Εφημερίδα Δρόμου “ΑΠΑΤΡΙΣ”
Ιστορία Ελλαδικού Αναρχικού Κινήματος

Της (νεο)ελληνικής ιστορικής μνήμης, το περίφημο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας» είναι ένα έπιπλο με τις κλασικές political correct διαστάσεις: κατασκευασμένο για να ταιριάζει απόλυτα στις (οπτικές) γωνίες του σαλονιού της εθνικοφροσύνης. Παρά ταύτα και δυστυχώς για τους κατασκευαστές, ενίοτε το έργο τους πάσχει από κακοτεχνίες, με τρόπο ώστε κάποιες ενοχλητικές διαστάσεις να «προεξέχουν» και κάποιοι επιτήδειοι να τις αναδεικνύουν σκουπίζοντας τη σκόνη από πάνω τους.

Μια τέτοια διάσταση βρίσκεται και σε κείνο το ράφι όπου χωροθετήθηκαν οι μνήμες από τους αγώνες των (χριστιανών) κρητικών ν’ αποτινάξουν τον οθωμανικό ζυγό κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Τέτοιοι αγώνες έλαβαν χώρα σε πολλές στιγμές εκείνης της περιόδου, με αποκορύφωμα την τριετία 1866-69 και το 1896-97. Κι ενώ η πορεία των γεγονότων στις περιστάσεις εκείνες είναι γενικά γνωστή (στους κρητικούς ως επί το πλείστον, αν και αμφιβάλλουμε ότι κι αυτοί είναι πολλοί…), ελάχιστοι φαίνεται να γνωρίζουν ότι υπήρξαν και πολλοί Ευρωπαίοι επαναστάτες που αγωνίστηκαν εθελοντικά στο πλευρό των εξεγερμένων, ορμώμενοι από έναν ιδεαλισμό βασισμένο στο αίσθημα αλληλεγγύης απέναντι στους καταπιεσμένους, ειδικά όταν οι τελευταίοι ξεσηκώνονταν ενάντια στο ζυγό τους.

Είναι αλήθεια ότι είναι πολύ δύσκολο να χωρέσει κανείς σ’ ένα κείμενο όλα τα συμφραζόμενα που συνθέτουν την εικόνα των δύο αυτών ιστορικών περιστάσεων. Θα προσπαθήσουμε όμως να το κάνουμε με όσο το δυνατόν πιο σύντομο αλλά περιεκτικό τρόπο, επικεντρώνοντας στη λίγο πολύ αποσιωπημένη ιστορία των εθελοντών εκείνων.

Δώσε λοιπόν «κλώτσο να γυρίσει…ιστορία ν’ αρχινήσει»…

 

Το διεθνές σκηνικό της εποχής

Πριν απ’ όλα, πρέπει να επισημανθεί πως και οι δύο αυτοί ξεσηκωμοί του χριστιανικού κρητικού πληθυσμού δεν μπορούν να ιδωθούν έξω από το ιστορικό γεωπολιτικό πλαίσιο του 19ου αιώνα στην Ευρώπη, σημαντικό μέρος του οποίου καταλαμβάνει το λεγόμενο «Ανατολικό ζήτημα».


