"\u039d\u03b5\u03bf\u03bb\u03cc\u03b3\u03bf\u03c2"
Ελλαδικά Κοινωνικά Κινήματα

Παιδικές αναμνήσεις με την άφιξι των Ιταλών. Οι Γαριβαλδινοί στο 1897. Η γερουσίες των καφφενείων και οι αντάρτες των δρόμων. Οι υπαίθριοι ρήτορες. Ο φιλέλλην Μάρσαλ. Ο αντάρτης παπάς και ο καμπούρης γραμματικός του. Η αντάρτισσα Ελένη. Εκδηλώσεις φιλοπατρίας με… ρεμούλα κλπ.

 

 

Ο ερχομός στη χώρα μας τόσων Ιταλών καλλιτεχνών και διανοουμένων μου έφερε στο νου παιδικές αναμνήσεις ατυχών περιστάσεων για την πατρίδα μας που βρέθηκε μπλεγμένη σε πόλεμο το 1897 με την Τουρκία. Ήρθαν και τότε Ιταλοί, όχι λίγοι, για να πολεμήσουν δίπλα στους Έλληνες και αμυδρώς θυμούμαι τον ενθουσιασμό του κόσμου με τους Γαριβαλδινούς εκείνους που τους έγινε πρωτοφανής υποδοχή. Ήρθαν οι φρατέλλοι έλεγαν όλοι, γιατί ο Ελληνικός λαός θεωρούσε πάντοτε για πραγματικούς αδελφούς τους Ιταλούς. Η αγάπη του ήταν γεμάτη φλόγα και η συγκίνησις του ανυπόκριτη. Μέσα στους «δακτύλους» των άλλων Δυνάμεων δεν έβλεπε πουθενά το «δάκτυλο» της Ιταλίας. Και αν το διενοείτο κανείς δεν τολμούσε να το ομολογήση ούτε στον εαυτό του και πολύ περισσότερο να το πιστέψη. Ο Ιταλικός λαός πάντως ήταν ένας λαός αδελφικός με τα ίδια αισθήματα με μας και με τις ίδιες εκδηλώσεις που θα μας βοηθούσε για να πραγματοποιήσουμε κάποτε τη Μεγάλη ιδέα στην οποία «εναντιωνόταν η Ρωσσία και μας έπαιζε τον παππά η πονηρά αλώπηξ Αγγλία», όπως έλεγαν οι διάφοροι τύποι στης συζητήσεις των. Ίδια ψυχή και ίδια αισθητική μεταξύ των δυο λαών. Με το Ιταλικό μελόδραμα ανεπτύσσετο εδώ το μουσικό αίσθημα και όσοι Ιταλοί πρόσφυγες ήλθαν εδώ έγιναν κάτι περισσότερο και από Ρωμηοί ακόμη. Με τα ίδια προτερήματα και με τα ίδια ελαττώματα. Τους θυμούμαι της διαδηλώσεις της εποχής εκείνης με τη σημαία τους αντί να λένε Ζήτου του Ρούφου να φωνάζουν:

-Τα τα Ρούφ! Τα τα Ρούφ!

Όλοι τους μάλιστα βρήκαν τη στοργή που ζητούσαν στον τόπο μας και την αγάπη που ποθούσαν.

 

 

Ας έλθουμε όμως στους Γαριβαλδινούς, τους περήφημους ερυθροχίτωνες. Ο Γαριβάλδης τότε εθεωρείτο είδωλο και ο κόσμος ενόμιζε πως η παρουσία του και μόνη ήταν αρκετή να κάμη τους Τούρκους να τρομάξουν. Γύρω από το όνομά του ο θρύλος είχε πλέξει της πλέον απίθανες και της πλέον συγκινητικές ιστορίες.

-Ήρθαν οι Γαριβαλινοί! Ήρκεσε να το πη κάποιος για να διαδοθή μ’ αστραπιαία ταχύτητα στην πόλι. Από όλες της συνοικίες έτρεχαν για να τους δούν που έμπαιναν στα τραίνα για την Αθήνα. Κάθε λογής άνθρωπος στο σιδηροδρομικό σταθμό και όλος ο παραλιακός δρόμος είχε γεμίσει. Έβλεπε κανείς τους περίφημους αντάρτες με της κάπες τους, τους γκράδες και τα φυσελίκια τους, τους μόρτες με της καραμπίνες τους, τους εθελοντές με τα λουστραρισμένα παπύτσια που φορούσαν, σαν να επρόκειτο να πάνε σε χορό, τους αυτοσχέδιους ρήτορες που έφθαναν τους Τούρκους, με τα λόγια όμως στην Κόκκινη Μηλιά, τους μαθητές που έτρεχαν σαν ξαφνιασμένα περδικόπουλα, τους παπάδες που ευλογούσαν, τους καφφενοβίους που άφηναν κ’ αυτοί σε τέτοιες στιγμές την πρέφα και το πικέτο τους, τους χωρικούς που είχαν επί κεφαλής ζυγιές ζυγιές τα νταούλια και τόσους άλλους περίεργους που ήρθαν για να χρησιμοποιήσουν τα ολίγα Ιταλικά που ήξεραν.

-Βίβα λ’ Ιτάλια, βίβα λά Γκρέτσια.

-Βίβα φρατέλλι.

-Βίβα και Ζήτω ορέ και του Γαριβάλδη.

-Ζήτωωωωω.

Ο ενθουσιασμός έφτασε στο κατακόρυφο όταν –ποιος άλλος;- ο ποιητής Ηλίας Συνοδινός ανέβηκε σ’ έναν εξώστη κι’ άρχισε να λέη τα εκ… μπαλκονίου εις τους φρατέλλους εις Ελληνοϊταλικήν σαλάταν λέξεων, στροφών και στίχων.

Υπήρχεν όμως και άλλος ρήτωρ έτοιμος σ’ αυτές της περιστάσεις να υπεραμυνθή των Ελληνικών δικαίων. Ο φλογερός φιλέλλην πρόξενος Μάρσαλ –για τον οποίον θα μιλήσω άλλοτε- ένα ισχνό γεροντάκι, αλά γεμάτο ζωή με κόκκινο πρόσωπο και κατάλευκα γένια.

Ανοίγει κι’ αυτός μια φυλλάδα και αρχίζει να προσφωνή τους φρατέλλους εις την Αγγλικήν. Κανείς δεν καταλαβαίνει τι λέει και όμως όλοι ορύονται. Όταν δε κατέληξε με το:

-Ίπ, ίπ, ίπ. Ούρρα!

Όλοι επανέλαβαν εν χορώ.

