Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος
Ο Ήλιος της Αναρχίας ανέτειλε

 

Ο ΤΣΑΡΟΣ

Είναι προγεγραμμένοι όλοι αυτοί οι άνθρωποι και ξεγραμμένοι από τη βίβλον των ζώντων, και όμως δεν παύουν να εξέρχωνται από τα ανάκτορά των, να διασκεδάζουν, να επιθεωρούν τους στρατούς των, να ταξειδεύουν και εντός της χώρας των, και πολλάκις εκτός αυτής.
Φαίνεται, ότι όλοι αυτοί, εκτός του Τσάρου της Ρωσσίας, δεν λογαριάζουν διόλου τους αναρχικούς.
Δεν τους φοβούνται αληθώς, ή προσποιούνται τον άφοβον, και κάνουν την ανάγκη φιλοτιμίαν;
Δεν γνωρίζομεν.
Γνωρίζομεν μόνον, ότι χιλιάδες αστυνομικών Αγγλογαλλο-ιταλογερμανοαυστριακών και άλλων, κινούνται χάριν της πολυτίμου ζωής των ημέρα και νύχτα, και κινούνται με ατμόν τον οποίον πληρώνουν με εκατομμύρια φράγκων… τα εκατομμύρια των υπηκόων των.
Πόση δαπάνη δια σώματα τα οποία αργά ή γρήγορα θα χρησιμεύσουν και αυτά ως τροφή των σκωλήκων!
Ταξειδεύουν σύροντες οπισθέν των χρυσήν γραμμήν από αυλικούς διαφόρων ηλικιών, και συναντιώνται ως επί το πλείστον εκ φρονήσεως εις τας θαλαμηγούς των.
Σφίγγουν τα χέρια των τα ματωμένα αυτοί οι Λεοπόλδοι και Αλφόνσηδες, και αγκαλιάζονται αδελφικώτατα χωρίς να φοβούνται μήπως ο ένας πνίξη τον άλλον.
Ανταλλάζουν ασπασμούς και δώρα μεταξύ αυτών και των παρακολουθούντων αυτούς βαρώνων και μαρκησίων. Δώρα πολύτιμα, τα οποία πληρώνουν, ως επί το πλείστον, οι άστεγοι και οι πεινασμένοι.
Κάθονται εις συμπόσια και εις πότους και πίνουν, και ενώ πίνουν ευφυολογούν, και ενώ ευφυολογούν πίνουν και πάλιν πίνουν, και τα γεμάτα από σαμπάνια ποτήρια, τα αδιάζουν εις υγείαν των μωρών οι οποίοι δεν απηύδησαν να διατρέφουν με το αίμα τους κυφήνας τόσον πολυδάπανους.
Αλλ΄ ας είμεθα δίκαιοι. Πίνουν αληθώς, και πολλάκις ζαλίζονται ίσως, αλλά και δεν λησμονούν τα καθήκοντά τους και τους υπηκόους των, τους οποίους μερικοί από αυτούς ονομάζουν και “παιντιά τους” και συζητούν και συνδιαλέγονται και συσκέπτονται επιμόνως δια τα συμφέροντα και την ευτυχίαν των.
Αλλ’ ας έλθωμεν εις τον Τσάρον.
