Στην Ουρουγουάη, ένας αριθμός αναρχικών συμμετείχε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα (MLN), που ιδρύθηκε το 1962, γνωστό και ως Tupamaros (από το όνομα ενός προπολεμικού βασιλιά που ηγήθηκε μερικών από τις τελευταίους αυτόχθονες που αντιστάθηκαν στην ισπανική αποικιοκρατία). Το 1965, οι Tupamaros -που συμμετείχαν σε μεγάλο βαθμό στην οργάνωση των εργατών ζαχαροκάλαμου- μετατοπίστηκαν σε τακτικές αντάρτικου πόλης. Επηρεάστηκαν, επίσης, εν μέρει από τη βραχύβια Εθνική Απελευθερωτική Δράση του Carlos Marighella (ALN) στη Βραζιλία, η ιδεολογία της οποίας ήταν ένα μείγμα εθνικισμού, σοσιαλισμού και μαοϊκού «λαϊκού πολέμου».

Εν τω μεταξύ, η τότε, υπέρ του Κάστρο, FAU, που έβλεπε το κράτος της Ουρουγουάης ως «συνταγματική δικτατορία», κατάφερε να κερδίσει περίπου το ένα τρίτο των εργατικών και φοιτητικών κινημάτων, αλλά η υποστήριξή της στο κουβανικό καθεστώς ερχόταν προφανώς σε αντίθεση με τις ελευθεριακές της αρχές. Το 1965, βοήθησε στην ίδρυση ενός Κογκρέσου του Λαού, ενός μαζικού δημοκρατικού κινήματος, καθώς και στη δημιουργία ενός εργατικού κινήματος που ονομάστηκε Εθνική Σύμβαση Εργαζομένων (CNT) εντός του οποίου, σύμφωνα με την Διακήρυξη για την 50ή επέτειο ίδρυσης της FAU το 2006, οι αγωνιστές της CNT οργανώθηκαν στους τομείς του καουτσούκ, του φυσικού αερίου, της τυπογραφίας, των τραπεζών, των λιμένων, της μεταλλουργίας, της κλωστοϋφαντουργίας, της χημικής βιομηχανίας, των διυλιστηρίου πετρελαίου, των μεταφορών, της υγείας, των τροφίμων, των σιδηροδρόμων και των πανεπιστημίων. Η FAU συμμετείχε επίσης σε πορείες φοιτητών και σε καταλήψεις εργοστασίων το 1966.

Μέχρι το 1966, ωστόσο, η FAU είχε περιέλθει υπό την επιρροή μιας πλειοψηφικής φράξιας, συμπεριλαμβανομένων των αδελφών Juan Carlos Mechoso και Alberto Mechoso, του Washington Pérez και των ηγετών της CNT Gerardo Gatti, Léon Duarte και Hugo Cores, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από τους αντιπάλους τους ως «αναρχο-γκεβαριστές», λόγω της κριτικής υποστήριξής τους στον αγώνα του κουβανικού λαού ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό - παρ’ ότι στην πραγματικότητα αντιτάχθηκαν στον γκεβαρισμό. Παρ’ όλα αυτά, το 1966, η FAU συμμετείχε στις ιδρυτικές διασκέψεις του Λατινικού Αμερικανικού Οργανισμού Αλληλεγγύης (OLAS) και του Αριστερού Απελευθερωτικού Μετώπου (με το εντυπωσιακό ακρωνύμιο FIDEL), το οποίο συσπείρωσε μια ολόκληρη σειρά ομάδων που ήταν σαφώς πολύ έξω από την ελευθεριακή παράδοση: τελικά θα συνδεθούν εκεί ομάδες όπως μια επίσημη κουβανική αντιπροσωπεία, το επαναστατικό αριστερό κίνημα της Χιλής (MIR), οι επαναστατικές ένοπλες δυνάμεις της Γουατεμάλας (μια φιλο-Καστρική διάσπαση από το τοπικό κομμουνιστικό κόμμα), το σοσιαλιστικό κόμμα της Ουρουγουάης και διάφορες λατινιοαμερικανικές ριζοσπαστικές χριστιανικές ομάδες. Αξιοσημείωτη ήταν η απουσία αναρχικών ομάδων από όλη την ήπειρο - εκτός από το MIR που περιλάμβανε τροτσκιστές και μια αναρχική συνιστώσα από την ίδρυσή του το 1965 έως ότου οι αναρχικοί αποχώρησαν το 1967.

