Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος
Γενικά Άρθρα

I


Αναπνέων τον καθαρόν αέρα των ορέων και μη κύπτων τον αυχένα εις ουδένα είμαι ίσως ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. Και όντως εντός της κοινωνίας εάν ήμην και τον αυχένα θα έκλινον εις τους νόμους και θα εμισούμην προς τούτοις. Εντός δε της φυλακής των πόλεων εγκεκλεισμένος, και τας σωματικάς και διανοητικάς δυνάμεις μου θα έβλεπον καταβαλλομένας, και τας ασθενείας, τον οχληρόν τούτον ξένον, συχνά επισκεπτoμένας την σάρκα μου. Επί τέλους δε θα απέθνησκον επί κλίνης μετά ασθένειαν οδυνηράν περιστοιχιζόμενος από ανθρώπους αναμένοντας ανυπομόνως την τελευταίαν μου αναπνοήν ίνα δαμελισθώσι τα ιμάτιά μου, εάν ήμην πλούσιος, θλιβομένους δε διότι αποθνήσκει ο κοπιάζων και τρέφων αυτούς, εάν ήμην πτωχός.  Ήδη δε πτηνόν ελεύθερον έχω κατοικίαν τα όρηκαι τους βράχους, δεν φοβούμαι ασθενείας, τα δε μίση των ανθρώπων δεν φθάνουσι μέχρις εμού.


Τι είναι κοινωνία; σωρός κακοηθείας και ραδιουργίας, άθροισμα φθόνου και μίσους εκμαγείον δαιμόνων. Εάν δε τις εξετάση καλώς και με απαθές βλέμμα την κοινωνίαν και τα άτομα αυτής, θέλει ιδεί ότι εις μεν την κοινωνίαν σύμπασαν δεν υπάρχει αρετή, εις δε το άτομον δύναταί τις ενίοτε να εύρη τοιαύτην και διατί τούτο; διότι το μίσος, ο φθόνος, η κακία, η ραδιουργία και τα τοιαύτα, εις το άτομον απολύτως θεωρούμενον δεν δύνανται να αναπτυχθώσι, αλλ’ εις την κοινωνίαν και δια της κοινωνίας αναπτύσσονται.


Αλλ’ είμαι ληστής λέγουσιν οι έννομοι, είμαι κακούργος. Πόσοι εντός της κοινωνίας βασανίζουσι τους ανθρώπους, εκδύωσιν αυτούς, υποσκελίζουσι τους αγαθούς, κακοί αυτοί, και στερούσι πολλών οικογενειών τον άρτον! Και εν τούτοις ζώσιν εντός της κοινωνίας κολακευόμενοι, τιμώνενοι, θαυμαζόμενοι.  Όστις κακός ων προσπαθεί να φαίνηται ενάρετος μάλλον κακουργεί ή ο διαρρήδην παραβαίνων τους νόμους.


Ο άνθρωπος, ο κοινωνικός και εξευγενισμένος καλούμενος άνθρωπος, θεωρείται, υπό των τοιώντων όμως πάλιν, πολύ ανώτερος των ζώων και εν τούτοις ζώα του αυτού είδους χωρίς να σχηματίζωσι κοινωνίαν, χωρίς να έχωσι συνθήκας, χωρίς να έχωσιν ηθικούς νόμους, προστατεύονται πολλάκις, και σπανίως σπανιώτατα σφάζουσιν άλληλα.


Νομίζουσιν ημάς δυστυχείς πόσον απατώνται και πόσον αυτοί είναι δυστυχείς! Υγιείαν έχομεν και ζώμεν καλώς, ίσως δε και τύψιν συνειδήσεως ολιγωτέραν από τους εν τη κοινωνία ανθρώπους ο δε χρόνος δεν φέρει εφ’ ημών την πνοήν του τοσούτον ταχέως ως εφ’ υμάς. Σεις δε; σεις μεν οι πλούσιοι οι κατακεκκλιμένοι εντός μαλακών στρωμνών, οι ηδύνοντες τον λάρυγκα υμών με γαλλικούς οίνους, οι περιστοιχιζόμενοι από υπηρέτας αφαιρούντας αφ’ υμών την σωματικής ενέργειαν, εν ω η μαλθακότης αφαιρεί την διανοητικήν, είσθε ευτυχείς; Ουχί διότι φοβείσθε ημάς τους οποίους εις μάτην κατατρέχετε, διότι γίνεσθε πλεονέκται, διότι τρέμετε τον θάνατον είσθε ενάρετοι; πολλού γε και δει, τα χρήματα ταύτα, αι οικίαι, οι κήποι, οι άμπελοι, οι αδάμαντες τις οίδε τίνι τρόπω αποκτήθησαν, ο ενάρετος δεν γίνεται πλούσιος, αλλά δύναται να κληρονομήση τα με ιδρώτα πολλών οικογενειών αποκτηθέντα χρήματα ταύτα, πλην προς τι τούτο αφού αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα;


