Η ζωή αναμένει από σας να εκπληρώσετε καθήκοντα που σας φαίνονται αντιπαθητικά. Πρέπει τώρα να γνωρίζετε ότι το πιο σημαντικό πράγμα δεν είναι τα καθήκοντα, αλλά αυτό που σας επιτρέπει να είστε κάποιος καλός και δίκαιος. Υπάρχουν πολλοί που θα σας πουν ότι πρόκειται για μια κοινωνική συμβουλή, αλλά πρέπει απλώς να τους απαντήσετε: Όταν οι μορφές της κοινωνίας είναι τόσο σκληρές και εχθρικές για τη ζωή, είναι πιο σημαντικό να είσαι κοινωνικός παρά απάνθρωπος” ( Stig Dagerman).

"Πιστεύω ότι ο φυσικός εχθρός του ανθρώπου είναι η μεγαλο-οργάνωση, επειδή κλέβει τη ζωτική αναγκαιότητα να αισθάνεται υπεύθυνος για τον συνάνθρωπό του, περιορίζοντας τις δυνατότητές του να δείξει αλληλεγγύη και αγάπη και, αντίθετα, να τον μετατρέψει σε πράκτορα εξουσίας, κάτι που για μια στιγμή μπορεί να στρέφεται εναντίον άλλων, αλλά τελικά στρέφεται εναντίον του”.

Ο Stig Dagerman γεννήθηκε στη Σουηδία το 1923. Ήταν γιος ανθρώπων της εργατικής τάξης, η μητέρα του ήταν τηλεγραφίστρια και ο πατέρας του πλανόδιος εργαζόμενος και εργάτης στις σιδηροδρομικές γραμμές. Οι γονείς του δεν ζούσαν μαζί και ο Stig μεγάλωσε από τους παππούδες του, από τους οποίους είχε υπέροχες αναμνήσεις. Ο πατέρας του τον πήγε στη Στοκχόλμη.

Η μετάβαση από την επαρχία στην πόλη ήταν ένα σοκ για τον ίδιο. Ήταν λαμπρός μαθητής στο σχολείο, αν και σιωπηλός και επιφυλακτικός, χαρακτηρίζοντας το σχολείο και το γυμνάσιο ως φυλακή. Η ζωή στο δρόμο και ο κινηματογράφος ήταν παρηγοριά για το νευρικό και ταλαιπωρημένο του ταμπεραμέντο.

Το 1941 προσχώρησε στην οργάνωση νεολαίας της συνδικαλιστικής ένωσης Sveriges Arbetares Central (SAC), που λεγόταν Κύκλος της Συνδικαλιστικής Νεολαίας, όπου οι αναρχικές ιδέες ήταν ευρέως διαδεδομένες. Έγραφε τακτικά για την εφημερίδα “Storm”. Στη συνέχεια εργάστηκε για την “Arbetaren” ("Ο Εργάτης”), την καθημερινή εφημερίδα της SAC, από το 1943. Δεν επιτρεπόταν στους δημοσιογράφους της εφημερίδας να κερδίζουν περισσότερα από το μισθό ενός ειδικευμένου εργαζόμενου.

Τον Αύγουστο του 1943 παντρεύτηκε την Annemarie Goetze, την κόρη των Γερμανών αναρχοσυνδικαλιστών Ferdinand και Elly Goetze. Και οι τρεις είχαν φύγει από τη ναζιστική Γερμανία, και έπειτα έλαβαν μέρος στον επανάσταση στην Ισπανία το 1936, αλλά έπρεπε να επιστρέψουν στη Σουηδία με τη νίκη του Φράνκο. Ο γάμος επέτρεψε στην Annemarie να αποκτήσει σουηδική υπηκοότητα. Σε μια συνέντευξη με την Annemarie στο Παρίσι το Γενάρη του 1960, η ίδια είπε ότι ο μύθος ότι ο πατέρας του Stig ήταν αναρχικός ήταν ψευδής. Ήταν βέβαια συνδικαλιστής, αλλά όχι αναρχικός, ενώ ο Ferdinand ήταν εκείνος που του είχε εμπνεύσει τον αναρχισμό. Αυτή και ο πατέρας της συζητουσαν με τον Stig τις ιδέες του αναρχισμού για πολλά χρόνια. Αυτή η σημαντική επιρροή τον οδήγησε να γράψει επαίνους για τον αναρχισμό στο άρθρο «Ο Αναρχισμός και Εγώ».

Από την ηλικία των 21 έως τα 26 του έγραψε τέσσερα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα, μια συλλογή διηγημάτων, μια συλλογή ρεπορτάζ και πολλά άρθρα, δοκίμια και ποιήματα. Το “Φίδι” ήταν ένα μυθιστόρημα που δημοσιεύθηκε το 1945 το οποίο απεικόνιζε τη ζωή μιας ομάδας νέων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, περιγράφοντας την αγωνία και τους φόβους τους καθώς και τις μάταιες προσπάθειές τους να τους ξεπεράσουν. Το μυθιστόρημα έλαβε πολύ καλές κριτικές. Το 1946 ο Stig έγινε συν-συντάκτης της λογοτεχνικής κριτικής “40-tal”, γύρω από την οποία συσπειρώθηκε μια νέα γενιά Σουηδών συγγραφέων.

