Φώτο: Costas Ordolis

Στο Κουκλόσπιτο ο Ibsen επιστρέφει σε ένα θέμα πολύ σημαντικό για αυτόν – το Κοινωνικό Ψέμα και το Καθήκον – αυτή τη φορά όπως παρουσιάζονται στον ιερό θεσμό του σπιτιού και στη θέση της γυναίκας στο χρυσό της κλουβί.

Η Nora είναι η αγαπημένη, λατρεμένη γυναίκα του Torvald Helmer. Είναι ένας σπουδαίος άνδρας, αυστηρά τίμιος, με υψηλά ηθικά ιδανικά, και παθιασμένα αφοσιωμένος στη γυναίκα και τα παιδιά του. Με λίγα λόγια, ένας καλός άνθρωπος και ένας αξιοζήλευτος σύζυγος. Σχεδόν κάθε μητέρα θα ήταν περήφανη για ένα τέτοιο γάμο για τη κόρη της, και η τελευταία θα αισθάνονταν τυχερή να γίνει η γυναίκα ενός τέτοιου άνδρα.

Η Nora επίσης θεωρεί τον εαυτό της τυχερό. Πράγματι, λατρεύει τον άνδρα της, πιστεύει σε εκείνων βαθιά, και είναι σίγουρη αν ποτέ απειλούνταν η ασφάλεια της, ο Torvald, το είδωλό της, ο θεός της, θα έκανε το θαύμα του.

Όταν μια γυναίκα αγαπάει όπως η Nora, τίποτα άλλο δεν έχει σημασία· λιγότερο από όλα οι κοινωνικές, νομικές ή ηθικές ανησυχίες. Έτσι, όταν η ζωή του άντρα της απειλείται, δεν είναι κόπος, είναι χαρά για την Nora να πλαστογραφήσει το όνομα του πατέρα της σε ένα σημείωμα και με αυτό δανείζεται 800 κορώνες, για να πάει τον άρρωστο άντρα της στην Ιταλία.

Στην ανυπομονησία της να εξυπηρετήσει τον άντρα της, και με απόλυτη άγνοια της νομικής πλευράς της πράξης της, δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στη πράξη της, πέρα από το άγχος της να τον προστατέψει από κάθε επείγουσα ανάγκη που μπορεί να απαιτήσει από εκείνον να κάνει το θαύμα για χάρη της. δουλεύει σκληρά, και εξοικονομεί κάθε δεκάρα από τα χρήματα για τα μικροέξοδα της για να ξεπληρώσει το ποσό που δανείστηκε με το πλαστογραφημένο χαρτί.

Η Nora είναι καλόκαρδη και χαρωπή, φαινομενικά δίχως βάθος. Ποιος, πράγματι, θα περίμενε βάθος από μια κούκλα, ένα «σκιουράκι», ένα ωδικό πτηνό; Ο σκοπός της στη ζωή είναι να είναι χαρούμενη για χάρη του άντρα της, για χάρη των παιδιών της· να τραγουδά, να χορεύει, και να παίζει μαζί τους. Δεν είναι άλλωστε προφυλαγμένη, προστατευμένη, και φροντισμένη; Ποιος, λοιπόν, θα υποπτεύονταν πως η Nora έχει βάθος; Ήδη από την πρώτη σκηνή, όταν ο Torvald ρωτάει τι θέλει το ακριβό του «σκιουράκι» θέλει για δώρο Χριστουγέννων, η Nora του ζητά αμέσως χρήματα. Είναι για να αγοράσει γλυκά ή ακριβά ρούχα; Στη συζήτηση της με την Κυρία Linden, η Nora αποκαλύπτει τον εσωτερικό της εαυτό, και προβλέπει το αναπόφευκτο φιάσκο του κουκλόσπιτου της.