Σεις δε οι πτωχοί είσθε ευτυχείς; καταπατείσθε από τους πλουσίους και γίνεσθε όργανα των ορέξεων αυτών χωρίς καν να το αισθάνησθε, δεν έχετε ούτε θέλησιν, ούτε όρεξιν, ούτε ελευθερίαν, εάν και πάλι νομίζητε εαυτούς ευτυχείς, κυλίεσθε εν τη ευτυχία σαν και μη φοβείσθε να σας ταράξη τις ποτέ.


Ληστής κακούργος! Οι πλούσιοι τους τρέμουσιν οι πτωχοί τους τιμώσι τις του καταφρονεί; ο νόμος; όχι διότι δεν τους ετιμώρει.


Καθήκον μέγα επεβλήθη εφ’ ημάς να τιμωρώμεν τους πλουσίους τους δαφεύγοντας το βλέμμα του νόμου, να χύνωμεν το αίμα αυτών αφειδώς, διότι το ερρόφησαν απ΄ άλλων. Διατί προσπαθούσι να μας εξολοθρεύωσιν; Άρχοντες των ορέων επιβάλλομεν φόρον εις τους διερχομένους εκείθε, καθώς και σεις οι εν τη κοινωνία επιβάλλετε χίλιους φόρους. Διατί μας υβρίζετε;


Ο νόμος δεν έπρεπε να προσπαθή να κατατετρέχη ημάς, πριν φέρει τα βλέμματα αυτού τόσον μακράν έπρεπε πρώτον να παρατηρήση τους πέριξ αυτού αληθώς κακούργους. Πλην διατί δεν το κάμνει; διότι ημείς φονεύομεν αναφανδόν, εκείνη δε λάθρα, διότι εμείς εις μίαν στιγμήν απαλλάττομεν τον άνθρωπον του βαρέως της ζωής φορτίου εκείνοι βραδέως και απαθώς ροφώσιν το αίμα των θυμάτων των διότι ημείς καλλούμεθα λησταί, εκείνη ευγενείς, πεπολιτισμένοι, αγαθοί και ενάρετοι ανθρώποι.


Η δε κοινωνία πριν καταρασθή ημάς, έπρεπε πρώτον φέρουσα τα βλέμματά της εις τους κόπους αυτής να ίδη τα’ αποτελέσματα ά αυτή παρήγαγε και παράγει.


Η κοινωνία μας αποσκορακίζει, πλην όμως νομίζεται ότι ημείς έχομεν ανάγκη αυτής;


Η κοινωνία εσχηματίσθη διότι το άρρεν επεθύμει το θήλυ, διότι ο πατήρ ήθελε το τέκνο πλησίον του ίνα τον υπηρετεί και ίνα οπλήσει, η κοινωνία εσχηματίσθη διότι ο ασθενής επεθύμει βοηθείας και προστάτου, διότι ο τρυφηλός επεθύμει τρυφάς, ας δεν ηδύνατο να επιτύχη άνευ της συνεργείας των άλλων. Ιδού διατί εσχηματίσθη η κοινωνία.