Αυτό αφορούσε τα διπλωματικά και πολιτικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τις εγγενείς αδυναμίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να διατηρήσει τη συνοχή της, όπως παρουσιάστηκαν από τα μέσα του 18ου και ως τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο ένας μετά τον άλλο οι υπόδουλοι στους Οθωμανούς λαοί (ειδικά αυτοί των Βαλκανίων) εξεγείρονταν εναντίον τους, παράλληλα με την ήττα της Οθωμ/κής αυτοκρατορίας από τη Ρωσία κατά το ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1774.Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν σταδιακά σε σημαντική κάμψη της ισχύος της κι έφεραν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής αντιμέτωπες με το πολυδιάστατο πρόβλημα της διανομής των εδαφών της μετά τη διαφαινόμενη διάλυσή της. Αυτά τα ιδιαίτερα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Αυστρουγγαρία και Γερμανία) αλλά κι εκείνα των αριστερών επαναστατών στο εσωτερικό τους (σοσιαλιστικά κόμματα, αναρχικές οργανώσεις και βέβαια η Διεθνής των Εργατών) αναφορικά με την κατάσταση αυτή, θα καθόριζαν αποφασιστικά τη στάση τους, τόσο σε κρατικό όσο και σε κινηματικό επίπεδο, απέναντι σε  μια σειρά επιμέρους προβλημάτων που σχετίζονταν άμεσα με το όλο «κάδρο» του ανατολικού ζητήματος, σημαντικότερο εκ των οποίων αναδείχτηκε το «κρητικό ζήτημα»(οι αγώνες και η επιθυμία των Κρητών για απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό και ένωση με την Ελλάδα). Εδώ πρέπει να ειπωθεί ότι σε εγχώριο επίπεδο, το κρητικό ζήτημα ήταν το μεγάλο εθνικό θέμα της εποχής, κάτι σαν το κυπριακό σήμερα.

 

Η στάση των επαναστατών

Βάσει του θέματος αυτού του κειμένου, για λόγους οικονομίας δεν θα αναφερθούμε εδώ στη σχετική πολιτική των Δυνάμεων. Ας περιοριστούμε στην αναφορά ότι ήταν αντίθετες στην απελευθέρωση της Κρήτης και την ένωση, γιατί φοβούνταν ότι μια τέτοια εξέλιξη θα προκαλούσε περαιτέρω κλυδωνισμούς στο εσωτερικό της Οθωμ/κής αυτοκρατορίας οδηγώντας πιθανόν στην επίσπευση της κατάρρευσής της, τη στιγμή που προέκριναν τη διατήρησή της ως ανάχωμα στην επέκταση και ισχυροποίηση της τσαρικής Ρωσίας.

Το επαναστατικό στρατόπεδο στο εσωτερικό των δυτικών χωρών είναι την εποχή εκείνη (2ο μισό του 19ου αιώνα) βαθύτατα διαιρεμένο ως προς τη στάση του απέναντι στο κρητικό ζήτημα. Ορθόδοξοι μαρξιστές, σοσιαλδημοκράτες και αναρχικοί, είχαν ως μόνη κοινή συνισταμένη την απόλυτη αντίθεσή τους στο καταπιεστικό, δεσποτικό καθεστώς του Τσάρου. Δεν είχαν αυταπάτες για κείνο του Σουλτάνου, όμως το θεωρούσαν παρηκμασμένο και «υπ’ ατμόν». Από ‘κει κι έπειτα όμως, το κοινό αυτό στοιχείο δεν τους οδηγούσε και σε κοινή θεώρηση του κρητικού ζητήματος: για λόγους που είχαν να κάνουν με τη διαφορετική θεώρηση που υιοθετούσε κάθε πλευρά για την επαναστατική θεωρία, τακτική και πρακτική, και ειδικά με την περίφημη Αρχή των Εθνοτήτων*, η  προοπτική ενός ελληνοτουρκικού πολέμου εξαιτίας των εξεγέρσεων των Κρητών (ειδικά στην περίπτωση του 1896-97) σε σχέση με την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ευρώπη, δίχαζε τις διάφορες τάσεις όσον αφορά τη διάθεσή τους γι’ αλληλεγγύη ή όχι προς τους εξεγερμένους και το αίτημά τους για ένωση με την Ελλάδα.

