Imanol
Ιστορία Διεθνούς Αναρχικού Κινήματος

Η Elisa Garrido Gracia ήταν μαχήτρια στις αναρχικές φάλαγγες στην Ισπανική Επανάσταση. Υπηρέτησε ως ταχυμεταφορέας του δικτύου Ponzán, συνελήφθη και απελάθηκε στα στρατόπεδα των Ναζί και κατέληξε σαμποτέρ. Το πιο σημαντικό από όλα ήταν ότι επέζησε για να πει την ιστορία της.

Η Elisa Garrido γεννήθηκε στο χωριό Magallón της Αραγόνας στις 14 Ιούνη 1909. Με τον καιρό η οικογένεια αποφάσισε να μετακομίσει στη Βαρκελώνη. Ήταν κόρη ελευθεριακών αγωνιστών, οπότε εξοικειώθηκε νωρίς με την «Ιδέα» που την αγκάλιασε και αμέσως προσχώρησε στο αναρχικό συνδικάτο. Στη Βαρκελώνη συνάντησε τον Marino Ruiz de Ángulo, μέλος του CNT, όπως και η ίδια, τον οποίο θα συνόδευε σε δύο πολέμους, από τους οποίους και οι δύο επέζησαν, τελειώνοντας τις μέρες τους μαζί. Στην πόλη κέρδιζε τα προς το ζην ως υπηρέτρια στο σπίτι μιας εύπορης οικογένειας, κάτι που δεν την εμπόδισε να συμμετάσχει στις μάχες τον Ιούλη του 1936 στους δρόμους της πόλης και αργότερα να συμμετάσχει σε μια από τις φάλαγγες προς το μέτωπο της Αραγόνας που αναχώρησε από τους στρατώνες του Ausias March. Η Elisa πρέπει να είχε πολύ καλά καθορισμένες ιδέες, καθώς αρνήθηκε να δεχτεί ότι η θέση των γυναικών ήταν στα μετόπισθεν και το 1938 εξακολουθούσε να είναι σε ενεργό υπηρεσία, παίροντας μέρος στην άγρια ​​μάχη του Έβρου.

Μόλις χάθηκε ο εμφύλιος πόλεμος, έφυγε για την εξορία μαζί με τον Marino, τον σύντροφό της. Από τις πρώτες μέρες που το ζευγάρι πέρασε στη Γαλλία, δεν έχει γίνει γνωστό κάτι γι αυτό, αν και υπάρχει μια πιθανότητα να τοποθετήθηκαν σε ένα από τα στρατόπεδα που είχαν συγκροτηθεί από τη Γαλλική Δημοκρατία για τους συμπατριώτες τους. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι και οι δύο κατευθύνθηκαν προς τη νοτιοανατολική Γαλλία και έζησαν στη Μασσαλία και μετά στις Άνω Άλπεις, αν και σύντομα εντάχθηκαν στην αντίσταση. Συμμετείχαν σε διασώσεις και δεν θα μπορούσαν να επιλέξουν μια καλύτερη ομάδα για να συνεργαστούν, καθώς ήταν μέλη του δικτύου Ponzán, αποτελούμενου από Ισπανούς ελευθεριακούς, που κατάφερε να διασώσει σχεδόν 3.000 άνδρες και γυναίκες κυηγημένους από τους Ναζί αλλά και τον Φράνκο -άνθρωποι που ήταν είτε αερομεταφορείς είτε μέλη της αντίστασης ή και απλοί άνθρωποι- διασχίζοντας τα σύνορα είτε από ξηρά είτε από θάλασσα.

Μετά τη σύλληψη του συντρόφου της, η Elisa συνέχισε τον αγώνα είτε αναλαμβάνοντας αποστολές διαβίβασης επιστολών είτε και ως οδηγός για την οργάνωση. Παρά τις προφυλάξεις της, συνελήφθη στην Τουλούζη το φθινόπωρο του 1943 από τη Γκεστάπο. Αρχικά στάλθηκε στη φυλακή Saint Michel στην καρδιά της πόλης όπου υποβλήθηκε σε άγρια βασανιστήρια και κρατήθηκε στην απομόνωση για τρεις εβδομάδες. Ωστόσο, κατάφερε να κρατήσει το στόμα της κλειστό, εξασφαλίζοντας ότι κανένας άλλος δεν θα συλλαμβανόταν. Μεταφέρθηκε σε μια από τις φυλακές του Παρισιού και στη συνέχεια στη φυλακή Compiègne, που ήταν κέντρο προώθησης στα γερμανικά στρατόπεδα.

Η τύχη της πήρε χειρότερη στροφή στις 30 Γενάρη 1944, καθώς εκείνη και άλλες 969 γυναίκες στάλθηκαν στο τρομακτικό στρατόπεδο των Ναζί στο Ravensbrück. Καταγράφηκε ότι έφτασε εκεί στις 3 Φλεβάρη. Της αφαιρέθηκε το όνομα, το ψευδώνυμο και η ιστορία και έγινε η κρατούμενη αρ. 27219.

Όπως θα περίμενε κανείς, η υποδοχή της δεν ήταν ευχάριστη. Πέρασε ώρες με το να στέκεται σε στάση προσοχής, υπέστη ξυλοδαρμούς και στο τέλος γυμνώθηκε, τα μαλλιά της κουρεύτηκαν και υποχρεώθηκε να κάνει κρύα ντους παρά το γεγονός ότι ήταν ακόμα Φλεβάρης. Στις 21 Ιούνη 1944 τοποθετήθηκε στο Kommando Hasag για να εργαστεί σε ένα στρατιωτικό συγκρότημα κατασκευής χειροβομβίδων και ακρηκτικών στην πόλη Lepizig, μαζί με μια σημαντική ομάδα άλλων πρώην δραπετών, συμπεριλαμβανομένων επτά άλλων Ισπανίδων. Εκεί ο αριθμός της άλλαξε ξανά, σε Νο 4068.