Αλλά, λέγουσι, τα λαμπρά τότε προτερήματα τα οποία έλαβεν ο άνθρωπος παρά του πλάστου, πώς ηδύναντο ν’ αναπτυχθώσι και να ωφελήσωσιν αυτόν; Η ιατρική, η χημεία, η φιλοσοφία, αίτινες σήμερον υπάρχουσι τότε τι ήθελον γένει; Η ιατρική είναι άχρηστος εις ανθρώπους μη κοιμωμένους εντός στρωμνών εκ πτίλων, εντός αιθούσης θερμαινομένης το χειμώνα, η ιατρική είναι άχρηστος εις ανθρώπους μη βαρύνοντας το στόμαχον με πληθύν βρωμάτων τερπνών μεν εις το λάρυγκα, καταστρεπτικών δε εις τον οργανισμόν. Οι άγριοι δεν έχουσιν ανάγκη της ιατρικής, ουδέ έχουσιν επιστήμονας ιατρούς και εν τούτοις δεν αποθνήσκουσι με τους κανόνας της ιατρικής από τας των ιατρών χείρας ως οι πεπολιτισμένοι. Η χημεία και η φυσική τι κατόρθωσε; η μεν ν’ ανακαλήψη εις τους ανθρώπους όπλα άγνωστα, άτινα μεταχειρίσθησαν κατ’ αλλήλων, η δε να δεσμεύση την δραστηριότητα του ανθρώπου δια των ανακαλύψεών της, και καθιστώσα τον άνθρωπον επηρμένον δια τας ανακαλύψεις του και να δείξη προφανέστερα την μηδαμινότητά του δια του θανάτου. 


Η φιλοσοφία τι εχρησίμευσεν εις του ανθρώπους; Ειςτο να διασπείρει ιδέας παραδόξους και αλλοκότους, εις το να βασανίζη τον νουν των λατρευτών της, και σκοτεινή και δύσληπτος αυτή ούσα, να θαυμάζητε ως μεγάλη επιστήμη. Η αλήθεια είναι μία, φιλοσοφικά συστήματα εισίν άπειρα άρα πάντα εισί ψεύδη. Η αλήθεια είναι σαφής, είναι καθαρά, το ψεύδος είναι σκοτεινό, είναι ασαφές.


Θέλετε δε να ιδήτε η θεολογία εις τι εχρησίμευσεν; απλούστατον, εις το να γίνωσι διακρίσεις μεταξύ ανθρώπων, εις το να γεννήση μίσος άσπονδον μεταξύ αυτών, εις το να εγείρει τους μεν κατά των δε, και διδάσκουσα αυτή την αρετήν και την μετριοπάθειαν, να φέρη αντί της αγάπης τη διχόνοιαν, αντί της μετριοπάθειάς τα μίση αντί της ειρήνης τον πόλεμον. Όλον το αίμα το χυθέν ένεκα λόγων άλλων και ουχί θρησκευτικών είναι ολιγώτερον του χυθέντος ένεκα θρησκευτικών ερίδων και σχισμάτων. Εν γένει ουδέν έργον της ανθρώπινης διανοίας εγένετο πρόξενου καλού.


Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις την κοινωνίαν.


Αφού κατά μικρόν οι σφιγώντες, οι αισχοκερδείς, οι τρυφηλοί, οι κοιλιόδουλοι συνήλθον επί το αυτό, ο ισχυρότερος εξ αυτών και πνευματωδέστερος ετέθη επί κεφαλή των, άλλοι επιθυμούντες να καθέξωσι την θέσιν ταύτην έρριψαν αυτόν και ήλθον αυτοί. Επί τέλους η λέξις ισότις ήρχισε να κυκλοφορή. Οι δείλαιοι, ως είναι δυνατόν να υπάρξη ποτέ ισότις. Και η πολιτική δε ισότης εάν κατορθωθή, είναι δυνατόν να καταστήσει τις τους ανθρώπους κατά το πνεύμα, κατά την παιδείαν, κατά την ρώμην; ιδού ανισότης μεγάλη, ην η κοινωνία και οι σοφοί αυτής όσον και αν φιλοσοφήσωσι δεν θα λύσωσιν.


Οι νόμοι εσχηματίσθησαν δια να καταπιέζωσι τους πτωχούς, τους άνευ προστατών, τους αδυνάτους. Σπανίως ο νόμος προστατεύει τον ασθενή, άλλοι εντός της κοινωνίας τοιούτοι είναι πολλοί κι ισχυροί εκτός αυτής και κατοπατούσι τον νόμον όστις τους ηδίκασε.


Φθόνοι, μίση, ραδιουργίαι υπήρξαν πριν γίνη κοινωνία; ο Αδάμ δεν εγνώριζε τον φθόνον, ο Κάιν εφόνευσε τον Άβελ.


Δεν είμεθα ημείς τιμιώτεροι υμών αφού διατηρούμεν τους νόμους ους έχομεν; δεν είμεθα μυριάκις γενναιότεροι, μυριάκις ανώτεροι υμών αφού δεν έχομεν ανάγκην προστατών; Δεν είμεθα ημείς άνθρωποι τωόντι αφ’ ου δεν είμεθα ουδενός δούλοι!


