Η εφημερίδα "The Maoriland Worker"

 

Η 11η Νοεμβρίου είναι μια επέτειος που ανάβει τα αίματα καθώς η αναδρομική της ισχύ γίνεται καύσιμο του μέλλοντος. Η “Maoriland Worker” (“Ο Εργάτης της Γης των Μαορί”) -η φλογερή εβδομαδιαία εφημερίδα του εργατικού κινήματος της Νέας Ζηλανδίας- αφιέρωσε μεγάλο μέρος του τεύχους της στις 10 Νοέμβρη 1911 για να τιμήσει μια ιστορική τραγωδία στις ΗΠΑ. Αυτό το γεγονός ήταν η εκτέλεση τον Νοέμβρητου 1886 τεσσάρων ηγετών του εργατικού κινήματος που κατηγορήθηκαν για βομβιστική επίθεση που σκότωσε επτά αστυνομικούς στην πλατεία Haymarket του Σικάγου.

Οι καταδικασθέντες, συμπεριλαμβανομένου ενός Γερμανού ταπετσέρη με το όνομα August Spies, συμμετείχαν ενεργά στην εκστρατεία για την καθιέρωση της εργάσιμης μέρας των οκτώ ωρών. Η βομβιστική επίθεση πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο μαζικών απεργιών και διαδηλώσεων, αλλά και βίαιης καταστολής από την αστυνομία. Τέσσερις άοπλοι απεργοί πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν από την αστυνομία του Σικάγου μόλις μια ημέρα πριν από τη βομβιστική επίθεση και ο Spies κάλεσε όλους τους εργαζόμενους να οπλιστούν ως αντίποινα.

Ωστόσο, δεν υπήρχαν καν αποδεικτικά στοιχεία για να συνδεθούν ο Spies και οι συνάδελφοί του με τον θανατηφόρο βομβισμό. Ήταν αναρχικοί και ως τέτοιοι ήταν αποδιοπομπαίοι τράγοι και θύματα ενός κύματος αντεργατικής υστερίας. Οι υποθέσεις τους προκάλεσαν οργή και ενέργειες υποστήριξης και αλληλεγγύης σε όλο τον κόσμο και η 1η Μάη, η ημερομηνία-αποκορύφωμα ενός οκταημέρου διαδηλώσεων που οδήγησε άμεσα στη βομβιστική ενέργεια του Haymarket, έγινε η επίσημη ετήσια γιορτή του διεθνούς εργατικού κινήματος.

Εδώ προσπαθήθηκε να δοθεί μια σύνδεση με τη Νέα Ζηλανδία. Ο August Spies ρωτήθηκε από μια εφημερίδα για τα εκρηκτικά που παραδέχτηκε ότι κατείχε όταν εκτύπωσε μια επαναστατική προκλήρυξη στο γραφείο μιας αριστερής γερμανικής εφημερίδας της “Arbeiter Zeitung”. Στην ερώτηση “πόσες βόμβες είχατε στο γραφείο της Arbeiter Zeitung”, απάντησε: “Νομίζω ότι υπήρχαν τέσσερις από αυτές και έμοιαζαν με αυτή [δείχνει μια] και νομίζω ότι ήσαν δύο άλλες ακόμα. Ήταν από χυτοσίδηρο και μου δόθηκαν από ένα άτομο, πιστεύω ότι το όνομά του ήταν Schwape ή Schwoep, ο οποίος έφυγε για τη Νέα Ζηλανδία”.

Ο Spies είπε ότι αυτός ο άνδρας, ένας κατασκευαστής παπουτσιών από το Κλίβελαντ, είχε επισκεφθεί το γραφείο της “Arbeiter Zeitung” πριν από τρία χρόνια και στη συνέχεια ανακοίνωσε την πρόθεσή του να ταξιδέψει στη Νέα Ζηλανδία. Δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένης της ασάφειας των λεπτομερειών, ότι τα μεταναστευτικά αρχεία της Νέας Ζηλανδίας της εποχής δεν επιβεβαιώνουν την άφιξη του ανθρώπου αυτού στη χώρα και, εν πάση περιπτώσει, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ιλλινόις δεν έδωσε βάρος σε ένα τέτοιο άλλοθι.

Στις 11 Νοέμβρη 1886, ο Spies και τρεις σύντροφοί του, οι Albert Parsons, Adolph Fischer και George Engel, απαγχονίστηκαν. Ο πέμπτος, ο Louis Lingg, αυτοκτόνησε στη φυλακή. Οι τρεις εναπομείναντες σώθηκαν ως αποτέλεσμα της διεθνούς κατακραυγής γι’ αυτήν την αδικία. Ένας νέος και λιγότερο εκδικητικός κυβερνήτης του Ιλινόις διερεύνησε την υπόθεσή τους, κατήγγειλε τι είχε συμβεί και έδωσε συγχώρεση στους τρεις.