-Ούρρα…

Μερικοί όμως για να δείξουν την… Αγγλομάθειά τους ίσως ανεφώνησαν:

-Εμπρός παιδιά… Ζήτω μωρέ και του… Ούρρα!!

Δεν έλειπαν και οι διάλογοι μεταξύ των Γαριβαλδινών που είχαν γεμίσει το τραίνο και των… Ιταλομαθών.

-Μπόνο Γκαριμπαλτίνο ματζάτο Τούρκο κόμε μακαρόνι.

-Αβάντι… μπούμ… κανόνε μπομπαρντούρο Τούρκο μπάμ και κάτου.

-Σι σενιόρε… κάτου!... Βίβα λα Γκρέτσια!

-Βίβα λ’ Ιτάλια.

Ο Λατινομαθής μαθητής προσέθετε για να δείξη τας προόδους του και πως έκανε κι’ αυτός για… ζήτω.

-Βίβα Ιτάλια έστ τέρρα Εσυρόπα!! Βίβα!!

Και οι Γαριβαλδινοί έφευγαν ολοένα για την πρωτεύουσα κι’ από ’κει για το μέτωπο.

 

 

Ποιο μέτωπο; Το πολεμικό μέτωπο υπήρχε στης κυριώτερες πόλεις και η πόλις μας τότε, η ακκιζομένη κάπως με τον τίτλο της δευτερευούσης του βασιλείου, που έδινεν η ίδια στον εαυτό της, ήτο μία από της μεγαλείτερες εστίες πολεμικού οργασμού. Τι γινόταν στους δρόμους και στα καφφενεία είνε αφάνταστο. Η διάφορες «γερουσίες» έπιαναν εγκαίρως της θέσεις τους και απάνω στα τραπέζια έκαναν τα σχέδια των μαχών που επρόκειτο να γίνουν. Πολλοί στης πίσω τσέπες της βελάδας των έβαζαν στραγάλια και φασόλια, τα οποία εχρησιμοποιούσαν για της παρατάξεις των αντιμετώπων στρατών επάνω στα τραπέζια. Από δω το πεζικό, από κει το πυροβολικό και λίγο πίσω το ιππικό. Αρχίζουν η κανονιές. Τα φασόλια υποχωρούν. Το πεζικό μας κάνει έφοδο και στα τελευταία το ιππικό χύνεται με αφάνταστη ορμή… Πάνε τα φασόλια… οι Τούρκοι,… Πού πάνε; Κάτω απ’ το τραπέζι… Αλλοίμονο από τα γκαρσόνια που είνε υποχρεωμένα να κάμουν χρέη νοσοκόμων.. αργότερα και να μαζέψουν… νεκρούς με το… σάρωμα! Οι αντάρτες εν τω μεταξύ περιτρέχουν της συνοικίες με τα νταούλια. Μία δυστυχισμένη σημαία επί κεφαλής σαν περίλυπη. Η γυναικούλες των συνοικιών αναστενάζουν. Τόση λεβεντιά και τέτοια νειάτα πάνε να χαθούν. Αχ! ανάθεμά σε πόλεμε με το κακό που κάνεις!

-Έχετε γειά .. αδέρφια

-Στο καλό παλληκάρια… Μην αφήστε κανένα άπιστο ζωντανό.

-Έννοια σας. Θα τους σουβλίσουμε, θα τους κάψουμε. Θα τους φάμε.

Κάποια αντάρτισσα Ελένη γυρίζει επίσης στους δρόμους με λίγα δικά της παλληκάρια. Φορεί στολή και σκούφια αντάρτικη ενώ τα μαλλιά της πέφτουν καλοχτενισμένα και πλούσια στους ώμους της. δεν αφήνει με το υπ’ αυτήν… σώμα φωτογραφείο για φωτογραφείο. Θέλει να αποθανατισθή με τα παλληκάρια της για την εξαιρετική σράσι της εις τους… δρόμους της πόλεως. Ο θρύλος την άρπαξε τότε κι’ αυτή. Έλεγαν πως πολέμησε στην Ήπειρο και πως πληγώθηκε μάλιστα. Δεν βαριέσαι. Την παρεξήγησαν τη γυναίκα. Μπορέι να είχε φιλοπόλεμο αίσθημα αλλά καλού κακού δεν το κούνησε από την Αθήνα. Όλοι ήθελαν να ντυθούν και να φορέσουν στολές, αλλά στολές δεν υπήρχαν. Τίποτε δεν γινώταν μα τάξι. Μπουλούκια ξεφύτρωναν παντού. Και με αυτή την αναρχία και την ασυνταξία υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν πως οι Τούρκοι δεν θα στεκώσαντε σε χλωρό κλαρί. Εκτός αν μας τα χάλαγαν αι Δυνάμεις!!

 

 

Μια διάδοσι ξαφνικά εκυκλοφόρησε. Ο στόλος εξεκίνησε. Ο στόλος;! Και όμως καθένας έβλεπε τότε με τα ματια της ψυχής του αφαντάστος μεγάλο τον Ελληνικό στόλο. Ήταν ο αήττητος που θάκαιγε πολιτείες, χωριά και βιλαέτια. Στη φαντασία του καθενός μεγάλωνε κάποιο θείο όραμα και ο ενθουσιασμός για τα θαλασσοπούλια μας ήταν ανυπόκριτος. Ο λαός ο φουκαράς επίστευσε κ’ είχε όλη την καλή διάθεση μα τον είχαν σαπίσει η πολιτικές φατρίες και τον είχαν κάμει ανίκανο. υπήρχεν ένα ωραίο υλικό που κανένας δεν βρέθηκε να το χρησιμοποιήση, ένα υλικό που οι δημαγωγοί το είχαν καταντήσει άχρηστο, ένα κύμα αχαλίνωτο, ένα αφηνιασμένο άλογο, ένα σύνολο γαλουχισμένο με πόθους και όνειρα, χωρίς όμως και να χρησιμοποιηθή. Γι’ αυτό και έγινε ό,τι έγινε… σε λίγο άλλη διάδοσι. Η Δυνάμεις δεν αφήνουν τον στόλο να βομβαρδίση την Π΄ρεβεζα ενώ είχε ανοίξει της μπουκαπόρτες του.

Οι πατριώτες των συνοικιών είνε έξαλλοι. Η ταβερνούλες κάνουν χρυσές δουλειές. Τώχουν ρίξει οι άνθρωποι στο κρασί για να πάνε τα ντέρτια κάτου. Αχ η αφιλότιμες αν μας άφηναν. Θα τους φάμε κι’ εμείς αλλοιώς τους Τούρκους. Οι αντάρτες πολλαπλασιάζονται και όλοι οι γνωστοί και άγνωστοι τύποι αρματώνονται.