Αν και το όνομά της άλλαζε συχνά, η Elisa παρέμεινε σταθερή στις πεποιθήσεις της και έτσι δεν πέρασε πολύς καιρός πριν ξεκινήσει το σαμποτάζ της παραγωγής χειροβομβίδων, με τη βοήθεια των συντρόφων της. Εργάζονταν 12 ώρες την ημέρα με αντάλλαγμα μια σούπα και μια κρούστα ψωμιού. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως πολιτικούς κρατούμενους και μάλιστα δήλωσε χρόνια αργότερα: “Ως εκ τούτου, θεωρούσαμε το σαμποτάζ βασικό μας καθήκον και η αλήθεια είναι ότι οι χειροβομβίδες και τα μηχανήματα έβγαιναν άχρηστα σε τέτοια συχνότητα που μας ευχαριστούσε”. Εκτός από το σαμποτάζ, επέμειναν επίσης στην  αναγνώριση του καθεστώτος του πολιτικού κρατούμενου: “Αποφασίσαμε να προσπαθήσουμε να ενεργήσουμε μέσω της διεκδίκησης της ιδιότητας του πολιτικού κρατουμένου έναντι του γερμανικού εργατικού δυναμικού, το οποίο μας θεωρούσε κλέφτες, πόρνες, κ.λπ., που υποβάλλονται σε επανεκπαίδευση μέσω της εργασίας και στους οποίους δεν έπρεπε να μιλούν”. Οι Ναζί αποφάσισαν να τους πληρώσουν έναν μικρό μισθό με κουπόνια στην καντίνα, κάτι που οι γυναίκες κρατούμενοι το χρησιμοποίησαν για να φωνάξουν: "Δεν είμαστε ελεύθεροι εργαζόμενοι αλλά πολιτικοί κρατούμενοι και δεν θέλουμε χρήματα από τον Χίτλερ”. 

Μεταξύ των πράξεων σαμποτάζ που πραγματοποίησε η Elisa και που θυμήθηκε, ήταν το χτύπημα κάποιου από το εργοστάσιο χειροβομβίδων εκτός λειτουργίας. Αυτό ήταν το modus operandi της: “Συνήθιζα να αφήνω μερικά από τα εκρηκτικά των χειροβομβίδων, που αφού δεν είχαν συσκευαστεί σωστά, έπρεπε να περάσουν από το μηχάνημα άλεσης για να συσκευαστούν εκ νέου, οπότε η μηχανή λειτούργησε ως πυροκροτητής και πυροδότησε μια σειρά εκρήξεων”. Αφού ανατινάχτηκε μέρος του εργοστασίου, στάλθηκε πίσω στο Ravensbrück, αλλά το τρένο με το οποίο ταξίδευαν έγινε στόχος συμμαχικής αεροπορικής επίθεσης. Μόλις επέστρεψαν στο στρατόπεδο, τοποθετήθηκε στην “Καλύβα των τσιγγάνων”, αρ. 28, μέρος που στέγαζε εκείνους που είχαν καταδικαστεί σε εργασία στους κλιβάνους. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρξε σοβαρή κακομεταχείριση σε βάρος της, ενώ της επιτέθηκαν και την δάγκωσαν τα σκυλιά των φρουρών. Επίσης, βιάστηκε από τους SS και, μάλιστα, απέβαλε λόγω της κακοποίησης που είχε υποστεί.

Η τύχη της άλλαξε τον Ιούνη του 1945 όταν συμπεριλήφθηκε σε σχέδιο ανταλλαγής κρατουμένων υπό τον Ερυθρό Σταυρό. Σε αντάλλαγμα για ένα σωρό Γερμανών κρατουμένων, έπρεπε να απελευθερωθεί μια ομάδα γυναικών: η Elisa ήταν μία από αυτές. Αρχικά μεταφέρθηκαν στη Φρανκφούρτη και στη συνέχεια στη Σουηδία μέσω Δανίας. Με την άφιξή τους στη Στοκχόλμη απελευθερώθηκαν.

Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, η Elisa και ο Marino, που είχαν στο μεταξύ επανενωθεί, εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι, μια πόλη με μεγάλο αριθμό Ισπανών ελευθεριακών στους δρόμους της και έμειναν εκεί μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Μετά το ζευγάρι αποφάσισε να επιστρέψει στην Ισπανία και εγκαταστάθηκε στο Mallén. Η Elisa άνοιξε ένα ιχθυοπωλείο στο Cortes de Navarra, ενώ ο Marino βρήκε δουλειά ως οδηγός ταξί. Τα σχέδιά τους, όμως, δεν ευημερούσαν, γι’ αυτό αποφάσισαν να επιστρέψουν στη Γαλλία. Η ζωή ήταν πολύ πιο εύκολη εκεί και λιγότερο επικίνδυνη. Στη Γαλλία, η Elisa αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε για την αντιστασιακή της δράση, σε αντίθεση με την Ισπανία. Η Elisa πέθανε στην Τουλούζη τον Μάρτιο του 1990.

*Δημοσιεύτηκε από τον Imanol στο El Salto και μετά εδώ: https://www.katesharpleylibrary.net/9s4p9m Αγγλική μετάφραση: Paul Sharkey. Ελληνική μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.