Ερπετά! Τολμάτε ν’ αποσκορακίζητε ημάς τους αετούς.


Μας θεωρούσι σκληρούς, απανθρώπους, αγενείς, αλλ’ όχι η καρδιά ημών είναι ευγενεστέρα της καρδίας υμών, και ο έρως ου μας θεωρείτε αναξίους, υπάρχει εις ημάς γνήσιος, καθαρός, ουχί ως εις υμάς, μεμολυσμένος και υλικός. Ποσάκις περιφερόμενος την νύκτα ενώ νέφη βροχορόρα περιεπλάνωντο επί των απέραντων ανακτόρων του κόσμου, εζήτησα να ίδω χωρικήν ωραίαν ίνα τη προσφέρω εν άνθος και εν φίλημα, ποσάκις έκλαυσα συλλογιζόμενος ότι έμελε να ταφή εντός μια καλύβης σεσαθρωμένης!


Δεν είμεθα ημείς σκληροί, ως μας νομίζητε, εις την φωνήν του δυστυχούς δακρύομεν, εις την φωνήν του πένητος ελεούμεν και βοηθούμεν τον αδύνατον. Ανοικτίρμονες είσθε σεις και κακούργοι.

Το έλεος και η συμπάθεια δεν καταβιβάζουσι την ανδρείαν του ανθρώπου, ως φρονούσι τινες, αλλ’ η έλλειψις αυτών είναι ένδειξις ψυχής διεφθαρμένης και χαμερπούς.


Είς την κοινωνίαν υπάρχουσι λησταί νόμιμοι, λησταί-τοκογλύφοι, λησταί-έμποροι, λησταί- χρυσοχόοι, λησταί-ενάρετοι, λησταί–ευσεβείς και πλήθος άλλων. Οι λησταί–τοκογλύφοι πρέπει να διχοτομηθώσι δια πρίωνος, οι λησταί–έμποροι να ανασκολοπισθώσιν, οι λησταί–χρυσοχόοι να εισβήθωσιν εντός λουτρού εκ μολυβδου αναλελυμένου, οι λησταί-ενάρετοι να κρεμασθώσι, και οι λησταί-ευσεβείς να σταυρωθώσιν. Και εντούτοις, και αν όλα ταύτα συμβώσιν, είναι μικρά η τιμωρία των διότι εκείνοι ου μόνον εντός των πόλεων ληστεύουσιν, ου μόνον δύο έχουσιν ιδιότητας καλήν επιφάνειαν, αισχρόν κέντρον, αλλά το αυτό άτομον καθ’ εκάστην σχεδόν ληστεύουσι, ενώ ημείς και ειλικρινείς είμεθα και σπανίως δις φορολογούμεν τον αυτόν άνθρωπον. Αλλ’ όλοι αι ληστείαι εκείνου του είδους καθιερώθησαν υφ’ όλων των εθνών και ουδείς τολμά να εκφέρη κατ’ αυτών γνώμην διότι εκλαμβάνεται εχθρός της κοινωνίας.


Άλλοτε οι λησταί δεν κατετρέχοντο τοσούτον όσον σήμερον, διότι οι εντός της κοινωνίας αρπαγές ήσαν ολίγοι, σήμερον δε ότε η κακία υπερεπλέονασεν, ότε το κλέπτειν επιτηδείως τιμάται, μας κατατρέχουσιν! Ίλεως επ’ αυτούς!


Μολοντούτο πρέπει να ήμεθα δίκαιοι, ευλόγως μας κατατρέχει η κοινωνία, διότι κακή αυτή ούσα και διεθαρμένη και πονηρά, κυλιομένη δε εις το βόρβορον των παθών των τε ηθικών και σωματικών, υποβλέπει τους ενάρετους, τους ελεύθερους, τους όντως ανθρώπους.