Ο άνθρωπος αυτός, καθώς και παραπάνω εσημειώσαμεν, φοβήται πολύ τους μηδενιστάς και δικαίως, διότι κανένας από τους προγόνους του δεν απέθανε με φυσικόν θάνατον.
Και δια τούτο εβδομάδες τώρα αναγινώσκομεν εις τας εφημερίδας πράγματα αντιφατικά και αβέβαια δια το ταξείδι όπου επιθυμεί να κάμη εις Ιταλίαν δια να επισκεφθή τον βασιλέα της.
Αιτία που το ταξείδι αυτό αποφασίζεται και ξαποφασίζεται, που αναβάλλεται και δεν αναβάλλεται είνε αφ΄ ενός μεν ο φόβος των μηδενιστών καθώς είπομεν, και εξ άλλου η αθεράπευτος ασθένεια της συζύγου του, η οποία έπαθε από φοβεράν αναρχοφοβίαν καθώς βεβαιώνουν οι ιατροί.
Άνθρωπος σοβαρός, ο οποίος έζησε χρόνια πολλά στη Ρωσσία και εγνώρισε κατά βάθος τους μηδενιστάς, μάς έλεγε προ τινός ότι ο Τσάρος δια να σωθή, πρέπει ν΄ ανοίξη την κάσσαν του την πολιτική, να καλέση τους μηδενιστάς και τους ειπή:
- Να η κάσσα, δικά σας όλα, πάρτε όσας θέλετε ελευθερίας, πάρτε τα όλα. Τι τα θέλω εγώ, αν το έθνος μου δυστυχή;
Αλλ’ αυτό δεν θα το κάμη ποτέ διότι χρειάζεται μεγαλείον ψυχής το οποίον δεν έχουν οι επί του θρόνου καθήμενοι.
Όσον δια τη Τσαρίναν, η οποία εκ των φόβων και ανησυχιών της έπαθε νευρασθένειαν αθεράπευτον, ημείς φρονούμεν, ότι θα εθεραπεύετο ασφαλώς, εάν παρεκάλει επιμόνως τον υψηλόν συζυγόν της να δώση γενικήν αμνηστείαν, να παύση τους απαγχονισμούς και τον αποικισμόν της Σιβηρίας και ν΄ αφίση τον Ρωσσικόν λαόν να κανονίση όπως θέλει τας υποθέσεις του.
Έχουν και αι γυναίκες των απαγχονισμένων καρδίας, δια να σπαράζωνται και τέκνα δια να θρηνούν.
Εις την Ρωσσίαν βασιλεύει η φρίκη και ο θάνατος.
Αν όλα αυτά τα καταπαύσουν αι παρακλήσεις της Τσαρίνας, τότε όχι μόνον δεν θα τρέμη δια τας ημέρας του υιού της, και δεν θα φοβήται μήπως οι μηδενισταί σκορπίσουν στον αέρα τας σάρκας του συζύγου της, αλλά θα αισθανθή απ’ εναντίας τας αγνώστους εκείνας αγαλλιάσεις τας οποίας γεννά εις την ψυχίν η εκπλήρωσις ενός μεγάλου καθήκοντος, εξερχομένη δε των ανακτόρων της, τα οποία σήμερον είνε η φυλακή της, θ΄ ακούη την μουσικήν των ζητωκραυγών του Ρωσσικού λαού και τα χειροκροτήματα τη ανθρωπότητας.

