«Αν τον κόσµο τον κυβερνούσαν οι γυναίκες, ο κόσµος θα εκυβερνιότουν πολύ πλέον δίκαια, πολύ πλέον φιλάνθρωπα και πολύ πλέον σύµφωνα µέ την φύσιν παρ’ ό,τι τώρα που τον κυβερνούν οι άντρες…» μας λέει ο Κονεμένος.

Ο Νικόλαος Κονεμένος (1832-1907) ήταν προδρομική μορφή μελετητή του γλωσσικού ζητήματος. Έγινε γνωστός στον ελλαδικό χώρο από τις πραγματείες του για το γλωσσικό ζήτημα, για τις οποίες ο Κρουμπάχερ αποφάνθηκε ότι αποτελούν τη «λύση του γλωσσικού ζητήματος». Μέχρι το 1904, ο Γιάννης Ψυχάρης αγνοεί την ύπαρξη των μελετών και θεωριών του Κονεμένου με τις οποίες τον φέρνει σε επαφή ο  Κρουμπάχερ, ενώ του δίνει και την αφορμή να τις μελετήσει συστηματικά. Ο Γ. Βαλέτας, αλλά και σύγχρονοι ερευνητές και μελετητές, συμφωνούν ότι το έργο του Κονεμένου για τη γλώσσα θεωρείται πρωτοποριακό και ότι ο ίδιος αναδεικνύεται σε μεγάλο διαφωτιστή. Γιατί ο Κονεμένος συνέθεσε μια θεωρία για τη γλώσσα πολύ μπροστά από την εποχή του, μια θεωρία που δεν στηρίχθηκε μόνο στην άρνηση, αλλά και στην πρόταση.

Και η συνολική του πρόταση, ως συνεχιστής των Σολωμού και Βηλαρά, υπήρξε ριζοσπαστική και πρωτότυπη και χαρακτηρίζεται από ελεύθερο πνεύμα και στοχασμό, οξύνοια, ανεξαρτησία και τόλμη. Σε κάθε θέμα της λογοτεχνίας, ο Κονεμένος, είτε με τα κείμενά του είτε με την παράθεση κριτικών και μελετών άλλων διανοουμένων της εποχής του, από την εποχή της κυκλοφορίας της εφημερίδας του «Εωσφόρος», έδειξε το δρόμο που έπρεπε να πάρει όχι μόνο η σοβαρή λογοτεχνία, αλλά ακόμα και η απλή στιχουργική. Ακόμα και στις μεταφράσεις αρχαίων κειμένων υπήρξε προδρομικός με τις μεταφραστικές του δοκιμές στον Πίνδαρο και τη Σαπφώ, σε μια εποχή που η μετάφραση αρχαίων θεωρείτο βεβήλωση.

Ο Κονεμένος υπήρξε καθολικό πνεύμα. Η κριτική του αγκάλιασε όλα σχεδόν τα προβλήματα της ελλαδικής κοινωνίας, κλονίζοντας, πρώτα απ’ όλα, το κάστρο του λογιοτατισμού. Ακολούθησαν διάφορα ζητήματα, το εκπαιδευτικό, το κοινωνικό, το πολιτικό, το δημογραφικό, το αλυτρωτικό, το Ανατολικό Ζήτημα, το Βαλκανικό, το φεμινιστικό και άλλα, που τα αντιμετώπισε με πρωτοφανή για την εποχή του τόλμη κριτικής και προτάσεων. Αλλά η πλέον μαχητικότερη κριτική του αφορά τα τρία μεγάλα καρκινώματα της τότε ελλαδικής σκέψης, το λογιοτατισμό, το μεαλοϊδεατισμό και το βυζαντινισμό.

Η κοινωνική του κριτική έριξε, επίσης, τα φώτα της πάνω σε μερικά άλλα κοινωνικά προβλήματα της τότε ελλαδικής κοινωνίας, το γάμο, το διαζύγιο και τη σκλαβιά της γυναίκας. Κι ακόμα τη δικαιοσύνη, όντας ένας από τους πρώτους κοινωνιολόγους σε όλη τη Ευρώπη που μίλησε και επιχειρηματολόγησε εναντίον της θανατικής ποινής και για την κατάργησή της.

Ήταν προφητικός διαφωτιστής, που σμίλεψε τη θεωρία και προσωπικότητά του μέσα από τις κοινωνικές επαναστατικές ζυμώσεις του επτανησιακού ριζοσπαστισμού, τις επιδράσεις των ιδεών των Προυντόν, Φουριέ και άλλων καθώς και τις σοσιαλιστικές και επαναστατικές απόψεις. Οι ιδέες της Κομμούνας του Παρισιού τον συνεπήραν σε μεγάλο βαθμό και συνετέλεσαν στη διαμόρφωση του κοινωνικού διαφωτιστικού του πιστεύω.