Σταύρος Κουχτσόγλους
Ο Ήλιος της Αναρχίας ανέτειλε

Ακολουθεί η αναδημοσίευση της μπροσούρας του Σταύ­ρου Κου­χτσό­γλους με τί­τλο «Κά­τω η Μά­σκα», που εκ­δό­θη­κε για πρώ­τη φο­ρά α­πό τον Όμι­λο Α­ναρ­χι­κών Καΐρου το 1912 και ε­πα­να­κυ­κλο­φό­ρη­σε στη σει­ρά του πε­ριο­δι­κού «Πε­ζο­δρό­μιο» με τον α­ριθ­μό 13 των εκδόσεων «Διε­θνής Βι­βλιο­θή­κη», το Φε­βρουά­ριο του 1984 στην Α­θή­να. Δια­τη­ρεί­ται η ορ­θο­γρα­φί­α αλ­λά ό­χι και το πο­λυ­το­νι­κό σύ­στη­μα. Επίσης, η παράθεση των σημειώσεων γίνεται με δική μας αρίθμηση.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ Α. ΣΤΙΝΑ

Ο Σταύ­ρος Κου­χτσό­γλου ή­ταν στην προ, κα­τά και με­τά τον πρώ­το πα­γκό­σμιο πό­λε­μο ε­πο­χή, ο μό­νος στην Ελ­λά­δα ο­λο­κλη­ρω­μέ­νος και αυ­θε­ντι­κός α­ναρ­χι­κός.

Στους έλ­λη­νες ερ­γά­τες έ­γι­νε γνω­στός α­πό τη συμ­με­το­χή του σαν α­ντι­πρό­σω­πος των τσι­γα­ρά­δων στο Α' και Β' Συ­νέ­δριο της ΓΣΕ­Ε, ό­ταν α­πό κοι­νού με τον Σπέ­ρα και τον Φα­νου­ρά­κη προ­σπά­θη­σαν να προ­φυ­λά­ξουν το συν­δι­κα­λι­στι­κό κί­νη­μα α­πό τον κίν­δυ­νο να ε­ξαρ­τη­θεί αυ­τό α­πό το ΣΕ­ΚΕ, του ο­ποί­ου ή ε­ξέ­λι­ξη στο ση­με­ρι­νό α­ντε­πα­να­στα­τι­κό γρα­φειο­κρα­τι­κό συ­γκρό­τη­μα που φέ­ρει τον τί­τλο ΚΚΕ τους ή­ταν α­πό τό­τε γνω­στή. Αλ­λά ο Σταύ­ρος Κου­χτσό­γλου έ­χει και μια άλ­λη ι­στο­ρί­α πού λί­γοι την ξέ­ρουν. Ήταν ορ­γα­νω­μέ­νος α­ναρ­χι­κός και εί­χε δε­σμούς και ε­πα­φές με α­ναρ­χι­κές ορ­γα­νώ­σεις πολ­λών χω­ρών. Εί­χε γνω­ρί­σει προ­σω­πι­κά τον Μα­λα­τέ­στα, ό­πως και άλ­λους α­γω­νι­στές α­ναρ­χι­κούς. Εί­χε α­να­πτύ­ξει πρα­κτι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα κυ­ρί­ως στην Αί­γυ­πτο και στην Τουρ­κί­α, και εί­χε πά­ρει ε­νερ­γό μέ­ρος σε πολ­λές βί­αιες α­παλ­λο­τριω­τι­κές ε­πι­θέ­σεις ε­να­ντί­ον Τρα­πε­ζών στην Α­λε­ξάν­δρεια και στην Πό­λη.

Εί­χε μια σο­βα­ρή θε­ω­ρη­τι­κή μόρ­φω­ση και με πολ­λή ευ­χέ­ρεια χρη­σι­μο­ποιού­σε στην γρα­φτή και προ­φο­ρι­κή προ­πα­γάν­δα του α­πο­σπά­σμα­τα α­πό έρ­γα του Κρο­πότ­κιν, Μπα­κού­νιν, Ρε­κλούς, Μα­λα­τέ­στα και άλ­λων α­ναρ­χι­κών συγ­γρα­φέ­ων. Εκτός α­πό το «Κά­τω η Μά­σκα» που δη­μο­σιεύ­ε­ται ε­δώ εί­χε γρά­φει και μια κρι­τι­κή στον Μπου­χά­ριν και μια με­λέ­τη πραγ­μα­τι­κά προ­φη­τι­κή για το μέλ­λον της Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς. Ε­πί­σης εί­χε γρά­ψει και ε­πα­να­στα­τι­κά ποιή­μα­τα.

Ο πιο στε­νός φί­λος του στην Ελ­λά­δα ή­ταν πα­ρά τη δια­φο­ρά της η­λι­κί­ας ο Αν­δρέ­ας Κε­ρα­μό­που­λος, μέ­λος της Ο­μά­δας «Ερ­γα­τι­κό Μέ­τω­πο» πριν κα­τά και με­τά τον δεύ­τε­ρο πα­γκό­σμιο πό­λε­μο και την κα­το­χή. Εί­χε πολ­λά κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και στις ι­δέ­ες και στην πρα­κτι­κή δρά­ση και στην τόλ­μη με τον Κου­χτσό­γλου. Αυ­τός ή­ταν και δι­κός μου στε­νός φί­λος και συμ­μα­χη­τής και απ’ αυ­τόν γνώ­ρι­σα για λί­γο στα γε­ρά­μα­τά του τον Σταύ­ρο και έ­μα­θα για την ζω­ή και την δρά­ση του.

Σ’ αυ­τόν ο Κου­χτσό­γλου ε­μπι­στεύ­τη­κε, ό­ταν μπή­κε στο Γη­ρο­κο­μεί­ο την πο­λύ πλού­σια βι­βλιο­θή­κη του και πολ­λά χει­ρό­γρα­φα. Ο Αν­δρέ­ας ε­πει­δή συμ­με­τεί­χε ε­νερ­γά στο κί­νη­μα και α­ντι­με­τώ­πι­ζε τον κίν­δυ­νο της σύλ­λη­ψης και της έ­ρευ­νας στο σπί­τι του έ­δω­σε στον α­δελ­φό του Θα­νά­ση να φυ­λά­ξει τη βι­βλιο­θή­κη. Ο Θα­νά­σης πέ­θα­νε στην κα­το­χή και η βι­βλιο­θή­κη πού έ­πρε­πε να την έ­χει ή γυ­ναί­κα του, μια ελ­βε­τί­δα ή γαλ­λί­δα χά­θη­κε μα­ζί μ’ αυ­τήν.

Ο Σταύ­ρος Κου­χτσό­γλου πέ­θα­νε στο Γη­ρο­κο­μεί­ο. Τον θά­να­το τον α­ντι­με­τώ­πι­σε ψύ­χραι­μος και ά­φο­βος σαν ε­πα­να­στά­της και ά­θε­ος. Στον πα­πά που πα­ρά τις δια­μαρ­τυ­ρί­ες του ε­πέ­με­νε φορ­τι­κά να τον με­τα­λά­βει, στο τέ­λος του λέ­ει: «πα­πά μου, φύ­γε, για­τί θα φτύ­σω μέ­σα». Αυ­τές ή­ταν και οι τε­λευ­ταί­ες του λέ­ξεις.

Ο­κτώ­βριος 1983

Α. ΣΤΙ­ΝΑΣ

ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ ΤΟΥ Γ. ΣΑ­ΡΑ­ΦΙ­ΔΗ

Ο συγ­γρα­φεύς του πα­ρό­ντος βι­βλί­ου εί­ναι γνω­στός εις τον Αι­γυ­πτια­κόν Ελ­λη­νι­σμόν. Εί­ναι έ­νας α­πό τους σπου­δαιό­τε­ρους α­ντι­προ­σώ­πους των νέ­ων ι­δε­ών με­τα­ξύ των ερ­γα­τι­κών τά­ξε­ων. Άνθρω­πος α­λη­θής.

Βε­βαί­ως δι’ η­μάς τους Έλλη­νας εί­ναι πο­λύ τολ­μη­ραί α­κό­μη αι ι­δέ­αι αι ο­ποί­αι εκ­φρά­ζο­νται εις το πα­ρόν βι­βλί­ον. Ού­τε ο Κο­νε­μέ­νος, ού­τε ο Λα­σκα­ρά­τος, ού­τε ο Ρο­ΐ­δης έ­γρα­ψαν με τό­σον ρι­ζο­σπα­στι­σμόν, ό­πως ο Σταύ­ρος Κου­χτσό­γλους.

Ο Σταύ­ρος Κου­χτσό­γλους εί­ναι έ­νας ερ­γά­της Ευ­ρω­παί­ος. Έχει συ­νεί­δη­σιν ό­λων των κοι­νω­νι­κών ζη­τη­μά­των τα ο­ποία α­πα­σχο­λούν την ε­πο­χήν μας.

Το έρ­γον του και κα­τά τού­το έ­χει με­γά­λην α­ξί­αν. Διό­τι ε­νώ α­πό το πρω­ί έ­ως το βρά­δυ ερ­γά­ζε­ται ως βιο­πα­λαι­στής, α­πό το βρά­δυ έ­ως το πρω­ί ερ­γά­ζε­ται με­λε­τών, ε­ρευ­νών και συγ­γρα­φών υ­πέρ της ευ­τυ­χί­ας της αν­θρω­πό­τη­τας.

Ο τί­τλος του πα­ρό­ντος βι­βλί­ου «Κά­τω ή Μά­σκα» εί­ναι αρ­κε­τά ε­πι­δει­κτι­κός του τι θέ­λει να ει­πή ο συγ­γρα­φεύς. Α­μει­λί­κτως κτυ­πά το ψεύ­δος και την υ­πο­κρι­σί­αν, ως τας μό­νας κλη­ρο­νο­μί­ας του πα­ρελ­θό­ντος, τας ο­ποίας ε­φυ­λά­ξα­μεν με ευ­λά­βειαν. Κτυ­πά την ι­διο­κτη­σί­αν, την εκ­με­τάλ­λευ­σιν και αυ­τόν α­κό­μη τον Σο­σια­λι­σμόν και κη­ρύσ­σε­ται υ­πέρ του ι­δε­ώ­δους της Α­ναρ­χί­ας, ό­πως ο μέ­γας γε­ω­γρά­φος και κοι­νω­νιο­λό­γος Ε­λι­σαί­ος Ρε­κλούς. Δεν ε­πι­θυ­μού­μεν να κρί­νω­μεν το έρ­γον. Αυ­τό εί­ναι α­νώ­τε­ρον ό­χι μό­νον των δυ­νά­με­ών μας, αλ­λά και του πο­λι­τι­σμού μας α­κό­μη. Α­φού α­γα­πώ­μεν τό­σον πα­ραφό­ρως την ε­λευ­θε­ρί­αν και α­φού πα­ρα­δε­χό­με­θα την ε­λευ­θε­ρί­αν ως έ­να σύ­νο­λον ε­λευ­θε­ριών, δια­τί να μη α­φί­σω­μεν τους α­να­γνώ­στας του πα­ρό­ντος βι­βλί­ου να το κρί­νουν ε­λευ­θέ­ρως και μό­νοι των;

Ο­πωσ­δή­πο­τε δεν α­πο­κρύ­πτω­μεν ό­τι η εμ­φά­νι­σις του πα­ρό­ντος βι­βλί­ου ση­μει­ώ­νει έ­να μέ­γα γε­γο­νός δια την ι­στο­ρί­αν της Ελ­λά­δος.

Ο ια­τρός

Γ. ΣΑ­ΡΑ­ΦΙ­ΔΗΣ

ΠΡΟ­ΛΟ­ΓΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥ­ΡΟΥ ΚΟΥΧΤΣΟ­ΓΛΟΥΣ

Ένε­κα της δια­στρο­φής, της γε­νο­μέ­νης εκ σκο­πού, ε­να­ντί­ον του Α­ναρ­χι­σμού εκ της ε­ξου­σια­ζού­σης τά­ξε­ως και εξ άλ­λων ε­χό­ντων συμ­φέ­ρον προς τού­το, μύ­ριοι ό­σαι κα­τη­γο­ρί­αι και ο­νο­μα­σί­αι υ­βρι­στι­καί α­πο­δί­δο­νται προς η­μάς.

Στε­ρού­με­νος ο λα­ός κρί­σε­ως, λο­γι­κής, και θε­λή­σε­ως ι­δι­κής του, βα­δί­ζει κατά συ­νέ­πειαν με τας ο­ρέ­ξεις και τας θε­λή­σεις των Αρ­χό­ντων του, α­πο­φεύ­γων ού­τως ό­χι μό­νον τους Α­ναρ­χι­κούς ως δο­λο­φό­νους, κα­κούρ­γους και λοι­πάς ο­νο­μα­σί­ας που μας δί­δουν, αλ­λ’ ού­τε καν ζη­τή να μά­θη τι εί­ναι Α­ναρ­χι­σμός προ­κα­τει­λημ­μέ­νος ό­πως εί­ναι α­πό τους έ­χο­ντας συμ­φέ­ρον προς τας ψευ­δείς αυ­τάς δια­δό­σεις. Και μ’ ό­λα ταύ­τα ο Α­ναρ­χι­σμός πα­ρου­σιά­ζε­ται σή­με­ρον ως έ­να μέρος ο­λο­κλη­ρω­τι­κόν μιας νέ­ας φι­λο­σο­φί­ας και δι’ αυ­τό ο α­ναρ­χι­κός ευ­ρί­σκεται πά­ντο­τε εις συ­νά­φειαν με τους με­γα­λει­τέ­ρους με­λε­τη­τάς.

Όσον ο ε­γκέ­φα­λος του αν­θρώ­που ε­λευ­θε­ρού­ται α­πό τας ι­δέ­ας που του ε­νε­τύ­πωσε η μειο­νο­ψη­φί­α των βα­σι­λέ­ων, πα­πά­δων, δι­κα­στών κ.λ.π. δια να τον κρα­τή­σουν στην ε­ξου­σί­α τους - και των πλη­ρω­μέ­νων σο­φών - τό­σον και μια νέ­α κοι­νω­νική α­ντί­λη­ψις ξε­φυ­τρώ­νει, εις την ο­ποί­αν δεν μνή­σκει πλέ­ον θέ­σις σ’ αυ­τήν την ε­ξου­σια­στι­κήν μειο­νο­ψη­φί­αν. Αυ­τή η κοι­νω­νί­α πε­ρι­λαμ­βά­νει ό­λον τον συσσω­ρευ­θέ­ντα πλού­τον, από την ερ­γα­σί­αν των πα­ρελ­θό­ντων γε­νε­ών, και τον θέτει προς κοι­νήν ω­φέ­λειαν υ­λών, χω­ρίς να δη­μιουρ­γή­σει πλέ­ον καμ­μί­αν ε­ξου­σίαν. Αυ­τή η κοι­νω­νί­α του Α­ναρ­χι­σμού, εί­ναι ή­τις πε­ρι­λαμ­βά­νει α­πεί­ρους ποικι­λί­ας ι­κα­νο­τή­των, ι­διο­συ­γκρα­σιών, και α­το­μι­κών ε­νερ­γειών, μη α­πο­κλεί­ων κα­νέ­να.

Κα­λεί την πά­λην και τον δια­γω­νι­σμόν, διό­τι γνω­ρί­ζει ό­τι αι ε­πο­χαί των ε­λευ­θέ­ρων δια­γω­νι­σμών, χω­ρίς το βά­ρος ε­ξου­σί­ας τι­νός να βα­ρύ­νει την ζυ­γαρ­γιάν α­πό το έ­να μέ­ρος, υ­πήρ­ξαν αι πε­ρισ­σό­τε­ρον α­να­πτύ­ξα­σαι την αν­θρώ­πι­νον ι­διο­φυ­ί­αν.

Α­να­γνω­ρί­ζων ό­τι τα μέ­λη του έ­χουν ί­σα δι­καιώ­μα­τα εις ό­λους τους συσ­σω­ρευθέ­ντας θη­σαυ­ρούς του πα­ρελ­θό­ντος, δεν α­να­γνω­ρί­ζει πλέ­ον την διαί­ρε­σιν εις εκ­με­ταλ­λευ­τάς και εκ­με­ταλ­λευό­με­νους, εις κυ­βερ­νή­τας και κυ­βερ­νο­μένους, εις ε­ξου­σια­στάς και ε­ξου­σια­ζο­μέ­νους, εις άρ­χο­ντας και αρ­χομέ­νους. Ζη­τεί να α­πο­κα­τα­στή­ση μί­αν δυ­να­τήν αρ­μο­νί­αν στους κόλ­πους του χω­ρίς να υπο­τά­ξει τα μέ­λη του εις καμ­μί­αν ε­ξου­σί­αν, κα­λών τους αν­θρώ­πους εις ε­λευθέ­ραν α­νά­πτυ­ξιν, εις ε­λεύ­θε­ρον πρω­το­βου­λί­αν, εις ε­λεύ­θε­ρον συ­νε­ται­ρι­σμόν.

Ζη­τεί την πλή­ρη α­νά­πτυ­ξι του α­τό­μου, συν­δεο­μέ­νην με την υ­ψη­λο­τέ­ραν α­νά­πτυ­ξιν της θε­λη­μα­τι­κής συ­νε­ται­ρή­σε­ως υφ’ ό­λας τας ε­πό­ψεις, εις ό­λους τους δυ­να­τούς βαθ­μούς και δια κά­θε φα­ντα­στι­κόν σκο­πόν.

Σκο­πός του λοι­πόν εί­ναι η πλή­ρης ε­λευ­θε­ρί­α του α­τό­μου, μέ­σα του: η ε­πα­νά­στα­σις και η διά­δο­σις της α­λη­θεί­ας διό­τι μό­νον δι’ αυ­τής θα μπο­ρέ­σει να κα­ταρρί­ψει το μέ­χρι τού­δε ε­πι­κυ­ριαρ­χή­σαν ψεύ­δος, γνω­ρί­ζων άλ­λως τε ό­τι μό­νον υ­πό την αί­γλην της α­λη­θεί­ας ει­μπο­ρούν να δη­μιουρ­γη­θούν χα­ρα­κτή­ρες, και κα­τά συ­νέ­πειαν και άν­θρω­ποι ε­λεύ­θε­ροι και ει­λι­κρι­νείς.

Γι’ αυτό φρονούμεν ότι, η διάδοσις των Αναρχικών ιδεών, δια σειράς εκδιδομένων φυλλαδίων, ως και η ελευθέρα εξέτασις και η λογική κρίσις παντός πράγματος ευρισκομένου γύρω μας, όχι μόνον θα βοηθήσουν εις την κατάρριψιν των ψευδών διαδόσεων και του ψεύδους, αλλά και εις την ανάπτυξιν και εις την ολοκληρωτικήν αντίληψιν του Αναρχικού ιδανικού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α’

Βλέπεις τον ήλιον πού δύει εκεί κάτω; Καλά, όπως είναι βέβαιον ότι αύριον θ' ανατείλει, έτσι είναι βέβαιον ότι και ή αλήθεια θα λάμψη μιαν ημέραν.

