Anatoly Dubovik
Ιστορία Διεθνούς Αναρχικού Κινήματος

Anatoly Dubovik*

Ο Alexei Alexeyevich Borovoi γεννήθηκε στις 30 Οκτώβρη 1875 στη Μόσχα, σε οικογένεια στρατηγού. Ωστόσο, δεν ακολούθησε στρατιωτική καριέρα και μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο της Μόσχας παρέμεινε εκει για να διδάξει στη Νομική Σχολή. Τα ενδιαφέροντα του Borovoi ήταν πολλά και ακόμη και στα φοιτητικά του χρόνια περιελάμβαναν ιστορία, φιλοσοφία, πολιτική οικονομία, παιδαγωγική, μουσική και λογοτεχνία. Ενδιαφερόταν, ακόμα, τον μαρξισμό που τον σεβόταν πολύ καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Το φθινόπωρο του 1904 ο Borovoi επισκέφτηκε το Παρίσι για επαγγελματικούς λόγους. Εκεί ως αρκετά μορφωμένος άνθρωπος, ήταν διανοητικά έτοιμος να δεχτεί τις αναρχικές ιδέες, ωστόσο, ήρθε σε αυτές μόνος του, και αρκετά απροσδόκητα ακόμη και για τον εαυτό του: «Κανείς δεν μου δίδαξε τον αναρχισμό, δεν με έπεισε, εγώ ο ίδιος ο Borovoi, ενήργησα γι’ αυτό» θυμήθηκε πολύ αργότερα. «Ξαφνικά, από κάποια άγνωστα βάθη, ήρθε και γεννήθηκε μέσα μου μια μεγάλη, καλοσχηματισμένη και διαφωτιστική σκέψη. Με ασυνήθιστη σαφήνεια, με νικηφόρο αίσθημα, η αίσθηση μιας στάσης που ήταν καινούργια για μένα γεννήθηκε μέσα μου… Σηκώθηκα από τον πάγκο στους Κήπους του Λουξεμβούργου ως ένας φωτισμένος, παθιασμένος, ασυμβίβαστος αναρχικός, και παραμένω».

Ως αναρχικός, ο Borovoi ανήκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο ατομικιστικό ρεύμα, ωστόσο, δεν μοιράστηκε ποτέ τις ακραίες θέσεις του ατομικισμού, όπως τα φιλοσοφικά συστήματα του Max Stirner και του Friedrich Nietzsche και παρέμεινε πάντα έξω από κινήσεις και ρεύματα. Αναμφίβολα, όμως, στο πρόσωπό του κέρδισε ο αναρχισμός, και όπως ανέφεραν μετέπειτα ερευνητές, «ένας πρωτότυπος και ρομαντικός σαν αυτόν στερείται οποιουδήποτε δογματισμού», ένας λαμπρός συγγραφέας του οποίου η «υπέροχη φιγούρα, το τολμηρό του στιλ και το χάρισμα της ομιλίας προδίδει έναν ποιητή, έναν καλλιτέχνη, όχι αυτό που είναι συνήθως γνωστό ως θεωρητικός».

Το φθινόπωρο του 1905, όταν η επανάσταση που είχε ξεκινήσει λίγους μήνες πριν ήταν στο αποκορύφωμά της, ο Borovoi επέστρεψε στη Ρωσία και συνέχισε την εργασία του στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Τον Απρίλητου 1906 διάβασε την πρώτη νομική, ανοιχτή διάλεξη της Ρωσίας σχετικά με τον αναρχισμό, η οποία είχε μεγάλη επιτυχία με τους διανοούμενους και εόιχε τίτλο «Κοινωνικά ιδανικά της σύγχρονης ανθρωπότητας».

