Ουρουγουανή αναρχική εργαζόμενη. Γεννήθηκε το 1897 και έφτασε στη Βραζιλία όταν ήταν τριών ετών. Εγκαταστάθηκε στο Πόρτο Αλέγκρε με τους γονείς της και άρχισε να εργάζεται πολύ νέα στα υφαντουργεία του ποταμού Guaíba. Το 1919, εντάχθηκε στο συνδικαλιστικό κίνημα, ξεχωρίζοντας για το θάρρος, την αποφασιστικότητα και τη μελέτη της. Διάβαζε όλες τις εφημερίδες που έφταναν στο Πόρτο Αλέγκρε, παρακολουθούσε ιδεολογικές συζητήσεις αποκτώντας καλή ελευθεριακή κουλτούρα!

Στην πρώτη απεργία στα υφαντουργεία Guaiba που έλαβε μέρος, απολύθηκε. Δοκίμασε να εργαστεί σε άλλους κλάδους αλλά δεν μπορούσε μιας το όνομά της είχε γίνει γρήγορα γνωστό στους εργοδότες. Κανείς δεν ήθελε να προσλάβει μια μορφωμένη, επαναστάτρια, αναρχική γυναίκα.

Για να επιβιώσει, έπρεπε να φύγει από το Πόρτο Αλέγκρε. Πήγε στο Rio Grande, όπου εργάστηκε στο Εργοστάσιο Υφαντικής της Βραζιλίας. Αν και χρειαζόταν αυτή τη δουλειά για να επιβιώσει, δεν άντεξε για πολύ τις αδικίες που οι εργοδότες, οι διευθυντές και τα αφεντικά ασκούσαν εναντίον των νέων της συντρόφων. Μέσα σε τρεις μήνες συνομιλιών και συζητήσεων, κατάφερε να πείσει άντρες και γυναίκες να απεργήσουν, παραλύοντας το εργοστάσιο. Το αίτημα ήταν απλώς μια πιο ανθρώπινη και δίκαιη μεταχείριση για όλους. Ήταν 52 ημέρες ομιλιών, συζητήσεων και συλλογής οικονομικών πόρων μεταξύ εργαζομένων από άλλες επαγγελματικές τάξεις, έτσι ώστε οι λιγότερο ανθεκτικοί να μην καταβληθούν από την πείνα που υπονομεύει την απεργία.

Η συνοχή του κινήματος έδωσε τη νίκη στους εργάτες, αλλά η Maria Silva απολύθηκε και πάλι και έπρεπε να φύγει από την πόλη για να βρει δουλειά, για τη διατροφή της μητέρας της και των τριών παιδιών της. Πήγε στο Bagé, χάρη στην αλληλεγγύη του ελευθεριακού αγωνιστή José Garrido που την φιλοξένησε στο σπίτι του. Στο Bagé κατάφερε να απασχοληθεί στην εφημερίδα «Mail do Sul«Mail do Sul».

Παρακινούμενη από τον αναρχικό Rafael Fernandes, κατόπιν αιτήματος-πρότασης του Edgar Rodrigues, το 1983, η Maria Silva θυμήθηκε μερικά επεισόδια της ζωής της: «Έχω παντρευτεί δύο φορές. Στις αρχές του 1922, ήμουν στο Bagé, αφού εργάστηκα για λίγο στην εφημερίδα “Mail do Sul”. Τότε έφυγα από εκεί, άνοιξα ένα σχολείο στο σπίτι μου, διδάσκοντας για να στηρίξω τα τέσσερα παιδιά μου Julia, Elda, Carlos και Gorki. Στη συνέχεια ήρθε η “επανάσταση” και η όλη κατάσταση έκανε την επιβίωση του μικρού μου σχολείου αρκετά δύσκολη. Τον Σεπτέμβη του 1923, χωρίς πόρους, επέστρεψα στο Πόρτο Αλέγκρε.

Στο Rio Grande, συμμετείχα, μεταξύ των άλλων, σε μια θεατρική ομάδα νέων αναρχικών. Στην ομάδα αυτή συμμετείχαν ο Ricardo Pinheiro, Πορτογάλος, συγγραφέας θεατρικών έργων, ποιητής και ηθοποιός, ο Antonio Matos, επίσης Πορτογάλος, ο José Garrido, Ισπανός, ο José Dieguez, επίσης Ισπανός και δύο κοπέλες τα ονόματα των οποίων δεν θυμάμαι. Ένα από τα κομμάτια που επικρότησαν πολύ οι εργάτες ήταν το “Ο Πατέρας που Σκοτώνει”».

*Πηγή: Marcolino Jeremias. Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.
**Η φωτογραφία είναι από την Βιβλιοθήκη Carlo Aldegheri.