Shiller

Γνωρίζωμεν ότι, η Μωσαϊκή Ιστορία της δημιουργίας του κόσμου, είνε παραδεκτή ακόμη από πολλούς λαούς οι οποίοι εδέχθησαν τον Εβραιο-χριστιανι­κόν πολιτισμόν. Αυτή η έκτακτος επιτυχία ωφείλετε, αφ’ ενός εις την ενδόμυχον ενότητα των χριστιανικών και Εβραϊκών δογμάτων και αφ’ ετέρου εις την απλήν και φυσικήν διάθεσιν των ιδεών αι οποίαι εκτίθενται εις αύτη και αι οποίαι συμβιβάζονται συγκεχυμένως πως και με τας μυθολογικάς κοσμογονίας των Αρχαίων.

Κατ’ αυτήν ο θεός εσχημάτισε πρώτα την γην και τους αστέρας, κατόπιν εχώρησε το φως και το σκότος, έπειτα τα νερά και την ξηράν, αργότερα τα φυτά, πγιο αργότερα τα ζώα, και όλο τελευταία τον άνθρωπον, και την εβδόμην ανεπαύθη.

Ιδού αμέσως, με λίγα λόγια, έγινε όχι μόνον αυτός ο κόσμος εδώ, ο πλα­νήτης μας, αλλ’ όλο το Σύμπαν!

Τώρα, εάν είμεθα μοιρολάτραι, ειμπορούμε ναι πιστεύσωμε σ’ αυτήν την δη­μιουργία και να αρκεσθούμε σ’ αυτήν την απλούστατη υπόθεσι, επαναπαυόμενοι και ημείς σε πγιο λίγο χρονικό διάστημα από τον Δημιουργό.

Εάν όμως θελήσωμε να μη αρκεσθούμε σ’ αυτήν την αλλόκοτον και άνευ εξη­γήσεων πιστοποίησιν, εάν θελήσωμεν να τινάξωμεν για μνια στιγμή το: Πίστευε και μη ερεύνα: και δεν πιστεύσωμεν και ερευνήσωμεν, επικαλούμενοι την λογικήν μας και την επιστήμην, τότε θα ανακαλύψωμεν όλως νέαν δημιουργίαν, ουχί μυθολογικήν και βασιζομένην επί Εβραϊκών σοφιστειών, αλλ’ επί αποδείξεων και επί της λογικής.

Το πρώτον τότε βλέμμα που πρέπει να ρίψωμε θα είναι, να παρατηρήσωμε γύ­ρω μας, για να ιδούμε εάν αυτά τα πράγματα που βλέπουμε και νομίζουμε ως στερεά και αμετάβλητα: ως αι πέτραι, τα σίδερα κ.τ.λ., εάν πράγματι είναι τοιαύτα, θα εύρουμε ότι, οτιδήποτε σώμα και εάν λάβωμε και το υψώσωμεν ως ένα σημείον της θερμοκρασίας του, θα εξατμισθή. Εάν επισκοπήσωμεν τότε και την γην μας εις το εσωτερικόν, θα ιδούμε ότι, όσον καταβαίνωμεν προς το κέντρον της, τόσον ή θερμοκρασία της ανυψούται. Εάν κατέλθωμεν εις ένα βάθος 6,000 ποδών θα εύρωμεν θερμοκρασίαν 1,500° αρκετήν για να κρατήση όλα τα υ­πάρχοντα στερεά μέταλλα εις την επιφάνειαν λιομένα.

Έπειτα τα ηφαίστεια, τα θερμά νερά τα οποία βγαίνουν στην επιφάνειαν, τα μεταλλικά νερά τα οποία βγαίνουν διαλελυμμένα από τας σχισμάδας του φλοι­ού κ.τ.λ., όλα αυτά μας πείθουν ότι η γη στο κέντρο της, και σήμερον ακόμη, κρατεί όλα τα μέταλλα λιωμένα. Κάμνοντες αυτήν την σκέψιν, βαδίζωμε ένα βή­μα προς τα εμπρός, υποθέτοντες ότι η γη άλλοτε ήτο όλη κατ’ αυτόν τον τρόπον: μνια μεγάλη σταγών λιομένου μετάλλου στο άπειρον. Κατόπιν η πεπυρακτωμένη επιφάνεια αυτής κατήλθε, ολίγον κατ’ ολίγον, από την ακτινοβολίαν της μεγά­λης θερμότητος που σκορπούσε μέσα στας διαστάσεις του θόλου, σχετικώς παγωμένου, και εσχημάτισε ένα λεπτόν φλοιόν, ο οποίος εκάλυψε όλην την επιφάνειαν της γης. Αλλά πάλιν από την σχετικήν ανάπτυξιν της ψυχράνσεως, ο εσωτε­ρικός πυρήν, συνεπυκνούτο και συσφίγγετο περισσότερον, εξ αιτίας δε αυτού προήλθε μία σμίκρυνσις της γηίνης διαμέτρου, την κίνησιν της οποίας μη ειμπορών να ακολουθήση ο λεπτός φλοιός, εσχίζετο και.εστερεοποιείτο. Από τας σχισμάδας δε αυτάς ανέβρυον πάλιν αι ύλαι του πεπυρακτωμένου πυρήνος και εστερεοποιούντο κατά την σειράν των, σχηματιζόμενοι ούτως μερικαί προεξοχαί και βάθη: τα πρώτα καθίσματα των ορέων και τα πρώτα στοιχεία των πεδιάδων.

Κατελθούσα, μνια φορά, η θερμοκρασία ως ένα βαθμόν, ένα νέον φαινόμενον παρήχθη: το νερόν. Έως τότε ευρίσκετο εις ατμώδη κατάστασιν εις την ατμόσφαιραν, και έπρεπε να κατέλθη σημαντικώς η θερμοκρασία για να μπορέση να πέραση εις την ρευστήν κατάστασιν. Τότε μία νέα εργασία εγένετο στην επιφά­νεια της γης. Πίπτων υπό το σχήμα εξακολουθητικής βροχής το νερόν, διέλυε, εξισόνον τας προεξοχάς του φλοιού: η λάσπη συρομένη εγέμιζε τα βάθη και κατασταλάζουσα εις στρώματα ίδρυε τας πεδιάδας.

Επειδή δεν έχω την αξίωσιν να ακολουθήσω λεπτομερώς την όλην φάσιν της δημιουργίας του κόσμου, αλλά την πρόθεσιν να δόσω εις τον αναγνώστην μίαν νύξιν μόνον αυτής, και να του κεντήσω να ζητήση να μάθη την όλην αλήθειαν, εξαποστέλλων αυτόν δια περισσοτέρας λεπτομέρειας και ακριβή διασάφησιν εις το σύγγραμμα του Heackel (La creation du monde fr. 3) ως του H. Guede (La geologie με 151 εικόνας 2 φρ.), του Dr. Fauvelle (La physico-chimie 2.40) θα αρκεσθώ αναφέρων μίαν περικοπήν της κοσμογενίας του Kant όπως δόσω μίαν μι­κράν ιδέαν για την αρχικήν αεριούχον κατάστασιν των πλανητών.

Κατά την κοσμογονίαν του Kant, εις μίαν πολύ μεμακρυσμένην εποχήν, το σύμπαν ήτο εις εξητμισμένην κατάστασιν, ένα χάος αεριούχον. Αι ύλαι, αι οποίαι τώρα ευρίσκονται εις διαφόρους βαθμούς στερεότητος, είτε επί της γης, είτε στα άλλα άστρα, αι στερεαί, μισο-στερεαί, ρευσταί, ελαστικοί ή αεριούχαι, αι οποίαι από τότε μετεβλήθησαν, ήσαν στας αρχάς συγκεχυμένοι εις μί­αν ομογενή μάζαν, πληρούντες το σύμπαν, και συγκροτούμενοι εις μίαν κατά­στασιν εις το έπακρον λεπτοφυή δια μιας θερμοκρασίας υπερβολικώς υψωμέ­νης. Τα εκατομμύρια των συμπλεγμάτων των άστρων τα οποία ευρίσκονται εις η­λιακά συστήματα, δεν υπήρχον ακόμη. Εγεννήθησαν από μίαν γενικήν περιστροφικήν κίνησιν, εις την διάρκειαν της οποίας, αριθμοί τινές εκ της μάζας πγιο στερεοί της υπολοίπου αεριούχου ύλης, ενήργησαν και συμπυκνώθησαν περί εαυ­τούς ως κέντρα έλξεως. Τοιουτοτρόπως το χαώδες αρχικόν σύνεφον ή κοσμικόν αεριούχον, διεμοιράσθη εις ένα αριθμόν σφαιρικών νεφελών, εμψυχουμένων δια μιας περιστροφικής κινήσεως και συμπυκνουμένων επί μάλλον και μάλλον. Το η­λιακόν μας σύστημα υπήρξε ένα από τα μεγάλα αυτά νεφελώματα, του οποίου τα μέρει ετάχθησαν και ισοζυγίσθησαν πέριξ του. κοινού κέντρου. Αυτή ή νεφέλη έλαβε, όπως και όλαι αι άλλαι, δυνάμει της περιστροφικής της κινήσεως, το σχήμα μιας σφαίρας πιεσμένης.

Ενώ η κεντρομόλος δύναμις είλκυε πάντοτε προς το ακίνητον κέντρον, τα παρασυρόμενα μόρια μέσα στην περιστροφικήν κίνησιν και συμπυκνούτο η νεφέλη επί πλέον, η κεντρόφυξ δύναμις, το εναντίον, επροσπάθει να απομακρύνει τα περιφερικά μόρια και να τα διασπείρει μακράν. Ήτο στην ισημερινήν ζώνην, αυτής της πιεσμένης στους πώλους σφαίρας, που η κεντρόφυξ δύναμις είχε περισσοτέραν ισχύν, και μόλις, δυνάμει της αυξανούσης συμπυκνώσεως, ηδυνήθη να υπερτερήση αυτήν, της κεντρομόλου δυνάμεως δακτύλιοι νεφελώδεις εχωρίσθησαν από την περιστρεφόμενων σφαίραν, εις αυτό το μέρος του ισημερινού. Αυτοί οι νεφελώδεις δακτύλιοι εσημείουν την τροχιάν των μελλόντων πλανητών. Ολίγον κατ’ ολίγον, η νεφελώδης μάζα των δακτυλίων συμπυκνώθη εις πλανήτας, στρεφό­μενους περί εαυτών στον άξονα των, ισοζυγιζόμενοι πάντοτε πέριξ του κεντρι­κού σώματος. Νέοι νεφελώδεις δακτύλιοι απεσπάσθησαν πάλιν, κατά τον ίδιον τρόπον εκ της πλανητικής μάζας, μόλις η κεντρόφυξ δύναμις αυτών, υπερτέρησε εκ νέου επί της κεντρομόλου δυνάμεως, και αυτοί οι δακτύλιοι εστρέφοντο πέ­ριξ των πλανητών, όπως και αυτοί εστρέφοντο πέριξ του ήλιου. Τοιουτοτρόπως εσχηματίσθησαν αι σελήναι: μία μόνον δια την Γην, τέσσαρες δια τον Δία, και εξ δια τον Ουρανόν. Σήμερον ακόμη, ο δακτύλιος του Κρόνου, μας παρουσιάζει μίαν σελήνην εις αυτήν την αρχικήν εξελικτικήν φάσιν. Καθ’ όσον το κατέβασμα της θερμοκρασίας ηύξανε, αυτά τα φαινόμενα τα τόσον απλά της συμπυκνώσεως και της διασποράς, επαναλαμβάνοντο συχνότερα, και τοιουτοτρόπως εγεννήθησαν τα διάφορα ηλιακά συστήματα, οι πλανήται και οι δορυφόροι ή σελήναι, οι μεν ισοζυγιζόμενοι πέριξ του κεντρικού ήλιου των, οι δε στρεφόμενοι πέριξ των πλανητών των.

Ολίγον κατ’ ολίγον, από την πρόοδον της ψυχράνσεως και της συμπυκνώσεως τα εμψυχωμένα δια μιας περιστροφικής κινήσεως επέρασαν από την αεριούχον κατάστασιν εις σώμα πηγμένον. Από την ιδίαν αίτιον πάλιν της αυξανούσης συ­μπυκνώσεως, μία μεγάλη ποσότης θερμότητας εξαποθηκεύθη, και όλα αυτά τα σώ­ματα συρόμενα από την ισοζύγισιν, ήλιοι, πλανήται, σελήναι, έγιναν σφαίραι πεπυρακτωμέναι, όμοιαι με μεγάλας σταγόνας λιομένου μετάλλου, ακτινοβολούντα εκ της θερμότητας και του φωτός.

Εξ αιτίας της βαθμιαίας ελαττώσεως της θερμότητας, οφειλομένης εις την ακτινοβολίαν, η πηγμένη μάζα συμπυκνώθη ακόμη και εσχηματίσθη επί της επι­φανείας της πεπυρακτωμένης σφαίρας ένα στρώμα στερεόν. Δι’ όλα αυτά τα φαι­νόμενα, η Γη, η κοινή μήτηρ, δεν διαφέρει από τα άλλα επουράνια σώματα. Αυ­τή εν συντομία είνε ή γνώμη του Kant περί της δημιουργίας. Δεν υπήρχε ακόμη οφθαλμός ανθρώπου, όπως θαυμάση αυτήν την πάλην των στοιχείων της φύσεως και όπως περιγράψει λεπτομερώς την αγρίαν πάλην, των τεινόντων προς την αποκατάστασιν της αρμονίας, και των στερεούντων αυτήν δια της Αντιδράσεως;..

Όταν λοιπόν, αυτό το στερεόν σώμα περιελούσθη δια του νερού, όταν ο φλοιός της γης ο έως τότε άγονος εκαλύφθη δια του ρευστού νερού, όταν εις την καταβίβασιν της θερμοκρασίας συνέτεινον και αι εξακολουθητικοί βρόχοι, τότε εφάνη, εις μίαν δεδομένην περίστασιν, εις το βάθος των ωκεανών και η πρώτη απλούστατη ζωή, η φθάσασα δια της εξελίξεως, και δια μέσου εκατομμυ­ρίων ετών, εις το σημερινόν σημείον, των τελειότερων φυτών αφ’ ενός, και του ανθρώπου αφ’ ετέρου.

Παραλείπων την όλην εξέλιξιν από της πρώτης απλής ζωής, μέχρι της πολυ­πλόκου μηχανικής σημερινής, την οποίαν εν λεπτομέρεια ειμπορείτε να εύρετε εις το έξοχον σύγγραμμα του Haeckel (La creation naturelle des etres organises fr 3.20) θα σας απασχολήσω εις μίαν παράγραφαν μόνον αυτού.

Κύριοι, η συγκριτική ανατομία και εμβρυολογία των σπονδυλωτών είνε θη­σαυρός από τον οποίον μπορούμε να αντλήσουμε πολλάς γνώσεις, δια να είμεθα εις θέσιν να χαράξωμε με μεγάλας γραμμάς την γενεαλογίαν του ανθρώπου. Το εκάμαμεν εις τα προηγούμενα μαθήματα. Φυλαχθήτε εν τούτοις να καταλήξετε αποφασιστικώς, ότι είναι δυνατόν από τώρα, να ασπασθήτε εις όλας τας λεπτο­μερείας την ανθρωπίνην φιλογένειαν, προωρισμένην του λοιπού να χρησιμεύση ως βάσις εις την ανθρωπολογίαν και εις όλας τας άλλας επιστήμας. Είνε εις τας πλέον ακριβείς εξερευνήσεις, πλέον λεπτομερείς, του μέλλοντος που επι­φυλάσσετε η αποτελείωσις της τόσον σπουδαίας επιστήμης, της οποίας ημείς, δεν κάμνωμεν παρά να δεικνύωμεν τα πρώτα ίχνη. Αύται αι σκέψεις εφαρμόζονται ακριβώς στην ειδικήν άποψιν της ανθρωπίνου φιλογενείας, επί της οποίας θέλωμεν, τελειόνοντες, να ρίψωμεν ένα ταχύ βλέμμα: εννοώ να ωμιλήσω δι’ εκείνο που σχετίζεται με την εποχήν και με την ήπειρον, που εγεννήθη το ανθρώπινον γένος, και με τα είδη και τας ανθρωπίνους φυλάς.

Όσον δια την διάρκειαν του χρόνου, ο οποίος εχρειάζετο δια την μεταμόρφωσιν των πγιο ανθρωποειδών εις πιθηκοειδείς ανθρώπους, εννοείτε οίκοθεν, ό­τι δεν είνε δυνατή η ακριβής προσδιόρησις εις χρόνους και εις αιώνας ακό­μη. Ό,τι δικαιούμεθα να βεβαιώσωμεν, δια τους προηγουμένους εκτεθέντος λό­γους, είνε ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τα με ύστερον (άκλοθον) μαστοφόρα.

Αλλ’ όπως τα εναπομείναντα ορυκτά (απολιθωμένα) υστερώδη, δεν ευρίσκονται παρά στην κοινολιθικήν γην, είνε αδύνατον ίνα ο άνθρωπος προέλθη από μαϊμούδες τελειότερες αρχήτερα της εποχής αυτής. Το πιθανότερον είνε ότι αυτό το συμβάν, το τόσον σπουδαίον εις την ιστορίαν της δημιουργίας, παρήχθη εις το τέλος της τετάρτης εποχής της τρίτης περιόδου, ίσως και από την εποχήν της δευτέρας, είνε δυνατόν επίσης να χρονολογείται και από την κατακλυσμιαίαν ε­ποχήν μόνον. Εκείνο όμως το οποίον είνε έξω πάσης αμφιβολίας, είνε ότι ο άνθρωπος, ο προικισμένος με όλους τους ανθρωπίνους χαρακτήρας, έζη ήδη εις το μέσον της Ευρώπης, διαρκούσης αυτής της περιόδου, και ότι ήτο σύγχρονος πολλών μεγάλων μαστοφόρων σβυσθέντων ήδη: του κατακλυσμιαίου ελέφαντος ή μαμούθου, του ρινοκέρου, του γιγαντιαίου τράγου, της άρκτου του άντρου, της τίγριδος του άντρου, κ.τ.λ. Τας γνώσεις τας οποίας οφείλομεν στην γεωλογίαν και εις την σύγχρονον αρχαιολογίαν, επί των απολιθομένων αυτών ανθρώπων και των συγχρόνων των ζώων, είνε τα πγιο υψηλά ενδιαφέροντα, αλλά δια να τα εκθέσωμεν λεπτομερώς, πρέπει να εξέλθω εκ του πλαισίου των μαθημάτων. Θα αρκε­σθώ λοιπόν να σας σημειώσω την σπουδαιότητα αυτών των γνώσεων, εξαποστέλλων υμάς δια τας λεπτομέρειας εις τας πολυαρίθμους συγχρόνους δημοσιεύσεις επί του πρώτου ανθρώπου, ιδίως εις τα έξοχα έργα του Charles Lyell (L’anciennete de l’homme prouve par la geologie) του Carl Vogt (De la place de l’Homme dans la nature) κ.τ.λ. Αι πολυάριθμοι αναζητήσεις και με τόσον ενδιαφέρον διεξαχθείσαι εις το διαρρεύσαν τελευταίως χρονικόν διάστημα, επί της αρχι­κής ιστορίας του ανθρωπίνου γένους, θέτουν εκτός αμφιβολίας ένα κύριον πράγ­μα, και προ πολλού ήδη πιθανόν και εξ άλλων αιτιών, ότι η ύπαρξις του αν­θρώπου ανέρχεται βεβαίως πολύ άνω των είκοσι χιλιάδων ετών. Αλλά περισσό­τερα από εκατό χιλιάδας έτη, ίσως και πολλάς εκατοντάδας χιλιάδων ετών δι­έρρευσαν από την αρχήν του ανθρώπου, και είνε αστείον να βλέπη τις ακόμη τα ημερολόγιά μας να προσδιορίζουν εις 5,825 χρόνους την χρονολογίαν της δημι­ουργίας, κατά τον Καλβίκιον!