Αφού λέει στην φίλη της πως έσωσε τον άνδρα της, η Nora λέει: «Όταν ο Torvald μου έδινε χρήματα για ρούχα και άλλα, δεν χρησιμοποίησα ποτέ περισσότερα από τα μισά· αγόραζα πάντοτε τα πιο απλά πράγματα... ο Torvald δεν παρατήρησε ποτέ τίποτα. Συχνά όμως ήταν πολύ δύσκολο, αγαπημένη μου Christina. Γιατί είναι ωραία να είσαι όμορφα ντυμένη. Έτσι δεν είναι;... Λοιπόν, και πέρα από αυτό, έβγαλα χρήματα και με άλλους τρόπους. Πέρυσι το χειμώνα ήμουν τόσο τυχερή – είχαν να αντιγράψω ένα σωρό. Κλεινόμουν κάθε απόγευμα και έγραφα μέχρι αργά τη νύχτα.
Ω, μερικές φορές ήμουν τόσο κουρασμένη, τόσο κουρασμένη. Και όμως ήταν ωραίο να δουλεύω έτσι και να κερδίζω χρήματα. Σχεδόν αισθανόμουν σαν να ήμουν άνδρας».

Βαθιά μέσα στη συνείδηση της Nora υπάρχει κοιμισμένη εμφανώς προσωπικότητα και χαρακτήρας, που θα παρουσιαστεί ολοκληρωτικά μόνο μέσα από ένα σπουδαίο θαύμα – όχι του είδους που η Nora ελπίζει, αλλά θαύματος έτσι και αλλιώς.

Η Nora είχε δανειστεί τα χρήματα από τον Nils Krogstad, έναν άνδρα με ύποπτο παρελθόν στα μάτια της κοινότητας και του ενάρετου ηθικιστή, Torvald Helmer. Για όσο ο Krogstad έχει ένα ελάχιστο χώρο για να αναπνεύσει που ένας χριστιανικός λαός δίνει σε κάποιον που κάποτε παρέκβηκε τους νόμους του, είναι ένας λογικός άνθρωπος. Δεν κακοποιεί την Nora. Όταν όμως ο Helmer γίνεται διευθυντής της τράπεζας στην οποία δουλεύει ο Krogstad, και τον απειλεί με απόλυση, ο Krogstad φυσικά αντεπιτίθεται. Για αυτό λέει στη Nora: «Αν χρειαστεί θα παλέψω σαν αν ήταν η ζωή μου για να κρατήσω την ασήμαντη θέση μου στη τράπεζα... Δεν είναι μόνο τα χρήματα· αυτό είναι το λιγότερο που με ενδιαφέρει. Είναι κάτι άλλο. Λοιπόν ας είμαι ξεκάθαρος για αυτό. Φυσικά θα γνωρίζετε, όπως και όλοι οι άλλοι, πως πριν κάποια χρόνια εγώ – είχα μπλεξίματα.... Το θέμα δεν έφτασε ποτέ στα δικαστήρια, αλλά από εκείνη τη στιγμή όλοι οι δρόμοι έκλεισαν για εμένα. Τότε έκανα αυτό που ξέρετε. Ήμουν υποχρεωμένος να πιαστώ από κάπου· και δε νομίζω πως ήμουν ο χειρότερος. Τώρα όμως πρέπει να τα καθαρίσω όλα. Οι γιοι μου μεγαλώνουν· για χάρη τους πρέπει να προσπαθήσω να κερδίσω πίσω όσο περισσότερο σεβασμό γίνεται. Αυτή η θέση στη τράπεζα ήταν το πρώτο βήμα, και τώρα ο συζυγός σας θέλει να με πετάξει από τη σκάλα, πίσω στην λάσπη. Κυρία Helmer, προφανώς δεν έχετε ιδέα τι έχετε κάνει στη πραγματικότητα. Μπορώ να σας βεβαιώσω όμως πως δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα χειρότερο από αυτό που με έκανε απόκληρο από τη κοινωνία.... Σας λέω όμως αυτό, πως αν με πετάξουν στο δρόμο για δεύτερη φορά, θα μου κάνετε παρέα».