 

Οι αναρχικοί

Η μόνη συνιστώσα της ευρωπαϊκής αριστεράς (με την ευρεία έννοια της λέξης…) που τάχθηκε εξαρχής με το μέρος των Κρητών ήταν οι αναρχικοί. Ο λόγος ήταν ότι, σύμφωνα με τη δική τους αντίληψη, κάθε εξέγερση των καταπιεσμένων ανθρώπων ενάντια στο ζυγό τους ήταν καταρχήν γεγονός θετικό και άξιο υποστήριξης. Δεδομένου ότι σε όλο το μισό του 19ου αιώνα και ως το 1930, αποτελούσαν τη μία εκ των δύο βασικών τάσεων του εργατικού κινήματος και είτε πλειοψηφούσαν στους κόλπους του είτε διέθεταν ισχυρά κοινωνικά ερείσματα με πλατιά αποδοχή ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις ,τους φοιτητές καθώς και τους διανοούμενους σε μια σειρά από χώρες (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Ελβετία, Ολλανδία και – παρεπιπτόντως –  σε όλη τη Λατ. Αμερική), ήταν σε θέση να οργανώνουν επιτροπής οικονομικής ενίσχυσης του κρητικού αγώνα, να κινούν καμπάνιες πίεσης και προώθησης των αιτημάτων του κι ακόμα να στέλνουν εθελοντές να αγωνιστούν στο πλευρό των Κρητών, στη βάση της έμπρακτης αλληλεγγύης.
Ας ξεκινήσουμε όμως από την πρώτη τέτοια απόπειρα.

 

Στην επανάσταση του 1866-69

Ίσως η κορυφαία έκφραση του πόθου των χριστιανών Κρητών γι’ απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό ήταν η επανάσταση των ετών 1866-69. Δύο αφορμές πυροδότησαν την έκρηξη αυτή: η επιβολή νέων επαχθών φόρων από την οθωμανική διοίκηση και το λεγόμενο «μοναστηριακό ζήτημα», που αφορούσε την αντίθεση του Γενικού Διοικητή Κρήτης Ισμαήλ Πασά στην απόδοση των μισών εσόδων από τους μοναστηριακούς φόρους προς ενίσχυση των σχολείων του νησιού. Η επανάσταση κηρύχτηκε στις 21 Αυγούστου του 1866. Αμέσως σχηματίστηκαν ένοπλες ομάδες σε πολλές περιοχές της Κρήτης και κατά τη διάρκειά της δόθηκαν άγριες μάχες. Αποκορύφωμα αυτών ήταν το πασίγνωστο γεγονός της αυτοανατίναξης των πολιορκούμενων από τον οθωμανικό στρατό αγωνιστών στη Μονή Αρκαδίου στο Ρέθυμνο (Νοέμβριος 1866), όταν ο εχθρικός στρατός κατάφερε να εισβάλει στη Μονή. Η επανάσταση κατεστάλη τελικά το 1869, με μόνο κέρδος για το χριστιανικό πληθυσμό την καθιέρωση από την οθωμανική εξουσία του λεγόμενου Οργανικού Νόμου, που παραχωρούσε ελάχιστες συγκριτικά μεταρρυθμίσεις (που σταδιακά καταστρατηγήθηκαν κι αυτές, οδηγώντας κατόπιν σε νέες εξεγέρσεις).

