«από του 1844… τοιαύτη ταραχή και σύγχυσις δεν έλαβε χώραν εις την πρωτεύουσα…» H υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου και η άφιξη του Όθωνα στον ελλαδικό χώρο σηματοδοτούν τη γέννηση του ελληνικού κράτους. Ταυτόχρονα όμως αποκαλύπτουν και τη φαινομενική ανεξαρτησία του: ενώ οι «Προστάτιδες Δυνάμεις» διακήρυξαν πως η Ελλάδα είναι ανεξάρτητο κράτος, οι ίδιοι κατέλυσαν την ανεξαρτησία του με το να επιβάλλουν στην ελληνική κοινωνία το μοναρχικό πολίτευμα. Η άφιξη του βασιλιά Όθωνα στο Ναύπλιο.

 

 

«Οι διαμάχες περί την Ιστορία είναι πάντα μάχες για την εξουσία», γράφει κάπου ο Τζορτζ Όργουελ. Και είναι γεγονός πως οι απελευθερωτικοί αγώνες στο σημερινό ελλαδικό χώρο, παρασυρμένοι στη δίνη της εξουσίας, έδιωξαν τον τουρκικό ζυγό και έβαλαν στη θέση του άλλο Σουλτάνο, βαυαρικής πλέον καταγωγής. Ο λαός δεν ονομάζεται πλέον υπόδουλος, κηρύχτηκε δικαιωματικά ελεύθερος, αλλά στην πράξη, η σκλαβιά και η μιζέρια του παραμένουν οι ίδιες. Σε μια περίοδο μάλιστα που εγκυμονούνταν κοινωνικές αντιδράσεις και τα προβλήμτα επιβίωσης πολύ απείχαν από το να έχουν «ξεπεραστεί», οι εξουσιαστές έπρεπε πάση θυσία να διαφυλάξουν αυτήν την εναλλαγή στην εξουσία. Γι’ αυτό έσπευσαν, πριν τον ερχομό του Όθωνα στον ελλαδικό χώρο, να στείλουν αξιωματικούς για την οργάνωση του ελληνικού στρατού, χιλιάδες οπλίτες να καταλάβουν καίριες θέσεις του Ναυπλίου και να κάνουν αναγνώριση των γύρω περιοχών, ώστε να βεβαιωθούν πως δεν υπήρχαν οπλοφόροι και ληστές.

 

 

Σε ένα κράτος, του οποίου οι “υπήκοοι” δεν είχαν ασπαστεί σε τόσο μεγάλο βαθμό τη νέα διαχείρηση της εξουσίας, που οι κοινωνικά αδύνατοι συνθλίβονταν από την εξοντωτική φορολογία του Γκρένερ, οι αγρότες στέναζαν από τη δεκάτη και το φόρο επικαρπίας, οι χιλιάδες απολυμένοι από τον εθνικό στρατό κυριολεκτικά ζητιάνευαν, καθώς οι κυρίαχοι οδηγούσαν σε μαρασμό τη χώρα και σε οικονομική εξαθλίωση όλο τον πληθυσμό της, κανείς δεν μπορούσε να είναι ποτέ σίγουρος, τόσο για το τι πραγματικά θα γινόταν όσο και ποιες οι περαιτέρω επιπτώσεις των όποιων γεγονότων.

 

 

Η κατάσταση αυτή έθετε αναπόφευκτα τις βάσεις για το ξέσπασμα κοινωνικών εξεγέρσεων που πολλές φορές υιοθετούσαν έναν αντιεξουσιαστικό χαρακτήρα απέναντι στο απολυταρχικό καθεστώς. Καθημερινά οι τοπικές εφημερίδες δημοσιεύουν απόπειρες εξεγέρσεων, περιπτώσεις απείθειας απέναντι σε κρατικούς υπαλλήλους και άλλα παρόμοια γεγονότα.