Από κτίσεως του κόσμου μέχρι της σήμερον ο άνθρωπος φερόμενος πάντοτε προς το κακόν, και δια του πολιτισμού αποκρύπτων ακολούθως την αισχράν φύσιν του κατέστη ανυπόφορος. Πριν ο πολιτισμός, η νενομισμένη αυτή υποκρισία, εισδύση εις τους ανθρώπους ηδύνατο ευκολώτερόν πως να διακρίνη τις τον κακόν, αλλά σήμερον ο πεπολιτισμένος κακούργος αδιόρατος γενόμενος δια της λαμπρότητός του εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, διασκορπίζει μεν μέλι και γάλα δια της γλώσσης του, και των ποδών του και των χειρών και των χειλέων του, διασκορπίζει δε άζωτον και δηλητήριον δια της καρδίας του,. Πώς δύναταί τις να προφυλαχθή απ’ αυτών; πώς να διαφύγη τας δολοφόνους αυτών χείρας, αίτινες θωπεύουσι τας παρείας του θύματος ίνα εμπήξωσι το εγχειρίδιον βαθύτερον;


Αποκαλείτε ημάς κακούργους, αλλά τι είναι εκείνοι, οίτινες τα ιερώτερα του ανθρώπου αισθήματα εμπαίζουσι και εμπορεύονται; εκείνοι οίτινες υποκρινόμενοι τους ευσεβείς και θρήσκους ληστεύουσι τους ανθρώπους; είναι τέρατα της φύσεως, είναι αληθινοί κακούργοι, είναι εκτρώματα της εκτρωματικής κοινωνίας. 


Πλην τας σκέψεις ταύτας δεν τας κάμνουσιν οι εντός της κοινωνίας, ευ ζην μόνον ποθούσι και αδιαφορούσι δια τα μέσα της αποκτήσεως… Δι΄ ημάς όμως είναι αδιάφορον, ας μας κατατρέχωσι, το μόνον δε παράπονον είναι το εξής. Έπρεπεν η κοινωνία ήτις θεωρεί ημάς γαγγραίνας αυτής, αντί ν’ αποκόψη αυτάς αφού σχηματισθώσι να προσπαθήση μάλλον να εμποδίση την γένεσίν των, εάν είμεθα γάγγραιναι της κοινωνίας δεν πταίομεν ημείς, πταίει αυτή ήτις εμποδίζει τους κακούς οίτινες μας σχηματίζουσι.


II


Διατρέχομεν τον δέκατον έννατον αιώνα, ον άπαντες φρονούσι πεπολιτισμένον, φέροντες ως απόδειξιν την πρόοδον των επιστημών και την περιστολήν των κακουργημάτων. Ο άνθρωπος την σήμερον, λέγουσι, και ηθικώς ανεπτύχθη και υλικώς εκέρδισεν, η βάρβαρος εποχή παρήλθε καθ’ ην οι άνθρωποι εκυλίοντο εις τον βόρβορον της αμαθείας και της κακοηθείας… σήμερον είναι σοφοί, χρηστοί και ενάρετοι!


Ημείς, οι λησταί, μη παραδεχόμενοι την κοινήν απάτην θα καταδείξωμεν την πλάνην των φρονούντων ταύτα, ουχί επιθυμούντες να κοινοτομήσωμεν, αλλά χαριζόμενοι εις την αλήθειαν.


Εάν ο πολιτισμός συνίσταται εις την εξωτερικήν επίδειξιν ευγενών τρόπων, εις την επίπλαστον γλυκύτητα του χαρακτήρος, εις την μαλθακήν των ανθρώπων ζωήν, εις το άσεμνον του βίου και το γελοίον της ενδυμασίας, τότε παρά πάντα άλλον ο αιών ούτος είναι πεπολιτισμένος. Αλλ’ εάν η εξευγένισις της ψυχής, η αγαθότης των φρονημάτων, η χρηστότης ηθών και εν γένει η αρετή συνίστησιν αυτόν, τότε ευρισκόμεθα πολύ μακράν του πολιτισμού.


Όθεν, επειδή υπάρχει ψευδής τις έννοια αυτού, νομίζουσι ότι ο νυν αιών είναι από κεφαλής μέχρι ποδών πεπολιτισμένος ενώ πραγματικώς ο αιών ούτος είναι χείρων του πρώτου μετά τον Αδάμ αιώνος. Η πρόοδος των επιστημών την οποίαν επικαλούνται οι φίλοι του δεκάτου εννάτου αιώνος και του πολιτισμού είναι δείγμα Ηλίου φαεινότερον της ηθικής των ανθρώπων διαφθοράς, η δε ελάττωσις των κακουργημάτων δεν είναι βεβαίως δείγμα ηθικής προόδου, διότι όταν υπαρχουσιν άπειρα μέσα προς περιστολήν του κακουργήματος, ο μη περιπίπτων εις τούτο δεν δύναται να κληθή ούτε ενάρετος ούτε αγαθός. 