Αρμακάδες τα φουσέκια απάνω τους. Πως μπορούσαν και τάσουρναν είνε μυστήριο!... Ξεχωρίζει το αντάρτικο σώμα ενός χωρικού παππά. Μου φαίνεται πως τον βλέπω και τώρα μπροστά μου. πελώριος, λεβεντάνθρωπος γεμάτος ζωή και υγεία. Το αντάρτικον σώμα του εγύριζε στης γειτονιές με μια μεγάλη σημαία υπό τους ρυθμικούς ήχους νταουλιών και λαβούτων. Ο παππάς, θερίο ανήμερο, ξεσπαθώνε κάπου, κάπου κι’ έβανε κανένα λόγο. Θυμούμαι επίσης πως δίπλα του εβάδιζε η πηδούσε, αναλόγως του κομματιού που έπαιζαν τα όργανα, ένας μικροσκοπικός ανθρωπάκος. Ήταν κάποιος συγχωριανός του καμπούρης που τον ακολούθησε κι’ έλεγαν πως επειδή ήταν γραμματιζούμενος τον πήρε για γραμματικό του. Ποιος ξέρει ως που έφτανε η φαντασία του παππά! Ποιος ξέρει ακόμη αν ονειρεύτηκε ότι κάποιο πρωί θέστελνε τον καμπούρη πρεσβεία στο Σουλτάνο με στο Ντολμά μπαξέ, όχι για τίποτ’ άλλο, αλλά για να παραγγείλη… ντολμάδες για τα παιδιά, συνοδευόμενος από λουκούμ χαλβά και από καταΐφια!!

 

 

Τι στιγμές αγωνίας! Το Γρίμποβο, τα Πέντε Πηγάδια. Οι Κεφαλλωνίτες που πήραν τους Τούρκους σβάρνα με τα μαχαίρια. Σχετικές εικόνες κυκλοφορούσαν. Τι διαδόσεις. Η Γιανιώτισσες κεντούσαν μια μεγάλη Ελληνική σημαία μεταξωτή για να την δώσουν στους νικητές. Έξαφνα η μπόμπα έσκασε. Υποχωρούμε στη Θεσσαλία. Ο κόσμος τα χάνει. Λ΄’ενε πως μας έφτασαν στη Λάρισσα και η Κυβέρνησις το κρύβει. Άλλοι λένε πως οι Τούρκοι μπήκαν στο Βόλο και είνε έτοιμοι για την Αθήνα. Αδύνατον… Ψέμματα. Μα αν είνε αλήθεια; Η Δυνάμεις. Αυτές η αφιλότιμες μας τάκαμαν πάλι. Συμπαιγνία με το βασιληά. Αυτό είνε. Συμπαιγνία!! Όλοι οι μόρτες βρίσκουν αφορμ΄’η για να γίνουν… αντάρτες. Πολλά οπλοπωλεία λεηλατούνται. Ο πατριωτισμός εκχειλίζει. Ελεεινότητες διαπράττονται και κλεφτοκοττάδες θεώνται στους δρόμους με σκούφιες μαύρες επάνω στης οποίες έχουν βάλει κορώνες με… τεμπεσίρι! Πάνε για αντάρτες να εμποδίσουν τον εχθρό και επειδή τους χρειάζονται όπλα τα.. βουτάνε. Ένα όνομα βρίσκεται αυτές της στιγμές σαν σανίδα σωτηρίας για την εθνική φιλοτιμία: ο Σμολένσκης. Η εικόνες του κυκλοφορούν μεγάλες και έγχρωμες. Το Βελεστίνο… αυτό ήταν το πάν. Η εθνική συμφορά είχε λησμονηθή. Το τραγούδι του ήρωα που εδημιούργησεν η λαϊκή ψυχή στην απελπισία της βρισκόταν στα χείλη όλων:

Κι’ ο καϋμένος ο Σμολένσκης

πολεμάει με την Τουρκιά

έχει άντρες παλληκάρια

όπου πέφτουν στη φωτιά.

Πάνε όμως τα όνειρα, πάνε και η ελπίδες. Η ρίζα του κακού μολαταύτα δεν εζητήθηκε. Έφταιγαν ο βασιληάς και η Δυνάμεις. Τα είχαν μιλημένα και συμφωνημένα από πρίν. Ο Ντεληγιάννης την έπαθε σαν αγράμματος. Όλοι έφταιγαν και μόνον εμείς δεν εφταίγαμε. Εν τω μεταξύ οι αυτοσχέδιοι ρήτορες εξηφανίσθησαν. Τα μπουλούκια άρχισαν να γυρίζουν ρακένδυτα και όσοι επήγαν ωα την Αθήνα να πάρουν τον αέρα τους εγύριζαν και δαγκωνόσαντε γιατί δεν τους άφηναν να πάνε αυτοί να τα πούνε ένα χεράκι με τους Τούρκους. Μαζύ με τους άλλους γύρισαν κ’ οι Γαριβαλδινοί. Όχι όλοι. Πολλοί έπεσαν κ’ έβαψαν μ το αίμα τους τη γη της πατρίδος μας. Με τι ενθουσιασμό είχαν ξεκινήσει και πόσο συντριμμένοι γύριζαν. Ναυαγίων ναυάγια!

 

 

Τι μου θύμησε η επίσκεψις των Ιταλών στη χώρα μας. Απ’ όλες αυτές της παιδικές αναμνήσεις ξεχωρίζω την εγκάρδια και αδελφική αγάπη των δυο αδελφών λαών. Η κακές στιγμές φέρνουν και της καλές.