 

 

Τα «Σκιαδικά»

 

 

Στα 1859 η αντίσταση στο καθεστώς μεταφέρεται σιγά-σιγά και στις πόλεις, όπου κεντρικό ρόλο σε αυτήν θα διαδραματίσει κυρίως η νεολαία που πολλές φορές λειτουργεί ως πυριτιδαποθήκη για το ξέσπασμα κοινωνικών εξεγέρσεων. Οι εξεγέρσεις αυτές παίρνουν συνήθως ευρύτερες διαστάσεις με ιδιαίτερο το χαρακτήρα του αντικρατισμού, αν και δεν υπήρχε κινητοποίηση εκείνη την περίοδο που να μην έπαιρνε και αντιοθωνικό χαρακτήρα.

 

 

Το μωσαϊκό αυτής της νεολαίας συνθέτεται από διάφορες περιοχές και κοινωνικά στρώματα της τότε επικράτειας του ελλαδικού χώρου, αλλά και από τα Επτάνησα, τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, καθώς και ελληνικές παροικιές στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Το Πανεπιστήμιο σε όλο το 19ο αιώνα αποτελεί πόλο έλξης ενός μεγάλου αριθμού νεολαίων, που λόγω της διασποράς και της διαφορετικής γεωγραφικής και κοινωνικής τους προέλευσης, είναι ιδιαίτερα δεκτικοί στην υιοθέτηση των νέων ριζοσπαστικών ιδεών του καιρού τους και στη διάχυση απόψεων και συγκρουσιακών-εξεγερτικών πρακτικών.

 

 

Από την εποχή του αντιοθωνικού κινήματος (1859-1862) διαμορφώνεται ήδη στη νεολαία μια έντονη πολιτική δραστηριοποίηση που θα εκφραστεί με δυναμικό τρόπο στα λεγόμενα «Σκιαδικά». Τα «Σκιαδικά», μια εκδήλωση άσχετη προς το πρόσωπο του Βασιλιά αλλά που πήρε έντονο αντικρατικό χαρακτήρα, ήταν και η απαρχή των γεγονότων που οδήγησαν στην εκθρόνιση και τελικά στην έξωση του βασιλιά Όθωνα.

 

 

Το Μάιο του 1859, καθώς το καλοκαίρι πλησίαζε, νεολαίοι που σύχναζαν στο Πεδίον του Άρεως (Πολύγωνο τότε) άρχισαν να φορούν τα σιφνέικα ψάθινα καπέλα (τα λεγόμενα “σκιάδια” στην καθαρεύουσα) για να διαδηλώσουν την αντίθεσή τους προς τον «ξενόφερτο βασιλιά και την εκ της Εσπερίας μόδα». Αυτή όμως η έντονη ενδυματική ομοιομορφία, μέσα στο ασταθές και εξεγερσιακό ακόμη πολιτικό σκηνικό, προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Κράτους. Στις 10 Μαΐου, «…ο διευθυντής της αστυνομίας διέταξεν τους κλητήρας του να επιτεθούν κατά των μαθητών, εξ ών τινάς συνέλαβον δια να τους φυλακίσωσι» («Αυγή», 11 Μαΐου 1859)». Το κλίμα δεν άργησε να οξυνθεί και οι νεολαίοι άρχισαν να στήνουν πρόχειρα οδοφράγματα, να λιθοβολούν καταστήματα και χωροφύλακες. Κατά την υποχώρησή τους προς την περιοχή των Εξαρχείων, πολιορκούν το αστυνομικό τμήμα της Νεάπολης και απαιτούν την αποφυλάκιση των συλληφθέντων. Χτυπιούνται και πάλι άγρια από τις κρατικές δυνάμεις, υποχωρούν προς το κέντρο της πόλης και ανασυγκροτούνται στο θρυλικό καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» – αυτό το «χαλκείον πάσης κατά της βασιλείας αντιδράσεως» – που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου. Τα επεισόδια και οι συγκρούσεις γενικεύονται επεκτεινόμενα μάλιστα μέχρι την πλατεία Ομονοίας, ενώ λίγο αργότερα, στην οδό Ερμού, συγκροτείται αυθόρμητη πορεία «εις διαδήλωσιν κατά των ανακτόρων, επιζητούντες την απόλυσιν των συλληφθέντων και την παύσιν του διευθυντού της αστυνομίας Δημητριάδου». Η απάντηση από μέρους του Κράτους είναι σκληρή, καθώς μέσα στο έντονα εξεγερτικό κλίμα, χρησιμοποιεί το στρατό για να καταστείλει την εξέγερση και να καταλάβει τελικά το βράδυ το κέντρο της πόλης. Ωστόσο, η αυθόρμητη αυτή κοινωνική εξέγερση δεν κατεστάλει, παρά την έντονη προσπάθεια από την πλευρά του Κράτους.