Οι τέσσερις μάρτυρες του Haymarket έγιναν σύμβολα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Το τεύχος Δεκέμβρη του 1906 του “Commonweal” (“Κοινοπολιτεία”), που ήταν το περιοδικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος Nέας Ζηλανδίας, σημείωσε ότι το Τμήμα του κόμματος στο Ουέλλινγκτον είχε πρόσφατα οργανώσει μια εκδήλωση μνήμης για τους Μάρτυρες του Σικάγου, όπου στους συγκεντρωμένους μίλησαν αγωνιστές, όπως ο Phillip Joseph, ράφτης, γεννημένος στη Ρωσία και γνωστός ντόπιος αναρχικός. Στους ομιλητές ήταν και ένας επισκέπτης από την Αυστραλία, ο Δρ TF McDonald, ο οποίος «αναφέρθηκε επίσης στην αμερικανική κυβερνητική συνωμοσία που οδήγησε στη δικαστική δολοφονία του Parsons και των συντρόφων του», πριν προχωρήσει στην κυρίως ομιλία του για τη φιλοσοφική κληρονομιά των Κροπότκιν, Μπακούνιν και άλλων.

 

Ο αναρχικός Philip Josephs

Εκδότης του “Commonweal” ήταν ο δημοσιογράφος του Ουέλλινγκτον Robert Hogg, ο οποίος εργαζόταν στην εθνική φιλελεύθερη εφημερίδα ”New Zealand Times”. Πιθανότατα ήταν ο Hogg που ανέφερε στους “Times” για μια συνάντηση αναρχικών στο Ουέλλινγκτον το 1907. Ο κύριος ομιλητής είπε ότι γνωρίζει προσωπικά μερικούς από τους συντρόφους των εκτελεσθέντων.

“Αυτοί οι άντρες δολοφονήθηκαν βάναυσα επειδή τόλμησαν να δείξουν στους μισθωτούς πώς εκμεταλλεύονταν από τους καπιταλιστές. Η καπιταλιστική τάξη, η οποία αποτελεί το κράτος, έκρινε απαραίτητο να απαλλαγεί από αυτούς τους οργανωτές, και έτσι τους έριξε στη φυλακή και ορισμένοι τελικά δολοφονήθηκαν”.

Ένα τεύχος του 1911 του “Maoriland Worker”, που αναφέρθηκε παραπάνω, περιελάμβανε μια θαυμάσια κριτική του μυθιστορήματος του Frank Harris, “The Bomb”, που το εμπνεύστηκε από τα γεγονότα του Haymarket, πορτρέτα των οκτώ καταδικασμένων ανδρών, την ανατύπωση μιας παθιασμένης νεκρολογίας από τον σοσιαλιστή ηγέτη των ΗΠΑ, Eugene Debs, και ένα εξάστηλο editorial με τίτλο “Οι μάρτυρες του Σικάγου - οι άνθρωποι και το μήνυμά τους”. Η εφημερίδα έκανε σαφή την περιφρόνησή της για τη δικαστική διαδικασία με την οποία καταδικάστηκαν οι άνθρωποι αυτοί. “Τείνουμε να συμφωνήσουμε με την άποψη ότι η ρίψη της βόμβας ήταν έργο ενός Pinkerton” [μισθωμένου ντετέκτιβ].

 

Tο εξώφυλλο του βιβλίου του Frank Harris 'The Bomb"

 

Η αρχή της οκτάωρης εργάσιμης ημέρας, ένα από τα βασικά αιτήματα των διαδηλώσεων της Πρωτομαγιάς στο Haymarket, είχε υιοθετηθεί στη Νέα Ζηλανδία πριν από πολλες άλλες άλλες χώρες, αλλά τέθηκε σε εφαρμογή από ορισμένους συνδικαλιστές στη χώρα. Μια μικρή ομάδα κτηματιών και κερδοσκόπων -οι “οικογένειες που κυβερνούν”, όπως ήταν γνωστή- έλεγχε το νομοθετικό σώμα και δεν εφάρμοζε κάθε νομοσχέδιο που είχε σκοπό να εγγυηθεί την οκτάωρη ημέρα για όλους. Ένας πολιτικός δήλωσε ότι εάν εγκριθεί, το νομοσχέδιο θα καταστρέψει τον ιστό της κοινωνίας, δεδομένου ότι οι υπηρέτες θα μπορούσαν να αρνηθούν τις απαιτήσεις των κυρίων τους να εργαστούν ανά πάσα στιγμή.

Από το 1890, παρ’ ότι οι ώρες εργασίας τους δεν ήταν ακόμη εγγυημένες από το νόμο, στους εργαζόμενους της Νέας Ζηλανδίας δόθηκαν ετήσιες αργίες για να γιορτάσουν τη θεσμοθέτηση της οκτάωρης εργάσιμης μέρας. Μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία και τον Καναδά, και σε αντίθεση με σχεδόν όλες τις άλλες χώρες του κόσμου, αυτή η αργία ονομάζεται Labour Day (Εργατική Ημέρα) και δεν πραγματοποιείται την 1η Μάη. Από τις αρχές του1896, οι σοσιαλιστές στο εργατικό κίνημα το αναγνώρισαν αυτό ως μια αποτυχημένη εκστρατεία αλληλεγγύης. “Ήρθε η ώρα”, είπε ένας, “που οι Νεοζηλανδοί πρέπει να απλώσουν χέρι συντροφικότητας στους αδελφούς τους πέρα ​​από τις θάλασσες, συμμετέχοντας στο κίνημα της Πρωτομαγιάς”. Αυτή η άποψη, δυστυχώς, δεν επικράτησε και σήμερα η Labour Day στη Νέα Ζηλανδία είναι μια εντελώς απολίτικη άδεια, ενώ η Πρωτομαγιά περνά σχεδόν απαρατήρητη.

*Από κείμενο του Mark Derby στο Labour History Project. Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.