ΤΡΙΦΦΦΗΣ

* Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 36 της εφημερίδας του Βόλου “Ο Εργάτης”, 18 Οκτώβρη 1909.

ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

Με αίσθημα κάπως παράδοξον, αλλ' όχι και ευχάριστον, γράφομεν αυτήν την λέξιν την οποίαν αναγιγνώσκετε παραπάνω.
Διότι χωρίς να θέλομεν σπρώχνει τον νουν μας εις εποχάς τρικυμιώδεις, κατά τας οποίας η ανθρωπότης εκυλίετο εις το αίμα της.
Διότι μεταξύ τόσων και τόσων ανθρωποφάγων και αιμοβόρων, μάς υπενθυμίζει τον Σύχαν τον τρομερόν, ο οποίος, αφού έχυσε ποταμούς αιμάτων και ύψωσε σωρούς από πτώματα, επήγεν κατόπιν στα Σάλωνα να πεθάνη από φυσικόν θάνατον και να διαψεύση το ρητόν "μάχαιραν έδωσες μάχαιραν θα λάβης".
Διότι μάς υπενθυμίζει Ροβεσπιέρον τον τρομερώτερον, ο οποίος το "μάχαιραν έδωσες..." το επεκύρωσε με τον θάνατόν του, διότι παρέδωσε την ισχυράν κεφαλήν του στα χέρια του δημίου.
Διότι επεθύμουν το μεγαλοπρεπές άρμα της Προόδου να εξακολουθή την εις τα εμπρός πορείαν του, εν μέσω της χαράς και αγαλλιάσεως των λαών... αλλά επιθυμία πλατωνική!
Ατυχώς η τρομοκρατία είνε αναγκαίον κακόν.
Και μόνον των μαρτύρων το αίμα, και των στρατιωτών της Ιδέας ο θάνατος, τρέπουσιν εις φυγήν της τυραννίας τα φάσματα, και επιταχύνουν την προς τα εμπρός πορείαν της ανθρωπότητος.
Τρομοκρατία!
Λέξις επιβλητική και με έκφρασιν, λέξις ζωντανή, καθρέπτης που βλέπεις μέσα σ' αυτήν την λαιμητόμον με την μάχαιράν της την φοβεράν ν' ανεβοκαταβαίνη και να θερίζει κεφαλάς, και πέριξ αυτής τον Γαλλικόν λαόν να την χειροκροτή σε κάθε πέσιμο κεφαλής και τους θρόνους των βασιλέων να κλονίζωνται από τα χειροκροτήματα.
Οι μωρότεροι των τυράνων μεταχειρίσθησαν την τρομοκρατίαν κατά των λαών δια ν' αποτύχουν και να συντρίψουν.
Οι τολμηρότεροι των λαών, την μεταχειρίσθησαν κατά των τυράννων δια να θριαμβεύσουν.
Αυτό το λέγει η Ιστορία.
Με την τρομοκρατίαν ο Σύχας έσωσε το καιρόν εκείνον το ρωμαϊκόν κράτος από τα νύχια των αργομίσθων και των κλεπτών και ρουσφετοφάγων.
Με την τρομοκρατίαν έσωσεν ο Ροβεσπιέρος στα 1793 της Γαλλικήν επανάστασιν, αραιόσας δια της λαιμητόμου τας τάξεις των εχθρών της.
Με αυτήν οι μηδενισταί εξεκόλησαν από τον Τσάρον την μικράν αυτήν ελευθερίαν, την σημερινήν και μ' αυτήν θα φθάσουν, χωρίς άλλο, στον τελειωτικόν θρίαμβόν των.
Με αυτήν ο Ιταλός Ορπίνης έσπρωξε τον Ναπολέοντα Γ' κατά της Αυστρίας, και συνετέλεσε κατά μέγα μέρος εις την ελευθέρωσιν της πατρίδος του.
Η τρομοκρατία δεν έχει καμμίαν ισχύν εναντίον της Ιδέας.
Οι ατρόμητοι οπδοί της δεν δίδουν καμμίαν εις αυτήν σημασίαν. Εφαρμοζόμενη εναντίον αυτών αντί να τους φοβίση και τους διασκορπίση, τους εξαγριώνει απεναντίας τους πολλαπλασιάζει, τους ενθουσιάζει.
Τους τυράννους μόνον τρομάζει και παγώνει τους αγενείς οπαδούς των.
Όσοι αμφιβάλλουν, ας ρίψουν το βλέμα εις την Ισπανίαν να βεβαιωθούν.
'Ενας ανθωπος εκεί ολιγώτερον, ο οποίος ηδύνατο και την ιδίαν ημέραν της δολοφονίας να πεθάνη. Άνθρωπος ήτο και μάλιστα γέρος και η αποπληξία ή η συγκοπή είνε για τους ανθρώπους.
Η μωρία όμως του Αλφόνσου θελήσαντος να τρομοκρατήση τους οπαδούς του Φερρέρ δια του θανάτου του, εδιπλασίασε, ετριπλασίασε την δύναμιν του Σοσιαλισμού, του οποίου ο μεγαλοπροεπής βραχθμός κατά την ειδησιν του θανάτου του, εκλόνισεν εκ βάθρων τα καθεστώτα.

ΤΡΙΦΦΦΗΣ

*Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 38, 23 Οκτωβρίου 1909 της εφημερίδας «Ο Εργάτης».

«ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΩΝ
ΘΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΙ

Έχω μια γειτόνισσα, της οποίας ο άνδρας απέθανε προ τριών εβδομάδων και την άφησε στους πέντε δρόμους με τέσσερα παιδάκια αρσενικά.
Προ ολίγων μηνών είχεν αποθάνει φθισικός και ο αδελφός του, ο οποίος έζη μαζί με την οικογένειαν στο ίδιο δωμάτιον.
Αφώτιστος ο Ελληνικός λαός και πτωχός δεν ηξεύρει και δεν δύναται να πολεμήση την φθίσιν, καθώς δεν ηξεύρει και δεν δύναται να πολεμήση τους ληστεύοντας την εργασίαν του.
Ο σύζυγος της γειτόνισάς μου, εκόλισεν ίσως φθίσιν από τον αδελφόν του, αλλ’ η φθίσις δεν επρόλαβε να σαπίση τους πνεύμονάς του· την επρόλαβεν αυτός, διότι απέθανε από άλλο.
Δεν τον εσκότωσε κανείς, ούτε του έσπασε τα κόκκαλα καμμία μηχανή από εκείνας που εφευρίσκουν οι εργαζόμεναι κεφαλαί διά την ωφέλειαν των εργατών, αλλ’ αι οποίαι χρησιμεύουν διά τον πλουτισμόν των κηφήνων και διά την καταστροφήν των εργατικών τάξεων, δεν έπεσεν από καμμία σκαλωσιά, ούτε τον επλάκωσε καμμιά άμαξα· και όμως δεν απέθανε από φυσικόν θάνατον.
Τον σκότωσε η δυστυχία!
Η δυστυχία εκείνη, που χιλιάδες σκοτώνει στην Ελλάδα κάθε μέρα.
Έλυωνε σαν το κερί, αλλά και δεν έλειπε από τη δουλιά του.
Επήγαινε το πρωί με την ψυχή στα δόντια κ’ εγύριζε το βράδυ σούρνοντας τα πόδια του, μ’ ένα καρβέλι ψωμί στη μασχάλι και λίγο τυρί ή εληές για την οικογένεια.
Τον έβλεπα και εσπάρασεν η καρδιά μου αλλά… τον έβλεπα μόνον… μ’ έβλεπε όμως κ’ εκείνος.
Δεκατέσσαρες ώρες την ημέρα ειργάζετο· τόση εργασία θα σκότωνε και βόιδι.
Και το μεροδούλι του; Δύο και σαράντα!
Βγάλε όμως και τας εορτάς τας οποίας άνθρωποι χορτάτοι και νταβραντισμένοι επέβαλλον εις ανθρώπους πεινώντας και εξηντλημένους, τας εορτάς που σαν αβδέλες, μαζί με τους αφεντάδες, ρουφάνε το αίμα του φτωχού…
Επάλεψεν ο άνθρωπος με την μοίρα του, αλλά δε μπόρεσε να βαστάξη περισσότερο· έπεσε στο κρεβάτι του, και αφού εβασανίσθη, δεν ηξεύρω πόσες ημέρες, απέθανε.
Ηδύνατο να ζήση, δεν είχε τα μέσα· και θα τα είχε, αν οι φιλάνθρωποι εφεκλαμαρίζοντο ολιγώτερον και επόνουν περισσότερον δια τους δυστυχείς.
Και θα είχε τα μέσα, αν η αλληλεγγύη συνέδεεν αδελφικώς και στην Ελλάδα, καθώς συνδέει στην Ευρώπη, τας εργατικάς τάξεις εναντίον της κεφαλαιοκρατίας.
Και θα τα είχεν αν οι εκβιασταί που σου λέουν, τόσο εγώ δίνω γιατί βρίσκω εργάτες και με λιγώτερο, αν θες εργάσου, αν δεν θες γύρισέ μου της πλάτες σου.