Αλλά και να υψώσετε την ύπαρξιν του ανθρώπου επί της γης εις 20.000 έ­τη, εις 100 χιλιάδας, εις ένα κάποιον αριθμόν εκατοντάδων χιλιάδων ετών, δεν θα είναι παρά ένα απείρως ελάχιστον χρονικόν διάστημα, λαμβάνοντες υπ’ όψιν, την αμέτρητον διάρκειαν που απαιτήθη για την βαθμιαίαν εξέλιξιν της μακράς προγονικής σειράς του ανθρώπου. Αυτό το συμπέρασμα εξάγεται από την αδύνα­τον πυκνότητα των κατακλυσμιαίων στρωμάτων της γης, συγκρινόομένων με τα στρώ­ματα της τετάρτης εποχής, και την αδυναμίαν αυτών, των τελευταίων, σχετικώς με τα πγιο αρχαία στρώματα. Αλλά, εξ άλλου, η απείρως μακρά σειρά των ζωο­λογικών τύπων τα οποία ανεπτύχθησαν βραδέως, ολίγον κατ’ ολίγον, από το πγιο απλούν – μονήρες - έως το αμφίοξον, και από αυτό έως τα σαλάχη (είδος ιχθύων) και από αυτά έως τα πρώτα μαστοφόρα, και από αυτά πάλιν έως εις τον άνθρωπον, απαιτείται για την εξέλιξιν, ένα χρονικόν διάστημα περιλαμβάνον πολλά εκατομμύρια χρόνων (1) (σελ. 508. La crearion naturelle…).

Το ότι ο άνθρωπος υπήρξε άνω των 20 χιλιάδων ετών, αυτό αποδεικνύεται και εκ πολλών άλλων αποδείξεων. Ο Διόδωρος και ο Ciceron απέδιδον την υπερβολικήν βεβαίως χρονολογίαν εις τους Χαλδαίους 473 χιλιάδες έτη. Ο Καλλισθέ­νης έστειλε αστρονομικάς παρατηρήσεις προς τον Αριστοτέλη ανερχόμενος εις 31 χιλ. έτη. Ό Pline και ο Geminus την προσδιορίζουν εις 39.180 έτη. Οπωσδήποτε όμως και αν έχει, αποδεικνύεται ότι οι Χαλδαίοι υπήρξαν πολλάς χι­λιάδας έτη προ της γενεαλογίας της ιεράς βίβλου. Και πριν να σκεφθή ο καλός θεός να ζυμώση τον Αδάμ και να προβή εις την εγχείρησιν της πλευράς αυτού, για να βγάλη μνια κοτολέτα για να πιάση μαγιά και για την Εύα, οι Χαλδαίοι ήσαν ζυμωμένοι εκ της φύσεως αυτομάτως! Είναι αυτοί οι οποίοι εφεύρον κατά τον Ηρόδοτον τον γνώμονα (2) και την κλεψύδραν (3). Διαίρεσαν την ημέραν εις 12 μέρη και το ημερονύκτιον εις 24 ώρας. Αυτοί προείπον τας εκλείψεις του ηλίου και της σελήνης και προσδιώρισαν την περίοδον του Saros την οποί­αν σήμερον ονομάζωμεν περίοδον του Halley. Ό άραψ αστρονόμος Αλμπατένι α­ποδίδει εις τους Χαλδαίους την όρισιν του έτους εις 365 ημέρας 6 ώρας και 11 λεπτά. Όλα αυτά δια να τα παρατηρήσουν, να τα μελετήσουν, και να τα προσ­διορίσουν, ελλείψει και των σημερινών μέσων, απητείτο βεβαίως μία εξακολου­θητική σειρά γεννεών διαδοχικής αναπτύξεως, δια να φθάση να σχηματίση μίαν αντίληψιν εμβριθούς παρατηρήσεως εις τα φυσικά φαινόμενα, πριν της οποίας θα διήνυσε, εν απολύτω αμάθεια πολλάς χιλιάδας έτη.

Ας προχωρήσωμεν τώρα πολύ οπίσω από τας 50 ή 100 ή 200 χιλιάδας έτη, και ας έλθωμεν εις την ανθρωποειδή μαϊμού. Πώς ο άνθρωπος ο πγιο πιθηκοειδής βγήκε από την πγιο ανθρωποειδή; Αυτό το οφείλει εις δύο συνηθείας της μαϊμούς, προ πάντων εις την όρθιον στάσιν και εις την έναρθρον γλώσσαν. Η ορθή στάσις μετέβαλε, μετεμόρφωσε, τα άκρα του σώματος, ως και η συνήθεια της γλώσσης τον λάρυγγα. Αυτή δε η μεταμόρφωσις επέδρασε μεγάλως και επί του εγκεφάλου και κατά συνέπειαν και επί των πνευματικών ικανοτήτων αι οποίοι είναι συναφείς. Από τας τρεις αυτάς εξελικτικάς κινήσεις του ανθρωπίνου ορ­γανισμού, η πρώτη όλων είναι η τελεία μεταμόρφωσις και η τελειοποίησις όλων των μελών του σώματος, αποτέλεσμα της ορθίας στάσεως (4). Αύται αι μεταμορ­φώσεις εγένοντο πολύ πριν αποκτήση την έναρθρον γλώσσαν. Ένα μεγάλο χρονι­κό διάστημα υπήρξε ένα είδος ανθρώπου, προικισμένο με όλα τα χαρακτηριστικά, αλλά στερουμένου του λόγου, και τον οποίον ο Haeckel ονομάζει άλλαλον ή άνθρωπον μαϊμού (πιθηκάνθρωπον) (5).

Συν τη εξελίξη και μετά παρέλευσιν πολλών γεννεών, όταν τελειοποιηθέντος και του λάρυγγος απέκτησε την λαλιάν (6), ο πρώτος άνθρωπος ο οποίος επρόφερε ένα μονοσύλλαβον φθόγγον, ένα «μπου» και ο άλλος ηννόησε ότι με αυτό το «μπου» εζήτει νερόν, αυτή ήτο η αρχή της γλώσσης και ο χωρισμός του αν­θρώπου από τα άλλα ζώα. Δια να αναπτυχθή όμως αύτη, και να λάβη έκαστον αντικείμενον την ονομασίαν του, δια να σχηματίση, οπωσδήποτε μίαν έκφρασιν αρκετά καθαράν ο άνθρωπος, παρήλθαν πολλαί χιλιάδες έτη, και πολλοί γεννεαί η μία διεδέχετο την άλλην χωρίς σημαντικήν τίνα πρόοδον. Επειδή δε η μεταμόρφωσις της ανθρωποειδούς μαϊμούς εις άνθρωπον εγένετο εις διάφορα μέρη και κατ’ επανάληψιν, εσχηματίσθησαν, ως εκ τούτου, και διάφορα γλωσσικά ιδιώματα ως λέγει και ο διάσημος γλωσσολόγος Schleicher «από την αρχήν η γλώσσα δι­έφερε εις την φωνητικήν, κατά την ιδέαν και την φαντασίαν η οποία ενεργούσε να εξωτερικευθή, δια μέσου των ήχων, και κατά τον βαθμόν της τελειότητος της φυλής που προσχεδίαζε την γλώσσαν». Επίσης ο Friedrich Muller και άλλοι γλωσσολόγοι, δέχωνται ότι κάθε τύπος γλώσσης και κάθε αρχική γλώσσα, έχουν μίαν αυτόματον αρχήν και ανεξάρτητον. «Τίποτε δεν εξηυγένησε και μετεμόρφωσε τας ικανότητας και τον εγκέφαλον του ανθρώπου τόσον, όσον η απόκτησις της γλώσσης. Η πληρεστέρα διαφορά του εγκεφάλου, η τελειοποίησίς του και αι πγιο ευγενείς λειτουργίαι του, δηλ. αι πνευματικοί ικανότητες, εβάδισαν ζευγαρωταί, επηρεαζόμενοι αμοιβαίως εκ της εκδηλωτικής ομιλίας. Haeckel: La creation naturele)…Οι άγριοι λαοί, ως οι Bochimans, οι Όττεντότοι, οι Αυστραλοί και λοιποί, οι οποίοι καθυστέρησαν της λοιπής ανθρωπότητος κατά την πνευματικήν ανάπτυξιν του εγκεφάλου (7), καθυστέρησαν και κατά την γλώσ­σαν, αριθμούντες μόλις μερικάς λέξεις και έχοντες μιαν ατελεστάτην έκφρασιν. Τέλος από πολλά πράγματα αποδεικνύεται ότι η πνευματική ανάπτυξις εβάδισε, βαδίζει και θα βαδίσει ζευγαρωτή με την γλώσσαν. Αναπτυσσόμενος ένας λαός πνευματικώς, αναπτύσσει και την γλώσσαν του, αναπτύσσων αυτήν, αναπτύσσει και τας πνευματικός του ικανότητας. Οπισθοδρομών χάνει και την γλώσσαν του, προχωρών την μετατρέπει επί το υψηλότερον, το ευκρινέστερον (8).

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'

Όταν λοιπόν οι άνθρωποι ήρχισαν να βγαίνουν από τη ζωώδη κατάστασί τους, μη έχοντες ακόμη καμμίαν ίδέαν από βασιλείς, πρωθυπουργούς, πάπας, πατριάρχας, αριστοκράτας και λοιπούς παρασίτους, ωδηγούντο απλούστατα από τας φυσικός ανάγκας των. Ανάγκη ήτο να ενώσουν τας δυνάμεις των για να εξομα­λύνουν ένα φυσικό εμπόδιο, αναγκαία η αλληλοβοήθεια για να πγιάσουν ένα κυ­νήγι, που θα έφευγε τη μεμονωμένη τους προσπάθεια η επείγουσα η ένωσίς των για να νικήσουν ένα δυνατό εχθρό, μίαν αγέλην θηρίων κτλ. οποιαδήποτε όμως και αν υπήρξε η αρχική αιτία του συνεταιρισμού των ανθρώπων ή του προγόνου του ακόμη, αυτή εγένετο μόνον για να καλλιτερεύση την θέσιν του, και όχι να δέσμευση την ατομικήν του ελευθερίαν. Ήτο ένας συνεταιρισμός των φυσι­κών των προτερημάτων, για να μπορέσουν ηνωμένοι να φθάσουν τον σκοπόν που ήθελαν. Αυτός ο πρώτος συνεταιρισμός, ο οποίος θα έγινε μόλις ήρχισε να φαίνεται η συναίσθησις εις τον άνθρωπον, εγένετο χωρίς καμμία σκέψη, χωρίς κανέν συμβόλαιον, από την πίεσιν των φυσικών αναγκών, και από τας περιστάσεις, έκαστος φυλάττων την ελευθερίαν της ενεργείας του. Αυτός ο συνεταιρισμός των θα εβαστούσε τόσον, όσον και ο σκοπός που ήθελαν να φθάσουν, τελειόνοντες τον σκοπόν των, διελύοντο έκαστος στα ίδια, στη σπηλιά του, στην ελευθερίαν του.

Πολύ αργότερα θα έγινε, και δια βαθμιαίας πάλιν εξελίξεως, που μερικοί όμιλοι ενωθέντες προς σκοπόν τίνα, εξηκολούθησαν να μένουν ενωμένοι και με­τά τον σκοπόν των. Μέσα σ’ αυτούς τους ομίλους μερικοί ευρεθέντες πγιο πα­νούργοι, ή πγιο ισχυροί, ή από άλλας περιστάσεις ευνοηθέντες, έκαμαν κανέν πλεονέκτημα, κανέν ανδραγάθημα, το οποίον συνησθάνθησαν και έπεισαν και τους άλλους να το γνωρίσουν ως ιδιαίτερόν των προτέρημα, και αυτοί το έδέχθησαν. Αλλά δεν ήργησε αυτό το πλεονέκτημα να γίνη δικαίωμα, από εκείνους που το οικειοποιήθησαν, επεκτείνοντες αυτά και συμπαρασύροντες και αλλά, και ούτω καθεξής. Μελετώντες τους αρχικούς λαούς (9), μας αφήνουν πολλά ίχνη της ε­ξελίξεώς των, δεικνύοντες ότι από την εποχήν του ομίλου μερικών ατόμων, χω­ρίς την παραμικράν σκιάν της αναμεταξύ των διαφοράς, περάσαμεν βαθμιαίως εις την εξουσίαν του Αρχηγού για να καταλήξωμεν στας σημερινάς πολυπλόκους ορ­γανώσεις. Από εδώ λοιπόν άρχεται να φαίνεται ο πρώτος αρχηγός και μ’ αυτόν μαζί και οι πρώτοι αλληλοφαγωμοί. Εκείνοι που απέκτησαν αυτά τα δικαιώματα είδον ότι η πανουργία και η ισχύς είναι καλά μέσα για να απατούν τους ανόη­τους και να καταπνίγουν τους ισχυρογνώμονας, τα εμεταχειρίσθησαν και μας τα εκληρονόμησαν διαδοχικώς. Όσον προχωρούσε πλέον ο άνθρωπος τόσον επλέκετο μέσα στα δίκτυα των πανούργων; Κι αυτοί πάλιν μ’ όσην ευκολίαν έβλεπον ότι εκτελούντο αι διαταγαί των, τόσον ηύξανον τας απαιτήσεις των. Μη ημπορούντες ημείς να ακολουθήσωμεν εκτενώς την εξέλιξιν αυτήν, δύνασθε να την εύρετε εις το περισπούδαστον έργον του Dr. Letourneau (L’ evolution de l’ esclavage dans les divers races humains fr. 9). Εν τω μεταξύ εγεννάτο όλως ασυναισθήτως και άλλος αρχηγός, ο μέλλων σύμμαχος του πρώτου: ο κλήρος. Εις την αρχήν τα φυσικά φαινόμενα ήσαν δια τους προγόνους μας μυστηριώδη. Η φύσις δεν είχε παραδώσει ακόμη κανέν μυστικόν της, και ο άνθρωπος επί αιώνας εσύρετο από τους ανέμους μη ειμπορών να οδηγηθή μόνος του.

Εν τούτοις ήλθε η εποχή όπου η ανάγκη να ζητήση να μάθη εγένετο αισθη­τή. Απαράλλακτα όπως ένα παιδί που ευρίσκεται μεν στην αμάθειαν, βασανίζε­ται όμως από την περιέργειαν να μάθη, και είναι ευκολοπίστευτον και καταγο­ητευμένο για θαύματα, κλίνον να δημιουργήση με κάθε τρόπον ως η ταραχώδης φαντασία του εργασθή, όντα υπεράνθρωπα, έστω και σαν την ιδία δική του μορ­φή, ούτως και η ανθρωπότης διήρχετο την παιδικήν της ηλικίαν.

Άλλως τε ήτο δυνατόν ο άνθρωπος να μείνη άοπλος απέναντι των φυσικών δυνάμεων, των στοιχείων, και των διαφόρων εχθρών που συμμάχησαν εναντίον της υπάρξεώς του; Εμηχανεύθη λοιπόν να εύρη την αναγκαίαν εξήγησιν. Η αμάθειά του μη επιτρέπουσα αυτόν να δώση μίαν ακριβή εξήγησιν των φυσικών φαινομέ­νων, οδηγήθη μοιραίως να εισάξη στην φαντασίαν του δημιουργούς υπερφυσικούς δώσας εις αυτούς όλην την δύναμιν. Περιστοιχούμενος από θορύβους, χρώματα, σχήματα και διαφόρους άλλας εντυπώσεις, η φαντασία του έφτασε να δεχθή βαθ­μιαίως χίλιες ανοησίες, εις τας οποίας προσεφέρθη ο ίδιος θύμα, ως υποχρεω­μένος να είναι ευπειθής προς αυτάς.

Στον αέρα που βόιζε, στην θύελλα που βροντούσε, στον κεραυνόν που έπλητ­τε, στον ήλιον που τον έφεγγε, στην νύκτα που τον σκοτίνιαζε, στην βροχήν που έπιπτε, στον σεισμόν που τον τρόμαζε κ.τ.λ.. ο προγονός μας έβλεπε θε­ούς, φίλους και εχθρούς. Ο πρώτος θεός λοιπόν υπήρξε η προσωποποίησις των φυσικών φαινομένων. Επειδή δε τα άτομα απέθνησκον, και η μία γεννεά διαδέχετο την άλλην, ενώ ο αέρας εξηκολούθη να μυκάται, η θύελλα να βροντά, ο κε­ραυνός να εκρύγνητε, ο ήλιος να φέγγει κ.τ.λ., διενοήθησαν ότι, τα υπέρτατα αυτά όντα, έζων ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ίσως πάντοτε και κατά συνέπειαν αθάνατα.

Στον ήλιον που ωρίμαζε τους καρπούς, και εβλάστανον οι κάμποι, και έφεγ­γε την σπηλιά του, έβλεπε τον ευεργέτην, τον Καλόν. Ενώ στο κρύο που εμάραινε τους κάμπους, στην νύκτα που έβλεπε φαντάσματα και αιμοβόρα νηστικά να περιτριγυρίζουν την σπηλιά του, ενεσάρκωνε τον εχθρόν, το Κακόν, και κατ' αυτόν τον τρόπον εφεύρε το Καλόν πνεύμα και το Κακόν, τους φίλους και τους εχθρούς θεούς (10).

Από αυτήν την αρχήν η ιδέα της θρησκείας συναντάται με την ιδέαν της υπεροχής, ενσαρκομένης στους πγιο δυνατούς.