Ο Stig συνέχισε τη λογοτεχνική του παραγωγή με το “The Island of the Doomed”, ένα αλληγορικό μυθιστόρημα για τον φασισμό και τον αγώνα με την εξουσία. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου ταξίδεψε στις ερειπωμένες από τον πόλεμο πόλεις της Γερμανίας. Αυτές οι εμπειρίες αποτέλεσαν το “Γερμανικό Φθινόπωρο” που δημοσιεύθηκε το 1947 και ήταν η πρώτη πραγματική λογοτεχνική του επιτυχία όσον αφορά τις πωλήσεις. Δίπλα σε αυτό το έργο κυκλοφόρησε και η συλλογή διηγημάτων του “Games of Night”, ακολουθούμενο από το τρίτο μυθιστόρημά του “A Burnt Child”. Το τελευταίο γράφτηκε στη Βρετάνη της Γαλλίας (“σε μεγάλη μοναξιά”, σύμφωνα με τον ίδιο) και κυκλοφόρησε το 1948. Περιγράφει την αγωνία της εφηβείας όπου ο ήρωας γράφει μια επιστολή αυτοκτονίας που δείχνει την αποτροπή του για έναν κόσμο “μικρών σκύλων… με ελάχιστα συναισθήματα, λίγες απολαύσεις και μικρές σκέψεις”. Ακολούθησε το πρώτο του θεατρικό έργο "The Man Condemned to Death", το οποίο ανέβηκετο 1949 στη Στοκχόλμη. Εκείνο τον χρόνο ο Stig  δημοσίευσε το τελευταίο του μυθιστόρημα “Wedding Worries”.

Μεταξύ Μάρτη και Μάη, του 1948 είχε επισκεφθεί τη Γαλλία και επρόκειτο να γράψει εν μέσω της Γαλλικής Άνοιξης. Εδώ περιγράφει τη δυσκολία των καιρών, την αύξηση των προσπαθειών αυτοκτονίας, τις εφημερίδες που μειώθηκαν σε μία σελίδα, τα δωμάτια του ξενοδοχείου που ζεσταίνονταν μόνο για δεκαπέντε λεπτά της ημέρας, τη γυναίκα ενός απεργού που στράφηκε στην πορνεία για να επιβιώσει. Ο Stig ανέμειξε το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ με τη λογοτεχνία και το κοινωνικό σχόλιο, γράφοντας για τους φτωχούς και λιμοκτονούντες εργαζόμενους ότι δεν χρειάζονταν να πίνουν ένα απεριτίφ για να πεινούν, όχι ότι θα μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά: “Η ύπαρξή τους καθορίζεται από μια εσωτερική διαμάχη στην οποία κάθε περίοδος κρίσης βυθίζει τους φτωχούς". Το όνειρο του 1944 και η πραγματικότητα του 1948 τονίζουν την απογοήτευση της περιόδου εκείνης. Η Απελευθέρωση δεν ακολουθήθηκε από την κοινωνική επανάσταση αλλά από κοινωνική ειρήνη και μεγάλες δυσκολίες για την εργατική τάξη.

Αυτά τα κείμενα που συλλογικά περιγράφουν περίλαμπρα τον κόσμο αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την εγκαθίδρυση της κοινωνικής τάξης. Σε ένα άρθρο με τίτλο “Η δικτατορία της θλίψης” ο Stig ξιφουλσκεί ενάντια στην εθνική ημέρα πένθους για το θάνατο του Σουηδού βασιλιά Gustav V και τα ψέματα και την εξαπάτηση που δημιουργήθηκαν σε εθνική βάση.

Τα επόμενα πέντε χρόνια ήταν δύσκολα για τον συγγραφέα, με τέσσερα μυθιστορήματα να ξεκινούν αλλά να μην τελειώνουν. Στην ηλικία των 31, στις 4 Νοέμβρη 1954, κλειδώθηκε στο γκαράζ του, άνοιξε τον κινητήρα του αυτοκινήτου του και αυτοκτόνησε. Αυτό συνέβη το απόγευμα πριν στείλει το τελευταίο του κομμάτι με τίτλο “Beware of the Dog” στην “Arbetaren”. Το σημειωματάριο του συγγραφέα μπορεί να συνέβαλε στους λόγους της αυτοκτονίας του, καθώς και στην επίγνωση της αδυναμίας των πολιτικοποιημένων συγγραφέων να αλλάξουν ριζικά τον κόσμο.

Τρία από τα μυθιστορήματα του Stig Dagerman μεταφέρθηκαν στον κινματογράφο τη δεκαετία του 1960 και σύντομα μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά μετά το θάνατό του. Χαιρετίστηκε ως ένας μεγάλος υπαρξιστής συγγραφέας και συνεχίζει να προσελκύει την προσοχή και να αναγνωρίζει την Ήπειρο, αν και είναι ελάχιστα γνωστός στη Βρετανία παρά τη μετάφραση των έργων του στα Αγγλικά (πολλά από τα οποία δεν κυκλοφορούν στο εμπόριο). Όπως έγραψε ο Graham Greene, “ο Dagerman έγραψε με όμορφη αντικειμενικότητα. Αντί για συναισθηματικές φράσεις, χρησιμοποιεί μια επιλογή γεγονότων, σαν τούβλα, για να χτίσει ένα συναίσθημα”.

*Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στα Αγγλικά στο τεύχος 75 (Χειμώνας 2010) του περιοδικού “Organise!” Της Αναρχικής Ομοσπονδίας Μ. Βρετανίας. Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης. Να σημειωθεί ότι στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο του Stig Dagerman “¨Η ανάγκη μας για παρηγοριά” από τις εκδόσεις Μελάνι.