Ναι, θα τα είχε, αν εις τους εκβιαστάς αυτούς έδιναν από καιρού εις καιρόν μαθήματα όμοια με εκείνα που τους έδιναν άλλοτε οι Ευρωπαίοι εργάται και τους έβαλαν στη θέσι τους.
Και θα τα είχε αν αι ευγενείς κυρίαι ησθάνοντο ευγενέστερον και αντί να χάνωνται με τις κορδελίτσες, με τα φτερά, με της μόδες και με …τόσα άλλα, και αντί να χάνουν τις ώρες των μπροστά στον καθρέφτη, τας μεταχιρίζοντο να βοηθούν με συλλόγους των τον ιερόν αγώνα των εργατών προς προστασίαν των συμφερόντων των, εκ πληρούσι ένα μέγα ανθρώπινον καθήκον, του οποίου η εκπλήρωσις τρέφει την ψυχήν με αγαλλιάσεις υψηλάς και με ευφροσύνας αγνώστους εις τας ταπεινάς φύσεις.
Και θα τα είχεν, αν οι εύποροι (δια τους πλουσίους δεν ομιλούμεν) δεν ελησμόνουν τα διδάγματα Εκείνου, εις το όνομα του οποίου εβαπτίσθησαν, και αν εσπούδαζον κατά βάθος το θείον παράγγελμα «αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν» ότι και θα έβλεπον ποίας οάσεις ανοίγει εις την ανθρωπότητα η εφαρμογή του και πως, ως δια μαγείας, η κοιλάς αύτη του κλαυθμώνος θα μεταβάλλετο εις Παράδεισον.
Αλλ’ …οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους· ας έλθωμεν εις την γυναίκα με τα παιδιά, που είνε ακόμη ζωντανοί.
Η δυστυχής γυναίκα εύρεν εργασίαν εις ένα καπνεργοστάσιον με οχτώ (αριθ. 8) δεκάρες την ημέρα!
Ο αφέντης υποσχέθη βραδύτερον να τες κάμη 10!
- Είνε και πολλές άλλες, είπε, που εργάζονται και με λιγώτερο.
Το τέρας, είπε την αλήθεια αυτή τη φορά!
Ενώ τόσα ασθενή πλάσματα εργάζονται 14 ώρες την ημέρα για 8 δεκάρες και πεινάνε και υποφέρουν και πεθαίνουν κάθε ημέρα, πριν πεθάνουν τελειωτικά, ο αφέντης τρώγει, πίνει, διασκεδάζει, παχαίνει, απολαμβάνει και μετράει τα ματωμένα χρήματά του και θα τα μετράη έως ότου ο θάνατος, το σώμα του μεγάλου τούτου σκώληκος, το παραδώση εις τον τάφον ως τροφήν των μικρών σκωλήκων, και την κτηνώδη ψυχή στας κατάρας και τα αναθέματα των θυμάτων του.
Η γυναίκα ασθενής καθώς ήτο και αδύνατη, με τα μικρόβια της φθίσεως στους πνεύμονας, με την ανεπαρκή τροφή και με την πολύωρον εργασίαν, απέθανε προχθές και αυτή και άφησεν ορφανά και από μητέρα τα τέσσαρα μικρά.
Τι θα γίνουν τώρα αυτά τα κακόμοιρα;
Θα πάνε χαμένα! Θα τα καταπιεί και αυτά καθώς και χιλιάδες άλλα η κοινωνική άβυσσος!
Ηδύναντο να γίνουν καλοί άνθρωποι, αν εύρισκον προστασίαν, αλλ’ αν αυξήσουν τον αριθμόν των κλεπτών και των φονέων, το πταίσμα θα είνε της κοινωνίας, η οποία και δικαστάς έχει να τους δικάση και φυλακάς να τους σαπίση.
Και όμως! Αυτά θα είνε στη συνείδησί μου αθώα θύματα.
Η κοινωνία είνε ο δήμιός των.