Στην επανάσταση αυτή βρέθηκε στην Κρήτη ως εθελοντής ο Γάλλος επαναστάτης (οπαδός του Μπλανκί** και φίλα προσκείμενος στις αναρχικές ιδέες)Γκυστάβ Φλουράνς (1838-1871). Παρ’ ότι γιος Γάλλου βουλευτή κατά την περίοδο 1838-39 και μεγαλύτερος αδερφός του υπ. εξωτερικών της «Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας», ο Φλουράνς ενστερνίστηκε γρήγορα τις επαναστατικές σοσιαλιστικές ιδέες και το 1865, κυνηγημένος γι’ αυτές από τη γαλλική αστυνομία, ήρθε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί πραγματοποιήθηκε στα 1866 ένα δυναμικό συλλαλητήριο συμπαράστασης στους Κρητικούς, που γρήγορα κατέληξε σε συγκρούσεις με την αστυνομία (η ελληνική μοναρχία δεν συμμεριζόταν τους πόθους των επαναστατών για ένωση, μη θέλοντας να μπλεχτεί ξανά, μετά το 1821, σε πόλεμο με την οθωμ/κή αυτοκρατορία). Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν κι ο Φλουράνς, που μόλις αφέθηκε ελεύθερος, κατέβηκε στην Κρήτη κι εντάχθηκε αμέσως στους κύκλους των επαναστατών, τους οποίους ήδη είχαν συνδράμει κι άλλοι ευρωπαίοι σοσιαλιστές και αναρχικοί από διάφορες χώρες, μαζί με 100 περίπου Πατρινούς εθελοντές. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, έγινε γνωστός και κέρδισε την εκτίμηση των ντόπιων, οπότε του δόθηκε ο βαθμός του λοχαγού και το καλοκαίρι του 1868 η Κρητική Εθνοσυνέλευση του χορήγησε τιμητική ιθαγένεια και τον όρισε πρέσβη της απέναντι στο βασίλειο της Ελλάδας. Με τηλεγραφήματά του, ο Φλουράνς ζήτησε από τη γαλλική κυβέρνηση την προάσπιση των δικαίων των Κρητικών κι έφυγε για την Αθήνα προκειμένου να συναντήσει το μονάρχη Γεώργιο τον Α’. Εκείνος όμως όχι μόνο δεν τον δέχτηκε αλλά διέταξε και τη σύλληψή του. Μετά από πολλές (δια)δηλώσεις συμπαράστασης προς το πρόσωπό του από δημοκράτες και ριζοσπάστες, όπως ο βουλευτής Ρόκκος Χοϊδάς, αφέθηκε ελεύθερος, μετά από λίγο όμως συνελήφθη ξανά και μετά από αίτημα του Γάλλου πρέσβη απελάθηκε στη Μασσαλία.

Στη Γαλλία ο Φλουράνς συνέχισε ασυμβίβαστος τον αγώνα του υπέρ των προλετάριων και γενικότερα των καταπιεσμένων, με αποκορύφωμα την ενεργό συμμετοχή του στην περίφημη Κομμούνα του Παρισιού (Μάρτιος – Μάιος  1871). Σ‘ αυτήν εξελέγη από το  λαό μέλος της «Επαναστατικής Επιτροπής» και τοποθετήθηκε στρατηγός. Σκοτώθηκε σε μια μάχη ενάντια στην πιστή στις Βερσαλλίες χωροφυλακή, στις 3 Απριλίου του 1871, σε ηλικία 33 ετών.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε στο ημερολόγιό του για τη θλίψη του απέναντι στο θάνατο του «κόκκινου ιππότη», ενώ νεκρολογία γι’ αυτόν έγραψε, απρ’ όλες τις διαφωνίες τους, και ο Καρλ Μαρξ στη γερμανική εφημερίδα «Λαϊκό Κράτος». Κείμενα του Φλουράνς στα ελληνικά μετέφρασε ο επτανήσιος επαναστάτης σοσιαλιστής Παναγιώτης Πανάς (1832-1896).Τέλος, σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Μπούτσερ, ειδικό στο έργο του Ιουλίου Βερν, ο συγγραφέας σχεδίασε τον κάπτεν Νέμο, ήρωα του γνωστού βιβλίου του «20 χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα», με βάση την προσωπικότητα του Φλουράνς.
Τάφηκε στο κοιμητήριο του Περ Λασαίζ στο Παρίσι.