Αρχικά ο Borovoi πίστευε σε μια πρωτότυπη σύνθεση μαρξιστικών απόψεων για την κοινωνιολογία και την ιστορία σε συνδυασμό με μια ατομικιστική φιλοσοφία που ήταν κοντά στις απόψεις του Stirner. Θεωρούσε την ιστορία του πολιτισμού ως διαδοχή κοινωνικών συστημάτων που αντικαθιστούν το ένα το άλλο και είναι αξιοσημείωτα για τον ολοένα αυξανόμενο βαθμό προσωπικής ελευθερίας. Η φεουδαρχική απολυταρχία αντικαθίσταται από το αστικό καθεστώς με δημοκρατικές ελευθερίες και την ανάπτυξη μηχανών και επιστημών. Αναπόφευκτα θα αντικατασταθεί από τον κρατικό σοσιαλισμό, ο οποίος με επαναστατικό τρόπο θα καταστρέψει τους εκμεταλλευτές, τις ιδιοκτήτριες τάξεις, θα καθιερώσει κρατικό έλεγχο σε όλη την οικονομική και κοινωνική ζωή και θα αντιμετωπίσει κοινωνικά προβλήματα όπως η φτώχεια και η ανεργία. Συγχρόνως, ωστόσο, θα διατηρήσει την πνευματική υποδούλωση της ανθρωπότητας από την «γενική εξουσία του σοσιαλιστικού σοβινισμού».

Η ανάπτυξη της ανθρωπότητας θα στεφθεί από την κοινωνία της απεριόριστης ατομικής ελευθερίας που αντικαθιστά φυσικά τον σοσιαλισμό - Αναρχία. Ο νεαρός Borovoi θεώρησε ότι ο ατομικισμός είναι το μόνο συνεπές αναρχικό σύστημα και είδε στον αναρχικό κομμουνισμό του Κροπότκιν, πρώτα απ’ όλα, μια εσωτερική αντίφαση μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας, του συλλογικού, καθώς και άρνηση της απόλυτης προσωπικής ελευθερίας. Μερικές φορές διακήρυξε ακόμη και ότι ο κομμουνισμός και ο αναρχισμός είναι αμοιβαία αποκλειστικές έννοιες. Ο Borovoi αναφέρθηκε στην αναζήτηση του τρόπου του συνδυασμού της απόλυτης ελευθερίας του ατόμου με τα συμφέροντα ολόκληρης της κοινωνίας ως «επιστημονικής θεωρίας του αναρχισμού» και το θεωρούσε ως κύριο καθήκον του ως θεωρητικός. Είδε τους πιο υποσχόμενους τρόπους για να το επιτύχει στη μέγιστη ανάπτυξη της επιστήμης και των μηχανημάτων που υποτίθεται ότι θα προκαλούσε πλήρη αφθονία υλικής ευημερίας.

Ξεκινώντας από το 1906, ο Borovoi έδωσε διαλέξεις για τον αναρχισμό σε διάφορες ρωσικές πόλεις και συμμετείχε στις δραστηριότητες του εκδοτικού οίκου «Λόγος» που εξέδωσε αναρχική βιβλιογραφία χωρίς προκαταρκτική [κυβερνητική] άδεια. Έγραψε επίσης αρκετά άρθρα για μια συλλογή με τον τίτλο «Ατομικιστής». Οι διαλέξεις είχαν συχνά τη μορφή αντικυβερνητικής προπαγάνδας και ο Borovoi καταδικάστηκε ακόμη σε ένα μήνα για μια από αυτές.

Αλλά ο ίδιος ο Borovoi παρέμεινε ανεξάρτητος από τον άμεσο επαναστατικό αγώνα και τις αναρχικές οργανώσεις οποιουδήποτε είδους, έτσι οι πολυάριθμοι Ρώσοι αναρχομμουνιστές και συνδικαλιστές τον θεωρούσαν ψευδοαναρχικό που στην πραγματικότητα υποστήριζε την κοινοβουλευτική δημοκρατία με σοσιαλδημοκρατικό πνεύμα. Ο Μπόροβοι δέχτηκε επίθεση με επίπονο τρόπο στο Διεθνές Αναρχικό Συνέδριο του Άμστερνταμ το καλοκαίρι του 1907. Ένας από τους κορυφαίους αναρχικούς της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Ζαμπρέζνιεφ στην έκθεσή του "Υπερασπιστές του ατομικιστικού αναρχισμού στη Ρωσία" αναφερόταν στις αντικομμουνιστικές και ατομικιστικές θεωρίες του ως "Νιτσεικές φράσεις”.

