Δ.Τ.

Το ιδεολογικό ρεύμα και το κίνημα του διαφωτισμού, ειδικά στη νεοελληνική του εκδοχή (νεοελληνικός διαφωτισμός), φέρεται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη θεωρητική προετοιμασία της Επανάστασης και κυριάρχησε για μερικές εκατοντάδες χρόνια. Καταβάλλεται δε έκτοτε προσπάθεια αναθέρμανσής του ως αποτέλεσμα των ιδεολογικών και άλλων παρεμφερών διεργασιών στον ελλαδικό χώρο.

Ο διαφωτισμός εκτείνεται από το 1688, εποχή της Αγγλικής Επανάστασης, μέχρι το 1789, εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Προβάλλεται, συνήθως, ως μια ευρεία επιστημονική, κοινωνική, οικονομική, πολιτική και ιδεολογική κίνηση αμφισβήτησης, μέσω της οποίας διεκδικούντο ελευθερία στοχασμού και έκφρασης, ανεξιθρησκεία, οικονομική ελευθερία, κατάργηση προνομίων, ισότητα, επαναπροσδιορισμός της σχέσης ανθρώπου-φύσης και πλήρης έκφραση της ανθρώπινης λογικής.

Αυτό που λίγο αργότερα αποκλήθηκε «ευρωπαϊκός διαφωτισμός» αποτέλεσε μια κίνηση από υψηλά ιστάμενους διανοούμενους, οι οποίοι, στη σύγκρουσή τους με το -τότε- παλιό καθεστώς, πρόβαλαν την ανάγκη της αστικής ανασυγκρότησης, επιχειρώντας να «ντύσουν» θεωρητικά τις τότε επαναστατικές κινήσεις και καταστάσεις που είχαν ως απώτερο στόχο να τελειώνουν μια και καλή με το παλιό καθεστώς που κατέρρεε.

Ωστόσο, το κίνημα αυτό δεν αποτέλεσε ένα ομοιογενές και κατασταλαγμένο φιλοσοφικό και ιδεολογικό ρεύμα. Στο σύνολό του, βέβαια, εξέφραζε μια εμμονή στην λογική ικανότητα των ανθρώπων, τον κριτικό έλεγχο, την άρνηση των στείρων παραδόσεων και της αυθεντίας, την αντίληψη περί της φυσικής ισότητας των ανθρώπων και, άρα, τη ριζοσπαστική ανάπλαση της κοινωνίας.

Όμως, αν εξετάσουμε το ρεύμα αυτό με τα δεδομένα των μετέπειτα δεκαετιών και αιώνων, θα δούμε ότι από εκεί ξεπήδησαν όλοι οι -ισμοί και οι διάφορες κοινωνιολογικές «σχολές» του μέλλοντος, οι οποίες, στην πλειοψηφία τους, ήταν ξεκομμένες από τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, όπως αυτές δημιουργούνταν και εκφράζονταν μέσα στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες.

Προσωπικά πιστεύω ότι αυτή καθεαυτή η λέξη «διαφωτισμός» ενέχει την έννοια της πρωτοπορίας, δηλαδή κάποιοι «φωτισμένοι» καλούνται να καθοδηγήσουν κάποιους άλλους «μη φωτισμένους». Καταβαλλόταν και συνεχίζει να καταβάλλεται μια προσπάθεια του να παρουσιαστεί ο λεγόμενος διαφωτισμός ως βασικός συντελεστής των όσων συνέβησαν στον ευρωπαϊκό χώρο τον 18ο και 19ο αιώνα, επιχειρώντας να εξαφανιστεί η όλη δράση των κυριαρχούμενων, στην περίπτωσή μας η δράση των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον ελλαδικό χώρο – και όχι μόνο. Αγνοείται ή εξαφανίζεται συνειδητά η δράση αυτή μέσω πομπωδών κηρυγμάτων, προσπαθώντας να προωθηθεί η ιδέα ότι αυτά άλλαξαν την πορεία των πραγμάτων και όχι η δραστηριότητα των κυριαρχούμενων.

Ακόμα και ορισμένες αριστερής απόχρωσης ερμηνείες των γεγονότων που οδήγησαν στο ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, δεν ξεφεύγουν από την «παγίδα» του να παρουσιαστούν κάποιοι διανοούμενοι ότι αυτοί ήταν που ξεσήκωσαν τους υπόδουλους.
Ο αναδρομικά αποκληθείς «νεοελληνικός διαφωτισμός» δεν υπήρξε παρά μια ετερόφωτη και καθυστερημένη, χρονικά, προσπάθεια ελάχιστων διανοούμενων να διαμορφώσουν τα ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά πλαίσια στα οποία, σύμφωνα με αυτούς, έπρεπε να χωρέσουν οι επιθυμίες και τα οράματα των κυριαρχούμενων του ελλαδικού χώρου, οι οποίοι ευελπιστούσαν να κατακτήσουν πρώτα και κύρια την ελευθερία τους.

