Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος
Ελλαδικά Κοινωνικά Κινήματα

ΑΝΕΚΔΟΤΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΤΟΥ Δ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ (1)

Φίλε Κύριε,

Αθήναιος ο δειπνοσοφιστής αναφέρει, ότι, ερωτηθείσα μία εταίρα της αρχαιότητος, τι φρονεί περί του έρωτος; Φρονώ, απήντησεν, ότι έρως είναι η τε ηδυπάθεια και η ηθική ευδαιμονία, την οποία αισθάνεται το εν των γενών, όταν κρατή το έτερον εις τας αγκάλας αυτού. Η απάντησις αύτη ήρμοζε εις τα άσεμνα μιάς εταίρας χείλη, διότι, δικαιολογούσα την διαγωγήν αυτής, αναπλάττει τον έρωτα ως θεόν του αποτελέσματος και ουχί του αιτίου.

Αλλά συ, φίλε μου, συ ο ερευνητής της ανθρωπίνης καρδίας, ο αισθηματώδης, συ να παραδέχεσαι ότι είναι δυνατοί δύω συγχρόνως έρωτες, δεν είναι θλιβερόν;

Έρως δεν είναι δράμα εις πράξιν μίαν. Εάν τούτο ήτο έρως, δεν ήξιζε τον κόπον να φιλοσοφή τις επ’ αυτού. Ημείς, οι νέοι, συνειθίζομεν πολλάκις να λέγωμεν, αναρπαζόμενοι υπό του κάλλους και της γοητείας ερωμένης ημών, ότι είμεθα πρόθυμοι να θυσιάσωμεν την ζωήν χάρις αυτής, και νομίζομεν, ότι τούτο είναι ο μέγιστος, ο ιδεώδης βαθμός του έρωτος. Αλλά και αν πραγματικώς πράξωμεν τούτο, εάν προσφέρωμεν την ζωήν ημών χάριν της ερωμένης, η θυσία αύτη τι είναι; Μιας στιγμής θυσία. Ευκόλως δυνάμεθα εις στιγμήν παραφοράς να θυσιάσωμεν την ζωήν, αφού θυσιάζομεν αυτήν πολλάκις προς απόλαυσιν των χαμερπεστέρων ηδονών.

Έρως δεν είναι η στιγμιαία απόλαυσις και ηδονή, είναι η μετουσίωσις μιας ψυχής εις ετέραν, είναι η συγχώνευσις δύο ψυχών. Είναι το ακαταμάχητον εκείνο αίσθημα, το οποίο συγκεντροί το σύμπαν εν ενί προσώπω, όπερ αναπληροί τω ετέρω το σύμπαν. Ο έρως είναι όπως ο θεός, Εις, πάντοτε Εις. Εάν δεχθώμεν δύω, τότε δυνάμεθα να δεχθώμεν και τρις και τέσσαρας και χιλίους, και ιδού φερόμεθα προς την πολυθεΐαν. Πολυθεΐα δ’ επί έρωτος είναι η αρχαϊκή της Αστάρτης λατρεία.