Ο χρόνος δεν μετριέται με το πασέτο και ένα αίσθημα βαθειά ριζωμένο δεν ξερριζώνεται εύκολα. Όσο για τους νεώτερους από μας ας μάθουν ότι ξεκινήσαμε και πάλι ύστερα από δεκαπέντε χρόνια, το 1912, για τον ίδιο σκοπό χωρίς νταούλια και λαβούτα, χωρίς σαντούρια και βιολιά. Ξεκινήσαμε σαν ένας άνθρωπος κι’ εκόψαμε τα μήλα της Κόκκινης Μηλιάς του παραμυθιού. Λίγο ακόμη και θα χτυπούσαν τα σήμαντρα κάποιας μεγάλης εκκλησίας, λίγο ακόμη και θα στέγνωναν τα δάκρυα της Μεγαλόχαρης κυρά Δέσποινας. Μα κάποια βάσκανη Μοίρα μας εφθόνησε, μας εχώρισε της ψυχές κι’ εμείναμε στη μέση του δρόμου εξηντλημένοι και αιμόφυρτοι. Αφού δεν μπορέσαμε να νικήσουμε τα πάθη μας, ενικηθήκαμε και τον αντίχτυπο της μεταξύ μας πάλης δεν παύουμε ακόμη να τον αισθανώμαστε. Ποιος ξέρει όμως να προβλέψη το μέλλον! Έχει πολλά η ιστορία των λαών απρόοπτα. Αν δεν μπορέσουμε να νοιώσουμε το Νιτσεϊκό αφορισμό πως «ότι δεν αξίζει δεν πρέπει να ζη» ας πάρουμε ως έμβλημα το «ό,τι αξίζει πρέπι να ζη». Έτσι θα στήσουμε νέους βωμούς στης καρδιές μας για να θρονιάση η ελπίδα και κοντά μ’ αυτή και η αυτοπεποίθησις.

ΜΑΚ.-ΑΘΑΝ.

 

(Νεολόγος, 29 Απριλίου 1931)

 

 

ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ

ΠΑΛΗΑ ΠΑΤΡΑ

Η προφητείες του Χριστογιαννόπουλου.-Ο τρόμος του Λαουτζίκου. Η γυναικούλες των συνοικιών που περιμένουν να ανατιναχθή η πόλις από το γκαζ. Το δηλητηριασμένο νερό της δεξαμενής. Η ουρανοποίησις της Γης. Μια δίκη και καταδίκη του προφήτη. Η ξεκαρδιστική κατάθεσις ενός γιατρού. Τρείς το λάδι τρείς στο ξύδι κλπ.

 

 

Τα σημειώματα αυτά που ανάγονται σε μια εποχή όχι και πολύ απομακρυσμένη, δεν είνε τίποτα άλλο παρά συγκεχυμένες παιδικές μου αναμνήσεις, πο συμπληρώνονται με της αναμνήσεις παλαιοτέρων συμπολιτών για να είνε όσον το δυνατόν ακριβέστερες. Δεν έχουν κανένα άλλον σκοπό, όπως έγραψα και άλλοτε, παρά να φέρνουν στο νου εκείνων που ζουν από τους παλαιούς περασμένα επεισόδια μιάς εποχής, που δεν θα ξαναγυρίση πλέον, μιάς εποχής που την έζησαν, την αισθάνθηκαν και δεν έπαυσαν να την νοσταλγούν ίσως. Η ενθύμησις των περαμένων έχει πάντα ευεργετική επίδρασι τόσο στους παλαιοτέρους όσο και στους νεώτερους. Πάντως δεν βλάπτει κανένα. Πολλοί φίλοι και γνωστοί μου συμπολίται με παρακαλούν να ασχολούμαι μ’ αυτά συχνότερα.

Δεν είνε εύκολο. Γι’ αυτά που θα γράψω σήμερα έχω μια ιδιαίτερη μελέτη, με όλα τα γεγονότα, που θα δημοσιεύσω ίσως σε λίγο. Γι’ αυτό κάνω κι’ αυτό τον πρόλογο. Δεν θέλω να πιστευθή ότι έχουν καμμιά απολύτως αξίωσι αυτές η σκορπισμένες εντυπώσεις, που αναβλύζουν αυθόρμητα, χωρίς όρια και χωρίς περιορισμούς. Όταν θα παρουσιάσω της παιδικές μου αναμνήσεις για μια ιστορική εποχή της πόλεώς μας με σημερινές μου κρίσεις τότε μπορέι ο καθένας να πη το κοντό του και το μακρύ του. Κοντός ψαλμός άλλως τε, αλληλούια!

 

 

Οι παλαιότεροι θα θυμούνται την εντύπωσι που έκαμε κάποιο πρωί η εμφάνισις μερικών ανθρώπων προ 36 ή 37 χρόνων με μεγάλες σκούπες να σαρώνουν τους δρόμους. Δεν ήσαν σκουπιδιαραίοι αλλά γνωστοί επαγγελματίαι και νοικοκυραίοι. Γιατί όμως εσάρωναν; Βοούσιού… Το γεγονός εβούιξε και διεδόθη αμέσως. Ήσαν Αρνελισταί, οπαδοί της ιδέας της ουρανοποιήσεως της γής, την οποίαν διεκήρυσσεν ο προφήτης Χριστογιαννόπουλος και το έκαναν αυτό για να ταπεινώσουν τον εαυτό τους, αλλά για να υψωθούν στα μάτια των συμπολιτών των. Ο Χριστογιαννόπουλος ήταν ένας πραγματικός γόης. Εμιλούσε στο ύπαιθρο και έτρεχε κόσμος και κοσμάκης για να τον ακούση. Την εποχή εκείνη, εποχή μιάς γενικής δυσπραγίας και αμαθείας, η φαντασία εδούλευεν αδιάκοπα και με ηλεκτρική ταχύτητα. Μιλούσαν περί σοσιαλισμού και περί ανατροπής των πάντων χωρίς να ξέρουν στην πραγματικότητα, ούτε καν τι θα πη σοσιαλισμός. Έκαναν σύγχυσι μεταξύ της διδασκαλίας του Χριστογιαννοπούλου και των αναρχικών ιδεών. Το Νοέμβριο μάλιστα του 1896 που ένας ανισόρροπος τσαγκάρης ο Μάτσαλης, με τον οποίον θα ασχοληθώ άλλοτε, εσκότωσεν έναν από τους καλλίτερους εμπόρους της πόλεως και αποπειράθη να δολοφονήση έναν άλλον, το κακό εφούντωσε. Η αρχές τα είχαν χαμένα και δεν ήξεραν πούθε ν’ …αρχίσουν και που να τελειώσουν. Ο ωραίος προφήτης εκλείστηκε στης φυλακές του Ρίου και προσδιωρίστηκε σύντομα η δίκη του. Έλεγαν πως είχε πη ότι στης 12 Νοεμβρίου θα γινώταν η… ουρανοποίησις της γης. Και την ημέρα αυτή περίμεναν όχι μόνον οι οπαδοί του, αλλά και πολλοί άλλοι εύπιστοι κάποιο σημείο από τον ουρανό, κάποιο θαύμα. Διεδόθη ακόμη πως εδηλητηριάστηκε το νερό της δεξαμενής και πολλοί κόντεψαν να γραγκανιάξουν εκείνη την ημέρα, δεν έβαλαν ούτε σταλιά νερό στο στόμα τους από φόβο μη… δηλητηριαστούν. Θυμούμαι σαν όνειρο τον τρόμο που είχαν η γυναικούλες των συνοικιών για την πιθανολογουμένη έκρηξι του αεριόφωτος.