 

 

Την επόμενη μέρα νέα συγκέντρωση οργανώνεται στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου και ακολουθεί πορεία προς το κτίριο της Βασιλικής Χωροφυλακής όπου και ξυλοκοπείται ο διευθυντής της. Η διαδήλωση κατόπιν κατευθύνεται στο Υπουργείο Εσωτερικών με αιτήματα την παύση του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών Δημητριάδη και την απελευθέρωση των συλληφθέντων της προηγούμενης μέρας. Νέα επεισόδια ξεσπούν εκεί με τις δυνάμεις της κρατικής καταστολής μετά και από τις αόριστες υποσχέσεις του υπουργού για εξέταση των αιτημάτων τους και την άρνηση του βασιλιά Όθωνα να τους δεχτεί. Οι νεολαίοι επιστρέφουν στα Προπύλαια με άγριες διαθέσεις αυτή τη φορά, καταλαμβάνοντας για πρώτη φορά πανεπιστημιακό χώρο, παρά την προσπάθεια του Πρύτανη Δημ. Στρούμπου να εμποδίσει την κατάληψή του προτρέποντας τους φοιτητές να ξεχωρίσουν από τα «ετερογενή» λαϊκά στοιχεία. Η ενότητα και η αλληλεγγύη όμως των διαδηλωτών είναι τόση που η απάντηση είναι σαφής: «ο λαός αυτός είναι αδελφός μας και ημείς είμεθα τέκνα αυτού…». Ενώ οι συγκρούσεις άρχισαν να παίρνουν απειλητικότερο χαρακτήρα καθώς σε αυτές έχει συσπειρωθεί πλήθος κόσμου, ο φρούραρχος Αθηνών Μιχαήλ Σούτσος, επικεφαλής μιας μεγάλης στρατιωτικής δύναμης, επεμβαίνει για να καταστείλει τη νέα αυτή αναζωπύρωση των συγκρούσεων εισβάλλοντας τα ξημερώματα με το στρατό και τη χωροφυλακή στο Πανεπιστήμιο, πυροβολώντας κατά των καταληψιών. Οι καταληψίες απαντούν με πέτρες και ξύλα, ακολουθούν συγκρούσεις σώμα με σώμα που αφήνουν βαριά τραυματισμένους δύο φοιτητές και καταλήγουν σε κατάληψη τμήματος του Πανεπιστημίου από τις δυνάμεις της κρατικής καταστολής. Για δύο μέρες η Αθήνα ζει στιγμές αδιάλλακτου κοινωνικού πολέμου.

 

Αυτή όμως η εισβολή στο Πανεπιστήμιο και η παραβίαση του ασύλου – έστω και με την κλασική έννοια της ιερότητας – προκάλεσε γενικευμένες αντιδράσεις. Η αγορά κλείνει και πλήθη ανθρώπων συρρέουν σε συμπαράσταση στα Προπύλαια, την ίδια ώρα που η αστυνομία κάνει συλλήψεις «…υποτιθέμενων αυτουργών και έναν κατόπιν του άλλου οδηγεί υπό στρατιωτικήν συνοδείαν εις τον στρατώνα της χωροφυλακής». Η κατάσταση βρίσκεται εκτός ελέγχου. Ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας με προκήρυξη του απαγορεύει την κυκλοφορία, ενώ την ίδια μέρα συνεδριάζει και το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Αθανάσιου Μιαούλη για να αποπέμψει τελικά τον αστυνομικό διευθυντή Αθηνών Δημητριάδη διατάσσοντας παράλληλα την απελευθέρωση των συλληφθέντων της προηγούμενης μέρας, την ίδια ώρα που παραπέμπονται 38 άτομα κάθε κατηγορίας σε δίκη ως πρωταίτιοι των «στασιαστικών ενεργειών». Ο Υπουργός της Παιδείας Χ. Χριστόπουλος αποφασίζει να κλείσει το Πανεπιστήμιο για δύο μέρες και να εγκατασταθεί στο εσωτερικό του… στρατιωτική φρουρά ενώ την τακτική του να καταγγείλει τη συγκέντρωση στο Πανεπιστήμιο «προσώπων μη ανηκόντων εις την τάξιν των φοιτητών», πράξη που «βεβήλωσεν το ιερόν της ανωτάτης εκπαιδεύσεως καθίδρυμα», θα ακολουθήσουν διαχρονικά όλοι οι υπουργοί και τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας στην επίμαχη συζήτηση περί πανεπιστημιακού ασύλου.

