Ο Νικόλαος Κονεμένος (1832-1907) ήταν εγκυκλοπαιδιστής, λογοτέχνης, κριτικός και κοινωνικός αγωνιστής. Σπούδασε στην Ιόνιο Ακαδημία. Επηρεάστηκε από το ριζοσπαστικό κίνημα των Επτανήσων. Το 1858 συνεργάζεται με το ιστορικο-φιλολογικό περιοδικό «Πανδώρα» (Aθήνα, 1850-1872), δημοσιεύοντας μελέτες για το έργο του Ιωάννη Βηλαρά. Το 1859 εκδίδει το πολιτικό, φιλολογικό και σατυρικό περιοδικό «Eωσφόρος» (25 τεύχη, Οκτώβριος 1858-Φεβρουάριος 1861), όπου δημοσιεύονται ανέκδοτα ποιήματα των Δ. Σολωμού και Α. Xριστόπουλου και δημοτικά δίστιχα. Mε τον «Eωσφόρο» θα συνεργασθεί και ο Ανδρέας Λασκαράτος. Συνεργάζεται με την εφημερίδα «Διαολοαποθήκη» ή «Αποθήκη του Διαόλου» του (ελληνοποιημένου Ιταλού) Φερδινάνδου Όδδη, στην Κεφαλονιά. Κυκλοφορεί τις ποιητικές συλλογές «Συναπάντησι» (1863) και «Στιχουργήματα» (1864), την κοινωνική σάτιρα «Η φαντασία μου» (1867) και τη μελέτη «Οικογένεια» (1876), όπου με πλήθος επιχειρημάτων παρμένων από την ίδια την καθημερινή ζωή της εποχής, αγωνίζεται εναντίον του θεσμού του γάμου και αναζητεί ένα νέο σύστημα που να ταιριάζει περισσότερο στην ανθρώπινη φύση, με πολύ περισσότερες ελευθερίες για τον άντρα και τη γυναίκα.

Στο διάστημα 1869-1885 ζει στην Πάτρα ως πρόξενος της Tουρκίας. Εκεί κυκλοφορεί τα έργα του «Το ζήτημα της γλώσσας» (1873), «Και πάλε περί γλώσσας» (1878), δύο σύντομες, αλλά σοφές και πρωτοποριακές μελέτες του για το μεγάλο τότε γλωσσικό ζήτημα. Κυκλοφορεί τα «Ποιήματα» (1879) και τη μελέτη «Η υπόθεσις των αδελφών Μπονάτη» (1889), στην οποία αναλύει από κοινωνιστική άποψη την καταδίκη των δυο αυτών αδελφών για μια άγρια δολοφονία που συντάραξε τότε την Κέρκυρα. Την ίδια εποχή γράφει και το περίφημο «Lardi e omicidi» στα ιταλικά (στα ελληνικά «Κλέφτες και φονιάδες») καθώς και αρκετά άρθρα και μελέτες που δημοσιεύονται σε τοπικά έντυπα της Κέρκυρας, αλλά περισσότερο στην εφημερίδα «Φωνή».

Ο Νικόλαος Κονεμένος, προδρομική μορφή μελετητή, έγινε γνωστός στον ελλαδικό χώρο από τις πραγματείες του για το γλωσσικό ζήτημα, για τις οποίες ο Γερμανός Κάρολος Κρουμπάχερ αποφάνθηκε ότι αποτελούν τη «λύση του γλωσσικού ζητήματος». Μέχρι το 1904, ο Γιάννης Ψυχάρης αγνοεί την ύπαρξη των μελετών και θεωριών του Κονεμένου με τις οποίες τον φέρνει σε επαφή ο  Κρουμπάχερ, ενώ του δίνει και την αφορμή να τις μελετήσει συστηματικά. Σύγχρονοι ερευνητές και μελετητές συμφωνούν ότι το έργο του Κονεμένου για τη γλώσσα θεωρείται πρωτοποριακό. Ο Κονεμένος συνέθεσε μια θεωρία για τη γλώσσα πολύ μπροστά από την εποχή του. Η συνολική του πρόταση, ως συνεχιστής των Σολωμού και Βηλαρά, υπήρξε ριζοσπαστική και πρωτότυπη και χαρακτηρίζεται από ελεύθερο πνεύμα και στοχασμό, οξύνοια, ανεξαρτησία και τόλμη. Έδειξε το δρόμο που έπρεπε να πάρει όχι μόνο η σοβαρή λογοτεχνία, αλλά ακόμα και η απλή στιχουργική. Ακόμα και στις μεταφράσεις αρχαίων κειμένων υπήρξε προδρομικός με τις μεταφραστικές του δοκιμές στον Πίνδαρο και τη Σαπφώ, σε μια εποχή που η μετάφραση αρχαίων θεωρείτο βεβήλωση.
Ο Κονεμένος υπήρξε καθολικό πνεύμα. Η κριτική του αγκάλιασε όλα σχεδόν τα προβλήματα της ελλαδικής κοινωνίας, το εκπαιδευτικό, το κοινωνικό, το πολιτικό, το δημογραφικό, το αλυτρωτικό, το Ανατολικό Ζήτημα, το Βαλκανικό, το φεμινιστικό και άλλα, που τα αντιμετώπισε με πρωτοφανή για την εποχή του τόλμη κριτικής και προτάσεων. Αλλά η πλέον μαχητικότερη κριτική του αφορά τα τρία μεγάλα καρκινώματα της τότε ελλαδικής σκέψης, το λογιοτατισμό, το μεαλοϊδεατισμό και το βυζαντινισμό. Υπήρξε ένας από τους πρώτους κοινωνιολόγους σε όλη τη Ευρώπη που μίλησε και επιχειρηματολόγησε εναντίον της θανατικής ποινής και για την κατάργησή της.

*Περισσότερα για τον Νικόλαο Κονεμένο διαβάστε στα κεφάλαια του βιβλίου «Ο Ήλιος της Αναρχίας Ανέτειλε» σε αυτήν εδώ την ιστοσελίδα.