-Θα σκάση το γκάζι, κυρά Γιώργαινα μου, έλεγεν η κυρ’ Αριστείδενα στη συνοικία μας σ’ άλλη γειτόνισσα, και θα πάμε ούυλοι αφούντο.

-Μήστητί μου Κύριε, και όταν έρθης εν τη βασιλεία σου, αναφωνούσε σταυροκοπουμένη η κυρά Γιώργαινα, ενώ άλλη έσπευσε να συμπηρώση:

-Ήρθε η συντέλεια του αιώνα. Ο Θεός να βάλη το χέρι του! Τι θα δούμε οι κακόμοιροι στης ημέρες μας!

Ένας κρότος, μια πιστολιά ίσως, που ακούστηκε το σούρουπο, εμεγάλωσε τον τρόμο. Και θυμούμια ακόμη, σαν νάταν χθές, τον κόσμο να τρέχη προς τα Ψηλαλώνια, χωρίς να ξέρη γιατί, για να προφυλαχτή ίσως και να βρή σωτηρία στα ψηλώματα!!

-Από το Θεό να τώβρουν, έλεγεν αργότερα η κυρά Γιώργαινα, μ’ αυτά που λένε. Επήγε το στόμα μας στ’ …αυτί μας από το φόβο μας.

Και πραγματικώς ο φόβος ήταν ομαδικός και αλλόκοτος. Ένα γνωστότατο μάλιστα γκααρσόνι του Βουρδέρη, ο οποίος διατηρούσε το αριστοκρατικώτερο ζαχαροπλαστείο στην πλατεία Γεωργίου του Α εκλείστηκε στη μονή του Οσίου Λουκά με μερικές καλόγρηες περιμένοντας την συντέλεια του κόσμου. Μερικά κακά στόματα έλεγαν πως έκανε μαζύ τους… μετάνοιες επειδή ήγγικεν η ώρα και τόσες πολλές μάλιστα ώστε του πόνεσαν τα γόνατα1 κι εχρειάστηκε να περάση πολύς καιρός για να μπορέση να πάρη τα πόδια του και να ξανασερβίρη.

Πέρασεν όμως η 12η Νοεμβρίου, όπως λαο η άλλες ημέρες, χωρίς να γίνη τίποτε. Ο κοσμάκης εκαρδοπιάστηκε. Εκείνοι που έμεναν απαθείς ήταν οι οπαδοί του προφήτη. Εβεβαίωναν ότι έγινε περεξήγησις και ότι η ουρανοποίησις της γης θα γινώτανε στης 12 Ιανουαρίου. Είχε τουλάχιστον τράτο κανείς να μεταννοήση.

 

 

Εις τας 19 του ιδίου μηνός είχεν ορισθή η δίκη του Αθανασίου Χριστογιαννοπούλου στο Πλημμελειοδικείο. Κατηγορείτο ότι εκ συστάσεως μετά του Ιωάν. Αρνέλλου «διά της υπαιθρίου διδασκαλίας και δια της ενταύθα εκδιδομένης εφημερίδος «Αρμαγεδόν» διέδιδον αρχάς και θεωρίας αντικεμένας εις την ηθικήν και την θρησκείαν. Ότι εξύβριζον τας τε εκκλησιαστικάς και πολιτικάς αρχάς. Ότι προεκάλουν τον λαόν εις εξέγερσιν κατά των κειμένων νόμων και των Αρχών». Η δίκη όμως εχωρίσθη γιατί ο κατηγορούμενος Αρνέλλος ήτο απών. Δεν είχε συλληφθή και αυτό έδωκε λαβήν σε πολλές εικασίες και φαντασιοπληξίες. Έλεγαν πως είνε ασύλληπτος και αθέατος. Πως μένει σε κάποιο μέρος που φωτίζεται από εφτά λυχνίες όπου έσπευδαν όσοι ήθελαν να ακολουθήσουν τας αρχάς του και εδοκιμάζοντο. Η αλήθεια όμως ήταν μία. Ότι πολλοί έγιναν οπαδοί του και είνε ακόμη εώς σήμερα, αλλά και αρκετοί… ελάλησαν!

 

 

Μεταξύ των πρώτων εξητάσθη ο διευθυντής της Αστυνομίας κ. Στυμφαλιάδης. Καταθέτει σχετικά με της ομιλίες του κατηγορουμένου και βεβαιώνει ότι ωμίλει περί πραγμάτων ακαταλήπτων. Τον εκάλεσε εις την αστυνομίαν, αλλά ο κατηγορούμενος του ωμίλησε σκαιώς και ηναγκάσθη να τον στείλη στη Μοιραρχία. Τον αφήκαν όμως ελεύθερο και εφανάτισε τόσο πολύ τους οπαδούς του ώστε μερικοί απ’ αυτούς ήσαν έτοιμοι να επιτεθούν εναντίον της αστυνομίας με της κουμπούρες!

Εξετάζονται κατόπιν κατόπιν οι μάρτυρες Κλεάνθης Γκολφινόπουλος και Βλαχογιάννης. αναφέρουν διάφορα επεισόδια εξ αντιλήψεως και εξ ακοής. Το συμπέρασμα των καταθέσεών των είνε ότι ο κατηγορούμενος συνεβούλευεν εις τους οπαδούς του απείθειαν προς τους νόμους. Ο ιερεύς Χρ. Λαμπρόπουλος καταθέτει ότι ο Χριστογιαννόπουλος παρουσιάσθη με ένα πρόγραμμα που έλεγεν ότι είνε προφήτης του Σύμπαντος και ότι θα λύση το… Ανατολικόν ζήτημα! Προσηλύτιζεν επίσης και έβριζε της εκκλησιαστικές αρχές λέγων ότι οι παππάδες είνε «άλας… άναλον»! Τα ίδια σχεδόν κατέθεσαν και οι λοιποί μάρτυρες. Εκείνος όμως που επροκάλεσεν ακράτητα γέλοια ήταν ο μάρτυς Ευσταθόπουλος, ιατρός. Να η κατάθεσις του σχεδόν αυτολεξεί, όπως διεσώθη:

-Αυτός ο άνθρωπος μιλούσε στην αρχή από τον εξώστη του σπητιού του γαμπρού μου. Εγώ έκαμα στον τελευταίον παρατήρησι και του είπα πως δεν έπρεπε να το επιτρέψη. Έμαθα όμως πως τον παρεκάλεσαν οι γύρω καφφεντζήδες γιατί έκαναν νταραβέρι. Μια μέρα άκουσα τον κατηγορούμενο να μιλάη. Ήθελε να αποδείξη το Τριαδικόν με την Ορυκτολογία, την Άλγεβρα και τη Γεωμετρία. έλεγε λοιπόν 4 προς 6… χ, άγνωστος, τρείς εδώ, τρείς εκεί, στο τέλος τρία, όλο τρία τάβγανε…

Το ακροατήριο ξεσπά σε ομηρικά γέλοια, ο Πρόεδρος χτυπά το κουδούνι και μόλις έγινε σχετική ησυχία ο μάρτυς συνεχίζει απαθέστατα:

»Από ορυκτολογία σαν γιατρός που είμαι κάτι καταλαβαίνω. Λοιπόν ο προφήτης δεν ήξερε τι έλεγε. Μια άλλη μέρα τον άκουσα να λέη πως τα φυτά αναπνέουν οξυγόνον και εκπέμπουν ανθρακικόν οξύ. Δεν εβάστηξα και του φώναξα πως αυτά που λέει είνε αρλούμπες. Ανεγνώρισε πως έκαμε λάθος. Τέλος πάντων, τι τα θέλεις, κ. Πρόεδρε, ό,τι έλεγε όλο τρία έβγαιναν γι’ αυτόν. Λοιπόν έβανε τρείς το λάδι, τρείς στο ξύδι και τρία το κρατούμενον. Έτσι απεδείκνυε το Τριαδικόν…

Τα γέλοια στο άκουσμα αυτών των λόγων επαναλαμβάνονται ορμητικώτερα εκ μέρους του ακροατηρίου, ο πρόεδρος και οι δικασταί προσπαθούν ματαίως να κρατήσουν τα δικά τους και η συνεδρίασις διακόπτεται ολίγα λεπτά για να μπορέσουν να συνέλθουν.

 

 

Ο κατηγορούμενος απελογήθη κατόπιν. Ετόνισεν ότι δεν κατενοήη η διδασκαλία του Χριστού και ότι η επιστήμη εχρεωκόπησε. Και κατέληξεν ότι η δράσις του περιορίζεται εις το να κατανοηθή η διδασκαλία του Χριστού.

Ηγόρευσε κατόπιν ο Εισαγγελεύς, ο οποίος εζήτησε την καταδίκην του και ύστερα απ’ αυτόν ο κ. Μ. Πετμεζάς, που ανέλαβεν ευγενώς τα καθήκοντα του συνηγόρου γιατί ο Χριστογιαννόπουλος δεν ηθέλησε να βάλη δικηγόρο. Το δικαστήριο απεσύρθη κατόπιν και όταν επανήλθε σε λίγα λεπτά ο Πρόεδρος ανέγνωσε την απόφασι. Ο κατηγορούμενος κατεδικάσθη εις ενός έτους φυλάκισιν. Και ο Χριστογιαννόπουλος ωδηγήθη εφ’ αμάξης εις το Ρίον όπου τον επερίμεναν οι άλλοι κατάδικοι, οι οποίοι κυριολεκτικώς τον ελάτρευαν. Ο κόσμος απέδωσε την καταδίκην εις την ατμόσφαιραν που εδημιουργήθη από το έγκλημα του Μάτσαλη. Εις τους οπαδούς όμως δεν έκαμε και τόσην εντύπωσιν αφού επίστευαν ότι σε δυό μήνες θα γινώταν η ουρανοποίησις της Γής! Εις τον Χριστογιαννόπουλον όμως, υποθέτω, έκαμε και παράκαμε!...

 

ΜΑΚ. - ΑΘΑΝ.

 

(Νεολόγος, Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 1931)

 

 

 

ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ

ΠΑΛΗΑ ΠΑΤΡΑ

Μετά τον πόλεμο του ’97. Εξαφάνισις των υπαιθρίων ρητόρων. Εμφάνισις ληστοφυγοδίκων. Ο τρομερός ληστής Παλαβιώτης και η περίφημη φοράδα του. Οι παλληκαράδες και τα τσιγκελωτά μουστάκια. Η απόπειρα κατά του Γεωργίου Α. Η περιοδεία του βασιληά. Πως άλλαξαν τα αισθήματα του κόσμου κλπ.

Έγραψα παιδικές αναμνήσεις για την κατάστασι που επικρατούσε στην πόλι μας με την κήρυξι του πολέμου του 97. Μαζύ με άλλα συνομήλικά μου παιδιά επέρναμε από πίσω τότε τους περίφημους «εθελοντές» που ερχώσαντε από τα χωριά και μπαίνανε στην πόλι με τα νταούλια. Εγύριζαν αρειμάνιοι και ύστερα από πολλές σπονδές στο Βάκχο με στης γειτονίτσες και η απλοϊκές γειτόνισσες που τους έβλεπαν, εδάκρυζαν κι’ έλεγαν:

-Με χαρές και με πανηγύρια πάνε να πέσουν οι κακόμοιροι στο στόμα του χάρου!

Που νάξεραν η καλές γυναικούλες ότι οι περισσότεροι από τους «εθελοντές» αυτούς θα γινώσαντε λυμεώνες και ότι δεν θ’ αντίκρυζαν ούτε από μίλια μακρυά Τούρκο!

Εθαυμάζαμε επίσης μερικούς ρασοφόρους που κατέβαιναν από τα βουνά με εθελοντικά σώματα. Με τη σκούφια τους, τη γενειάδα τους και τη μπάλα πούχαν ζωσμένη στη μέση τους μας εθύμιζαν τον Παππαφλέσσα κι’ επιστεύαμε πως ούτε στερηές ούτε πέλαγα θα τους εμπόδιζαν να πάνε πέρα στη θρυλική «Κόκκινη Μηλιά» να πνίξουν τους Τούρκους μεσ’ το αίμα τους! Που να ξέραμε πως με το πρώτο «μπάμ» θα γινώσαντε αμολόητοι!

Μετά τον πόλεμο όμως και τη συμφορά που πάθαμε όλα άλλαξαν. Όλοι ελέγανε πως μας επρόδωσαν και έρριξαν της ευθύνες στο Ντεληγιάννη και κυρίως στο βασιληά το Γιώργο. Ξέσπασαν κυρίως τον τελευταίο «που είχε μυστικό χαρτί κάμει με της Δυνάμεις να μη μεγαλώση η Ελλάδα» και δεν επέτρεπαν να μνημονεύωνται στης εκκλησίες τα ονόματά τους.