Δεν εννοώ, πώς είναι δυνατόν σπουδαίως να συζητής περί αυτού. Ας υποθέσωμεν λ.χ., ότι ο Νικόλαος απαντά δύο γυναίκας, μία ξανθήν, ετέραν μελαγχροινήν. Επειδή δε ο Νικόλαος φρονεί, ότι είναι ευαίσθητος, ερά (;) αμφοτέρας. Όστις ερά, ποθή να βλέπει αιωνίως το αντικείμενον του έρωτος αυτού. Και ευτυχώς ο θεός δεν εισακούει τας ευχάς των εραστών, άλλως εν τη δευτέρα παρουσία θα εύρισκεν ο σαλπιγκτής άγγελος πανταχού ζεύγη εραστών, αναμενόντων προ αιώνων και ουδόλως αισθανθέντων την πάροδον του χρόνου. Αλλ επί το προκείμενο, ο Νικόλαος διευθύνεται προς την ξανθήν Ελένην, κάθηται δύο ή τρεις ώρας, επί τέλους δε σκεφθείς, ότι πρέπει να ίδη και την μελανώπιν Αθηνάν, αποχαιρετίζει την χρυσόκομον Ελένην, και, επειδή πρόκειται να ίδη το έτερον αντικείμενον των πόθων αυτού, αφίνει, εννοείται, την πρώτη ερωμένην αυτού άνευ της ελαχίστης θλίψεως. Συνήθως κλαίει η καρδία, όταν αφίνωμεν, έτσω και προς στιγμήν, το ον εκείνο, το οποίον παρέχει ημίν εντυπώσεις τοσούτον σφοδράς, τοσούτον ποικίλας και υψηλάς, ώστε πάσαι αι άλλαι εντυπώσεις διέρχονται αδιόρατοι από του ερώτος. Αλλ’ ο έρως του Νικολαόυ δεν είναι τόσον τραγικός, αφίνει εύθυμος την Ελένην, εισέρχεται εύθυμο εις την Αθηνάν και ομνύει εις αυτήν μόνον και αιώνιον έρωτα, επί τέλους δε αρπάζει απ’ αυτής εν άνθος, το οποίον προσφέρει ο θερμός λάτρις της Αθηνάς την επαύριον εις την πεφιλημένην αυτού ερωμένη Ελένη.

Όταν καθήμεθα πλησίον της ερωμένης ημών, το ωρολόγιον δεικνύει πάντοτε την αυτήν ώραν και εάν ο ήλιος δύση, το πρόσωπον της ερωμένης ημών αντικαθιστά τον ήλιον, και ο χρόνος σιγά. Αλλά το ωρολόγιον του Νικολάου έχει χαλύβδινο ελατήριον, δεν επηρεάζεται τοσούτον ευκόλως. Ενώ μεθ’ όλης της παραφοράς εκείνης, ήτις είναι μόνον του έρωτος προϊόν, ασπάζεται την χείρα, την μεταδίδουσαν αυτώ διά μόνης της αφής άπειρον ευδαιμονίαν, ενώ μεθύει υπό του εκ των οφθαλμών της Αθηνάς εκχεομένου έρωτος, παρατηρεί το ωρολόγιον αυτού, το οποίον πιστόν, τα μάλιστα πιστόν εις το κύριον αυτού τω λέγει, - καιρός να ίδης πάλιν την Ελένην. Και τότε ή αναχωρεί, η δ’ αναχώρησις αύτη σημαίνει, ότι ουδένα έρωτα έχει εν τη καρδία, ή μένει και τότε αγαπά μόνην την Αθηνάν, ή καθήμενος ολίγην ώραν αναχωρεί μετ’ ολίγον, εν τοιαύτη δε περιπτώσει σαφέστατα δηλούται, ότι ο λίαν αισθηματώδης Νικόλαος αγαπά το ωραίον στήθος της Αθηνάς και τους ωραίους πόδας της Ελένης.

Αλλ΄ ο Νικόλαος είναι και ποιητής. Επαινεί την ξανθήν Ελένην εμμέτρως, έπειτα αφαιρεί τας στροφάς τας αφορώσας την κόμην και τους οφθαλμούς, και χωρίς ποσώς εκ τούτου να μεταβληθή η έννοια – οι στίχοι του είναι τοσούτον τεχνικώς συντεθειμένοι, ώστε και όλοι αν εξαλειφθώσιν, ουδόλως μεταβάλλεται η έννοια – προσφέρει αυτούς εις την μελάγκομον Αθηνάν.

