Η Louise Olivereau γεννήθηκε το 1884 στο Douglas του Wyoming των ΗΠΑ. Ήταν ποιήτρια και δασκάλα στο Μοντέρνο Σχολείο Francisco Ferrer στο Portland του Oregon.

Στις 30 Νοέμβρη του 1917, δικάστηκε στο Seattle, με διάφορες κατηγορίες σχετικά με κατασκοπεία και αποστολή επιστολών με τις οποίες ενθάρρυνε νέους κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να αντισταθούν στη στρατιωτική θητεία και να γίνουν αντιρρησίες συνείδησης. Σύμφωνα με τον (τότε) νέο νόμο περί κατασκοπείας, με βάση τον οποίον καθίσταντο παράνομες όλες οι αντιμιλιταριστικές απόψεις, στις 5 Σεπτέμβρη 1917, η αστυνομία εισέβαλε στα γραφεία της IWW στο Seattle, όπου δραστηριοποιείτο η Louise από το 1915, και κατέσχεσε βιβλία και φυλλάδια.

Κατά τη διάρκεια της δίκης της η ίδια παραδέχθηκε ότι έστελνε επιστολές, αλλά κατέθεσε ότι ενήργησε από μόνη της. Επίσης, τόνισε ότι τα περισσότερα από όσα έγραψε στις επιστολές της ήταν διαθέσιμα στις δημόσιες βιβλιοθήκες και εξέθεσε την αναρχική της σκέψη για την αδικία του πολέμου.

Στις 13 Δεκέμβρη 1917 καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκισης στο Canyon City του Colorado, αλλά απελευθερώθηκε μετά από 28 μήνες. Κατά τη διάρκεια της κράτησής της, είχε μια βαθιά αλληλογραφία με τη φίλη της Emma Goldman, και όταν απελευρώθηκε βοήθησε στην οργάνωση συνέδριων στο Portland. Πριν αποσυρθεί τελικά ο νόμος περί κατασκοπείας, η Louise συνεργάστηκε με το περιοδικό “Mother Earth” της Emma Goldman.

Πέθανε στο San Francisco στις 11 Μάρτη 1963.

*Πηγή: Walter Ranieri. Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.