Στης σημειώσεις αυτές θα προσπαθήσω να δώσω μια εικόνα των μετά τον πόλεμον. Θλιβεροί περνούσαν οι μήνες. Η πόλις είχε γεμίσει από πρόσφυγες Θεσσαλούς και Ηπειρώτες. Ο κάμπος επίσης από λιποτάχτες και οι «παλληκαράδες» εκείνοι που έλεγαν πως θ’ αγωνισθούν «για της πατρίδος την ελευθερία και για του Χριστού την πίστι την αγία» έπεσαν ακάθεκτοι στης ξένες στάνες στο κάμπο κι’ άρχισαν να σφάζουν αρνιά με το χρόνο!

Όλοι οι «πατριώτες» και οι υπαίθριοι ρήτορες εξηφανίσθησαν. Έφυγαν οι «Έλληνες» κι’ εχάθηκαν για πάντα οι «Φιλέλληνες»!

Μόνον στο φωτογραφείο του Μπίρκου το κατόπιν Ατζαρίτη έμειναν η αναμνήσεις των… «πολεμικών σκηνών»… όλοι οι «παλληκαράδες» που δεν είδαν ούτε στον ύπνο τους Τούρκικο φέσι εφωτογραφήθησαν σε γκρούπ που θ’ άξιζε να τα δη κανείς και σήμερα, αν εσώζοντο, με τους γκράδες τους, τα σπαθιά τους, τους αντάρτικους σκούφους των και τα φουσελίκια τους. τέτοιες φωτογραφίες υπήρχαν στο φωτογραφείο τζαρίτη προ ολίγων ακόμη χρόνων και δεν είνε απίθανο να υπάρχουν ακόμη. Πόσες γνωστές φυσιογνωμίες αρειμανίων «εθελοντών» που νομίζει κανείς πως είνε έτοιμοι να μασσήξουν της μολυβένιες σφαίρες! Τι να κάμουν όμως οι άνθρωποι!… Επροδώθηκαν!...

 

 

Νομίζετε πως οι παλληκαράδες» της εποχής εκείνης, ύστερα από τη συμφορά που πάθαμε πως έβαλαν την ουρά μεσ’ τα σκέληα τους και αποτραβήχτηκαν για να ζήσουν πειά στην αφάνεια; Όχι δα απεναντίας δεν έπαψαν να κάνουν τον γκιουλέκα. Ζητούσαν και ρέστα μάλιστα! Όλοι οι άλλοι και μόνον αυτοί δεν έφταιγαν για ό,τι έγινε… Εγύριζαν στης ταβέρνες και ξεσπούσαν σε αναθεματισμούς για τους υπευθύνους! Με πολύπηχα ζωνάρια μερικοί και με τσιγκελωτά μουστάκια πνιγμένα από τη… μαντέκα… Η μαντέκα ήταν το αναγκαίο… λίπασμα για τα αρειμάνια μουστάκια των νεοελλήνων, τα οποία έμοιαζαν με τσιγκέλια και δεν έπερναν από προσβολές. Δεν έλειπε από κανένα κουρείο. Μετά το ξούρισμα τα μουστάκια… εφουσκιζώσαντε και οι κάτοχοί των έβγαιναν… λιγδωμένοι.

Και οι «παλληκαράδες» για να μη χάσουν το ίρτζι τους, επιάστηκαν από το «ανδραγάθημα» του Σμολέσκην στο Βελεστίνο κι’ ετραγουδούσαν:

«Ο καϋμένος ο Σμολέσκης

πολεμάει με την Τουρκιά

έχει άντρες παλληκάρια

π’ αψηφούνε τη φωτιά.

Και η εικόνες του στρατηγού αυτού και των «μαχών» που έκαμε, φιγουράριζαν σ’ όλα τα κουτσομάγαζα και σ’ όλες της ταβερνούλες! Της είχαν όλοι για παρηγοριά, ύστερα από το κακό και το ξαφνικό που πάθαμε!

Έβριζαν οι αντάμηδες όπου βρισκώσαντε χωρίς να φοβώνται και να λογαριάζουν κανένα, το Βασιληά και τη Βασιλική οικογένεια. Ο σατυρικός ποιητής Ηλίας Συνοδινός που είχε γράψει τόσα φλογερά πατριωτικά ποιήματα, εσατύριζε και αυτός με τη σειρά του όλους τους σπαθοφόρους:

«που είχαν τα σπαθιά

και τα χτυπούσαν έτσι

και κάπου κάπου έκοβαν

με δαύτα… κοκορέτσι!»

Το αιώνιο μοτίβο του Ρωμηού! Να ζητάη από τους άλλους πάντοτε ευθύνες και να μη θεωρή ποτέ υπεύθυνο τον εαυτό του για τίποτε!

 

 

Ανάμεσα σε πολλούς φυγόδικους και ληστοφυγοδίκους που φανερώθηκαν τότε στον κάμπο της Ηλείας ξεχώριζεν ο Παλαβιώτης. Καταγώταν από τα Βρέσθενα της Σπάρτης και ήταν λίγο κουτσός. Γι’ αυτό καβαλλίκευε μια φοράδα που είχε. το περήφανο αυτό ζώο που ήταν πολύ αφοσιωμένο κι’ έτρεχε σαν αστραπή. Είχε καταντήσει θρύλος. Έλεγαν πως του μιλούσε κι’ εκαταλάβαινε τι του έλεγε. Ο Παλαβιώτης είχε κτήματα κοντά στη Γαστούνη, τα οποία αναγκάστηκε να υποθηκέψη σε κάποιο γιατρό. Με το πέρασμα όμως των χρόνων το δάνειο εξισώθηκε προς την αξία των κτημάτων και ο γιατρός τάβγαλε στη δημοπρασία να πάρη τα λεφτά του. Ο Παλαβιώτης όμως τον σκότωσε κι’ εβγήκε στο κλαρί. Αργότερα σκότωσε και το γυό του γιατρού που είχε κληρονομήση τον πατέρα του. Όλα αυτά έγιναν οκτώ ή δέκα χρόνια πρό του πολέμου. Εν τω μεταξύ ο ληστής είχε σκοτώσει δύο εύζωνες και τρείς χωροφύλακες που πήγαν να τον πιάσουν. Με τον πόλεμον είχεν εξαφανισθή και ξαναφάνηκε κατόπιν εξακολουθώντας τη δράση του. Εβράδυαζε στην Ηλεία και ξημερωνόταν στα Καλάβρυτινά χωριά. Η φοράδα του είχε γίνει το άτι των παραμυθιών με το οποίο το βασιλόπουλο κατώρθωσε να πάρη βουνά και λαγκάδια σπρώχνοντας για νάβρη το αθάνατο νερό και ν’ αναστήση την αγαπημένη του.