Η δε γελοιογραφία αύτη του έρωτος φρονεί, ότι είναι το μέγιστον των παθών; Μα το άνθος της Ορτενσίας δεν λέγεις αλήθεαν.
Μάτην κραυγάζεις, ότι ο Παύλος εχίε με δύω έρωτας αλλ’ είχε μίαν ελπίδα. Εν πρώτοις η φράσις αύτη είνι αναιδεστάτη, διότι την ατήν ελπίδα έχει και ο αγαπών ολόκληρον το θήλυ γένος. Έπειτα σπουδαίως φρονείς, ότι η ελπίς, ην έχει τις – εννοείς δε την τοιαύτην ελπίδα – είναι έρως; Μα των κώνωπα απατάσαι.

Αλλά συ ο ίδιος προχωρών κατωτέρω διαρρηγνύεις τον κάλαμόν σου υπέρ των δύω ερώτων, διχάζεις όμως αυτούς εις ένα μεν των αισθήσεων, έτερον δε της καρδίας. Αν τούτο ζητείς να αποδείξης, ομολογώ την ήτταν μου, τοιούτος έρως υπάρχει τωόντι, πλην πάλι είναι εις, φίλτατε. Εκείνη, εφ’ ης αι αισθήσεις ψάλλουν – ως συ κακοζήλως λέγεις – είναι εικών της πρώτης. Και έρεπε να το γνωρίζης, αφού ανηγέρθης φιλόσοφος των παθών της καρδίας.


Τι δε να είπω περί του ορισμού του έρωτος
«ότι σε δίδουν λάμβανε,
με θάρρος απολάμβανε;»


Τοσούτοεκορέσθης των αγνών της νέας ηλικίας εντυπώσεων, τοσούτον διεστράφη η καρδία σου, ώστε ανάπλασσες αξίωμα, το οποίον αμφιβάλλω αν θα ετόλμα η Φρύνη ή η Λαΐς ή η Νάννιον να εκφέρη; Και πώς τολμάς να φιλοσοφής περί έρωτος, όταν θεωρής τον έρωτα υπό τοσούτον ταπεινήν μορφην και όταν νομίζης, ότι η πε΄ριστασις, καθ’ ην κρατών εις τας αγκάλας σου γυναίκα εφ’ ης αι μεν αισθήσεις σου ψάλλουν η δε καρδία σου αισχύνεται και δεν χειροκροτεί, είναι και αυτό έρως! Μη ιεροσυλει τουλάχιστον και προπάντων μη γράφε τοιαύτα πράγματα διότι κάμνεις κατάχρησιν της αδυναμίας της αψύχου μελάνης.

Εννοώ να είναι τις υλιστής, αλλά μισώ τους ιπποκαντεύρους, διότι δεν έχουσιν ούτε την αρειμάνειον μεγαλοπρέπειαν του ίππου, ούτε την ευγενή σοβαρότητα του ανδρός.

Σε παρακαλώ δ’ επί τέλους, αν και άλλοτε η είμαρμένη σε εμπνεύση – και η ειμαρμένη θεωρούσα εαυτήν ευτυχή, διότι ευρέθη άνθρωπος επικαλούμενος αυτήν όταν γράφη, δύναται να καταχρησθή την επίκλησίν σου – να μη λάβης ως θέμα τας παρατηρήσεις μου, διότι εγώ επειδή δεν εμπνέομαι υπό της αστάτου ειμαρμένης, δεν γράφω δια να γράψω.

Λοιπόν, φθείρου και μη γρύξης

Έτι μηδ’ οτιούν.

Ου γαρ πέισεις, ούδ’ ην πείσης.

1. Η Δ. του Αττικ. Ημερολ. Οφείλει χάριτας εις το ευγενήν φίλοςν κ. Ν. Μανιτάκην, διευθυντήν της αξιοτίμου εφημερίδος
Νεολόγου Αθηνών», προθύμως παραχωρήσαντα αυτή προς δημοσίευσιν την διδακτικωτάτη ταύτην επιστολήν του αειμνήστου Δ. Παπαρρηγοπουλου.


* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αττικό Ημερολόγιο» του 1878.