 

Δυστυχώς δεν έχουμε περαιτέρω πληροφορίες για τους υπόλοιπους ευρωπαίους εθελοντές της επανάστασης του 1866. Εκτός από έναν: τον Ιταλό αναρχικό Αμιλκάρε Τσιπριάνι (1844-1918). Ο Τσιπριάνι συμμετείχε ενεργά στον αγώνα των Γκαριμπαλντινών ενάντια στην αυστριακή κυριαρχία επί της σημερινής Ιταλίας την περίοδο 1859-60. Για το λόγο αυτό κυνηγήθηκε από την αυστριακή αστυνομία και για να γλυτώσει διέφυγε στο εξωτερικό (Ελλάδα-Αίγυπτο). Στην Ελλάδα, μαζί με άλλους ξένους αναρχικούς που είχαν συγκροτήσει τη λεγόμενη «δημοκρατική λέσχη», έλαβε μέρος το 1862 στην εξέγερση ενάντια στον Όθωνα, οπότε κυμάτισε για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο η κόκκινη σημαία της Διεθνούς, στο οδόφραγμα που έστησαν οι αναρχικοί του Τσιπριάνι στην περιοχή της Καπνικαρέας. Συνελήφθη και απελάθηκε, με αποτέλεσμα να καταλήξει στην Αίγυπτο. Από ‘κει πέρασε στην Κρήτη το 1868, για να πολεμήσει μαζί με τους επαναστάτες ενάντια στους Οθωμανούς. Μετά την καταστολή της επανάστασης το 1869, έφυγε για το Λονδίνο.
Τον Τσιπριάνι θα τον συναντήσουμε ξανά, 30 χρόνια αργότερα, να αγωνίζεται και πάλι υπέρ των «αδυνάτων Ελλήνων»…

 

…Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897

Το όλο πλαίσιο του πολέμου αυτού είναι αρκετά πιο περίπλοκο και δεν μπορεί να περιγραφεί ικανοποιητικά μέσα στις λίγες γραμμές αυτού του κειμένου. Οπωσδήποτε, κυρίαρχο ρόλο στις εξελίξεις παίζει και σ’ αυτή την περίσταση το-άλυτο ακόμα- κρητικό ζήτημα, από κοινού με έναν μαινόμενο εθνικιστικό λόγο, που παρέσυρε την κυβέρνηση Δηλιγιάννη σ’ έναν πόλεμο με καταστροφικό για το ελληνικό κράτος τέλος.
Εν συντομία, στα 1896 οι χριστιανοί Κρητικοί εξεγείρονται και πάλι ενάντια στην Οθωμ/κή διοίκηση. Μετά από αλλεπάλληλες εχθροπραξίες σε Χανιά, Βάμο, Ηράκλειο κ.α., εκδικητικές σφαγές του πληθυσμού από πλευράς Οθωμανών, παρεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων, αμφιταλαντευόμενες δηλώσεις και στάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, επήλθε ένας συμβιβασμός που οδήγησε στην κατάκτηση της αυτονομίας του νησιού. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τους σωβινιστές της υπόλοιπης Ελλάδας. Ορμώμενοι από τα γεγονότα στην Κρήτη, εξαπολύουν έναν παραληρηματικό εθνικιστικό-φιλοπόλεμο λόγο που κατηγορούσε την κυρίαρχη πολιτική τάξη για προδοσία των εθνικών δικαίων απέναντι στους Οθωμανούς και καλούν πεισματικά στα όπλα με αιχμές το κρητικό ζήτημα και την προσάρτηση της Μακεδονίας στην Ελλάδα.

Συσπειρωμένοι γύρω από μια αρχικά μυστική συνομωτική οργάνωση με το όνομα «Εθνική Εταιρεία» (αποτελούμενη αρχικά μόνο από στρατιωτικούς κι αργότερα κι από άλλες προσωπικότητες  αλλά και ιερείς) και συνεπικουρούμενη από τον καιροσκοπισμό της εκάστοτε αντιπολίτευσης, θα βρουν μεγάλη απήχηση στο λαό και εν τέλει θα εξωθήσουν την ενδοτική, και χωρίς καμία συναίσθηση των πραγματικών συσχετισμών δύναμης, κυβερνητική δράκα, να προχωρήσει σε πόλεμο με την Πύλη. Ο  πόλεμος αυτός ξέσπασε το 1897, διάρκεσε μόλις ένα μήνα  και έληξε με ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας και επιβολή οικονομικού ελέγχου από τις μεγάλες δυνάμεις.