Το 1967, το κομμουνιστικό PCU και το Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα (MLN) απαγορεύτηκαν και αναγκάστηκαν να δράσουν υπόγεια. Η FAU άρχισε να εκδίδει την εφημερίδα Epoca (Epoch) που είχε έντονο μαχητικό τόνο. Το 1968, επηρεασμένη από τις εξεγέρσεις των φοιτητών σε όλο τον κόσμο εκείνο το χρόνο, η FAU δημιούργησε μια πρώτη οργάνωση, με την ονομασία Student-Worker Resistance (ROE), με το Rojo y Negro (Κόκκινο και Μαύρο) ως εκφραστικό του όργανο. Το ROE οργανώθηκε κυρίως μεταξύ εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και φοιτητών Τεχνών και Ιατρικής. Αλλά καθώς η διεφθαρμένη κυβέρνηση της Ουρουγουάης του Jorg Areco κινιόταν αναπόφευκτα προς τα δεξιά εκείνο το χρόνο, FAU ήταν παράνομη, μαζί με άλλες αριστερές πολιτικές οργανώσεις, όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Λαϊκό Κίνημα Δράσης (MAP). Σε απάντηση, η FAU ξεκίνησε παράνομες ραδιοφωνικές εκπομπές, ενώ μια «μαχητική τάση» προέκυψε στις τάξεις της, που από τον Μάρτη του 1968 και μετά οργάνωνε ληστείες τραπεζών και εταιρειών. Στην υπόγεια δράση λειτούργησε παράλληλα με τους Tupamaros και άλλες ομάδες. Οι ένοπλες αριστερές ομάδες διεξήγαγαν μια συνεχή εκστρατεία εναντίον της κυβέρνησης Areco, αλλά και κατά δεξιών ομάδων, όπως η Ουρουγουανή Νεολαία της Πίτας, οργάνωση υπεύθυνη για περίπου 500 δολοφονίες, η Pro-Patria και Εθνικό Κίνημα της Rocha. Το 1970, καθώς ο ταξικός πόλεμος στην Ουρουγουάη εντατικοποιήθηκε, η μαχητική τάση της FAU «επισημοποιήθηκε» ως Violencia FAI -που πήρε το όνομά της από την ισπανική FAI- που στόχευε στην υπεράσπιση της FAU και της ROE και επιτίθετο στους εχθρούς της. Την ίδια χρονιά, η ROE ίδρυσε τις Ομάδες Αλληλεγγύης Εργαζομένων για να βοηθήσει τους αγώνες των εργαζομένων.

Το 1971, η FAU συμπέρανε ότι η Ουρουγουάη είχε γίνει «συνταγματική δικτατορία», αναγκάζοντάς την να λειτουργήσει ως μυστική οργάνωση, με περίπου 30 μέλη να ζουν σε απόλυτη μυστικότητα. Η FAU άρχισε να δημοσιεύει το Cartas de FAU και η ικανότητα μάχης της επεκτάθηκε σε μια σωστή ένοπλη πτέρυγα, την Επαναστατική Λαϊκή Οργάνωση-33 (OPR-33), ενώ η Violencia FAI μετατράπηκε σε ομάδα δολοφονίας (αν και φαίνεται ότι δεν εκτέλεσε ποτέ κάποιον). Σύμφωνα με τη Διακήρυξη για την επέτειο των 50 χρόνων της FAU, τα καθήκοντα της OPR-33 ήταν σαφώς διαφορετικά από εκείνα των πρωτοπόρων του Guevara ή των αντάρτικων σχηματισμών και περιλάμβαναν «σαμποτάζ, οικονομικές απαλλοτριώσεις, απαγωγές πολιτικών ηγετών και δημόσιων λειτουργών που μισούσαν τον λαό και ένοπλη υποστήριξη σε απεργίες και καταλήψεις εργοστασίων». Αυτές, σύμφωνα με την FAU, ήταν οι ενέργειες της ισπανικής FAI στις δεκαετίες 1920 και 1930.

Ο πιο σημαντικός θεωρητικός τόσο της OPR-33 όσο και τωνTupamaros όσον αφορά τις στρατηγικές του αντάρτικου πόλεων, ήταν ο αξιοσημείωτος αναρχικός αντάρτης, συγγραφέας, εκπαιδευτικός και οικονομολόγος Abraham Guillen (1913-1993) που είχε σημαντική επίδραση στα αριστερά αντάρτικα κινήματα της Ουρουγουάης, της Χιλής, της Αργεντινής και της Βραζιλίας. Κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης είχε πολεμήσει ενάντια στις δυνάμεις του Φράνκο με τις CNT και FAI, ακόμη και με αντάρτες της UGT, φτάνοντας να γίνει πολιτικός επίτροπος της υπό αναρχικό έλεγχο IV Στρατιάς, υπό τον απαράμιλλο Cipriano Mera. Καταδικάστηκε σε θάνατο μετά τη νίκη του Φράνκο, αλλά αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε φυλάκιση δέκα ετών. Τότε ο Guillen κατάφερε να δραπετεύσει στη Γαλλία το 1945, μεταναστεύοντας στην Αργεντινή το 1948. Εκεί, κάτω από το κορπορατίστικο κράτος του περονισμού, έγραψε με ψευδώνυμα για τα περιοδικά El Laborista (Ο Εργαζόμενοος) και Economia y Finanzas (Οικονομία και Οικονομικά), αλλά απαγορεύτηκε να εργαστεί ως δημοσιογράφος το 1957 για να γράψει μια κριτική του ιμπεριαλισμού - και ωστόσο εργάστηκε εν συντομία ως κυβερνητικός οικονομολόγος. Όμως, το 1961, συνελήφθη και κατηγορήθηκε ότι ήταν μέλος του ριζοσπαστικού αντάρτικου κινήματος των Uturuncos που δρούσε στα βορειοδυτικά της χώρας.