Στα τέλη του 1910, ο Borovoi αντιμετώπισε την παραπομπή του σε δίκη σχετικά με τη δράση του εκδοτικού οίκου «Λόγος». Καταδικάστηκε σε σχεδόν ένα χρόνο φυλάκισης, γι’ αυτό προτίμησε να δραπετεύσει στο εξωτερικό. Αφού εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, ο Borovoi βρήκε εργασία διδάσκοντας Πολιτική Οικονομία και Ιστορία στο Ρωσικό Λαϊκό Πανεπιστήμιο και το Ελεύθερο Κολλέγιο Κοινωνικών Επιστημών, το οποίο ιδρύθηκε από Γάλλους αναρχικούς. Η προσωπική του γνωριμία με αυτούς ώθησε τον Borovoi να ενδιαφερθει για τις θεωρίες και τις πρακτικές του γαλλικού προλεταριακού συνδικαλιστικού κινήματος και τον ανάγκασε να αναθεωρήσει ριζικά την έως τότε ατομικιστική του στάση. Έτσι, στις διαλέξεις του, ο Borovoi άρχισε να υποστηρίζει τον επαναστατικό συνδικαλισμό που αρνιόταν τον κοινοβουλευτισμό και είχε ως στόχο την ανοικοδόμηση της κοινωνίας μέσω της κοινωνικής επανάστασης. Ωστόσο, παρέμεινε αρκετά σκεπτικός με τον κλασικό αναρχικό κομμουνισμό.

Το 1913 η τσαρική κυβέρνηση διακήρυξε αμνηστία για τους πολιτικούς κρατούμενους, μια διακήρυξη που συνέπεσε με την 300ή επέτειο της δυναστείας των Ρομάνοφ. Με την επιστροφή του στη Ρωσία, ο Borovoi εργάστηκε ως κοινωνικός και πολιτικός δημοσιογράφος σε περιοδικά της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας. Προετοίμαζε επίσης ένα νέο έργο αφιερωμένο στο συνδικαλιστικό κίνημα. Το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας ήταν το βιβλίο “Επαναστατική δημιουργικότητα και Κοινοβούλιο” που κυκλοφόρησε το 1917.

Έτσι, η δεύτερη ρωσική επανάσταση που ξεκίνησε τον Φλεβάρη του 1917 χαιρετίστηκε όχι μόνο από έναν φιλόσοφο που ονειρεύτηκε αφηρημένα ιδανικά αναρχίας. Ο Borovoi ήταν τότε ενεργός προπαγανδιστής που συμμετείχε στην πρακτική δουλειά οργανώσεων και ομάδων. Ήδη από τον Απρίλη του 1917 ο Borovoi συνδιοργάνωσε τη συνδικαλιστική Ομοσπονδία Ενώσεων Εργατών Διανοητικής Εργασίας που συνένωσε δασκάλους, γιατρούς κ.ά. Κυκλοφόρησε, επίσης, την εφημερίδα “Klich (“Το Κάλεσμα”). Δυστυχώς, η Ομοσπονδία δεν έλαβε μεγάλη υποστήριξη από τη ρωσική κοινή γνώμη και διαλύθηκε στα τέλη του 1917. Την άνοιξη του 1918 ο Borovoi ξεκίνησε τη δημιουργία της Ένωσης Ιδεολογικής Προπαγάνδας του Αναρχισμού και του έντυπου οργάνου της, καθημερινής εφημερίδας “Zhizn” (“Ζωή”). Οι σύντροφοι του Borovoi στην Ένωση ήταν βετεράνοι του επαναστατικού αναρχικού κινήματος: Pyotr Arshinov, Iuda Grossman-Roschin, και ο παλιός μας φίλος Vladimir Zabrezhnev που επέκριναν τον Borovoi τόσο παθιασμένα πριν από δέκα χρόνια.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο ατομικισμός ήταν εγγενής στις ιδέες του Borovoi καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και τα άρθρα το 1917 και το 1918, καθώς και το νέο του βιβλίο “Αναρχισμός”, φέρουν μια αξιοσημείωτη αποτύπωση αυτών των απόψεων. Αρνούμενος οποιαδήποτε εξουσία και εξαναγκασμό, ο συγγραφέας δεν αποτυγχάνει ποτέ να τονίσει ότι «για τον αναρχισμό ποτέ, σε καμία περίπτωση δεν θα επιτευχθεί αρμονία μεταξύ των προσωπικών και κοινωνικών αρχών. Η αντινομία τους είναι αναπόφευκτη. Αλλά είναι το κίνητρο για συνεχή ανάπτυξη και τελειότητα του ατόμου, για άρνηση οποιωνδήποτε απόλυτων ιδανικών”. Έτσι, για τον Borovoi, η πρωταρχική σημασία δεν δίνεται στον Αναρχισμό ως σκοπό αλλά στην Αναρχία ως συνεχής αναζήτηση του σκοπού: «Κανένα κοινωνικό ιδανικό, από την άποψη του αναρχισμού, δεν θα μπορούσε να εκλαμβάνεται ως απόλυτο με την έννοια που υποθέτει ότι είναι το στέμμα της ανθρώπινης σοφίας, το τέλος της κοινωνικής και ηθικής αναζήτησης του ανθρώπου”.

