά αντί για καρδιά, είχαν μονάχα δίψα για αρπαγή και για έγκλημα.
Τα λείψανα των μαύρων ταλαιπωρήθηκαν σε επιστημονικά εργαστήρια και μουσεία, όπου εκτίθονταν κοντά στα λείψανα θηρίων μέχρι τις μέρες μας. Μέχρι που άλλαξε η νοοτροπία των ανθρώπων, και τους επέτρεψε τη μόνιμη ανάπαυση, είτε με τη φωτιά, είτε με την ταφή.

*Δημοσιεύτηκε στο ελληνοαυστραλιανό περιοδικό «Παροικία», Νοέμβριος 1986.