Από την εμφάνισιν λοιπόν των πρώτων πανούργων αρχηγών, αι φυλαί πλέον ευρίσκοντο εις αέναον πόλεμον. Αλλ’ οι ανδρείοι αυτοί πολεμισταί, οι αρχη­γοί, εννόησαν γρήγορα ότι η δύναμίς των δεν θα βαστάξη επί πολύ, πλέον των 30 ή 35 ετών, και ότι άλλοι πγιο νέοι, πγιο δυνατοί, θα τους διαδεχθούν, και δια να διατηρήσουν την υπεροχήν της εξουσίας των, εδέχθησαν μετά προθυμίας να θεσπίσουν την βοήθειαν της ηθικής εξουσίας, της νέας αυτής δυνάμεως, του εξελιχθέντος σημερινού. Κράτους.(11) Και ο συνασπισμός των αυτός ήτο μοιραίος. Ήρχετο μόνος, και εφάνη καθαρά από την μορφήν των στρατευμάτων του θεού.

Βλέπωμε στην ιστορίαν μνια φουκτιά μαχητάς φανατικούς, να μεταβάλλουν εις κόνιν ολόκληρον στρατειάν, κατακυριευμένην από φόβον, διότι το μαντείον προείπεν εναντίον των. Και οι θεοί της ξηράς και της θαλάσσης επληθύνοντο, ο ναύτης εφεύρε δικούς του θεούς της τρικυμίας, ο γεωργός δικούς του για την γεωργίαν και ούτω καθεξής, και εντός ολίγου συνεπληρώθη ολόκληρος στρατιά θεών και ημιθέων αλληλοσυγκρουόομένων. Αλλ’ εκ της πληθώρας αυτής ήρχισε να γεννάται δυσπιστία, και η ανάγκη το να μάθη εξακολουθούσε να κατατρώγει το ανθρώπινον πνεύμα, έως ότου εγεννήθησαν άνθρωποι οι οποίοι εσκέφθησαν ότι, η παντοδυναμία δεν ήτο δυνατόν να διαιρεθή, και ότι δεν μπορεί να γίνη καμμία συμπλοκή, κανένας ανταγωνισμός μεταξύ των παντοδυνάμων, και ο μονοθεϊσμός ξεφύτρωσε από αυτάς τας παρατηρήσεις. Ο χριστιανισμός εφάνη.

Στην αρχήν ως επαναστατικός υπέρ των πτωχών και εναντίον των πλουσίων, κατεδιώχθη απηνώς απ’ όλους τους ισχυρούς και χιλιάδες άνθρωποι εύρον τον θά­νατον, για την υποστήριξιν της νέας αυτής αντιλήψεως, του νέου αυτού μύθου. Αλλά τότε άλλοι επενέβησαν οι οποίοι είτε διέφθειραν την διδασκαλίαν του Χριστού όπως διατείνονται μερικοί, είτε την επεξήγησαν επί το ενδομυχώτερον ή το καταληπτότερον αυτό μας είναι αδιάφορον, την έκαναν όμως προσιτήν και εις τους ισχυρούς, οι οποίοι διείδον ότι δεν έχουν να χάσουν τίποτε από αυ­τήν αλλά να κερδίσουν μάλλον, και ο Κωνσταντίνος ιδών εις αυτήν έναν δολοφόνον της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας, έναν ζυμωτήν καλόν της υποταγής,και ναρκοτικόν του θυμού και της επαναστάσεως δια να στερεώση την δύναμίν του, το Κράτος του, έτεινε προς αυτήν την χείρα. Από τότε έλαβε μεγάλην επέκτασιν και ταχείαν ανάπτυξιν.

Αυτή εκυρίευσε πλέον τους Μεγάλους, εσυμβούλευσε τους Μονάρχας, και τα πγιο υψηλά πρόσωπα έκυψαν προ αυτού. Από καταδιωκόμενος εγένετο αγριώτερος καταδιώκτης. Χιλιάδες πάλιν οπαδοί των νικηθέντων θεών, επλήρωσαν δια του αίματός των τον νικητήν θεόν. Μέχρι το 774 βλέπομε τον Charlemagne Αυτο­κράτορα των φράγγων εμπνεόμενον από τας αυτάς ιδέας του Κωνσταντίνου ότι μό­νον δια της χριστιανικής θρησκείας δι’ ενός και του αυτού δόγματος, θα μπορέση να καθυποτάξη λαούς και να στερεώσει το Κράτος του, και τας επανηλλημένας αιματηράς και απανθρώπους εκστρατείας του εναντίον των ειδωλολατρών Σαξώνων, Βαυαρών, Τσέχων, Ούγγρων και λοιπών, τους οποίους ηνάγκασε δια του πυρός και του σιδήρου να δεχθούν τον χριστιανισμόν και την διδασκαλίαν του και να βαπτισθούν (12).

Όταν πλέον η Ευρώπη εκχριστιανίσθη και ο μαύρος πέπλος των αντιπροσώ­πων του Χριστού εξηπλώθη εις αυτήν, όταν η ολεθρία διδασκαλία του χριστιανισμού διεισέδυσε στα πλήθη, τότε και οι ωμότητες έφθασαν εις το κατακόρυφον. Από την αρχήν αυτού οι Βυζαντινοί ωργίαζαν και εκραιπάλουν, βουτυγμένοι μέσα στας ασελγείς και βδελυρός απολαύσεις των, εχρειάσθη όμως, κατόπιν πάλιν, όλη αυτών η επιρροή, όλος αυτών ο δεσποτισμός, για να ώθηση τους συ­ναδέλφους των της Δύσεως, τα ανθρωπόμορφα εκείνα τέρατα, εις τας ανηκούστους εκείνας ωμότητας προ των οποίων φρίττει κάθε άνθρωπος και προ των οποίων κά­μουν ότι φρικιούν, στο άκουσμα των, και οι σημερινοί τύραννοι!

Αι ανθηραί κοινότητες αι οποίοι ήκμαζον, σι κοινότητες της μεσημβρινής Ευρώπης, αι οποίαι έζων ευτυχείς άνευ κατασκόπων, άνευ νόμου, άνευ φυλακών ή άλλου τινός αναγκαστικού δεσμού, δια της αμοιβαίας αλληλεγγύης μόνον, θεωρούσαι ένα οιονδήποτε συμβάν ως κοινήν συμφοράν, τιμωρούσαι τους τυχόν παρεκτραπέντας δι ενός προστίμου ή δι’ εξορίας, υπέκυπταν υπό την ισχύν και την επίδρασιν του Χριστιανισμού. Τα πλήθη ωθούντο δια της διδασκαλίας στην ταπεινοφροσύνην, στην υπακοήν, στην υποδουλωσύνην, στο παράλογον σέβας και στην απάρνησιν των καλών του ματαίου τούτου κόσμου! Αφού η ζωή είνε ένα μι­κρό πέρασμα εις την κοιλάδα αυτήν του κλαυθμώνος, τι τους ενδιέφεραν πλέον τα γήινα και η γη; ένα μόνον τους ενδιέφερε: η σωτηρία της ψυχής των! η απόκτησις της βασιλείας των ουρανών! Η πρόοδος πλέον εσταμάτησε, η σκέψις αλυσσοδέθη! Η αμφιβολία ήτο αμάρτημα, εξιλεούμενον μόνον δια των βασανιστη­ρίων.

Κι ωθούντο τα, πλήθη εις προσευχάς, εις νηστείας, εις στερήσεις, εις κα­κουχίας. Άλλοι εκοιμούντο αλυσσοδεμένοι, άλλοι έδερον, την εξηυτελισμένην ύλην, το σώμα των, άλλοι έπιπτον και έμενον πρηνείς μη σηκώνοντες διόλου την κεφαλήν τους κ.τ.λ. και όλοι αυτοί ουδέν άλλο εζήτουν, ειμή την άφεσιν των φανταστικών αμαρτιών των!

Τους ευγενείς άθλους των αρχαίων θεών και ημιθέων, τους διεδέχθη ο απηγορευμένος καρπός με το φείδι, η ψώρα του Ιώβ, η πυρκαϊά των Σοδόμων με την στήλη του άλατος της συζύγου του αγαπητού Λωτ, το χώσιμο του Ιωνά στην κοιλίαν του κήτους, ο Σαμψών με την μασέλα του γαϊδάρου, το σταμάτισμα του ηλίου από τον δρόμον του για να αποτελειώση το ευγενές έργον του ο Ι. Ναυής, τα βατράχια στην Αίγυπτο, και άλλα που εν σοφία εποίησε κατορθώματα!!..

Τα πνεύματα ευρίσκοντο υπό την γοητείαν, αι θελήσεις υπό τον ζυγόν και η ανθρωπότης λατρεύουσα έτρεμε..., ο θεός εθριάμβευε, και οι ιερείς με τους άρχοντας ήρπαζον.

Την φιλοσοφικήν διδασκαλίαν της κλασικής Ελλάδος την διεδέχθησαν τα συ­ναξάρια, οι αγαθάγγελοι, τα τροπάρια και λοιποί ανοησίαι, αι οποίαι ενάρκωσαν τους λαούς. Κι όταν αυτοί έκλεισαν τους οφθαλμούς των και προσήλωσαν το πνεύμα των προς τον Κύριον αιτούντες τον επουράνιον παράδεισον, οι αντιπρό­σωποί του με τους άρχοντας, εύρον κατάλληλον την περίστασιν, και αφήρπσσαν τον επίγειον. Όλαι αι γαίαι αι ανήκουσαι εις τας κοινότητας περιήλθαν στην κατοχήν των, εν ονόματι του Κυρίου, απαράλλακτα όπως και οι κάτοχοι αυτών. Όταν παρήλθε ολίγον ο φανατισμός των και συνήλθαν, ευρέθησαν πραγματικώς δεμένοι με χειροτέρας και στερεοτέρας αλύσσους από εκείνος που μετεχειρίσθησαν προς τιμωρίαν του σώματός των. Όταν ηθέλησαν να έβγουν στους αγρούς εύρον ιδιοκτήτας άλλους και νόμον αυστηρώς τιμωρούντα τον θέλοντα να σφετερισθή ξένην γην. Όταν ηθέλησαν να κυνηγίσουν, εύρον νόμον απαγορεύοντα το κυνήγιον, διότι τα πτηνά και λοιπά ζώα εθρέφοντο από τους αγρούς των Κυρίων και της Εκκλησίας.

Και αυτή η κατάστασις διήρκεσεν επί πολύ, έως ότου εξερράγη ή μεγάλη Γαλλική επανάστασις (τω 1789) και ναι μεν κατέρριψε ο λαός το φεουδαρχικόν (13) βάρβαρον σύστημα, αλλά μη έχων ακόμη καθαράν αντίληψιν των θελήσεών του, ως ευρισκόμενος εις διαφόρους βασάνους και εξηυτελισμούς εις το πρώην σύστημα, εθέλχθη και ηπατήθη από τας χρυσάς υποσχέσεις της ισότητος, της αδελφότητος, και της δικαιοσύνης των αστών, και άφισε το όπλον του ενώ έπρε­πε να το χρησιμοποίηση ακόμη. Πραγματικώς πώς ήτο δυνατόν, ένας άνθρωπος ο οποίος ποτέ δεν εγνώρισε την ελευθερίαν και ο οποίος ανετράφη στην υποτέλειαν μ’ όλας τας βασάνους της και τους εξευτελισμούς της, και τας αδικίας της, να μη απατηθή όταν τω είπον: είσαι πλέον ίσος με τον παραφέντη σου απέναντι του νόμου;

Σήμερον βλέπωμεν ποια είναι η ισότης, η αδελφότης, και η δικαιοσύνη των αστών. Σήμερον γνωρίζομεν ότι, τους φονιάδες φεουδάρχας τους διεδέχθησαν οι δολοφόνοι αστοί, αλλά τότε ήτο δύσκολον εις εκείνους να το διίδουν αυτό. Γι’ αυτό οφείλομεν ημείς να μάθωμεν καλώς ποία μας βλάπτουν και ποία θέλουμε, ί­να στη μέλλουσα κοινωνική επανάστασι, μπορέσουμε να διακρίνουμε τους φίλους από τους κόλακας, για να μη παρασυρθούμε πάλι από καμμίαν συμμορίαν επιτη­δείων. Είναι αυτοί, οι άξιοι διάδοχοι των φεουδαρχών που άρχουν σήμερον. Εί­ναι αυτοί, οι πιστοί κληρονόμοι εκείνων. Είναι αυτοί προ των οποίων παρου­σιαζόμενοι σήμερον μας πετούν κατά πρόσωπον, μ’ όλον το διακριτικόν αυτών θράσος: ποίοι είσθε; τι δικαιώματα έχετε; τι θέλετε;

Υποκριταί! δεν μας γνωρίζετε ποίοι είμεθα; τόσον η κόπωσις, η στέρησις, η αθλιότης παρήλλαξε την φυσιογνωμίαν μας, ώστε να σας είναι δύσκολος η αναγνώρισις; Αλλά, τότε, να σας το υπενθυμήσωμεν ημείς ποίοι! Είμεθα οι εξελιχθέντες όπως και σεις πιθηκάνθρωποι. Είμεθα οι διεκδικηταί των φυσικών μας δικαιωμάτων, που μας αρπάξατε με το μαϊμουδίστικό σας τρόπο... Είμεθα οι απόγονοι εκείνων τους οποίους, αφού θέσατε να προσευχηθούν, τους αρπάξατε την γην που τους ανήκε! Είμεθα οι απόγονοι εκείνων τους οποίους, αφού εναρκώσατε, ωθήσατε να κατακτήσουν τον επουράνιον παράδεισον, ενώ σεις αρπάξατε τον επίγειον. Είμεθα οι απόγονοι εκείνων τους οποίους αποκτηνώσατε προς ευκολωτέραν εκμετάλλευσιν αυτών. Είμεθα οι απόγονοι εκείνων τους οποίους εφυλακίσατε, εφονεύσατε, εκαύσατε, εβασανίσατε, απαγχονίσατε, για να δημεύσετε την περιουσίαν των. Είμεθα οι απόγονοι εκείνων οι οποίοι, αντιληφθέντες την πλεκτάνην σας, επανεστάτησαν και εσφάγησαν, ετυφεκίσθησαν, εκρεουργήθησαν από σας. Είμεθα εκείνοι οι οποίοι ερχόμεθα να σας ζητήσωμεν τον λογαριασμόν όλου του χυθέντος αίματος, όλης της διαπραχθείσης αδικίας.

Τι δικαιώματα έχωμε! Αλλά τι δικαιώματα έχετε σεις περισσότερα στην φύσιν, εκτός εκείνων που εκλέψατε από ημάς; Η φύσις δεν μας έδωσε το δικαίω­μα να αναπνέωμεν όσον αέρα θέλωμεν και να καλλιεργώμεν όσην γην μας αρκεί να ζήσωμεν; τον αέρα δεν μπορέσατε να τον κλέψετε, αλλά πού είναι η γη μας; με τι δικαίωμα την εκάματε ιδιοκτησίαν σας; πγιος σας έδωκε το δικαίωμα να μας αφαιρέσετε τα μέσα της ζωής και να νομοθετείτε εις βάρος μας; πότε η φύ­σις σας παρεχώρησε αυτά τα προνόμια, και πού βασίζονται τα αναμεταξύ σας συμβόλαια; εν τίνι δικαιώματι τα κρατείτε ακόμη; Πανούργοι! ρίψατε κάτω την μάσκα, και ας έλθωμεν εν συντομία στο τι θέλωμε.

Θέλωμε ίνα η γη, η οποία δεν είναι έργον κανενός, ως απέδειξε περιτράνως η επιστήμη, και η οποία εγένετο όλως αυτομάτως όπως και τα άλλα σώματα του Σύμπαντος, η γη λέγω, αι πέτραι, τα σίδερα, και λοιπά μέταλλα τα οποία ημείς γεννηθέντες τα εύρωμεν να υπάρχουν, αυτά δικαιωματικώς πρέπει να ανή­κουν εις όλους, να είναι κοινά, και όχι να τα αρπάξετε δια του δόλου και της βίας από τους αμαθείς προγόνους μας και να εξακολουθείτε να τα κρατείτε προς βάρος και δυστυχίαν ολοκλήρου της ανθρωπότητος.

Σεις οι οποίοι ξελαρυγγίζεσθε για να μας πείσετε ότι καταγόμενα από ένα και το αυτό ζεύγος, των πρωτοπλάστων (;), μπορείτε να μας απαριθμήσετε τα δικαιώματά σας, ποία και πώς τα ελάβατε, ώστε σεις να απολαμβάνετε όλων των φυσικών καλλονών, ημείς δε να στερούμεθα πάντων κατασκοτωνόμενοι για την απόλαυσίν σας; Ή επειδή έτυχε να τα αρπάξετε, πρέπει τώρα να στεκόμεθα με χέργια σταυρωμένα μπροστά σας δια να μας μεταχειρίζεσθε ως φορτηγά ζώα; Όχι βεβαίως, διότι θα είναι παραλογικότης εάν κάμωμε αυτό, αφού εύρωμεν πλέον την συνείδησίν μας. Θέλωμεν αλληλοφωτιζόμενοι ημείς, χωρίς ν’ αναμίξωμε κα­νένα από την τάξιν σας, να ελευθερώσουμε την γη από τα χέργια σας και να την θέσουμε στην κοινήν χρήσιν της ανθρωπότητας.

Θέλουμε την ελευθερίαν μας από τα καταναγκαστικά έργα που μας καταδικά­σατε, μέσα στας βρωμερός φυλακάς σας, που ονομάσατε εργοστάσια, θέλωμε την πλήρη χειραφέτησίν μας και την βεβαιότητα της αύριον δηλ. την βεβαιότητα ότι θα έχη να φάγη στην πείνα του, ο άνθρωπος, να ενδυθή και να κατοικήση. Δια να αποκτήσουμε αυτά που θέλωμε να δώσουμε εις όλους τους εργάτας να εν­νοήσουν, τόσον τους βιομηχάνους (* Σημ. του εκδ.: Ο συγγραφέας αναφέρεται στους εργάτες που δουλεύουν στη βιομηχανία) όσον και τους γεωργούς, ότι εάν ημείς θέ­λουμε μπορούμε να σας ανατρέψωμε εντός μιας στιγμής, διότι εάν δεν σας συνδράμωμε ημείς προς συγκράτησιν του συστήματός σας, σεις είσθε ανίκανοι να κάνετε την παραμικράν έστω κίνησιν, είτε προς συντήρησίν σας, είτε εναντίον μας.

Θέλωμε να δώσωμε στον λαόν να καταλάβη ότι, οι διάφοροι πολιτικοί μιας χώρας με οιονδήποτε τίτλον και εάν πολιτεύονται, είνε εχθροί πάντοτε του λα­ού, και δεν μπορούν επ’ ούδενί λόγω να ανήκουν εις τας παραγωγικάς τάξεις μας. Θέλουμε να δείξουμε στους εργάτας τον ρόλον κάθε Κράτους. Ο ρόλος του εί­ναι να υπερασπίζει τους προνομιούχους πλουτοκράτας εναντίον των πτωχών και των εργατών. Αυτό μπορούν να το ιδούν όλοι στην καθημερινή πάλη της ζωής.