Ακόμη και όταν έρχεται αντιμέτωπη με αυτή την φρικτή απειλή η Nora, δεν φοβάται για τον εαυτό της, μόνο για τον Torvald -τόσο καλός, τόσο ειλικρινής, που έχει τόση απέχθεια για τα χρέη, αλλά που την αγαπάει τόσο αφοσιωμένα που για το χατίρι της θα πάρει το φταίξιμό της πάνω του. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει ποτέ. Η Nora επίσης ξεκινά να πολεμάει για μια ζωή, για τη ζωή του άντρα και των παιδιών της. δεν της είπε ο Helmer πως η ίδια η παρουσία ενός εγκληματία ενός εγκληματία όπως ο Krogstad δηλητηριάζει τα παιδιά; Και δεν είναι αυτή εγκληματίας;

Ο Torvald Helmer την διαβεβαιώνει, με την ανδρική του έπαρση, πως «η πρώιμη διαφθορά έρχεται από τη πλευρά της μητέρας, αλλά φυσικά η επιρροή του πατέρα μπορεί να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο. Και αυτός ο Krogstad δηλητηριάζει τα ίδια του τα παιδιά για χρόνια με μια ζωή από ψέματα και υποκρισία – για αυτό τον αποκαλώ ηθικά κατεστραμμένο».

Η φτωχή Nora, που δεν μπορεί να καταλάβει γιατί μια κόρη δεν έχει το δικαίωμα να απαλλάξει τον ετοιμοθάνατο πατέρα της από το άγχος, ή γιατί μια σύζυγος δεν έχει το δικαίωμα να σώσει τη ζωή του άντρα της, φυσικά δεν συνειδητοποιεί τον αληθινό χαρακτήρα του ειδώλου της. Σταδιακά όμως το πέπλο απομακρύνεται. Στην αρχή, όταν σε απάντηση προς τις απελπισμένες εκκλήσεις της για τον Krogstad, ο άντρας

της αποκαλύπτει το πραγματικό λόγο που θέλει να τον ξεφορτωθεί: «Το γεγονός είναι, πως ήταν φίλος μου στο κολέγιο – ήταν από εκείνες τις αστόχαστε φιλίες μεταξύ μας, που κάποιος αργότερα τις μετανιώνει. Δεν με ενοχλεί να το εκμυστηρευτώ – με αποκαλεί με το μικρό μου όνομα· και επιμένει να το κάνει ακόμη και όταν είναι άλλοι μπροστά. Ευχαριστιέται να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα οικειότητας – Torvald εδώ, Torvald εκεί! Σε διαβεβαιώνω είναι ιδιαίτερα επώδυνο για μένα. Θα έκανε τη θέση μου στη τράπεζα εντελώς αβάσταχτη».

Και ξανά όταν έρχεται το τελευταίο χτύπημα. Για 48 ώρες η Nora μάχεται για το ιδανικό της, δίχως να αμφισβητεί ποτέ τον Torvald ούτε στιγμή. Πράγματι, είναι τόσο απόλυτα σίγουρη πως είναι ο βράχος της, ο κύριος της, ο θεός της, που θα προτιμούσε να αυτοκτονήσει παρά να πάρει την ευθύνη για τη πράξη της. το τέλος έρχεται, και με αυτό το κουκλόσπιτο καταρρέει, και η Nora πετάει το κουκλίστικο φόρεμα της – αποβάλλει το δέρμα της, κατά κάποιο τρόπο. Ο Torvald Helmer αποδεικνύεται ένας μικροπρεπής βάρβαρος, ένας νταής και δειλός, όπως τόσοι πολλοί αξιοπρεπείς σύζυγοί όταν βγάζουν από πάνω τους το μανδύα του ευυπόληπτου.

Η οργή του Helmer για το έγκλημα της Nora υποχωρεί τη στιγμή που αποτρέπεται η κίνδυνος της δημοσιοποίησης – αποδεικνύοντας πως ο Helmer, όπως πολλοί ηθικιστές, δεν είναι τόσο θυμωμένςο με το έγκλημα της Nora όσο από το φόβο του να γίνει γνωστό. Για την Nora δεν είναι έτσι. Η αποκάλυψη αυτή είναι η σωτηρία της. τότε είναι που συνειδητοποιεί πόσο πολύ αδικήθηκε, πως είναι απλά ένα παιχνίδι, μια κούκλα για τον Helmer. Στην απογοήτευση της λέει, «Δεν με αγάπησε ποτέ. Απλά νόμιζες πως θα ήταν διασκεδαστικό να με ερωτευτείς».
«Helmer: Γιατί, Nora, τι πράγμα να πιστεύεις!