Η εφημερίδα “Zhizn” έκλεισε από τις σοβιετικές αρχές το καλοκαίρι του 1918 μαζί με άλλα όργανα αναρχικής προπαγάνδας. Ένα χρόνο αργότερα οι σύντροφοί του στην Ένωση Ιδεολογικής Προπαγάνδας αποχώρησαν από την οργάνωση. Κάποιοι προσχώρησαν στους Μπολσεβίκους, και κάποιοι, όπως ο Αρσίνωφ, εντάχθηκαν στο μαζικό αναρχικό κίνημα της Ουκρανίας, τη Μαχνοβτσίνα. Ο Borovoi παρέμεινε ο μοναδικός ηγέτης της Ένωσης, αλλά δεν σταμάτησε να εργάζεται γι’ αυτό. Μέχρι το 1922 οργάνωσε διαλέξεις για την ιστορία και τη θεωρία του αναρχισμού και συμμετείχε στην έκδοση κλασικής αναρχικής λογοτεχνίας. Ο Borovoi διέδωσε πραγματικά τον αναρχισμό μεταξύ των φοιτητών του Πανεπιστημίου της Μόσχας και άλλων ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έκανε διαλέξεις για την ιστορία του σοσιαλισμού, του εργατικού κινήματος, των νεότερων τάσεων του καπιταλισμού κ.λπ. Πρέπει να αναφερθεί ότι η υψηλή του θέση ως επιστήμονα επιβεβαιώθηκε με τον διορισμό του καθηγητή της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας το 1919.

Οι απόψεις του Borovoi άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 απέβαλε κλάθε ίχνος ατομικισμού και πλησίασε τον κλασικό αναρχισμό. Ο ίδιος ο Borovoi αναφέρθηκε στις απόψεις του ως «αναρχο-ανθρωπισμό». Τώρα έχει αποδεχτεί τη δυνατότητα συμβιβασμού μεταξύ κοινωνικών και προσωπικών συμφερόντων βάσει του σοσιαλιστικού συλλογισμού. Οι απόψεις του Borovoi για την εποχή παρουσιάστηκαν στο πιο στοχαστικό και βαθύ βιβλίο του, το 1921 με τίτλο «Άτομο και Κοινωνία στην Αναρχική Κοσμοθεώρηση».