Θέλωμε να δώσουμε, τόσον στον βιομήχανο όσον και στο γεωργό, να εννοήση ότι τα δικαιώματά του δεν πρέπει σε κανένα να τα αναθέττει προς συζήτησιν, ούτε εις βουλήν ούτε εις γερουσίαν ούτε αλλού, αλλά αφού τα ιδή καθαρά δια της ιδικής του συνειδήσεως να τα πάρη. Το δικαίωμά του δεν πρέπει να το ε­παίτη ο άνθρωπος, ούτε από βουλευτήν καλοτιτλοφορεμένον ούτε από άλλον τινά.

Θέλωμε να καταρρίψωμεν όλας τας προλήψεις και δυσειδαιμονίας όλα τα μέχρι τούδε ήθη και έθιμα. Θέλωμε να πετάξωμεν από τον άνθρωπον όλας τας ασχημίας του παρελθόντος. Θέλωμεν ο άνθρωπος να λάβη την εμπρέπουσαν αυτού αξιοπρέπειαν. Να καταρρίψωμε κάθε πειθαρχίαν, κάθε τυφλήν υπακοήν, κάθε γελοίον σέ­βας. Να εκριζώσωμεν κάθε φόβον... Να καταδείξωμε ότι ένας άνθρωπος αξίζει έ­ναν άλλον, αδιάφορον εάν η μέχρι τούδε βλακεία των ανθρώπων τον ένα τον να­νούρισε μέσα σε χρυσή κούνια και τον άλλον σε τσουβαλένια ανεμόκουνια.

Όπως κάμνων τις την συγκριτικήν ανατομίαν των σκελετών μας διακρίνει από τους άλλους σκελετούς των μαστοφόρων, ουραγκοτάγκων, γορίλλων κ.τ.λ., και μας κατατάσση εις την τάξιν των ανθρώπων, τα ίδια να μας κατατάσση και εάν κάμη την συγκριτικήν ανατομίαν της ζωής. Θέλωμεν όπως διαφέρομεν στον σκελετόν να διαφέρωμεν και στην ζωήν, και όχι στον μεν σκελετόν να μας κα­τατάσσουν στην τάξιν των ανθρώπων, στην δε ζωήν... στα φορτηγά ζώα.

Ποίος σας έδωσε το δικαίωμα να κυριαρχήσητε εφ’ ημών; η αμάθειά μας; να την σβύσετε πλέον από το λεξικόν σας αυτήν ..την λέξιν και να σωφρονισθήτε... Θέλωμε να καταρρίψωμε τας φιλανθρωπίας σας, τας υποκρισίας σας, τας προστα­σίας σας. Θέλωμε ολόκληρα τα δικαιώματά μας, ολόκληρον την δικαιοσύνην, ολοκληρωτικήν χειραφέτησιν. Θέλωμεν την αλήθειαν, την ειλικρίνειαν, και την αγάπην των ομοίων μας. Δεν θέλωμε να εκμυζούν το αίμα μας ανάξια ανθρωπάρια και δια των σκελετών μας να ιδρύουν φιλανθρωπικά καταστήματα και ναούς για τα είδωλά σας. Δεν θέλωμε στάκτη στα μάτια, μας αρκούν αι πληγαί….Δεν μπορούμε πλέον, στερούμενοι ημείς των πάντων, να εργαζώμεθα για ολοκλήρους στρατιάς παπάδων, δικαστών, γραμματέων, δικηγόρων, κλητήρων, κατασκόπων, αστυ­νόμων κ.λ.π., ένα σωρό παράσιτους τους οποίους έχει ανάγκην το σύστημά σας να κράτη, και τους οποίους είμεθα ηναγκασμένοι, δια του αίματός μας και του ιδρώτος μας, να συντηρώμεν στην πολυτέλεια, στην απόλαυσι, στην κραιπάλη...

Φθάνει όσον έζησε ο παπάς σας με τα φυσήματά του και με τας ευλογίας του, τώρα να εργασθή και να φανή και εκείνος χρήσιμος στην κοινωνία, ή τουλάχι­στον να μη γίνεται φόρτωμα σε μας και στην αμαθή γυναίκα μας. Δεν ελπίζουμε τίποτα από τα φυσήματά του και από τας ευλογίας του. Γνωρίζωμεν ότι εάν δεν καλλιεργήσωμε με τας χείρας μας την γην, αυτή μένει πολύ σκληρά στους υιούς της, και ο παπάς εις μάτην θα φυσά και θα ευλογή, πρέπει να την βιάσωμε δια να μας δώση τους καρπούς του κόλπου της.

Πού μπορούν αυτοί να μας βοηθήσουν; να πιστεύσωμεν ότι αι προσευχαί των, τα σταυροκοπήματά των, και τα φυσήματά των, μπορούν να φέρουν την βροχήν, ή να εμποδίσουν την φυλλοξήραν, ή να εκδιώξουν τους αρουραίους; Εις τι μας χρησιμεύει ο θεός σας; Πότε μας εδάνεισε την βοήθειά του για να στρέψωμε πίσω ένα χείμαρον ή άλλο τι; Ποίον είνε το μέρος του εις την κατασκευήν των σιδηροδρόμων, των ατμοπλοίων, των τηλεγράφων; Μήπως στην καθημερινή μας ζωή δοκιμάσαμε ποτέ την ανάγκην της υπάρξεως ενός θεού; Ζώμεν άνευ εκείνου… και κανένας δεν θα τον ονειροπωλούσε εάν δεν ευρίσκεσθε σεις, οι οποίοι έχοντες συμφέρον, ακαταπαύστως μας τον υπενθυμίζετε, και ως φοβούμενοι μη ανακαλύψωμε το ψεύδος σας, φροντίζετε πάντοτε να μας βεβαιείτε την ύπαρξίν του.

Ο θεός είνε το κακόν. Διότι θεός, είναι η τυραννία υφ’ όλα τα σχήματα, είναι η ιδιοκτησία μ’ όλα τα επακόλουθα, είναι ο εκθειασμός της αθλιότητος, της δυστυχίας, των πόνων. Είναι ή άρνησις του δικαιώματος της ευημερίας, της ευτυχίας, της απολαύσεως. Είναι το μίασμα της φυσικής μας αναπνοής, του έ­ρωτος, της γεννήσεως. Και μνια ιδέα η οποία προξενεί πόνους, μίση, αδικίας, δεν μπορεί παρά να είναι ολέθρια.

Μάλιστα ο θεός είναι αναγκαίος δια την αποκατάστασιν του Κράτους και της Ιεραρχίας. Εις την ιδέαν της υπάρξεώς του βασίζεται όλη ή αντικανονική κοι­νωνία σας.

Ή ιδέα του θεού είναι το θεμέλιον της Επικρατήσεώς σας την οποίαν μη ειμπορούντες να δικαιολογήσετε αλλέως, την αναφέρετε ως περιβολήν επουρανίαν.

Δια τον βασιλέα, πρόεδρον, στρατάρχην, κάτοχον κ.τ.λ. είναι ανάγκη η ι­δέα της υπάρξεως ενός θεού, διότι εξ αυτής μόνης κρατείτε το φαινομενικόν σας δικαίωμα.

Εφεύρετε τον Κύριον δια να μπορέσετε να παρουσιασθήτε ως αντιπρόσωποί του και να κατατυραννίσετε τα πλήθη επ’ ονόματί του.

Την βίαν επευφημίσατε ως θεόν, και όλαι αι ενέργειαί σας συγκεντρώθησαν δια την υπεράσπισιν αυτού του ψεύδους, το οποίον εχρησιμοποιήσατε προς ωφέλειάν σας.

Ή ιδέα του θεού είναι αναγκαία δια τους τυράννους, δια τους κατακτητάς, δια τους αρνούμενους το ανθρώπινον δικαίωμα. Είναι η σύγχισις του λαού! - ό­στις υποφέρει εδώ κάτω, θα ανταμοιφθή αιωνίως εκεί επάνω, όσον δυστηχής αν είσαι εδώ, τόσον ευτυχής θα είσαι εκεί, εξ ου η εγκαρτέρησις, η εγκατάληψις παρά των ανθρώπων όλων των καλών που τους ανήκε - της γης - προς ώφελος των αγροίκων και των πανούργων.

Δι’ αυτών των μέσων επί τόσους αιώνας σταματίσατε τας διεκδικήσεις του ανθρωπίνου δικαιώματος, διότι οι αμαθείς, οι ταπεινοί, οι αδύνατοι έκυψαν υπό την βίαν και εφίλησαν το χέρι που τους κτυπούσε και τους απεγύμνωνε, με την ελπίδα επουράνιας ανταμοιβής; Αλλ’ όλα αυτά επέρασαν, η επί τόσους αιώ­νας καταπολεμηθείσα Αλήθεια εφάνη πλέον δια να σας καταρίψη την λεοντήν και να μας .δείξει πραγματικώς ποίοι είσθε. Πώς εξελίσσονται τα πράγματα;

Ήλθε να σας πετάξη και σας στην άβυσσον της λήθης, όπως επέταξε και τους προκατόχους σας φεουδάρχας. Αυτή, η επιστημονική αλήθεια, μας έδειξε να ερευνώμεν το πέλαγος της φύσεως με την πυξίδα και να μη περιμένωμεν τίποτε παρά του Ποσειδώνος ή του διαδόχου του αγίου Νικολάου.

Το μεγάλο πνεύμα του Θαλλή, Αναξιμάνδρου, Εμπεδοκλέους κλπ, ανεφάνη πάλιν, μετά την αγρίαν καταπολέμησιν των σοφιστών Εβραιο-χριστιανών, των αισχρών τούτων εκμεταλευτών εν όλη τη λαμπρότητί του. Η θεωρία του Αναξαμάνδρου περί του Απείρου όστις εξέφρασε την μεγάλην σκέψιν της αρχικής ενότητος του Παντός, της εξελίξεως όλων των φαινομένων, ως η τολμηρά αντίληψίς του επί της περιοδικής αλλοιώσεως του Παντός - φαινομένου και εκλείποντας - όλα αυτά, επήλθε μετά τόσους αιώνας σκότους, να επικύρωση δι΄ αποδείξεων και. επιχειρημάτων πλέον και να επεκτείνει η θεά της Αληθείας Επιστήμη, εξαπλούσα και ρίπτουσα άπλετον φως στην ομίχλη.

Το σκότος πλέον διαλύεται: βλέπωμε ήδη καθαρά την προέλευσι του ιδιοκτή­του, η ιδιοκτησία φαίνεται στα μάτια μας μ’ όλην την απαισίαν μορφήν της.

Ιδιοκτησία; μέσα σ’ αυτήν την λέξιν εμπερικλείονται όλαι αι αθλιότητες της ανθρωπότητας: κλοπαί, φόνοι, αδικίαι, εμπρησμοί, ψεύδει. Αυτή είναι η δολοφόνος διότι εξ αυτής προέρχεται η εκμετάλλευσις του άνθρωπου παρά του ανθρώπου, το ψευτοδικαίωμα του κατόχου, το μη παραχωρούν εργασίαν παρά προς ώφελός του, αντί ενός γελοίου ημερομισθίου. Αυτή είναι ή δημιουργός του προ­λεταρίου, αυτή η γεννώσα την φτώχιαν, αυτή η θηριώδης και βάναυσος εκδήλωσις του εγωισμού, της απληστίας της κακίας.

Θέλωμεν την κατάλυσιν της ιδιοκτησίας διότι βλέπωμε καθαρά πλέον, ότι δυνάμει αυτής, στηριζομένης επί της ληστεύσεως, επί της κατακτήσεως, και κα­τά συνέπειαν επί της ισχύος, που όμιλοι ανθρώπων μας παρουσιάσθησαν ως μόνοι χαίροντες εδαφικά δικαιώματα, και αξιούντες ότι είναι απόλυτοι κύριοι, ήγειραν φραγμούς (που ονόμασαν σύνορα) και εδημιούργησαν μέσα στους ομίλους των, (που εκάλεσαν έθνη) τα μίση και τον ανταγωνισμόν τα οποία διαιωνίζονται, κα­τά παράδοσιν, με τους χειρότερους εκβιασμούς, με αναριθμήτους δολοφονίας και με άλλας κτηνώδεις εκδηλώσεις του ανθρώπου.

Έχει διπλήν μορφήν η ιδιοκτησία: αυτή εκδηλούται και με το όνομα «Κεφάλαιον» και τα δυο έχουν τον αυτόν ολέθριον σκοπόν: την καταδυνάστευσιν του ανθρώπου. Είναι το δικέφαλον τέρας το κατατρώγων τα σπλάγχνα της ανθρωπότητος, είναι η λέπρα του Ιώβ.

Όλαι αι στρατιαί των αέργων ευρίσκονται επί ποδός προς υπεράσπισιν αυ­τών. Στηριζόμενοι στο ψευτοδικαίωμα της ιδιοκτησίας και της παραλογικότητος του κεφαλαίου, συσσωρεύουν κατά την όρεξίν των από τα πλήθη, ενώ εκατομμύρια ανθρώπων γυμνούνται των πάντων.

Περικυκλωμένοι από τας ορδάς των παρασίτων, απωθούνται δυνάμει του Νό­μου και της Λόγχης, όλοι εκείνοι οι οποίοι αποθνήσκοντες της πείνης θα τολ­μούσαν να εγγίσουν τα δια του αίματός των συσωρευθέντα προϊόντα.

Προς υπεράσπισιν αυτών των δύο εγένοντο οι κώδικες, οι δικασταί, οι στρα­τοί...το Κράτος. Όλη η πολύπλοκος οργάνωσις του Κράτους, όλη η τρομερά αυ­τή μηχανή, ευρίσκεται υπό τας διαταγάς του Κεφαλαίου και της Ιδιοκτησίας. Η ζωή του ανθρώπου δεν κατατάσσεται ούτε στην Ιδιοκτησίαν ούτε στο Κεφάλαιον, και γι’ αυτό χιλιάδες άνθρωποι, εις κάθε αγρίαν στροφήν της μηχανής του Κράτους - συλλαμβάνονται από τα δόντια της και άλλοι ευρίσκουν τον θάνα­τον, άλλοι ακρωτηριάζονται και όλοι παθαίνουν...

Γ ι’ αυτά τα δύο σηκωνόμεθα πολύ πρωί, γι’ αυτά έχουν τα χέργια μας κάλους, γι’ αυτά δίνουμε στας αδελφάς μας, θυγατέρας μας, συζύγους μας τον θάνατον, χωρίς να γνωρίσουν ποτέ την ζωήν, γι’ αυτά αφίνουμε τους γονείς μας στην α­πελπισία, μόλις φθάσουμε το 20όν έτος της ηλικίας μας, και πάμε για τα σύ­νορά τους, για να φυλάξωμε τας τράπεζάς των, για να εξασφαλίσουμε την ησυχίαν τους για να κατατσακίσουμε τους γονείς μας, τους αδελφούς μας, εάν κου­νηθούν εναντίον των, ζητούντες ολίγον ψωμί στην πείνα τους, για να στερεώσωμε την εξουσία τους επάνω μας. Γι’ αυτά συσσωρεύουν εκατομμύρια άνδρας, τους ρωμαλαιοτέρους, και καθυστερούν την ανθρωπότητα από τόσους βραχίονας, οι ο­ποίοι εάν εργάζοντο πάσας ωφελείας δεν θα παρείχον στην κοινωνίαν; Εάν α­ντί να τους κρατούν ολόκληρον την ημέραν με το "φέρτε αρμ παρουσιάστε αρμ" τους έδιδον εργασίαν τινά χρήσιμον, πόσα πράγματα δεν θα κατωρθούντο! Ο πλα­νήτης μας σήμερον θα ήτο συνδεδεμένος δια σιδηροδρομικών γραμμών, όρη θα με­ταβάλλοντο εις ευφόρους πεδιάδας, ελώδεις πυρετοί θα εξέλιπον κ.τ.λ.

Θέλωμε την κατάλυσι και των δύο και όταν καταλύσωμε το Κεφάλαιον και την Ιδιοκτησίαν, τότε δια της ελευθέρας συγκαταθέσεως, δια του ελευθέρου συνεταιρισμού των ατόμων, θα επιτευχθή η κοινή χρήσιμος εργασία. Θέλωμε την πλήρη ελευθερία του ατόμου, χωρίς καμμίαν επιβολήν του Κράτους ή άλλην. Θέλωμεν την Ισότητα στην ζωήν.

Όταν σας ωμιλούμε περί της Ισότητας μας απαντάτε πάντοτε ότι αυτή εί­ναι ουτοπία ότι η φύσις αυτή την αρνείται ότι οι άνθρωποι γεννώνται επί της γης με διαφορετικούς οργανισμούς: οι μεν δυνατοί, οι δε αδύνατοι, οι μεν ευ­φυείς οι δε μικρόνοες, και μ’ αυτούς τους συλλογισμούς σας ζητείτε να δικαι­ολογήσετε τας κοινωνικάς ανισότητας της φτώχιας προς τον πλούτον, του ημε­ρομισθίου προς τον κεφαλαιούχον, του αμαθούς προς τον γραμματισμένον, και κατά φυσικήν σας συνέπειαν και τας ανθρωπίνους διαμάχας με τας κατακόμβας των, με τας φρικωδίας των. Και αυτό περνούσε μια φορά. Τώρα βλέπωμε κάλλι­στα την ύπαρξιν της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Γνωρίσαμε πλέον ότι όλοι οι άνθρωποι έρχονται επί της γης με την θέλησίν του να ζήσουν, με ηθικάς και υλικάς ανάγκας ίσας. Ο άνθρωπος που πεινά είναι ίσος με τον άνθρωπον που πεινά. Αι αρχικαί ανάγκαι της υπάρξεως είναι αι αυταί. Ανεξαιρέτως όλοι οι άνθρωποι έχουν την θέλησιν και το δικαίωμα να ικανοποιήσουν τας ανάγκας των, και να χρησιμοποιήσουν τας ηθικός και υλικάς ικανότητάς των. Η θέλησις λοι­πόν και το δικαίωμα της ζωής είναι ίσα δι’ όλους.