Αφού πέρασε κάποιο χρόνο στη φυλακή, ζήτησε πολιτικό άσυλο στην Ουρουγουάη το 1962 και σύντομα ασχολήθηκε με την εκεί επαναστατική αριστερά, παρουσιάζοντας την κλασική στρατηγική του για το αντάρτικο πόλης το 1966 - τρία χρόνια πριν από τις απόψεις του εξίσου διάσημου Βραζιλιάνου αντιφρονούντα μαοϊκού Carlos Marighella. Και τα δύο κείμενα ενέπνευσαν τη δραματική άνοδο των κινημάτων αντάρτικου πόλης στο Νότιο Κώνο της Λατινικής Αμερικής και, σε μικρότερο βαθμό, την Ευρώπη τη δεκαετία του 1970. Αν και ο βιογράφος του Guillen, Donald Hodges, τους διαφοροποιεί αποκαλώντας το έργο του Abraham Guillen «το μέγιστο για το αντάρτικο πόλης». Ένα πολύ πιο λεπτομερές έργο πολιτικής θεωρίας και δράσης σε σύγκριση με την σύντομη λίστα τακτικών ζητημάτων του Marighella. Σύμφωνα με την εισαγωγή του John R. Nemmers στη συλλογή Abraham Guillen του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, το βιβλίο «χρησίμευσε ως το αντίδοτο στις αγροτικές εξεγερτικές μεθόδους που υποστήριζε ο Ché Guevara, αν και ο Guillen συμφωνούσε με τον Guevara σε διάφορα βασικά ζητήματα και, μάλιστα, έγραψε την εισαγωγή στην ουρουγουανή έκδοση του Guerrilla Warfare του Γκεβάρα». Ένας σταθερός αντίπαλος της ΕΣΣΔ, την οποία θεωρούσε όχι μόνο κρατική καπιταλιστική, αλλά και ως έχουσα καθεστώς κόκκινου φασιστού, ο Guillen εργάστηκε ως δημοσιογράφος για την εφημερίδα Montevideo Accíon με το ψευδώνυμο Arapey και, γράφει ο Nemmers, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 «ήταν ένα διαρκές αντικείμενο ερευνών τόσο από την αστυνομία της Λατινικής Αμερικής όσο και από τη CIA. Εκτός από την Αργεντινή και την Ουρουγουάη, έζησε και εργάστηκε στο Περού και τελικά επέστρεψε στη Μαδρίτη της Ισπανίας, όπου δίδαξε θεωρίες αυτοδιαχείρισης και κοινοτικής δράσης», πεθαίνοντας το 1993.

Ο βιογράφος και μεταφραστής του Guillen, Donald C. Hodges, γράφει το 1973 στη σελίδα 8: «Ως ο πρώτος στρατηγικός νους του αντάρτικου πόλης, ο Guillen έχει επίσης μια βαθιά επιρροή στην Επαναστατική Λαϊκή Οργάνωση (OPR-33), μονάδα κρούσης της παράνομης Αναρχικής Ομοσπονδίας Ουρουγουάης (FAU). Αυτή η οργάνωση αποτελείται από αναρχο-μαρξιστές με μια πολιτική γραμμή παρόμοια, από κάποια άποψη, αυτής των Tupamaros. Πριν από τη δημοσίευση της θεωρίας του για τη βία, ο Guillen οργάνωσε ομάδες συζήτησης με τους νεοαναρχικούς της FAU, οι οποίοι έλεγχαν το κίνημα που έγινε γνωστό ως Φοιτητική Αντίσταση και ήταν επίσης στενά συνδεδεμένοι με τα συνδικάτα. Σε αντίθεση με τους Tupamaros, η OPR-33 ανελάμβανε μόνο εκείνες τις ενέργειες που συνδέονταν άμεσα με μαζικά κινήματα αντίστασης. Ως εκ τούτου, με την πάροδο του χρόνου απέκτησε μεγαλύτερη επιρροή από αυτή των Tupamaros. Σε αντίθεση με τους κλασικούς αναρχικούς της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, η FAU δεν ασκεί λατρεία της ατομικής ελευθερίας [sic], αλλά συμμετέχει σε δράσεις για μαζική απελευθέρωση. Οι άγριες απεργίες Wildcat υπό την προστασία της OPR-33 έχουν σημειώσει μεγαλύτερες επιτυχίες από τις απεργίες των οποπιων ηγούνται οι γραφειοκράτες των κομμουνιστικών συνδικάτων στην Ουρουγουάη. " Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο, διότι σημαίνει ότι οι ένοπλες ενέργειες της OPR-33 έγιναν για την υπεράσπιση των μαζικών οργανώσεων,

Έτσι, λοιπόν, η OPR-33 δεν ήταν μια χούφτα αναχωρητών, αλλά ο αμυντικ΄ςο βραχλιο ας μιας ειδικης αναρχικής οργάνωσης (FAU), δρώντας στην καρδά του μαζικού κινήματος στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν οι εργάτες (CNT) και οι φοιτητές. (ROE).

*Μετάφραση-Επιμέλεια: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.