ΤΡΙΦΦΦΗΣ»

*Άρθρο (με μικρό πρόλογο της σύνταξης) που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του Κ. Ηλιόπουλου, στο τεύχος 76, 20 Ιουλίου 1911 της εφημερίδας «Εργάτης-Γεωργός».

«ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ
ΧΟΛΕΡΑ ΚΑΙ ΠΑΠΑΣ

[Από τας διασωθείσας σημειώσεις του γνωστού εις τους αναγνώστας του «Εργάτου» υπό το ψευδώνυμον «Τρίφφφης» γεραρού και σοφού ομοιδεάτου διακεκριμένου δημοσιογράφου και παλαίμαχου σοσιαλιστού Κ. Ηλιοπούλου, του αποθανόντος πέρυσι εν εσχάτη πενία εν τω νοσοκομείω Βόλου.]

Α΄
Καθ ην στιγμήν το θέαμα του θανάτου θερίζοντος την ζωήν κινεί την φρίκην και τον πόνον στην Ιταλία, οι παπάδες επωφελήθησαν της ευκαιρίας να κηρύττουν εις τας ρύμας, τας αγυιάς και τους κάμπους ότι ο σοσιαλισμός… έφερε τη χολέρα!! «Μετανοήσατε, αποσκορακίσατε τον σατανάν, τον σοσιαλισμόν, ίνα σωθήτε!»
Αι γυναίκες προπαντός και οι αμαθείς χωρικοί, κλαίουν, γονυπετούν, προσεύχονται, γεμίζουν το πουγγί του παπά που κηρύττει, δοξάζουν τον Πάπα καταρώνται τον σοσιαλισμόν, περιφρονούν τας αστυνομικάς διατάξεις περί διαίτης κλπ. και… δεκατίζονται από τη χολέρα, δια να ταφούν υπό τας ευλογίας του ιδίου κήρυκος παπά.
Διά τους αμαθείς της Ιταλίας τίποτε δεν γίνεται χωρίς… θαύμα. Όταν ο κάμπος διψά λιτανείαι αμέσως. Περιφέρουν μεγαλοπρεπώς το άγαλμα του αγίου στα χωράφια και (άκουσον άκουσον) του βάνουν στο στόμα μια σαρδέλλα για να διψάση!... Τότε θέλει δε θέλει θα βρέξη ο άγιος για να πιή κι’ αυτός!! Μόνον οι ιερείς δύνανται να εμποδίσουν τας ανιέρους αυτάς συναθροίσεις, αλλ’ αυτοί τουναντίον τας υποδαυλίζουν.
- Τι λέτε πάτερ, ο σοσιαλισμός έβαλε στα καρπούζια μου τον βάκκιλον, το μικρόβιον της χολέρας;
- Αυτός βέβαια. Ο Πάπας τον κατηράσθη όπως ξέρεις.
- Το ξέρω· ο Πάπας δεν έχει άλλη δουλιά να κάνη. Αλλ’ αν έπιασε η κατάρα του Πάπα τότε πρέπει να ομολογήσης ότι ο Πάπας έφερε τη χολέρα.
- !!!
… Κάθε τόσο διακρίνω σημεία ολοφάνερα ότι ο άνθρωπος δεν έχει ακόμη διάθεση να ευτυχήση κατ’ ουδένα τρόπον σ’ αυτόν τον κόσμο!

Β΄
- Η πλουτοκρατική ολιγαρχία.
Υπάρχουν άνθρωποι, που για να παραγιομίζη καλά η παληοκοιλιά τους, αδικούν· άνθρωποι οι οποίοι ποτέ δεν εχόρτασαν. Και ποίοι είνε αυτοί οι άνθρωποι; Είνε η λεγόμενη πλουτοκρατική ολιγαρχία. Είνε ένα σύμπλγεμα όφεων· είνε μία σπείρα, είνε μία ορδή. Έχουν την μορφή ανθρώπων αλλά δεν είνε άνθρωποι, και στο μέρος που εμείς οι άλλοι άνθρωποι έχομε την καρδιά, αυτοί στο μέρος αυτό του σώματος έχουν ένα κομμάτι κρέας. Διάφορα κουμάσια αποτελούν αυτήν την άτιμον ολιγαρχίαν. Τραπεζίτες ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι βουλευταί, κάποτε και Υπουργοί, κτλ. Βάρτετους είνε οι πλέον άτιμοι Ανώνυμοι τράπεζαι, εταιρείαι διάφοροι και άλλοι απατεώνες και λησταί. Δεν ενθυμούμαι ποίος εκάλεσεν αυτάς τας ορδάς «εταιρικήν φαγέδαιναν» και εζήτησεν από το Κράτος να θέση φραγμόν εις την ασυνείδητον πλεονεξίαν των… Διά να αποφεύγουν αυτοί τον έλεγχον του κράτους, συνεταιρίζονται με βουλευτάς, υπουργούς, πολιτευομένους. Και είναι πολλά τα κόλπα που μεταχειρίζονται αυταί αι ορδαί για να γδύνουν τον κοσμάκη…
…Πρέπει να παν κατά διαβόλου αυτοί οι λησταί της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας που ληστεύουν αλύπητα το λαό.
…Όσο κοιμάσαι λαέ τίποτε μην περιμένης από άλλους!
Πως θα διαλυθή αυτή η ολιγαρχία, αφού εσύ κοιμάσαι;!