Αλλά πγιο πράγμα για σας είναι πραγματοποιήσιμον και όχι ουτοπία; Το να εργάζονται τα 9/10 των ανθρώπων για να σας προμηθεύουν την πολυτέλειαν, την απόλαυσιν και την ικανοποίησιν των βδελυρών παθών σας; Είναι ή παντελής στέρησις των 9/10 από ό,τι τους αναγκαίοι για μια γερή ζωή και για μια νοη­τή ανάπτυξη; Το να καταντήσετε τα 9/10 των ανθρώπων σε μια κτηνώδη κατάστασι και να αποζούν από μέρα σε μέρα μεταχειριζόμενοι αυτούς χειρότερα και α­πό φορτηγό ζώα; Πραγματοποιήσιμον είναι η αθλιότης και η πείνα η οποία κατήντησε μάστιξ της ανθρωπότητας; Είναι να αφίνη την γην που του ανήκει ο άν­θρωπος και να πλανάται ανά την υφήλιον ζητών καμμία διώρυγα κανένα δρόμον σιδηροδρόμου να εργασθή; Είναι η αφαίρεσις της γης από τον Θεσσαλόν, η ηποία προτιμάται να μείνη ακαλλιέργητος παρά να αποδοθή εις εκείνον ο οποίος δεν θέλει άλλο τι παρά να την καλλιεργήση; Είναι για να γυρίζει λούστρος, κλέ­πτης, τζογαδόρος, τυχοδιώκτης; Πραγματοποιήσιμον είναι η γυναίκα να πουλιέται για να ζήση τα παιδιά της, είναι το κλείσιμο του παιδιού στο εργοστάσιο, στο μπακάλικο, στην ταβέρνα; Είναι η ώθησις για να καταλάβουν τα ίδια προ­νόμια και τα παιδιά σας δια της πανουργίας, της διαφθοράς, της ισχύος, της σφαγής; Είναι ο διαρκής πόλεμος του ανθρώπου κατά του ανθρώπου, του επαγγέλματος κατά του επαγγέλματος, του έθνους κατά του έθνους; της φυλής κατά της φυλής; Είναι η βροντή του πυροβόλου, η κατερήμωσις ολοκλήρων χωρών και η θυσία ολοκλήρων ετών εργασίας εις ένα ολιγοχρόνιον διάστημα; Πραγματοποιήσιμον είναι η δουλεία και ο εξηυτελισμός της ανθρωπίνου φυλής, εκτελούμενος δια του σιδήρου και του βούρδουλα; είναι η κατάντησις του εργάτου εις μηχανήν, το φάντασμα του εργάτου επαιτούντος στην πόρτα του πλουσίου, τα φαντά­σματα του λαού στας θύρας των κυβερνώντων. Είναι ο αιφνίδιος θάνατος μέσα στα μεταλλωρυχεία, ή βραδεία δηλητηρίασις μέσα στα εργοστάσια και η παραλυ­σία μέσα στα υπόγεια;

Είναι το πνίξιμο μέσα στο αίμα του τολμούντος εργάτου να απεργήση; εί­ναι ο τύφος, η φθίσις, η διφθερίτις ο θάνατος; Είναι να πεθαίνει και να σι­ωπά; Αυτά ονομάζετε πραγματοποιήσιμα;

Το να φέρεις ένα άνθρωπον εις θέσιν να φονεύσει έναν όμοιόν του είναι πραγματοποιήσιμον! αλλά το να μη τον φέρεις εις αυτήν την θέσιν είναι ου­τοπία!

Άλλα πγια αντίληψίς σας δεν είναι στρεβλωμένη και κτηνώδης;

Δεν είσθε σεις οι οποίοι λιμώτετε τα πλήθη και τα ωθείτε εις κλοπάς, εις λεηλασίας, εις φόνους και κατόπιν τα δικάζετε και τα φονεύετε; Αυτούς τους ονομάζωμε κλέπτας, κακούργους δολοφόνους αλλ’ εσάς που φονεύετε αυτούς και τόσους άλλους πώς να σας ονομάσωμεν;

Δεν είσθε σεις οι οποίοι τα μανθάνετε τον χειρισμόν των όπλων κατασκοτονώμενοι να εύρετε τελειότερα δολοφονικά όπλα; Δεν είσθε σεις οι κυβερνήται, οι δικασταί, οι παπάδες, οι οποίοι οπλισμένοι δια του Νόμου περιθάλψα­τε και αναπτύξατε τα ένστικτα της σκληρότητας εις τον άνθρωπον, τα άγνωστα ακόμη και εις αυτά τα ζώα, αποσπώντες κατά τεμάχια τας σάρκας του ανθρώπου, χύνοντες λάδι βραστό στας πληγάς των, εξαρθρώνοντες τα μέλη των, θρυματίζοντες τα κόκαλά των, σχίζοντες εις δύο μέρη τον άνθρωπον, δια να συγκρατή­σετε την εξουσίαν σας, το Κράτος σας;

Δεν είσθε σεις οι παπάδες οι διδάσκοντες την ταπεινοφροσύνην, την απάρνησιν του εαυτού των, την δήθεν ματαιότητα αυτού του κόσμου, θησαυρίζοντες όμως και ωθούντες τα αμαθή πλήθη μέχρι της τρέλλας, του εξηυτελισμού, ίνα προ μιας ζωγραφιάς προφέρουν ακαταλήπτους λέξεις, ζητούντες θέσιν στους κόλ­πους του εβραίου Αβραάμ, από κάποιον που εφαντάσθητε και τον οποίον χώσατε μέσα στην ομίχλη για να μη αντιληφθούν τα ψεύδη σας, την στρεβλότητά σας, την μοχθηρίαν σας; Το με την πρόφασιν ότι δια των ευλογιών σας, δια των προ­σευχών σας, θα στείλλετε τους πεθαμένους στον παράδεισον, αφαιρούντες κάτι από τον πτωχόν λαόν, και το να δημιουργείτε δια της ολεθρίας διδασκαλίας σας, ταπεινόφρονας, δούλους, ραγιάδες, εξηυτελισμένους ανθρώπους και άνευ θελήσεως μηδεμίαν αντίληψιν εχόντων περί της φυσικής ζωής, είναι πραγματο­ποιήσιμον! Το να δημιουργήση τις όμως ανθρώπους ελευθέρους, ανθρώπους με θέληησιν, με αξιοπρέπειαν, με πρωτοβουλίαν, με λογικήν είναι ουτοπία!

Το να αφαιρεί το Κράτος τους κόπους, την εργασίαν, τον ίδρωτα του πτω­χού λαού, υπό την πρόφασιν φόρων, προς προστασίαν δήθεν από εξωτερικόν εχθρόν, τον οποίον φροντίζεται να έχετε πάντοτε, είναι πραγματοποιήσιμον. Αλ­λά εάν σας υποδείξωμεν ότι και ο εσωτερικός μας εχθρός είναι το Κράτος και ο εξωτερικός μας το Κράτος, και ότι θέλωμεν ενούμενοι όλοι οι λαοί να εξαλείψωμεν αυτόν τον κοινόν εχθρόν, αυτό είναι ουτοπία! Δεν επαρκούν στους δι­εφθαρμένους αι κατακόμβαι που έκαμαν για τους θεούς των, για τους Νόμους των, για τας πατρίδας των, και ζητούν ακόμη νέα θύματα!

Όταν σας υπακούωμεν τυφλώς, είμεθα πιστοί πολίται, αλλ’ όταν σας υποδείξωμεν την παραλογικότητά σας, γενόμαστε προδόται των Νόμων, της πατρίδος, της θρησκείας.

Και εάν έλθη μνια βάρβαρος φυλή και μας κατακτήση; Προβάλλουν όσοι δεν τους εγνώρισαν, χωρίς να σκεφθούν ότι ένας λαός ο οποίος αντελήφθη την πραγματικήν ζωήν και έφθασε εις το σημείον του να συντρίψη το εσωτερικόν Κράτος, είναι αδύνατον να υποκύψη εις εξωτερικόν! Αντιληφθέντες το επαχθές βάρος του ζυγού του Κράτους που έχωμεν κολλημένο στο σβέρκο μας, και συντρίβοντες, πετώντες αυτό κάτω, είναι αδύνατον να δεχθώμεν να μας κολληθή άλλο με οιον­δήποτε βαρβαρικόν ή κολακευτικόν χαρακτήρα και εάν μας παρουσιασθή. Θα συ­ντριβεί, θα διαλυθή μόλις θα θελήση να μας εγγίσει...

Θέλωμε να δώσωμεν εις τον λαόν να εννοήση όλην την πλεκτάνην για να μπορέση να ιδή καθαρά την απεχθή μορφή του κλήρου και των διαφόρων πολιτικών με τους ποικίλους τίτλους, και όταν τους ιδή ας φέρει κρίσι δική του και ας φροντίση να κανονίση την ζωήν του, την πραγματικήν του τότε ζωήν, κατά την αρέσκειάν του. Ο γεωργός μη ειμπορών να καταναλώση όσα προϊόντα εξάγει, ας στέλνη τα περισσεύματα προς τους βιομηχάνους των πόλεων, και αυτοί ας στέλλουν τας αροτρικάς, θεριστικάς, αλωνιστικάς μηχανάς και λοιπά χρειώδη προς αυτούς. Δεν έχω την αξίωσιν για να κάμω ένα σχήμα της μελλούσης κοινω­νίας, (14) αλλά να υποδείξω μερικά στρεβλά της σημερινής καταστάσεως και να δώσω μνια νύξι σ’ εκείνα που θέλωμε.

Το να έχετε κραιπάλην, τα συμπόσιά σας, τα θέατρά σας, τους βαρβάτους ίππους σας, τους θεράποντάς σας είναι πραγματοποιήσιμον. Το να έχη όμως ο εργάτης, ο άνθρωπος την τροφήν του, την κατοικίαν του, την ευημερίαν του, είναι ουτοπία! Το να εργάζωνται όλοι οι εργάται, όλοι οι μύρμηγκες, όλαι αι μέλισσαι είναι πραγματοποιήσιμον! Το να εργασθήτε όμως και σεις οι κηφήνες, οι παράσιτοι, είναι ουτοπία! Το να κανονίση ο παραγωγός και καταναλωτής άν­θρωπος, την ανταλλαγήν του με άλλον παραγωγόν και καταναλωτήν, χωρίς εσάς τους μεσάζοντας παρασίτους είναι ουτοπία. Το να επεμβαίνετε όμως εσείς οι καταναλωταί μόνον, και να απογυμνώνετε και τους δύο παραγωγείς είναι πραγ­ματοποιήσιμον! Παν ό,τι αφορά για την ευημερία του λαού είναι ουτοπία. Παν όμως ό,τι αφορά για την απόλαυσίν σας, για την αρπαγήν σας, για το συμφέρον σας, είναι θετικιστικόν, πραγματοποιήσιμον! Και αυτούς τους Νόμους της αρ­παγής, του συμφέροντος, της επικρατήσεώς σας, μας ωθείτε να σεβασθώμεν. Αυ­τούς τους Νόμους, οι οποίοι είναι προϊόν της σκλαβιάς, της δουλείας, του φεουδαρχισμού, της βασιλείας και οι οποίοι αντικατέστησαν τα τερατώδη μαρμά­ρινα είδωλα, εις τους βωμούς των οποίων εθυσίαζον ανθρωπίνους υπάρξεις!

Θέλωμεν να καταξεσχίσομεν εντελώς την μάσκαν που φέρετε, για να ιδούν οι αντιλαμβανόμενοι, ποίοι κρύπτονται υπό τους διαφόρους τίτλους και τας δι­αφόρους ονομασίας που εμοιράσθητε και να σχηματίσουν αυτοί που θα αντιλη­φθούν την πρωτοπορείαν, την εμπροσθοφυλακήν, πετώντες και κρημνίζοντες α­μειλίκτως, παν ό,τι εμπόδιο βρίσκουν μπροστά στον δρόμο της ζωής, καθαρίζοντες αυτόν εντελώς, για να μπόρεση και ο λοιπός καχεκτικός λαός να τον βαδίση, ανακουφιζόμενος και δυναμούμενος πλέον, ως απηλλαγμένος από τον βαρύν ζυγόν σας, από τας προλήψεις και δυσειδαιμονίας σας.

Θέλωμε την ανατροπήν όλου του σημερινού δολοφονικού συστήματος. Θέλωμε την ριζική εξαφάνισι, τόσον του όζοντος τσουμπέ των Εβραιοχριστιανών, όσον και όλους τους μαχαιροφόρους, τους αποζώντας εκ του ιδρώτος του πτωχού λάου και υπερασπιστάς των διαφόρων κοινωνικών παρασίτων. Θέλωμε την εξαφάνισι του ημερομισθίου και του κεφαλαιούχου, του πτωχού και του πλουσίου, του αρχομέ­νου και του άρχοντος, του ζητούντος προνόμια και του παραχωρούντος τοιαύτα.

Θέλωμε την καθάρισιν του πλανήτου μας από κάθε βρωμερόν κροκόδειλον, α­πό κάθε ενοχλητικόν κώνωπα. Θέλωμε να πλύνωμε τον πλανήτη μας από κάθε στίγ­μα βαρβαρότητας.

Δεν θέλωμε πλέον να φροντίζομε για την αποκατάστασιν των τέκνων ενός βα­σιλέως, προέδρου, στρατάρχου, τραπεζίτου, και λοιπών παρασίτων, αλλά για την αποκατάστασιν όλης της μελλούσης να έλθη γενεάς, γκρημνίζοντες όλας τας ση­μερινάς κλίμακας που θέσατε. Θέλωμε ίνα η ερχόμενη γεννεά εύρη τον πλανήτη μας, όχι ποτισμένον με δάκρυα απελπισίας, αλλά με γέλια χαράς. Όχι κοιλά­δα κλαυθμώνος αλλά κοιλάδα ευημερίας, ζωής, απολαύσεως. Ανθόσπαρτον και ό­χι με αγκάθια.

Θέλωμεν την ειρήνην, την αρμονίαν και την αγάπην να επικυριαρχήση επί του πλανήτου μας, και όχι τα σκήπτρα σας και τας ποιμαντικάς ράβδους σας. Δεν θέλωμε να υπακούωμεν εις κανένα πλέον άνθρωπον, αλλά μόνον στην λογικήν. Η λογική μόνον θέλωμε να γίνη η φυσική οδηγός στον δρόμο της ζωής μας, και όχι οι κώδικές σας, οι δικασταί σας, οι δημόσιοι κατήγοροί σας. Κανένας δεν θα είναι άξιος να κατηγορήση το δημόσιόν μας, διότι έχοντες πλήρη ελευθερίαν εργασίας και δικαιώματα ίσα στην ζωήν οι άνθρωποι, έχοντες την τροφήν τους, την κατοικίαν τους, την απόλαυσίν τους, θα προσπαθούν να ζουν εν αξιοπρε­πεία και όχι να βγάζη ο ένας τα μάτια του άλλου, όπως σήμερον με τα διηρημένα συμφέροντα. Αυτά όλα θα εκλείψουν. Χωρίς να προσθέσουμε μία καλλητέρα ανατροφή, μία μεγαλειτέρα ανάπτυξιν των ικανοτήτων του ανθρώπου, η οποία θα του προμηθεύση μεγαλειτέρας απολαυάς, και τας οποίας δεν θα αποφασίση ποτέ να τας χάση και να βυθίση τον εαυτόν του εις μίαν περιφρόνησιν, εις μίαν παντοτεινήν λύπην πράττων ένα φόνο.

Ηκούσατε ποτέ εργάτην τίνα να κλέψη την εργασίαν του άλλου; όχι βεβαί­ως. Και εάν υπάρξη τοιούτος τις, ημείς ειμπορούμε πολύ καλλήτερα, και δια της λογικής, να τον βάλωμε στην θέσιν του παρά σεις με τους κώδικάς σας.

Θέλωμε να συνάξωμε όλους τους κώδικας - από τον δεκάλογον του Μωϋσέως μέχρι των σημερινών δυσεκατομμυριολόγων - και να τους μεταχειρισθούμε ως έναυσμα δια να κάψουμε το σημερινόν σας απάνθρωπον σύστημα, χωρίς να ρίψουμε ούτε μνια ματιά εάν αυτοί προέρχονται από Μοναρχικούς, Δημοκράτας ή Σοσιαλιστάς. Μας είναι εντελώς αδιάφορον από όποιους και αν φαμπρικαρισθήκανε. Ένα μόνον μας ενδιαφέρει: πώς να μη περισωθή έστω και το ελάχιστον σημείον της αποτροπαίου διελεύσεώς σας εκ του πλανήτου μας και φέρει ενόχλησιν στην μέλλουσαν γεννεάν.

Φρίκη σας καταλαμβάνει όταν ακούσετε κοινωνίαν να ζήση χωρίς δικαστάς, σπιούνους, δημίους, αστυνόμους, υπουργούς κτλ. Αλλά δεν γνωρίζετε ότι μία πραγματιστής, μία θετικότης, δεν έχει ανάγκην από κανένα φύλακα, από κανέ­να σπιούνο, δήμιον, υπουργό, διαχειριστή κτλ. και ότι η απλουστάτη ύπαρξις ενός εξ αυτών μαρτυρεί ουτοπίαν;

Πού είναι αι παρελθούσαι ισχυροί Μοναρχίαι; δεν ήσαν ουτοπία και εξηλήφθησαν; Δεν τείνουν τα συντάγματα σας στην εξαφάνισι από τους δημοκράτας;

Δεν τείνουν η Αμερικανική, η Γαλλική δημοκρατίαι στην εξαφάνισιν; (15) Κάθε πράγμα που συγκροτείται δια της βίας, με κατασκόπους, με μπαγιονέτες, με φύ­λακας, με λαιμητόμους κλπ. δεν είναι ουτοπία; τόσον σας απετύφλωσεν η απλη­στία της αρπαγής, ώστε να μη διακρίνετε την ουτοπίαν από τον θετικισμόν;

Αλλ’ εάν ευρίσκεσθε εις τον θετικισμόν, προς τι ο αέναος φόβος της επαναστάσεως; η πραγματικότης μπορεί να φοβηθή ποτέ από την αβεβαιότητα, η αλή­θεια από το ψεύδος, η δικαιοσύνη από την αδικίαν, η λογική από την παραλογικότητα; Μήπως δεν είναι επειδή έχετε με το μέρος σας την αβεβαιότητα, το ψεύδος, την αδικίαν, και την παραλογικότητα, που προσπαθείτε, δια της βίας αφ’ ενός, με καλοπληρωμένους και χορτάτους επιστήμονας αφ’ ετέρου, να μας πεί­σετε, ότι όλα τα άλλα είναι ουτοπία, και μη έχοντες πάλιν πεποίθησι σ’ αυτήν την βίαν και την πειθώ, λαμβάνετε τας μεγαλειτέρας προφυλάξεις, εκ φόβου μη σας αντιληφθώμεν και ρίπτοντες την μάσκα, σας επαναστατήσωμεν;

Μήπως δεν εννοήσαμεν ότι εάν δεν εξήρχοντο οι σοσιαλισταί θα καταλαμβά­νατε εσείς οι ίδιοι τας θέσεις των, για να κατευνάσετε την επανάστασιν, δί­δοντες εις τον λαόν θάρρος, υπομονήν και ελπίδα; Και όταν ίδατε στην Αγγλίαν τους μεταλλωρύχους εξηγριωμένους και ετοίμους εις επανάστασιν, δεν εσπεύσατε εκ του φόβου σας, σεις οι ίδιοι οι αστοί και εζητήσατε να σας δώσουν 30 βουλευτάς, τους οποίους ετιτλοφορήσατε Εργατικούς και κατευνάσατε τα πλήθη δι’ αυτού του δόλου, στα οποία ανεπτερώθη νέον θάρρος, νέα ελπίς; Αλλά θα μπορείτε να απατάτε αυτά τα ασυνείδητα πλήθη - τα οποία δεν εγνώρισαν την έλλειψιν των γνώσεών των, αφηρημένα ως είναι στην συγκράτησιν των θέσεών των, και νομίζοντα ως μόνον προορισμόν το φάγωμα, το κένωμα και τον ύπνον... απα­ράλλακτα όπως και οι Εσκιμώοι - μέχρι τινός σημείου ακόμη. Όταν όμως σχηματισθή η επαναστατική ενεργός μειονοψηφία, και αισθανθή αρκετά ισχυράν εαυτήν ή κατάλληλον μίαν περίστασιν όπως δώσει το τελευταίον πλήγμα στο σύ­στημά σας, εστέ τότε πλέον ή βέβαιοι ότι αυτά τα πλήθη που απατάτε σήμερον δια μυρίων τεχνασμάτων, αυτά τα ίδια θα επιπέσουν εναντίον σας, με τόσην α­γριότητα με όσην ασυνειδηοίαν απατώνται σήμερον.