 

 

Είναι προφανές ότι οι συγκρούσεις δεν ήταν δυνατόν να τερματιστούν με κινήσεις εντυπωσιασμού ή με την αποφυλάκιση των συλληφθέντων. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από το έντονο κλίμα που επικρατούσε τους επόμενους μήνες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση όπου μια μέρα του Ιουνίου, δεκάδες χωροφύλακες κρατώντας ρόπαλα, επιτέθηκαν στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» με το πρόσχημα ότι σύχναζαν εκεί πολλοί αντιστασιακοί φοιτητές. Όσοι φοιτητές βρισκόντουσαν την ώρα της εισβολής στο καφενείο, αντιστάθηκαν στους χωροφύλακες με καρεκλοπόδαρα.

 

 

Ένας απολογισμός…

 

 

Συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, επεισόδια και συγκρούσεις χαρακτήριζαν το σκηνικό της Αθήνας του 1859. Τα «Σκιαδικά» ήταν σταθμός στην ιστορία των εξεγέρσεων του ελλαδικού χώρου όπως και της ανυπότακτης νεολαίας, διότι αφενός είχαν τόσο ισχυρό αντίκτυπο ώστε να οδηγήσουν σε αποσταθεροποίηση το πολιτικό σκηνικό της χώρας και σε γεγονότα που θα έφερναν θεμελιακές αλλαγές (όπως η εκθρόνιση και έξωση του βασιλιά) και αφετέρου διότι η νεολαία βγήκε για πρώτη φορά στο προσκήνιο της ιστορίας υιοθετώντας συγκρουσιακές-εξεγερτικές πρακτικές. Το τελευταίο αυτό στοιχείο ήταν τόσο χρήσιμο ώστε μπόρεσε να οδηγήσει πολλές φορές τον κρατικό μηχανισμό σε αμηχανία και σε απεγνωσμένες κινήσεις που τελικά θα υπονόμευαν την ίδια του τη σταθερότητα. Μπροστά στον κίνδυνο της εξάπλωσης των συγκρούσεων το Κράτος επέλεγε την ολομέτωπη επίθεση, με τα απρόβλεπτα αποτελέσματά της να εκθέτουν ανεπανόρθωτα τους υπηρέτες του στη συνείδηση του λαού. Από την άλλη πλευρά η νεολαία με τις πολύμορφες πρακτικές της (όπως η υιοθέτηση για πρώτη φορά της πρακτικής της κατάληψης ενός πανεπιστημιακού χώρου) δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των κινητοποιήσεων και τη βίαιη έκφραση των μορφών αντίστασης. Άρχισε λοιπόν να σπείρεται και στον ελλαδικό χώρο, ήδη από την εποχή συγκρότησης του ελληνικού κράτους, ο σπόρος της αντιεξουσίας και των συγκρουσιακών απόψεων και πρακτικών που θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στους κοινωνικούς αγώνες και τις εξεγέρσεις στη νεοσύστατη πλέον κρατική οργάνωση.

 

ΠΗΓΕΣ:

 

Άλκης Pήγος, «Το Πανεπιστήμιο και οι φοιτητές στην πρωτοπορία του αντιδυναστικού Αγώνα», http://www.avgi.gr/NavigateActiongo.action?articleID=303196

Άλκης Pήγος, «Τα Σκιαδικά επιταχύνουν τον αντιδυναστικό αγώνα», http://www.avgi.gr/NavigateActiongo.action?articleID=305682

«Οι κοινωνικοί αγώνες μέχρι την ανατροπή του Όθωνα», http://ngnm.vrahokipos.net

http://aixmi.wordpress.com