Πτωχοκομείον Βόλου 1910.
+ Κ. Ηλιόπουλος


ΟΤΑΝ ΠΛΟΥΤΟΥΝ ΟΙ ΠΤΩΧΟΙ

(Από τας σημειώσεις του αποθανόντος ομοϊδεάτου Κ. Ηλιόπουλου).

Οι πτωχοί μόλις γίνουν κύριοι πλούτου, μιμούνται τους πλουσίους τους οποίους βλέπουν να καλοπερνούν εκ της εργασίας των άλλων. Ο άνθρωπος εφ' όσον είνε αμόρφωτος υπό κοινωνικήν έποψιν, θέλει τον πλούτον δια να καλοπερνά εγωιστικώς όπως βλέπει το όλον κοινωνικόν παράδειγμα γύρω του.


Ο άνθρωπος ο μορφωμένος κοινωνικώς, ο πιστεύων ότι η σημερινή ζωή είνε: μία καθαρά αναρχία προστατευομένη υπό της βίας του νόμου και ότι αν η κοινωνική αυτή αναρχία δεν λείψη και δεν αντικατασταθή το νομοθετικόν αναρχικόν σύνολον, ο αληθής πολιτισμός δεν θα ανατείλη στον κόσμο, ο ούτω μορφωμένος άνθρωπος, επείσθη ότι το να καλοπερνά κανείς σημαίνει ότι πρέπει να εργασθή ως τάξις και να υψώση την σημαίαν της πάλης, διοργανούμενος!


*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Εργάτης - Γεωργός" (Βόλου και Λάρισας) - μετεξέλιξη της εφημερίδας "Ο Εργάτης" (του Βόλου) - στο τεύχος 77, 23 Ιουλίου 1911.

Στο τεύχος 80, 6 Αυγούστου 1911, δημοσιεύτηκε και αυτό το άρθρο του Κων. Ηλιόπουλου:

«ΑΝΘΡΩΠΟΣ – ΚΤΗΝΟΣ
(Από τας σημειώσεις του αποθανόντος ομοιδεάτου Κ. Ηλιοπούλου)