Και τι προϊόντα μπορούν να μας παρέξουν αυταί αι στρατιαί των βουλευτών, υπουργών, πρωθυπουργών και εν γένει όλων των διαχειριστών; Το να συνέρχονται και να συσκέπτονται τίνι τρόπω θα μπορέσουν να κατασκευάσουν ευνοϊκότερους Νόμους για τα συμφέροντα της τάξεώς των, της επικρατήσεώς των, τους οποίους οφείλομεν να υπακούωμεν; ή το να σκέπτονται με τι τρόπο θα μπορέσουν να βάλ­λουν νέους φόρους, νέας αφαιμάξεις, αμέσους ή εμμέσους; ή το να παίζουν αυ­τό το γελοίον παιχνίδι της λεγομένης Διπλωματίας; ή το να ξεχωρίζουν άλλους, από τον λαόν, για τη λαιμητόμο και άλλους για τας ειρκτάς; Παράγουν άλλα προϊόντα εκτός αυτού του είδους; Έχωμεν ανάγκην αυτών των προϊόντων των, αυτής της λεγομένης των επιστήμης; Όχι βέβαια! Όταν πρόκειται για τας ανάγκας της ζωής μας, ημείς οι ίδιοι γνωρίζομεν αυτάς πολύ καλλήτερα από αυτούς.

Πρέπει τάχα να υπάρχουν βουλευταί για να λιθοστρωθή ένας δρόμος; ή αν δεν υπάρχουν υπουργοί, πρωθυπουργοί και λοιποί παράσιτοι, μόνον με τους μη­χανικούς εργάτας, θα αρνηθούν αι ατμομηχαναί να κινηθούν; ή η συγκομιδή δεν θα γίνη πλουσία εάν εκλείψουν αυτοί; Πού μας χρειάζεται η επέμβασίς των; για να σκέπτονται τα άνω ως είπαμε άχρηστα και βλαβερά εις την εν γένει ζωήν μας; Και όταν πρόκειται για χρήσιμόν τι, γιατί να βάζωμεν άλλους να σκέπτο­νται για μας, οι οποίοι θα προσπαθήσουν βεβαίως να επωφεληθούν περισσότερον εκ της αδυναμίας μας, προς βλάβην μας; Γιατί τότε κρατώμεν το μνιαλό μέ­σα στας κεφαλάς μας; πώς θα το αναπτύξωμε για να σκέπτεται και να ενεργεί ε­άν φοβούμεθα μη παρεκτραπώμεν; Αλλά τότε γιατί για να συνειθίση το παιδί σου να περπατή και να είσαι πγιο ασφαλισμένος ότι δεν θα πέση δεν περπατείς εσύ στον τόπον του; το δίδεις κάποιο στήριγμα θα ειπής, το παιδί σου ή ευρί­σκεται η μητέρα πλησίον του πάντοτε και προσέχει. Αλλά μήπως και ημείς ενερ­γούντες κατ’ αυτόν τον τρόπον, δεν δίδωμε στον λαόν το μεγαλείτερον στήριγμα τον καλλήτερον οδηγόν, την Λογικήν;

Δεν αναγνωρίζετε ακόμη ότι είσθε περιττοί και βλαβεροί μάλιστα, στην κοινωνίαν; ή δημιουργούντες εχθρούς και φανατίζοντες τα πλήθη, νομίζετε ότι δεικνύετε χρησιμότητα τίνα, τιθέμενοι ως φρουροί δήθεν της πατρίδος; Αλλά δεν βλέπετε πλέον ότι οι λαοί δεν θέλουν εχθρούς, ότι έσβυσαν τα παρελθόντα, δεν ευχαριστούνται στα παρόντα, και θέλουν να βαδίσουν Υψηλοί στο μέλλον;

Γιατί τας επιθέσεις που έκαμαν οι προγονοί μας στους άλλους λαούς τας ανα­φέρετε ως δόξαν, εκείνας δε που υπέστησαν, ως βαρβαρότητα; Πρέπει λοιπόν για τας πράξεις των προγόνων μας, ίνα ημείς οι σημερινοί λαοί, διαιωνίζαμε τα μίση και το αλληλοφάγωμα, έχοντες εσάς επί κεφαλής δια να τα υποδαυλί­ζετε, αντλούντες νέα κέρδη και ωφελείας από τα μίση μας, και ημείς νέαν α­θλιότητα και θάνατον; Βεβαίως όχι. Παρήλθε και αυτών η εποχή. Και τι σχέσιν έχει για μας τους λαούς, τους εργάτας, τους αποκλήρους, η αφηρημένη λέξις Πατρίς, με την ζωήν; όταν αφαιρούντες το μητρικόν δίκαιον, καταρρίψατε την μητρίδα και εθεσπίσατε σεις οι μυστακοφόροι, το πατρικόν, έπαθε τίποτε η ζωή εκ της αλλαγής αυτής των λέξεων: Μητρίς-Πατρίς; Όχι βεβαίως. Και εάν συνέ­τεινε μόνον αυτή η αλλαγή εις την υποδούλωσιν της γυναικός και του εργάτου, ιδού έρχεται ο Άνθρωπος να επιδιόρθωση το λάθος των κτηνανθρώπων, δια της καταλύσεως και της δευτέρας και να δώση δικαιώματα ίσα εις όλους, ή μάλλον να κατάλυση κάθε ίχνος επικυριαρχικόν.

Θέλωμε να καταρίψωμε όλας αυτάς τας διεστραμμένας αντιλήψεις σας, όλας τας δηλητηριώδεις διδασκαλίας σας, όλας τας παραλόγους θεωρίας σας. Θέλωμεν να δημιουργήσουμε ανθρώπους ωφελίμους, με ορθάς αντιλήψεις και με στερεάς βάσεις. Θέλωμεν ανθρώπους σκεπτομένους και ενεργούντες με τα μυαλά τους, κινουμένους και ζώντας κατά την θέλησίν των. Θέλωμεν ανθρώπους με δική τους κρίσι με δική τους θέλησι, με δική τους πρωτοβουλία και όχι ουραγγοτάγκους με λάρυγγα παπαγάλου. Αρκεί πλέον αυτό το άγριον και απάνθρωπον καρναβάλι!

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ’

Αυτοί οι Αναρχικοί ζητούν πράγματα ωραία μεν, αδύνατα όμως και επικίν­δυνα προς το παρόν. Αυτή είναι η κρίσις των σοσιαλιστών. Όχι των εργατών τοι­ούτων και μερικών άλλων φαντασιοπλήκτων, που παρεχώρησαν τας κεφάλας των για να τας χρησιμοποιήσουν οι αρχηγοί για ντολμάδες, αλλ’ αυτών των αρχηγών των κομμάτων. Γιατί μόνον αυτοί είναι αρμόδιοι να φέρουν κρίσεις στα συνέδριά των (στας οικουμενικάς συνόδους των) και ό,τι αποφασίσουν οι αρχηγοί, με άλλα λόγια οι πατέρες, οι λοιποί πιστοί ωφείλουν να το σεβασθούν, έστω και αν απεφασίσθη αύξησις νηστείας... Ωρίστε προτείνομεν να φέρωμεν αυτήν την μεταρύθμισιν και αυτοί την απωθούν. Και διατί; διότι δεν πιστεύουν εις άλλο τι παρά στην επανάστασιν. Και μ’ αυτήν την δικαιολόγησί των νομίζουν ότι εκτύπησαν τον Αναρχισμόν, ενώ πραγματικώς κτυπούν την σαν τον αερόμυλο στον ί­διο κύκλο στρεφομένην φαντασίαν των. Μεταρύθμισις, δηλαδή: εάν ή μηχανή που μας θρυμματίζει, μας φαίνεται βαρεία, να την ελαφρύνουν ολίγον. Μεταρύθμι­σις δηλ: μετατροπή, μετάθεσις του κακού. Σε πονεί το μάτι σου να τον μετα­θέσουν στο πόδι σου! Εάν αντί να ερωτήσουν γιατί απωθούν αυτήν την μεταρύθμισιν, ερωτούσαν γιατί οι αναρχικοί είναι επαναστάται, αυτό θα τους έφερε να ανακαλύψουν όλως διαφορετικάς ιδέας και τότε θα έφερον και όλως διαφορετικήν γνώμην (ίσως να μη τους συμφέρει).

Όχι κύριοι, δεν θέλωμε κανένα πλέον να επιφορτήσωμεν για να ενεργήση και να σκεφθή για μας. Σεις οι οποίοι λέγετε ότι θέλετε την γενικήν ελευθερίαν (όχι εννοείτε την ατομικήν) γιατί λυπείσθε και τρέμετε στην παντελή εξαφάνισι του σημερινού καθεστώτος; Το Κράτος σας λέγεται ότι θα είναι μνια σκιά Κράτους, και ότι η προσπάθειά σας θα είνε να εξασφαλίσετε την ελευθερίαν εις όλους, συμμορφούμενοι πάντοτε με την γενικήν θέλησιν. Δηλαδή θα εί­ναι μία τυραννία της πλειονοψηφίας, την οποίαν η μειονοψηφία θα είνε υπο­χρεωμένη να υποφέρει. Αλλά τι με μέλλει εμένα το άτομον, που ευρέθην με το μέρος της μειονοψηφίας εάν η τυραννία (έστω και ελαφρά πάντοτε όμως τυραν­νία) προέρχεται από την πλειονοψηφίαν ή από ένα μόνον; ή πρέπει να κύψω μοιρολατρικώς, προ της πλειονοψηφίας, διότι ως τοιαύτη έχει δίκαιον; αλλ’ ο Γαλλιλαίος δεν ήτο μόνος που είχε δίκαιον απέναντι όλων; Και δια να επιτευχθή, έστω αυτό, νομίζετε ότι δεν υπάρχει ανάγκη επαναστάσεως; πού και πότε ήλλαξε πολίτευμα άνευ αυτής; η Πορτογαλία θα εγίνετο δημοκρατία; Αλλ’ αφού η επανάστασις είναι αναπόφευκτος, αφού θα διατρέξωμεν αυτόν τον κίνδυνον, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αφήσωμεν έστω και το ελάχιστον ίχνος επικυριαρχίας. Δεν υπάρχει κανένας όρος μεταξύ Κράτους και ατομικής ελευθερίας; Όχι: Γι' αυτό θέλωμε την παντελή εξαφάνισι αυτού μετά της σκιάς του.

Δεν θέλωμε κανέν ενθύμιον να κρατήσωμεν εξ αυτού, διότι είμεθα πλέον ή βέβαιοι, ότι θα μας φέρη λύπην και βάρος περισσότερον, μ’ όσα ευγενή και αγ­γελικά αισθήματα και εάν είσθε παραγεμισμένοι εσείς που θα ελαφροδιοικήσετε. Αποτροπιαζόμεθα την εξουσίαν του ανθρώπου επί του ανθρώπου, και όσην ελαφράν και αν την λέγετε αυτήν, μας προκαλεί πάλιν μίαν αυτόματον επανάστασιν, απαράλλακτα όπως το εμετικό φέρνει το ξέρασμα...

Αλλά η επανάστασις θα κάμη θύματα, θα χύση αίματα, και ημείς θέλουμε να τα αποφύγουμε αυτά. Αυτό είνε μια ωραία δικαιολόγησις. Σ’ αυτό συμφωνώ. Το να θέλη τις να αποφύγη την αιματοχυσίαν, το να θέλη να ολιγοστεύση την αθλι­ότητα κτλ. αυτό αποδεικνύει άνθρωπον έχοντα αισθήματα ευγενή. Αλλ’ όταν πρόκειται να παλαίση τις εναντίον της σημερινής κοινωνικής καταστάσεως πρέπει τάχα να αποφεύγη του να βοηθήση αυτούς τους καθημερινώς ευρίσκοντας τον θά­νατον, με την πρόφασιν μιας υποθετικής βαθμιαίας καλλητερεύσεως;

Και ημείς δεν θέλωμε την αιματοχυσίαν, και ημείς δεν θέλωμε θύματα, και ημάς δεν μας ευχαριστεί το αιματοκύλισμα, αλλά πιστεύετε ότι, και η ειρηνι­κή .διεκδίκησις της βαθμιαίας καλλητερεύσεως, δεν έχει περισσότερα θύματα;

Πόσαι κραυγαί πόνου δεν υψούνται κάθε στιγμήν, χωρίς τίποτε να γίνη για να μετρίαση τους πόνους των, χωρίς κανέν διάβημα να γίνη προς εκείνους που προ­ξενούν αυτούς τους πόνους; Πόσοι δυστυχείς πνίγονται χωρίς ν’ αφίσουν την παραμικράν φωνήν;

Κάθε ώρα, κάθε λεπτόν της ζωής, πόσαι καρδίαι, πόσαι υπάρξεις δεν θρυμ­ματίζονται, δεν κατασπαράσσονται από την ασυνειδησίσν των εξουσιαζόντων, χω­ρίς και ημείς, που υποφέρωμεν απ’ αυτούς τους πόνους και τρίζουμε τα δόντια μας όταν ακούωμεν τας γοεράς κραυγάς των να ξεσχίζουν την καρδιά μας, να μπορούμε, να έλθουμε εις βοήθειάν των, δεμένοι ως είμεθα με τους θεσμούς, με τους νόμους και με την ολεθρίαν οικονομικήν κατάστασιν; Αλλ’ αφού κλείετε τα μάτια σας για τα θύματα της βαθμιαίας καλλητερεύσεως, γιατί αισθάνεσθε φρίκην για τα φανταστικά θύματα της επαναστάσεως; διότι συγγενεύετε περισσότερον μ’ εκείνους; αλλά τότε, εδώ πάλιν χωριζόμεθα, και ημείς συγγενεύομεν και ενδιαφερόμεθα πολύ περισσότερον για τους άλλους και θέλωμεν όσον το δυ­νατόν ταχύτερον να παύση αυτός ο αλληλοσπαραγμός των κτηνανθρώπων για να αναφανή ο Άνθρωπος.

Και ημείς θέλωμεν να αποσπάσωμεν αυτά τα θύματα από το Κοινωνικόν τέρας! και θα είμεθα ευτυχείς εάν βλέπαμε να μετριασθή το κακόν, με κίνδυνον ακόμη να ιδούμε απομακρυνομένην την πλήρη πραγματοποίησιν εκείνων που θέλωμεν, εάν μπορούσατε να μας αποδείξετε την αποτελεσματικότητα των προτεινομένων σας φαρμάκων. Αλλ’ έως σήμερα δεν κάματε τίποτα παρά να απατάτε με μνια ψεύτικη ελπίδα εκείνους που υποφέρουν και να αργοπορείτε, να οπισθοδρομείτε κατ’ αυτόν τον τρόπον την απόκτησιν της συνειδήσεώς των, βοηθούντες το Κράτος στον ασυνείδητον δρόμον του, να καταθρυμματίζει ακαταπαύστως τας συνειδήσεις και την ζωήν του ανθρώπου:

Σφετεριζόμενοι την γην μας, την εργασίαν μας, τον ιδρώτα μας, την ύπαρξίν μας, εκμεταλλευόμενοι τας συζύγους μας, τα τέκνα μας, τας αδελφάς μας, την αμάθειάν μας, έρχεσθε σεις στο μέσον με τα υστερικά σας αισθήματα και φωνάζετε, δήθεν ως θέλοντες να αποφύγετε την αιματοχυσίαν: συσωματωθείτε και ζητήσετε τα δικαιώματά σας νομίμως, ανθρωπίνως;

Αλλά από πγιους να τα ζητήσωμε νομίμως και ανθρωπίνως; και τα αφήρπασαν αυτοί νομίμως, τα οικειοποιήθησαν ανθρωπίνως; Και στην πρώτην, δευτέ­ραν, χιλιοστήν, δυσεκατομμυριοστήν έστω ζήτησιν θα μας τα προσφέρουν σαν Αγιο-βασιλιάτικο δώρο; Τι γελοίοι που είσθε! Αλλ’ αμφιβάλλω αυτό να το πι­στεύετε σεις οι ίδιοι.

Και πώς θα κατωρθωθή;

Δια της Νομίμου οδού; μ’ ένα κομμάτι ψήφο.

Και πού; Σε μνια κοινωνία που η ενέργεια του ατόμου είναι περιωρισμένη από τον κάτοχον του χρήματος; σε μνια κοινωνία που το παν πληρώνεται, που το παν πωλείται; Σε τέτοια κοινωνία μπορεί να υπάρξη νόμιμος δράσις, ανωτέ­ρα από εκείνον που κατέχει το χρήμα; Σε μνια κοινωνία που το παν είναι υποτεταγμένο στην δύναμιν του χρήματος, δεν θα είναι η νομιμότης και η ισχύς σ’ εκείνον που το κατέχει; Δεν θέλετε να εννοήσετε και σεις ότι βλάπτετε πε­ρισσότερον δια της τεχνητής ρητορίας σας προς τα πλήθη (όχι βεβαίως για να πληρωθείτε μόνον με χειροκροτήματα...) ωθούντες αυτά στην εγκαρτέρησιν δια τεχνιτών ελπίδων;

Έχωμε πλήρη πεποίθησι ότι οι προνομιούχοι δεν θα ενδώσουν ποτέ άνευ βί­ας. Το παν μας αποδεικνύει ότι η κοινωνική οργάνωσις μας οδηγεί σ’ ένα κατα­κλυσμό, που δεν είνε δυνατόν κλείοντες τα μάτια να τον αποφύγωμε και ότι δεν υπάρχει άλλη διέξοδος, παρά να προετοιμασθώμεν και όταν εκραγή να φέρωμεν όσον το δυνατόν περισσοτέραν ωφελείαν.

Η ιστορία μας διδάσκει ότι αι επαναστάσεις γίνονται πάντοτε εκ μιας μειονοψηφίας, αισθανομένης τον σκοπόν που θέλει να φθάση και η οποία δίδει την ώθησιν και τον χαρακτήρα εις αυτήν, των λοιπών παθητικών και αδιαφόρων, συμμορφουμένων προς την νέαν ζωήν που εχάραξαν οι επαναστάται. Αυτήν την μειονοψηφίαν δια της διαδόσεως των ιδεών μας θέλωμε να σχηματίσωμεν.