Είδα το ληστή αυτόν παιδί ακόμη με την περίφημη φοράδα του και μου φαίνεται πως τον έχω μπροστά μου ακόμη. Δεν είνε ανάγκη να πω που, μα εκείνο που μπορώ να βεβαιώσω είνε πως σφύριζε στη φοράδα και το έξυπνο ζώο, έτρεχε κοντά του και χαμήλωνε για να το καβαλλήση. Μ’ ένα χάιδεμα κατόπιν που της έκανε χανώταν σαν αστραπή.

Κάποτε πέρασε μ’ ένα καΐκι στη Ρούμελη, ενώ τον ζητούσαν στον Κάμπο κι’ ενόμισαν πως κατώρθωσε να φύγη στο Τούρκικο. Ήταν βέβαια εύκολο να πιαστή. Κανένας όμως από τους χωρικούς που είχε τόσο καιρό τρομοκρατήσει δεν τολμούσε να τον προδώση.

Δεν θυμούμαι λεπτομέρειες για το τέλος του. Κατέληξεν όμως κι’ αυτός όπως τόσοι άλλοι που ακολούθησαν το παράδειγμά του.

 

 

Οι μήνες περνούσαν, η ειρήνη είχε πειά υπογραφή και η κίνησις στην πόλι μας εξακολουθούσε όπως πρώτα, σαν να μη συνέβαινε τίποτε.

Μερικά αντιδυναστικά κρούσματα εσημειώθηκαν ανάξια λόγου και ο Ι. Μαγκανάρας που εξέδιδε κάποια εφημερίδα «επί τα Πρόσω» κι’ έγραφε με το ψευδώνυμο «Γιάννης Μάγκας» εφυλακίστηκε. Έπιασαν εξ άλλου και ολίγους Αρνελλιστές χωρίς λόγο και χωρίς νάχουν δίκηο. Έτσι για το θεαθήναι. Ο βασιλεύς όμως, ο Γεώργιος Α΄, ήξερε καλά τους Ρωμηούς κι’ επερίμενε με υπομονή την αλλαγή που πίστευε πως θάρθη στα αισθήματά τους. Ήταν πραγματικός διπλωμάτης και δεν είχε άδικο!

Έξαφνα ξέσπασε σαν κεραυνός η απόπειρα που έγινεν εναντίον του.

Ο Καρδίτσης και ο Κυριάκης καιροφυλάκτησαν κι’ ενώ είχε βγή με τη πριγκήπισσα Μαρία περίπατο στο βασιλικό αμάξι, επυροβόλησαν εναντίον του.

Όλοι τότε είπαν πως όλη αυτή η απόπειρα δεν ήταν παρά μια σκηνοθεσία. Και όταν ακόμη έγινε η δίκη των δυο δολοφόνων και όταν τους έκοψαν τα κεφάλια στη λαιμητόμο κανένας δεν πίστευε στης εφημερίδες, που έγραφαν όλες τις σχετικές λεπτομέρειες.

Η συζητήσεις στης λαϊκές ταβερνούλες έδιναν και έπερναν. Έλεγαν πως ο ίδιος ο βασιληάς τους είχε βάλει να κάμουν την απόπειρα, πως τους έδιωξε στο εξωτερικό, πως εκόπηκαν άλλοι κατάδικοι κι’ είπαν τάχα πως έχασαν αυτοί τα κεφάλια τους!

Και όμως οι θερμόαιμοι αυτοί άνθρωποι εκόπηκαν πραγματικά και η απόπειρα που έκαμαν έγινεν αυτία να μεταστραφή το φρόνημα σιγά σιγά του λαού υπέρ των βασιλέων!

Όταν ο βασηλιάς είδε πως τα πράγματα ησύχασαν, εκατάλαβε πως είνε καιρός να κάμη μια περιοδεία. Επήγε λοιπόν με τη Βασίλισσα πρώτα στο Διακοφτό, από το Αίγιο και κατόπιν στο Μέγα Σπήλαιο, τα Καλάβρυτα και την Αγία Λαύρα.

Τον υποδέχτικαν παντού με ενθουσιασμό και οι χωρικοί στους οποίους μιλούσε για την… παρακράτησι ήταν ξετρελλαμένοι μαζύ του. Ξέχασαν και τον πόλεμο και της συμφορές που πάθαμε.

Κατόπιν πήγε στο Άργος, την Τρίπολι, τη Σπάρτη, τον Πύργο, Αμαλιάδα, Γαστούνη και κατέληξε στην Πάτρα.

Εδώ έμεινε δώδεκα ημέρες. Εμίλησε μάλιστα τη βραδυά που ήρθε από τον εξώστη της μεγάλης οικίας Φραγκοπούλου τότε κι’ όλοι έμειναν ευχαριστημένοι. Άιντε, είπαν, νερό κι’ αλάτι. Όλα ξεχάστηκαν. Χαρές και πανηγύρια. Εγκαίνια Βιοτεχνικής εκθέσεως και αγώνες του Παναχαϊκού.

Με τον ερχομό του στη πόλι μας εδημιουργήθηκε και κάποιος πανικός. Από τον ισχυρό άνεμο ανετράπη κάποιο καζάνι του γκαζιού που ήταν τότε στο Τσιβδί εγκατεστημένο. Τι έγινε μ’ αυτό δεν περιγράφεται. Πολλοί επίστεψαν πως θ’ ανατιναχθή η πόλις. Αστυνομικοί και έφιπποι χωροφύλακες έτρεχαν και ειδοποιούσαν τα μαγαζειά να σβύσουν τα φώτα και η πόλις βυθίστηκε στο σκοτάδι. Δεν έγεινεν όμως τίποτε, οι φόβοι του κόσμου αποδέιχθησαν αδικαιολόγητοι και ο βασιληάς εκαλοπέρασε όσες ημέρες έμεινε στην πόλι μας. Πήγε κατόπιν στο Μεσολόγγι και στο Αγρίνιο όπου έγιναν τα ίδια. Ενθουσιασμός και ζήτω. Κόντεψαν από της ζητωκραυγές να βγάλουν όλοι την… κόριζα! Κι’ εζητωκραύγαζαν περισσότερο εκείνοι που τον έβριζαν και τον θεωρούσαν υπεύθυνο για την ήττα μας. Πόσο μας είχε καταλάβει και πόσες φορές θα γέλασε κάτω από της μουστάκες του με τη νοοτροπία μας!

ΜΑΚ – ΑΘΑΝ.

(Νεολόγος, 19 Νοεμβρίου 1933)