Αν κοιτάξει κανείς την κοινωνική σύνθεση του τότε ελλαδικού χώρου, θα καταλάβει ότι επρόκειτο για μια σύνθεση που στη συντριπτική της πλειοψηφία απηχούσε μια εντελώς αναλφάβητη, πολυσυλλεκτική και πολυϊδιωματική κοινωνία, η οποία, ως εκ τούτου, ήταν ανίκανη και αδύναμη να ενστερνιστεί τον όποιο λόγο των φερόμενων ως διαφωτιστών. Αρκετοί εκπρόσωποι του νεοελληνικού διαφωτισμού εξεπλάγησαν με το ξέσπασμα της Επανάστασης. «… χρειάζεται πεντήκοντα ακόμη ετών παιδεία το γένος, δια να έλθη εις κατάστασιν να κατορθώσει τίποτε αυτοκινήτως και αυτουργώς» έγραφε ο Αδαμάντιος Κοραής 1

Πολύ απλά, τόσο οι ιδεολογικές απόψεις που εκτίθενται όσο και οι άνθρωποι-φορείς τους, που συγκροτούν το αφήγημα του νεοελληνικού διαφωτισμού, μάλλον απείχαν αρκετά από την τότε κοινωνική πραγματικότητα, την καθημερινή ζωή και τη δράση των ανθρώπων που βρίσκονταν υπό τον οθωμανικό ζυγό. Η πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών δεν περίμενε ποτέ τους «φωτισμένους» για να εξεγερθεί.

Οι φορείς του «νεοελληνικού διαφωτισμού» επιχείρησαν να καταλάβουν και να επενδύσουν ιδεολογικά τον χώρο των δομών της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αποτελούνταν από την Εκκλησία και τους Φαναριώτες και τους λογίους που τους περιέβαλαν. Όλοι αυτοί άλλοτε προέκριναν τη συγκρότηση ενός πολυεθνικού ελληνορθόδοξου Βασιλείου (Ρήγας Φεραίος, Φιλική Εταιρεία κ.λπ.) και άλλοτε την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος (Κοραής, Καποδίστριας κ.λπ.), συστήνοντας, φυσικά, διάφορα ρεύματα και διασπάσεις.

Βέβαια, συγκροτήθηκαν και λειτούργησαν και ανάλογες σχολές σε διάφορα κέντρα του τότε ελληνισμού (Γιάννινα, Θεσσαλονίκη, Σιάτιστα, Καστοριά, Μοσχόπολη, Χίο, Πάτμο και αλλού), αλλά και σε παροικίες ανά την Ευρώπη. Πιστεύω όμως –και αυτό φάνηκε περίτρανα από τα όσα διαδραματίστηκαν στην Επανάσταση και μετά από αυτή με τη στρεβλή συγκρότηση του νεοελληνικού Κράτους και όλες τις «παρενέργειες» που ακολούθησαν- ότι όλες αυτές οι κινήσεις αποδείχτηκαν περιορισμένες και αναποτελεσματικές. Και αυτό γιατί στην πλειοψηφία τους πατρονάρονταν ασφυκτικά από την Εκκλησία, η οποία στην ουσία καταπολεμούσε κάθε ριζοσπαστικό στοιχείο που επιχειρούσε να σχηματισθεί. Ο Ευγένιος Βούλγαρης έγραφε ότι «εις τα θεία και μυστηριώδη της πίστεως δόγματα, η ελευθερία του συλλογίζεσθαι είναι θρασύτης, διότι το να ζητείς τον λόγον εις τα λόγου επέκεινα, είναι άννοια» (2) και «… θεωρώ ως τελείαν δυστυχίαν ενός έθνους το να χυδαΐζουν οι φιλόσοφοι ή να φιλοσοφούσιν οι χυδαίοι». (3)

Επίσης, να τονισθεί είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στις παροικίες της Δυτικής Ευρώπης παρέχεται η δυνατότητα γνωριμίας με τον «ευρωπαϊκό διαφωτισμό» καθώς οι εγκατεστημένοι εκεί έμποροι είναι οι κατ’ εξοχήν μέντορες και φορείς της όλης διαδικασίας μιας και είχαν γενικότερο συμφέρον από τη διανομή της τεράστιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Άλλωστε, οι ίδιοι δεν ήταν φτωχοί αλλά πλούσιοι και ήταν λογικό να επιδιώκουν την επέκταση των οικονομικών τους δραστηριοτήτων, οι οποίες πήραν νέα ώθηση μέσω της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή.

Τέλος, οι μόνοι από τους «διαφωτιστές» που προσέγγιζαν κατά ένα μέρος τις ορθολογικές απόψεις Ευρωπαίων ομολόγων τους ήταν ο Χριστόδουλος Παμπλέκης (ο οποίος έλεγε «… και τους αγγέλους και τους διαβόλους εγώ δεν έχω χρέος να τους πιστεύω αλλά μόνον μίαν και άπειρον και αναγκαίαν ουσία» (4) και ο Θεόφιλος Καΐρης, με το δικής του παραλλαγής φιλοσοφικό-θρησκευτικό σύστημα («Θεοσέβεια»), αλλά και οι δύο εδιώχθησαν και αφορίστηκαν από την Εκκλησία. (5)

Η ιστορία, όμως, δεν σταματά εδώ, έχει και συνέχεια και, μάλιστα… συναρπαστική…

Σημειώσεις:
1.Παρατίθεται στο Γ. Διζικιρίκης, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και το Ευρωπαϊκό Πνεύμα, 1750-1821, σελ. 51
2.Στο ίδιο, σελ. 48.
3. Παρατίθεται στο Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία του Γλωσσικού μας Ζητήματος, σελ. 95-96.
4.Παρατίθεται στο Τάσος Βουρνάς, Γαλλική Επανάσταση και Ελλάδα, σελ. 180.
5.Στο ίδιο, σελ. 172-181.