Στα τέλη του 1921, χρησιμοποιώντας την προσπάθεια των φοιτητών του Κομμουνιστικού Πανεπιστημίου να οργανώσουν μια ανοιχτή συζήτηση «Αναρχισμός εναντίον Μαρξισμού» (οι δύο αντίθετες ιδεολογίες έπρεπε να υπερασπιστούν από τον Borovoi και το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων Νικολάι Μπουχάριν) ως πρόσχημα, οι αρχές έδιωξαν τον Borovoi από το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας - κατηγορήθηκε ότι ήταν αντισοβιετικός. Το φθινόπωρο του 1922 του αφαιρέθηκε η ιδιότητα του καθηγητή και του απαγορεύτηκε να διδάξει. Μετά από αυτό ο Borovoi έπρεπε να αφιερωθεί στο επάγγελμα του οικονομολόγου. Αλλά ακόμη και τη δεκαετία του 1920, όταν ο νομικός αναρχισμός ασκούσε αυξανόμενη πίεση, συνέχισε να παίζει ενεργό ρόλο στο αναρχικό και κοινωνικό κίνημα. Εργάστηκε ως εκδότης στον αναρχοσυνδικαλιστικό εκδοτικό οίκο Golos Truda (Φωνή της Εργασίας), ήταν μέλος πολλών φορέων ιστορίας καθώς και του Επιστημονικού Τμήματος της Ρωσικής Δημόσιας Επιτροπής (VOK) για τη μνήμη του Peter Kropotkin. Η συμμετοχή του στο VOK ήταν ιδιαίτερα σημαντική καθώς του επέτρεψε να διαλέξει στο Μουσείο Kropotkin, το οποίο μέχρι το 1929 παρέμεινε το μόνο νόμιμο καταφύγιο του αναρχισμού στη χώρα των Σοβιέτ. Ο Borovoi ήταν γραμματέας του επιστημονικού τμήματος και το 1925 εξελέγη αναπληρωτής πρόεδρος της επιτροπής.

Το καλοκαίρι του 1927 μια ομάδα βετεράνων αναρχικών της Μόσχας (συμπεριλαμβανομένου και του Borovoi) επιχείρησε να οργανώσει μια εκστρατεία υποστήριξης των αναρχικών Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βανζέτι που καταδικάστηκαν σε θάνατο στις ΗΠΑ. Περίμεναν ότι η εκστρατεία, εκτός από τον άμεσο σκοπό της, θα τους επέτρεπε να διαδίδουν ανοιχτά τις αναρχικές ιδέες, καθώς και να υψώσουν τη φωνή τους υπέρ των εξόριστων και φτωχών αναρχικών στην ΕΣΣΔ. Οι αναρχικοί υπέβαλαν επανειλημμένα αίτηση για άδεια για συνάντηση αλληλεγγύης από τη σοβιετική πόλη της Μόσχας, αλλά στο τέλος απορίφθηκε.

Ωστόσο, η σύντομη ύπαρξη του Προεδρείου για την Άμυνα του Sacco και του Vanzetti έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενοποίηση των αναρχικών της Μόσχας. Γύρω από βετεράνους όπως ο Βλαντιμίρ Μπαρμάς, ο Αλεξέι Μποροβόι, ο Νικολάι Ρογκντάιεφ και ο Βλαντιμίρ Χουντολέι μερικοί από την «παλαιά φρουρά» που δεν εγκατέλειψαν τις απόψεις τους, καθώς και νέοι που μόλις ανακάλυψαν τον αναρχισμό και άρχισαν να συσπειρώνονται.