Πεπολιτισμένος αιών καλείται εκείνος, καθ’ ον ο άνθρωπος μόνος του θέλει δυνηθή να διαστείλη το αγαθόν του κακού, καθ’ ον άνευ εξωτερικής τινός επιρροής μετέρχεται το αγαθόν. Πεπολιτισμένος αιών καλείται εκείνος, καθ’ ον οι δέκα δεν τρέφονται εκ των αγώνων χιλίων, καθ’ ον η ικανότης απολύτως εκτιμάται, καθ’ ον οι άνθρωποι πάντες από περάτων μέχρι περάτων της γης γενήσονται μία ποίμνη, και εις ποιμήν ο Θεός και τα άτομα. Και τοιούτος μεν ο πεπολιτισμένος αιών. 


Ο δε ημέτερος είναι Σκυθικός, Βανδαλικός, Ουνικός ή και χείρων εκείνων, διότι εκείνοι ήσαν αιμοβόροι ένεκα των εθίμων και νόμων των, ενώ ημείς είμεθα ηθικώς διεφθαρμένοι.


Η πρόοδος των τεχνών είναι δείγμα της διαφθοράς του αιώνος τούτου, διότι ίνα προάγωνται αι τέχναι απαιτείται κατανάλωσις, η δ κατανάλωσις υποθέτει ανάγκας.  Ο ενάρετος, ο αληθώς πεπολιτισμένος άνθρωπος είναι ολιγαρκής, ο διεφθαρμένος έχει ανάγκας, επομένως η των τεχνών πρόοδος είναι δείγμα προφανέστατον της διαφθοράς του ανθρώπου.


Επίσης και η πρόοδος των επιστημών. Ηύξησαν αι ασθένειαι διότι ιατρική άνευ ασθενειών δεν δύναται να υπάρξη, ούτω και πρόοδος ιατρικής άνευ προόδου ασθενειών δεν δύναται να συμβή - ίνα λοιπόν προοδεύση η ιατρική ηύξησαν αι ασθένειαι, επειδή δε μέγα μέρος των ασθενειών είναι άμεσον ή έμμεσον της διαφθοράς αποτέλεσμα, η τελειοποίησις της επιστήμης ταύτης δηλοί ηθικήν διαφθοράν μεγάλην.


Προοδεύει η νομική επιστήμη καθόσον ο άνθρωπος γίνεται μάλλον απαταιών και στρεψόδικος, και αντιστρόφως, καθ’ όσον η νομική επιστήμη προοδεύει ο άνθρωπος γίνεται μάλλον στρεψόδικος. Η θεολογία έκαμε γιγαντιαίας προόδους, διότι εις την Γαλλίαν κατά την παρελθούσαν εκατοντηρίδα άθεοι μόνον υπήρχον, διότι καθ’ εκάστην ευρίσκονται μωροί προσβάλλοντες τας γραφάς και αρνούμενοι τον θεόν.


Ιδού λοιπόν ότι η πρόοδος των επιστημών προϋποθέτει ηθικήν διαφθοράν. 


III


Καλούσιν ημάς εγωϊστάς και νομίζουσιν ότι μας υβρίζουσι. 


Πολύ απέχουσι τούτου, και ιδού διατί.


Ο άνθρωπος άμα πεσών υπεδουλώθη, διότι από της εποχής εκείνης ανεπτύχθησαν ανάγκαι, τας οποίας ούτος αντί να προσπαθήση να κατανικήση απεναντίας ενεδυνώμωσε. Τας ανάγκας ταύτας ηθέλησε να θεραπεύση δια της συνδρομής των λοιπών ανθρώπων υποδουλώσας ούτω εαυτόν εις εκείνους, καθώς και εκείνοι υπεδουλώθησαν εις αυτόν, ώστε ο άνθρωπος είναι κατά την ελευθερίαν κατώτερος των ζώων, διότι ταύτα μη έχοντα ανάγκας πολλάς ζώσι μόνα των και ανήκουσιν εις εαύτα, ενώ ο άνθρωπος τόσον μικρός εφάνη κατ’ αρχάς και τόσον μικρότερος κατήντησεν δια του πολιτισμού, ώστε εστερήθη σχεδόν της ατομικότητός του- ηδύνατο να μην την απολέση; βεβαίως άμα δεν εσχημάτιζε κοινωνίαν.