Αγνοώντας (ή σε πολλές περιπτώσεις, μη θέλοντας να δουν…) το γλοιώδες αυτό παρασκήνιο των σκοπιμοτήτων και του μεγαλοϊδεατισμού του ελληνικού πολιτικού σκηνικού, για μια ακόμα φορά προσέτρεξαν ν’αγωνιστούν στο πλευρό του κρητικού λαού και του ελληνικούς στρατού εθελοντές ευρωπαίοι από διάφορες χώρες (Αγγλία, Γαλλία και κυρίως Ιταλία). Κίνητρό τους και πάλι τα ίδια ιδεαλιστικά κίνητρα «της αλληλεγγύης προς το μικρό αλλά τολμηρό, γενναίο ελληνικό λαό που ξεσηκωνόταν ενάντια στον ισχυρό». Ήταν και πάλι σοσιαλιστές, αναρχικοί και γκαριμπαλντινοί Ιταλοί πατριώτες. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός τους έφτασε τους 1000-1500 εθελοντές, που πήραν μέρος στις μάχες της Θεσσαλίας (Δομοκός) και της Ηπείρου, ενταγμένοι στον ελληνικό στρατό υπό μορφή τριών σωμάτων: ένα οι πολυπληθέστεροι Γκαριμπαλντινοί, ένα η «Φάλαγγα των Φιλελλήνων» που αποτελούνταν από τη λεγεώνα των μαυροντυμένων αναρχικών του Αμιλκάρε Τσιπριάνι κι ένα με συμμετοχή αναρχικών και σοσιαλιτών υπό τον συνταγματάρχη Μπερτέ.
Μετά την ήττα και κατόπιν αιτήματος της ιταλικής κυβέρνησης, που δεν ήθελε τους ένοπλους αυτούς επαναστάτες να επιστρέφουν έτσι στα εδάφη της, η ελληνική κυβέρνηση αφόπλισε τα σώματα αυτά (προς μεγάλη αναταραχή, αγανάκτηση και απογοήτευση στους κόλπους τους) και επιτήρησε την αναχώρησή τους σε μικρές ομάδες με ελληνικά πλοία στην Ιταλία.

Ο Αμιλκάρε Τσιπριάνι τραυματίστηκε στη μάχη του Δομοκού και αποχωρώντας κατέγραψε τη μαρτυρία του στην επιθεώρηση «Ημερολόγιο του Κοινωνικού Ζητήματος» που εξέδιδε στο Παρίσι ο Έλληνας αναρχικός Παύλος Αργυριάδης. Ήταν ήδη, μετά από αγώνες δεκαετιών στο πλευρό του προλεταριάτου και των αδυνάτων σε μια σειρά χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Αίγυπτο, Γαλλία, Ελβετία), μια εμβληματική φυσιογνωμία του ευρωπαϊκού αναρχικού κινήματος, με αποκορύφωμα την ενργό συμμετοχή του (και) στην Κομμούνα του Παρισιού, όπως και ο Φλουράνς.
Πέθανε στο Παρίσι στις 2 ή 3 Μαϊου του 1918.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο σοσιαλιστής πατέρας του-επίσης σοσιαλιστή στα νιάτα του-Μουσολίνι, είχε βαπτίσεο το γιο του με τρία μικρά ονόματα: Μπενίτο Αμιλκάρε Αντρέα-Μπενίτο προς τιμήν του μεξικανού αστικοδημοκράτη επαναστάτη Μπενίτο Χουάρεζ και Αμιλκάρε Αντρέα προς τιμήν των Ιταλών αναρχικών Τσιπριάνι και Κόστα.