Δημιούργησαν μια υπόγεια ομάδα που απέκτησε επαφές με την εκδοτική ομάδα του αναρχικού περιοδικού «Delo Truda» («Εργατική Υπόθεση») με έδρα το Παρίσι, το οποίο εκδόθηκε από τους Arshinov και Nestor Makhno. Αφού μελετούσαν την περίφημη πλατφόρμα, την πήραν ως το θεμέλιο των απόψεών τους. Η πρακτική συμμετοχή του Borovoi στις δραστηριότητες του Ομίλου Barmash-Khudolei περιελάμβανε τη συλλογή άρθρων για τα Δέκα Χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης, που έδωσαν μια πολιτική και οικονομική ανάλυση της πρώτης δεκαετίας της κυριαρχίας των Μπολσεβίκων. Τα κείμενα της συλλογής διοχετεύθηκαν παράνομα στο εξωτερικό και δημοσιεύθηκε ως φυλλάδιο στο Παρίσι. Ο Borovoi οργάνωσε επίσης τον αγώνα ενάντια στους «αναρχικούς-μυστικιστές» - «μια άσχημη ανάπτυξη στο σώμα του αναρχισμού», όπως χαρακτήρισε αυτή την «εσωτεριστική» διδασκαλία, που προσπάθησε να αντικαταστήσει τον επιστημονικό αθεϊσμό και την ταξική προσέγγιση του Κροπότκιν και των οπαδών του με ασαφή ιδεολογήματα και θρύλους περί αγγέλων και τους δαιμόνων και αντιδραστικά επιχειρήματα σχετικά με τη χρησιμότητα του επαναστατικού αγώνα και τυχόν απόπειρες βίαιοθ μετασχηματισμού βίαια της κοινωνίας.

Στις αρχές του 1929, η «Delo Truda» δημοσίευσε μια συλλογική επιστολή από τους αναρχικούς της Μόσχας που χαιρέτισαν τη δραστηριότητα του περιοδικού και την ομάδα που το δημοσίευσε ως το μόνο που μπορεί να οδηγήσει τον επαναστατικό αναρχισμό από την κρίση. Η επιστολή συνυπογράφηκε από τον Borovoi, ο οποίος τάχθηκε έτσι υπέρ των δραστηριοτήτων των Πλατφορμιστών - που ήταν υπέρ μιας ενιαίας οργάνωσης αναρχικών κομμουνιστών, με μια κάποια πειθαρχία και υπευθυνότητα. Όλα αυτά ήταν αδιανόητα πράγματα πριν από δέκα χρόνια για τον Borovoi και σηματοδότησαν την τελική του ρήξη με τον ατομικιστικό αναρχισμό.

Τον Μάη του 1929 ο Borovoi συνελήφθη από την OGPU, μαζί με συντρόφους του στη Μόσχα. Κατηγορήθηκαν για «δημιουργία παράνομων αναρχικών ομάδων στη Μόσχα, διανομή αντισοβιετικής λογοτεχνίας, συνδέσεις με την αναρχική μετανάστευση». Στις 12 Ιουλίου, η OGPU τον καταδίκασε σε τρία χρόνια εξορίας στη Vyatka.

Η απελευθέρωση από αυτήν την εξορία δεν επέφερε σοβαρή χαλάρωση των συνθηκών ζωής για τον παλιό αναρχικό. Τα όργανα ασφαλείας απαγόρευαν στον Borovoi να ζήσει στις μεγάλες πόλεις και περιόρισε την επιλογή εργασίας του. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Vladimir εργαζόμενος ως λογιστής, σε απομόνωση και φτώχεια.

Ο Alexei Alexeyevich Borovoi πέθανε στις 21 Νοέμβρη 1935.

Το Ρωσικό Κρατικό Αρχείο Λογοτεχνίας και Τέχνης διατηρεί ακόμη τα μεγάλα προσωπικά αρχεία του Borovoi. Εκεί υπάρχουν ένα χειρόγραφο του βιβλίου του για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, αλληλογραφία με τους Andrei Bely, Alexander Blok, Valery Bryusov, Boris Pasternak, Alexander Chayanov και πολλούς άλλους καλλιτέχνες και επιστήμονες, καθώς και ημιτελή απομνημονεύματα. Μια μέρα τα αδημοσίευτα έργα του Borovoi για τη φιλοσοφία, την ιστορία και τον αναρχισμό θα αποχαρακτηρισθούν από τα αρχεία.

*Αγγλική μετάφραση: Szarapow. Δημοσιεύτηκε στο https://www.katesharpleylibrary.net/228105 Ελληνική μετάφραση: Ούτε Θεός - Ούτε Αφέντης.