Αφού λοιπόν επλάσθη ελευθέρος ο άνθρωπος υπό της φύσεως, εκουσίως υπέπεσεν εις μυρίας δουλείας, ας ηύξησε και επλήθυνε δια του πολιτισμού και του συνδέσμου της κοινωνίας. Εν τω μέσω λοιπόν της γενικής ταύτης δουλείας της αυξανούσης γεωμετρικώς προς τον πολιτισμόν, μία μόνον τω έμεινε παρηγορία, ο εγωϊσμός.


Δια τούτου διευθύνονται πάσαι αι πράξεις του, και δια τούτου υποβοηθείται η φύσις εις την ανύψωσιν του ανθρώπου, όστις άνευ του εγωϊσμού δεν ήθελε πλέον έχει ουδέν φρόνημα ελεύθερον, δεν ήθελε πράττει ουδεμίαν πράξιν μεγάλην, αλλ’ ήθελε ζη ζωήν οστράκου.


Ο εγωϊσμός λοιπόν παρορμά τον άνθρωπον προς τας μεγάλας πράξεις, ων η αξία ουδόλως καταβιβάζεται δια τούτο, διότι δια πάσαν πράξιν ο άνθρωπος έχει ένα σκοπόν, του οποίου μη υπάρχοντος παύει η δραστηριότης και η ενέργεια αυτού. Ο σκοπός ούτος δύναται βεβαίως να υπηρετεί το γενικόν συμφέρον, αλλά δεν παύει του να υπηρετεί τον εγωϊσμόν. Υποτεθείσθω άνθρωπός τις σκοπεύων να μαρτυρήση υπέρ της θρησκείας. Ο άνθρωπος ούτος, στηρίζων δια του αίματός του την χριστιανικήν θρήσκείαν, οφελεί μεν τους χριστιανούς, αλλά και αυτός οφελείται έτι πλέον, διότι πρόκειται να απολαύση την αιώνιον ευδαιμονίαν. Αλλ’ η ανταμειβή αύτη άνευ της οποίας ο άνθρωπος ίσως δεν ήθελε, και δικαίως, πράξει γενναίαν πράξιν, η ανταμειβή αύτη δεν ελαττόνει την αξίαν της πράξεως, διότι αφού ο Θεός έδωκε το παράδειγμα της ανταμειβής, ο αισχρός και πανούργος και κακοήθης άνθρωπος, φρονεί ότι καταβιβάζεται η αξία των πράξεων. Ο Θεός εν τω ύψει του είναι τόσον αγαθός, ο δε άνθρωπος εν τω βορβόρω του τόσον κακός, ώστε ο μεν βραβεύει τας μεγάλας πράξεις, ο δε ζητεί να τας εξευτελίση ίνα έχη πρόφασιν τίνα εμμένει εν τη κακία του.


Αλλά, λέγουσιν τινές, ο άνθρωπος γνωρίζων την αξίαν της πράξεως, την πράττει διότι είναι εγωϊστής, διότι θα ανταμειφθή, ή διότι θα φανή ανώτερος των λοιπών ανθρώπων. Προς απόδειξιν του εναντίου διηγούμεθα το εξής. Ο Μωάμεθ πριν της Εγείρας εισέτι, καταδιωκόμενος υπό των Κορεϊσχιτών και μαθών ότι εμίσθωσαν δολοφόνους ίνα τον φονεύσωσιν, εταράχθη μεγάλως, ο δε ανεψιός του ο Αλής, νέος εις την ηλικίαν, αλλά τολμηρός, παρώτρυνε τον Μωάμεθ να φύγη μετημφιεσμένος, αυτός δε κατέστησε εαυτόν θύμα εις τας καταδιώξεις των Κορεϊσχιτών. Η νυξ ήδη επήλθε, και οι δολοφόνοι εισελθόντες εύρον του Αλή αντί του Μωάμεθ τον οποίον όμως, γενναίως φερόμενοι, δεν εφόνευσαν. Η πράξις αυτή του Αλή είτε υπό εγωϊσμού εκινήθη, είτε υπό άλλης αιτίας είναι γενναία, διότι εάν εν αγνοία του κινδύνου τον οποίον διέτρεχεν ετίθετο επί της κλίνης εάν εν αγνοία της αγαθής πράξεως ήν έπραττε συνέβαινεν αυτή, οποίαν ήθελεν έχει αξία.


Είθε ο άνθρωπος να είχε τοσούτον εγωϊσμόν όσον έπρεπε να εμπνέη αυτόν η προς τον Θεόν ομοίωσις, είθε υπό του εγωϊσμού τούτου ορμώμενος ν’ αποστραφή την ύλην και τα εγκόσμια και στέψαν το νούν του προς τον ύψιστον να ζητήσει εκεί την ευδαιμονίαν.