Ο άνθρωπος είνε ένα εγώ, εντός του οποίου χορεύουν πάθη κτηνώδη και πάθη ευγενή, αλλά ταύτα υποχωρούν απέναντι των πρώτων. Ο άνθρωπος εξεταζόμενος ως ζώον είναι εκ των αθλιεστέρων και θηρεωδεστέρων. Τον βλέπεις να ξεσχίζει τας σάρκας του ομοίου του! Να θανατώνει τους αδυνάτους. Να σκοτώνη με χίλια δολοφόνα όπλα. Με την μάχαιραν και με την ατιμίαν. Με το πιστόλι και με την εκμετάλλευσιν. Επείνασε; αλλοίμονον εις τους περικυκλούντας αυτόν. Η τίγρις είναι αρνίον μπροστά του.
Αγαπά τον εαυτόν του πολύ αυτό το περίεργο ζώον. Το εγώ του είνε το κέντρο του σύμπαντος. Όταν το δίποδο αυτό ζώον αισθανθή την πείναν της φιλοδοξίας σκέπτεται πώς να σε εκμεταλλευθή έστω και αν πρόκειται να χαρίση τον θάνατον την πείνα, την δυστυχίαν εις σε και σους εξαρτωμένους από σε. Όταν αισθανθή την πείναν του… στομάχου, σ’ άρπαξε το θεριό. Έλεος μην ελπίζεις.
Αλλά και συ είσαι ένα εγώ κτηνώδες και ακάθαρτον και θα κάμης εις πρώτην περίστασιν το ίδιο που κάμει αυτός σε σένα. «Ή με τρώς ή σε τρώω». Αυτό είνε το σύνθημα του συχαμερού δίποδος, όπως σιγά σιγά το δημιούργησε το κοινωνικό περιβάλλον, το υφιστάμενον καθεστώς και ο οικονομικός οργανισμός του. Το ίδιο σύνθημα, «ή με τρώς ή σε τρώω» το λέγει με άλλα λόγια η πλουτοκρατική οικονομολογία τυλιγμένα με το ψεύτικο φόρεμα της πιο ψεύτικης επιστήμης. «Ο θάνατός σου ζωή μου!» «Ελεύθερος ανταγωνισμός!» Να μία ελευθερία που δημιουργεί δουλείαν απαισίαν. Την οικονομικήν δουλείαν και συνεπώς την πνευματικήν, την δουλείαν της σκέψεως, της συνειδήσεως!
Όσα νομοθέτησαν από της στιγμής που ευρέθησαν οι νόμοι (δια να καταργηθούν αι ελευθερίαι και ανακύψουν οι προνομιούχοι, η βία και η εκμετάλλευσις) όλα συνέτειναν εις το να αυξήσουν την αποθηρίωσιν· την κακομοιριά εις τας ατελείας δυπόδου ομοίου μας. Μόνον η κατάργησις της ιδιοκτησίας δύναται να μεταμορφώση το αχρείον αυτό ον. Επί ποινή θανάτου να μη δύναται να έχη δικό του τίποτε. Τότε θα σταματήση η αποθηρίωσίς του. Θα παύση η κλοπή, η αδικία, αι χρεωκοπίαι, ουδόλως η αχρεία εκμετάλλευσις, πατροκτονίαι, αδελφοκτονίαι, καταδολιεύσεις, δολοφονίαι νοθεύσεις (δολοφονίαι και αυταί) απάται κτλ.
Κατά τους τρείς και πλέον αιώνας μετά Χριστόν οι χριστιανοί ήσαν αληθινοί οπαδοί του, άξιοι του ονόματός του, άνθρωποι και όχι θηρία. Δεν είχον όμως τότε ιδιοκτησίαν. Ό,τι είχον ανήκον εις όλους και ό,τι ανήκον εις όλους ανήκεν και εις τον καθένα. Η εφαρμογή του σοσιαλισμού δεν πρόκειται μόνον ότι θα απελευθερώση τον άνθρωπον από κάθε δουλείαν και κυρίως από την οικονομικήν δουλείαν και θα τον εξασφαλίση τας απολαύσεις της ζωής που επιβάλλει και παρέχει η φύσις.
Πρόκειται ότι κατ’ αναγκαίαν συνέπειαν ο άνθρωπος ελεύθερος οικονομικώς, πνευματικώς, ελεύθερος απολύτως, θα παύση να είναι πονηρόν ζώον, ψεύτης, κόλαξ, χαμερπής, μαστρωπός, εγκληματίας, χαρτοπέκτης, πόρνος, έκφυλος! Το ουσιώδες είνε ότι η εφαρμογή του σοσιαλισμού με την αναγνώρισιν της απολύτου ελευθερίας και όλα και δι’ όλα, με την εμπέδωσιν της συνολικής κυριότητος των οργάνων της εργασίας και παραγωγής θα ελευθερώση την σκέψιν θα εξυψώση το πνεύμα, θα λεπτύνη την ψυχήν, θα σκορπίση νέα ιδανικά θα καταργήση την δυστυχίαν και το έγκλημα τέλος θα μεταμορφώση το σημερινόν κτήνος εις άνθρωπον».

*Από το βιβλίο “Ο ήλιος της Αναρχίας ανέτειλε - Για μια ιστορία του αναρχικού κινήματος του «ελλαδικού» χώρου”, Εκδόσεις Κουρσάλ, Ιούνης 2017.