Άλλως τε εάν τώρα εις τον καιρόν της σχετικής ησυχίας που διερχόμεθα, δεν διαδώσωμεν την αλήθειαν, αφυπνίζοντες τα άτομα, πότε θα το κάμωμεν; Ό­ταν θα ανάψη η Επανάστασις εις ολόκληρον την Ευρώπην, μέσα στην κάπνην των οδοφραγμάτων ή στα ερείπεια αυτής;

Πρέπει να έχωμεν την απόφασιν παρμένην και την θέλησιν ακλόνητον εκ των προτέρων για να την εκτελέσωμεν, διότι τότε δεν θα είνε πλέον καιρός συζη­τήσεων αλλά δράσεως.

Ίδαμε τας προηγουμένας επαναστάσεις εις την Γαλλίαν του 1848 και 1870. Η αριστοκρατία τότε εγνώριζε τι έπρεπε να κάμη την ημέραν που ο λαός θα α­ναποδογύριζε την Κυβέρνησιν. Εγνώριζε ότι έπρεπε να οπλίση τους μικρο­αστούς και έχουσα τα κανόνια, την συγκοινωνίαν και το χρήμα θα απέλυε αυ­τούς και τους μισθοφόρους της εναντίον των εργατών, την ημέραν που θα τολ­μούσαν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Αλλ’ ο λαός δεν εγνώριζε τίποτε και επανελάμβανε ηλιθίως μαζύ με τους αστούς και μικροαστούς εις την επανάστασιν του 1848: δημοκρατία και γενική ψηφοφορία, εις δε την του 1870 εφώναζε μαζύ με τους μικροαστούς όλος ο εργαζόμενος πληθυσμός: Κομμούνα! αλ­λά και πάλιν δεν είχον καμμίαν σαφήν ιδέαν τι έπρεπε να κάμουν για να λύ­σουν το ζήτημα του άρτου και της εργασίας. Έπρεπε να κατασχέσουν όλα τα βι­ομηχανικά εργαστήρια εν ονόματι της Κομμούνας; Έπρεπε να καταλάβουν τας οι­κίας και να τας κηρύξουν δημοσίας; Έπρεπε να κατασχέσουν τας ζωοτρόφος και να οργανώσουν τον σισιτισμόν, κτλ. εξ όλων αυτών δεν είχον καμμίαν ακριβή ιδέαν.

Από την διάδοσιν λοιπόν των ιδεών μας εξαρτάται η παρούσα και η μέλ­λουσα ενέργεια, ίνα την ημέραν της επαναστάσεως όταν οι συνεργατικοί, οι σοσιαλισταί και όλα τα αλλά χρώματα θα τρέχουν εις την Βουλήν για να βγάλουν, συζητούντες, τα διατάγματά των, ημείς οι αναρχικοί να τρέξωμεν, ωθούντες και τον λαόν, να καταλάβωμεν στον τόπον τα εργοστάσια, τας οικίας, τας σιταποθήκας, εν συντομία όλον τον κοινωνικόν πλούτον, την γην, καταστρέφοντες κά­θε παληόχαρτο και οργανούντες εις κάθε κοινότητα, εις κάθε όμιλον την παραγωγήν και την κατανάλωσιν.

Ημάς σήμερον μας ενδιαφέρει να ορίσωμεν τον σκοπόν που θέλωμε να φθά­σουμε, και να τον σημειώσωμε με λόγους και με πράξεις, κατά τρόπον ώστε να τον κάμωμε λαϊκόν, ίνα την ημέραν της επαναστάσεως εξέρχεται εξ όλων τα στό­ματα. Διότι εάν η μειονοψηφία που θα δράση θα βλέπη καθαρώς τον σκοπόν, ο πολύς όμως πληθυσμός θα ευρεθή εντελώς στρεβλωμένος από τον τύπον τον αστοκρατικόν, τον φιλελεύθερον, τον συνεργατικόν κλπ. και γι’ αυτό οφείλομεν να εργασθώμεν μ’ όλας τας δυνάμεις μας όπως καλλιεργήσωμεν το έδαφος, ίνα μη εύρωμεν πολλάς δυσκολίας, από σήμερον.

Διότι εάν ο κοινωνικός πλούτος μείνη στας χείρας μερικών που τα κατέχουν σήμερον, εάν τα εργοστάσια, τα ναυπηγεία, και λοιπά βιομηχανικά εργοστάσια μένουν πάλιν ως ιδιοκτησία των παραφεντάδων, εάν οι σιδηρόδρομοι, τα μέσα μεταφοράς, μένουν στα χέργια των εταιριών, εάν αι οικίαι και λοιπά κτίρια μένουν ως ιδιοκτησία των σημερινών που τα κατέχουν, αντί όλα αυτά να κατα­ληφθούν ως εκραγή η επανάστασις και να τεθούν εις την διάθεσιν των εργατών: του λαού: εάν οι επαναστάται δεν καταλάβουν τας τροφάς και τας αποθήκας των πόλεων και δεν οργανώσουν να τα θέσουν εις την διάθεσιν εκείνων που θα τα έ­χουν ανάγκην, εάν η γη μείνη ως ιδιοκτησία των τραπεζιτών και των τοκογλύ­φων και εάν τα μεγάλα ακίνητα δεν παρθούν από τους ιδιοκτήτας για να τεθούν εις την διάθεσιν εκείνου που θέλει να καλλιεργήση το έδαφος, εάν εξακολού­θηση μία τάξις κυβερνητών να διατάσση τους κυβερνώμενους, η εξέγερσις αύτη δεν θα είναι επανάστασις και θα γίνη ανάγκη να ξαναρχίσουμε.

Για να μπορέσουμε λοιπόν να αντεπεξέλθωμεν εις αυτόν τον κίνδυνον δεν είνε προς το παρόν παρά ένα μόνον μέσον: να εργαζώμεθα ακαταπαύστως για να διαδώσωμεν την απαλλοτρίωσιν. Η λέξις απαλλοτρίωσις να διεισδύση εις όλας τας πόλεις, κωμοπόλεις και χωρία ως την μεμονωμένη καλύβη του χωρικού. Να συζητηθή από κάθε εργάτην, από κάθε χωρικόν και να σχηματισθή εις αυτούς η ιδέα ότι η μόνη καθιερωμένη ιδιοκτησία εξ αυτής της φύσεως είναι η ζωή και όλα τα αναγκαία προς συντήρησιν και ανάπτυξιν αυτής.

Η επανάστασις είναι το μόνο μέσον μας όπως φθάσωμεν τον σκοπόν, την πλή­ρη χειραφέτησι του ατόμου, ίνα βαδίση πλέον ανενόχλητον τον δρόμον της ζωής του αναπτύσσον ελευθέρως τας υλικάς και ηθικάς του ανάγκας.

Για μας η κοινωνική επανάστασις δεν υφίσταται σε μνια απλή αλλαγή του Κράτους, αλλ’ εις την παντελή μετατροπή της κοινωνικής καταστάσεως. Εις την κατάλυσιν όλων των πολιτικών, θρησκευτικών και οικονομικών θεσμών, και την κατάθεσιν της γης και των εργαλείων (τα οποία ανήκουν στας περασμένας γεννεάς) εις την διάθεσιν κάθε ανθρώπου.

Δεν είναι ιδρύοντες ένα Κράτος της εκλογής μας που θα μπορέσουμε να ε­λευθερωθούμε, αλλά καταστρέφοντες κάθε τοιαύτην προσπαθείαν που θα θέληση να αντικαταστήση αυτό. Η πάλη θα είνε παντού όπου θα υπάρχει εξουσία προς αναποδογυρισμόν: δήμος ή νομαρχία: παντού όπου θα υπάρχει έδαφος προς εκμετάλλευσιν, για να εμποδισθή, ένα σημείον πολιτικής δουλείας ή οικονομικής, για να καταστροφή. Και γι’ αυτήν την πάλην, εννοεί τις ευκόλως, ότι δεν είνε περιμένοντες διαταγάς ή συμβουλάς από κανέν Κράτος που θα φέρωμεν αποτέλε­σμα, αλλά γνωρίζοντες και ενεργούντες μόνοι παντού όπου θα υπάρχουν άτομα φροντίζοντα για την απελευθέρωσίν των. Είναι παντού ταυτοχρόνως, εις όλα τα σημεία που οφείλει να εξαπλωθή η πάλη. Νικημένοι στο ένα μέρος, νικώντες στο άλλο, η επανάστασις θ’ ανοίξη τον δρόμον της, δια να μη σταματήση παρά μόνον όταν θα κατατσακισθή και θα εκλείψη εντελώς και η τελευταία προσπάθεια του Κράτους, και το τελευταίον ίχνος της εκμεταλλεύσεως.

Αρκεί πλέον Κυβερνήσεις, θέσιν στον Λαόν, στον Αναρχισμόν!

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΛΕΓΟΝΤΑΣ

Το ιδανικόν σας είνε εξαίρετον και η πραγματοποίησίς του θα φέρη την ειρήνην και την ευτυχίαν επί της γης, αλλά πόσον είνε ολίγοι εκείνοι που το επιθυμούν και πόσον ολίγοι εκείνοι που το αντιλαμβάνονται. Είσθε μνια μειονοψηφία, όμιλοι διεσπαρμένοι εδώ κι εκεί, χαμένοι μέσα σ’ ένα πλήθος ασυνείδητον, αδιάφορον, και έχετε απέναντί σας έναν τρομερόν εχθρόν καλώς οργανωμένον και έχοντα στην διάθεσίν του στρατούς, χρήμα, και την στρεβλωτικήν εκπαίδευσιν. Την πάλην που αναλάβατε είναι υπερτέρα των δυνάμεών σας.

Αυτήν την αντιλογίαν ακούωμεν συχνά από εκείνους που εκθέτωμεν τας ιδέ­ας μας. Ότι οι αναρχικοί όμιλοι ευρίσκονται εν τη εσχάτη μειονοψηφία, συ­γκρίσει προς τα εκατομμύρια, ουδέν αληθέστερον. Αλλά μήπως και κάθε νέα ι­δέα που παρουσιάζεται, δεν αρχίζει από μνια μειονοψηφία πάντοτε; Πιθανόν ημείς μέχρι της ημέρας της επαναστάσεως να μείνωμεν εν τη μειονοψηφία ως οργάνωσις, αλλ’ αυτό είνε κανέν σοβαρόν επιχείρημα μήπως εναντίον μας; Τώρα έ­χουν την πλειονοψηφία οι επιτήδειοι, πρέπει λοιπόν γι’ αυτό να γίνωμε και η­μείς τοιούτοι; έως προχθές στην Πορτογαλίαν ήσαν οι βασιλικοί, αλλ’ οι δημοκράται έπρεπε να παραιτήσουν τας ιδέας των, αφού έβλεπαν ότι το πνεύμα του λαού εξελίσσετο προς αυτάς; Αυτά ολίγον μας ενδιαφέρουν, εκείνο που μας εν­διαφέρει πραγματικώς είναι, εάν τα πνεύματα των λαών εξελίσσωνται συμφωνάμε τας ιδέας μας ή όχι και βλέπωμεν ότι μακράν του να φέρωνται οι λαοί προς την δεσποτικήν εξουσίαν φέρονται ακατασχέτως προς την πλήρη ελευθερίαν του ατόμου. Δεν κλίνουν ποσώς προς την ατομικήν ιδιοκτησίαν αλλά προς την εκ κοινού παραγωγήν και κατανάλωσιν.

Και αυτούς τους πόθους των ερχόμεθα να αναπτύξωμεν, να ωθήσωμεν, βοηθούντες αυτούς εις την κατάρριψιν σήμερον μιας προλήψεως, αύριον μιας δεισι­δαιμονίας, μεθαύριον ενός σεβασμού, ενός πατροπαραδότου και ούτω καθεξής προλειαίνοντες τον δρόμον βαδίζωμεν προς την επανάστασιν - καραδοκούντες πά­ντοτε όπως επωφεληθώμεν μιας περιστάσεως - ουχί δια ψευδών και τεχνητών διαδόσεων, αλλά δια της αληθείας, διότι είμεθα βέβαιοι ότι μόνον δι’ αυτής ευ­ρίσκει το άτομον την συνείδησίν του και κατά συνέπειαν μόνον αυτή θα φέρη την παντελή ανατροπήν του ψεύδους, του καθεστώτος. Άλλως τε, ως προείπωμεν, η ιστορία μας διδάσκει ότι εκείνοι που ευρίσκονται εν τη μειονοψηφία την παραμονήν μιας επαναστάσεως γίνονται πολύ υπέρτεροι την ημέραν αυτής, εάν ο σκοπός των είνε σύμφωνος με τους πόθους του λαού.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Δεν είναι εις το έπακρον αξιοσημείωτον ίνα η τάξις των σπονδυλωτών, των πγιο διαφόρων, των αμφιβίων ιχθύων, των ερπετών, των πτηνών και των μαστοφόρων, να μη διακρίνονται το εν εκ του άλλου, εις την αρχήν της εμβρυολογικής εξελίξεώς των, ως πολύ αργότερα, όταν πλέον τα ερπετά και τα πτηνά διακρίνονται ο σκύλος και ο άνθρωπος να εξακολουθούν μέχρι της 7ης εβδομάδος να είναι όμοιοι; Πώς λοι­πόν να αμφιβάλλωμεν, όταν η εμβρυολογία μας αποδεικνύει οφθαλμοφανώς την εξέλιξιν του εμβρύου, διερχομένου εξ όλων των σταδίων που διήνυσε, από το απλούν μονήρες έως εις τον άνθρωπον, εντός ολιγοχρονίου διαστήματος; Και πώς να αμφι­βάλλωμεν ότι την αυτήν μεταμόρφωσιν έπαθε και η εν γένει ζωή εκ της φύσεως, εις αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα, που ονομάζουμε ημείς, και το οποίον δι’ αυτήν είναι επίσης ολιγοχρόνιον;

(2) Ηλιακόν ωρολόγιον.

(3) Ωρολόγιον της νυκτός δια του νερού.

(4) Καμμία εκ των σημερινών μαϊμούδων μη εξαιρουμένων και των ανθρωποειδών θεωρείται ως αρχικόν πρέμνον του ανθρωπίνου γένους. Προ πολλού οι πιθηκοειδείς πρόγονοι αυτού εσβέσθησαν.

(5) Και σήμερον ακόμη αυτά τα ασύνειδα πλήθη, τα μη έχοντα ούτε θέλησιν ού­τε κρίσιν δική των, κινούμενα και εργαζόμενα τεχνητώς, κατά την όρεξιν άλλων, περιμένοντα να σκεφθούν άλλοι γι’ αυτούς, αναμένοντα την βελτίωσιν της θέσεώς των από άλλους κλπ, έχουν στενήν συγγένειαν με τους πιθηκανθρώπους του Haeckel.

(6) Παν ότι έχωμεν ημείς έχουν και τα αλλά ζώα, στας διανοητικάς δυνάμεις υπερέχωμεν ημείς, αλλά εις πολλάς εκ των αισθήσεών μας υπερτερούν αυτά: στην όρασι ανώτερά μας είναι η γάτα, στην ακοήν το άλογον, στην όσφρησιν ο σκύλλος κλπ. θα εκαυχώμεθα μόνον ότι έχωμεν ως μοναδικήν χάριν την λαλιάν αν δεν υπήρχεν ό παπαγάλος.

(7) Πού το αποδίδουν αυτό οι άγιοι πατέρες, Ο καλός θεός τους κρατεί αυτούς τους ανθρώπους εις αυτήν την κτηνώδη κατάστασιν, ή η φύσις;

(8) Γι’ αυτό, περισσότερον ενδιαφέρον έχουν οι Μαλλιαροί οι όποιοι θέλουν να ανέλθουν μαζύ με τον λαόν βοηθούντες αυτόν στην γλώσσαν του και στην αντίληψιν, παρά οι Σπανοί.

(9) E. Reclus (les primitifs fr. 325) του ιδίου (Les primitifs d’ Australie).

(10) Πάντοτε υπήρξαν και μέχρι σήμερον ακόμη υπάρχουν οι φίλοι θεοί και οι εχθροί, άλληλοπολεμούμενοι. Εις τας αρχαίας Ινδίας ο συντηρητής Βισχνού παλεύ­ει εναντίον του καταστροφέως Σίβα, στην Αίγυπτον ο Όσιρις εναντίον του Τυφώνος, στους Εβραίους ο Ασχέρας εναντίον του Έλζου, στην Περσίαν ο Όρμουτζ εναντίον του Αχριμάν, στους σημερινούς χρόνους ο θεός εναντίον του Διαβόλου, και ο Αλάχ εναντίον του Σεϊτάν κ.τ.λ.

(11) Εφήρμοσαν το μητρικόν δίκαιον δήθεν ως υπερασπισταί του αδυνάτου, κατά βάθος όμως προέβλεπαν την ατομικήν υπεράσπισιν, απαράλλακτα όπως σήμερον κά­μνουν οι κεφαλαιούχοι κάθε τόπου, οι οποίοι φαίνονται ως υπερασπισταί δήθεν της κινδυνευούσης φανταστικής πατρίδος κατά βάθος δε υπερασπισταί των συμφερόντων των και των επιχειρήσεών των.

(12) Εν μια και τη αυτή ήμερα εσφάγησαν 4.500 άνθρωποι τω 782 ως και εκ πολ­λών δεδομένων πιστεύετε ότι και πολλά παιδία υπερβαίνοντα το ύψος του ξίφους του εσφάγησαν, (La grande Encyclopedie francaise). Για του Χρίστου την πίστιν την αγίαν...

(13) Το προ της επαναστάσεως του 1789 ακμάζον σύστημα της υποταγής, πίστεως, και ευπείθειας προς τον ανώτερον. Σύστημα εις το οποίον ο λαός ήτο δούλος εις μερικούς κυρίους (Seigneurs) και εις τον κλήρον. Ελευθερωθείς δε μετά την επανάστασιν από αυτούς υπεδουλώθη υπό των επιτηδείων (των κοινώς καλουμένων α­στών ή πλουτοκρατών) οι οποίοι ήσαν επίσης υποτελείς πριν της επαναστάσεως εις τους άνω λεχθέντος κυρίους και κλήρον.

(14) Ίδε Jean Grave (La Societe futur 3-25).

(15) Ρίξτε μνια ματιά στη Γαλλία και ιδέτε πώς παραπαίει έτοιμος να πέση και να τους σύρει όλους με το σύστημά τους μαζύ όπως και τους φεουδάρχας».

*Από το βιβλίο “Ο ήλιος της Αναρχίας ανέτειλε - Για μια ιστορία του αναρχικού κινήματος του «ελλαδικού» χώρου”, Εκδόσεις Κουρσάλ, Ιούνης 2017.