Nora: Έτσι είναι, Torvald. Ενώ ήμουν στο σπίτι με το πατέρα συνήθιζε να μου λέει όλες του τις απόψεις και είχα τις ίδιες απόψεις. Αν είχα διαφορετικές τις έκρυβα, γιατί δεν θα του άρεσε συνήθιζε να με λέει το κουκλόπαιδο του, και να παίζει μαζί μου όπως έπαιζα εγώ με τις κούκλες μου. Τότε ήρθα να μείνω στο σπίτι σου – εννοώ πέρασα από τα χέρια του πατέρα μου στα δικά σου. Έκανες τα πάντα σύμφωνα με το γούστο σου· και απέκτησα και εγώ τα ίδια γούστα με εσένα· ή προσποιούμαι – δεν ξέρω τι – ίσως και τα δύο. Όταν το κοιτάω τώρα, μοιάζει σα να ζούσα σαν ζητιάνα, από το χέρι στο στόμα. Επιβίωνα κάνοντας κόλπα για σένα. Torvald. Αλλά έτσι ήθελες. Εσύ και ο πατέρας μου κάνατε μεγάλο κακό. Είναι δικό σας λάθος που χαραμίστηκε η ζωή μου…

Helmer: Είναι εξοργιστικό! Μπορείς να απαρνηθείς τα ιερότερα καθήκοντά σου κατά αυτό το τρόπο;

Nora: Τι αποκαλέις τα ιερότερα μου καθήκοντα;

Helmer: Με ρωτάς αυτό το πράγμα; Τα καθήκοντά σου στον άντρα και τα παιδιά σου. Nora: Έχω άλλα καθήκοντα εξίσου ιερά.

Helmer: Αδύνατο! Ποια καθήκοντα εννοείς;


Nora: Τα καθήκοντα προς τον εαυτό μου.

Helmer: Πάνω από όλα τα άλλα είσαι σύζυγος και μητέρα.

Nora: Αυτό δεν το πιστεύω πια. Πιστεύω πως πριν από όλα είμαι ανθρώπινο ον, όπως και εσύ – ή τουλάχιστον, θα προσπαθήσω να γίνω. Ξέρω πως οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν μαζί σου, Torvald, και το λένε αυτά στα βιβλία. Αλλά από εδώ και μπρος δεν μπορώ να ικανοποιηθώ με ότι λένε οι περισσότεροι άνθρωποι, και με ότι είναι στα βιβλία. Πρέπει να σκεφτώ τα πράγματα για τον εαυτό μου και να προσπαθήσω να τα ξεκαθαρίσω.... Ζούσα εδώ αυτά τα οχτώ χρόνια με ένα ξένο άνδρα, και του γέννησα τρία παιδιά – Δεν αντέχω να το σκέφτομαι – Θα μπορούσα να κάνω τον εαυτό μου κομμάτια!... Δεν μπορώ να περάσω τη νύχτα στο σπίτι ενός ξένου άνδρα.»

Υπάρχει κάτι πιο υποτιμητικό για μια γυναίκα από το να ζει με ένα ξένο, και να του κάνει παιδιά; Ωστόσο, το ψέμα του θεσμού του γάμου λέει πως πρέπει να συνεχίσει να το κάνει, και η κοινωνική αντίληψη του καθήκοντος επιμένει πως για χάρη αυτού του ψέματος δεν πρέπει αν είναι τίποτα άλλο από ένα παιχνίδι, μια κούκλα, μια μη ύπαρξη.

Όταν η Nora κλείνει πίσω της την πόρτα του κουκλόσπιτου της, ανοίγει διάπλατα τη πύλη της ζωής για τη γυναίκα, και διακηρύσσει το επαναστατικό μήνυμα πως μόνο η τέλεια ελευθερία και επικοινωνία δημιουργούν ένα πραγματικό δεσμό μεταξύ άνδρα και γυναίκας, ερχόμενοι κοντά στα ανοιχτά, δίχως ψέματα, δίχως ντροπή, ελεύθεροι από τα δεσμά του καθήκοντος.

*Κείμενο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ (1914). Διαθέσιμο στην ιστοσελίδα The Anarchist Library. Μετάφραση: Δημήτρης Πλαστήρας. Πρώτη δημοσίευση στο provo.gr Εμείς το πήραμε από εδώ: https://geniusloci2017.wordpress.com/2019/08/04/ibsen/

Ο Henrik Ibsen