Από τότε μέχρι σήμερα, σε διάφορες χρονικές στιγμές και σε όποιο μέρος του κόσμου υπήρξαν και υπάρχουν άνθρωποι που αγωνίζονται για την ελευθερία τους (Νικαράγουα-Σαντινίστας, Μεξικό-Ζαπατίστας, Χιλή-Μαπούτσε, Παλαιστίνη…), αυτή η ανιδιοτελής παράδοση της έμπρακτης αλληλεγγύης και προσφοράς (με τα διλήμματα και τα προβλήματα που εξακολουθεί να θέτει) συνεχίζεται από τους συντρόφους και τις συντρόφισσες του διεθνούς ελευθεριακού-αναρχικού κινήματος. …Σ’ αυτούς τους συντρόφους/ισσες αφιερώνεται το κείμενο αυτό.

Καθώς η Ιστορία είναι στο μεγαλύτερο μέρος της η ακρωτηριασμένη, επιλεκτική αφήγηση που η εθνική εκπαίδευση ενσταλάζει στα κεφάλια των υπηκόων, με στόχο να πνίξει τις ανεπιθύμητες πτυχές της στην πλημμύρα του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας, το νόημα διηγήσεων όπως αυτή βρίσκεται στην ενδυνάμωση εκείνης της φωνής των απανταχού καταπιεσμένων, που βοά για άλλη μια φορά:

 

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΛΗΘΗ
ΕΙΝΑΙ ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

 

Πηγές:


1.   Λεωνίδας Καλιβρετάκης, «Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998
2.   Συλλογικό, «Ο πόλεμος του 1897», Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1997
(ευχαριστούμε τον Μ.Π. για την παραχώρηση του βιβλίου)
3.   Γιάννης Ν. Γιαννουλόπουλος, «Η ευγενής μας τύφλωσις…» (εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη μικρασιατική καταστροφή), Βιβλιόραμα, Αθήνα 1999
4.   Βασίλης Ραφαηλίδης, «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους 1830-1974», εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1993
5.   Αφιέρωμα στον ελληνοτουρικό πόλεμο του 1897, εφημερίδα «Καθημερινή», ένθετο «Επτά Ημέρες», 11 Μαϊου 1997
6.   Διάφορες ιστοσελίδες (Wikipedia, knoll, a unit for knowledge κ.α.)

Σημειώσεις:

* «Αρχή των Εθνοτήτων»:
Σύμφωνα με την αρχή αυτή, τα έθνη (με όποιο τρόπο κι αν ορίζονται, όσο μέγεθος και να έχουν, όποιο επίπεδο πολιτισμικής και οικονομικής ανάπτυξης) αποτελούν (ή πρέπει να αποτελούν) τη βασική μονάδα οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών και γύρω απ’ αυτά να συγκροτείται ένα κράτος (και όχι, π.χ., γύρω από μια μοναρχία)

** Ωγκύστ Μπλανκί ( Auguste Blanqui, 1805 –1881):
Γάλλος δημοκράτης και σοσιαλιστής επαναστάτης, επιφανέστατη προσωπικότητα του γαλλικού Σοσιαλισμού του 19ου αιώνα, καταδικάστηκε κατ’ επανάληψη σε θάνατο, πέρασε το μισό σχεδόν της ζωής του (συνολικά 36 από τα 75 χρόνια της ζωής του) στις φυλακές και υπήρξε ο θεωρητικός συγκεκριμένης επαναστατικής μεθοδολογίας η οποία απεκλήθη «Μπλανκισμός» («Blanquisme») και εστιαζόταν στην αιφνιδιαστική ένοπλη κατάληψη της εξουσίας από έναν μικρό κύκλο καλοεκπαιδευμένων επαναστατών

 

Πηγή: Εφημερίδα Δρόμου “ΑΠΑΤΡΙΣ”

http://infoapatris.blogspot.com