IV


Όσον περισσοτέραν σχέσιν έχει τις με την κοινωνίαν τοσούτον δυστυχέστερος είναι. Ο ευγενής, εάν υπάρχη τοιούτος, είναι δυστυχέστερος του πτωχού του εν ταις πόλεσι ο πτωχός του χωρικού, ο χωρικός του ποιμένος, ο ποιμήν του ληστού. Ο δε άνθρωπος εύρισκεν ευτυχίαν εις το οικογενειακόν βίον κατά τους χρόνους των απλών εκείνων ηθών, διότι ήτο στενώτερος ο κύκλος της κοινωνικότητάς του, αλλ’ επελθών δρομέως ο πολιτισμός και συνδέσας προς αλλήλους τους ανθρώπους και τα έθνη, εχαλάρωσε τους οικογενειακούς δεσμούς. Εις τούτο δε συνετέλεσαν ουκ ολίγον και η της γυναικός χειραφέτησις, προϊόν του πολιτισμού. 


Εις τας κοινωνίας των ευδαιμόνων εκείνων χρόνων ο άνθρωπος είχε δύω βίους, τον εξωτερικόν βίον και τον εσωτερικόν. Ο πρώτος ήτο ο εν τη κοινωνία ταραχώδης πάντοτε βίος, ο επιφέρων θλίψεις, πόνους και μύρια άλλα, ο δεύτερος, μεταξύ της οικογενείας, όστις ήρεμος ων τότε και ειλικρινής εξηφάνιζε τας θλίψεις του εξωτερικού βίου. Ήτο το φάρμακον της ασθενείας, φάρμακον όμως δραστήριον και ηδύ συνάμα, αποτελεσματικόν και ευάρεστον.


Η γυνή τότε κατώτερα ούσα του ανδρός, και υπακούουσα εις τούτον, δεν ύψωνε την κεφαλήν και εν τη ταπεινώσει της ταύτη ήρχε της οικίας ηπίως και εναρέτως. Ο δε ανήρ γνωρίζων την δύναμιν και επιρροήν του, δεν κατεχράτο αυτής αλλ’ απεναντίας την αδυναμίαν του ωραίου φύλου γνωρίζων επροστάτευε και ηγάπα αυτό.


Ήρχισεν ακολούθως ο πολιτισμός να φωτίζη το αγλαόν γένος των ανθρώπων νομισάντων πρώτον χρέος την χειραφέτησιν των γυναικών, αίτινες εγένοντο μέλη των συναναστροφών και των διασκεδάσεων αναπόφευκτα. Εντεύθεν η του κακού αρχή, εντεύθεν η παραμέλησις της ανατροφής των τέκνων, των μη σχηματισθέντων εισέτι, εντεύθεν η χαλάρωσις των οικογενειακών δεσμών. Διότι το τέκνον μη ανατρεφόμενον υπό της ιδίας αυτού μητρός, δεν ηδύνατο να έχη την αγάπην ην είχε το υπ ’αυτήν ανατραφέν, διότι ο ανήρ παραδιδόμενος εις τας συναναστροφάς παρημέλει την οικογένειάν του.


Η κατάστασις αύτη η οικτρά προεχώρει φυσικώ τω λόγω καθόσον ο πολιτισμός διεδίδετο, η δε συναναστροφή και η ισότης αυτών προς τους άνδρας εξησθένησε τούτων τα μεγάλα φρονήματα, και εχαλάρωσε την επιμέλειαν αυτών, και είδομεν πολλάκις άνδρας δευθυνομένους από γυναίκες…


Κτηνώδης ορμή λέγεται η των ζώων προς τα θήλεα ορμή, ένεκα της οποίας όμως δεν χάνουσι την ατομικότητά των, πώς λέγεται λοιπόν η ορμή των όντων εκείνων άτινα καταστρέφουσι την ατομικότητά των χάριν εκείνης;


Οντάρια! Τολμάτε να υβρίζητε τα’ ανώτερα υμών ζώα! 


Ημείς δεν είμεθα μικροί και ποταποί, δεν κύπτομεν τον αυχένα υπό το γελοίον ζυγόν της γυναικός, αλλά γνωρίζοντες αυτήν αδύνατον της προστατεύομεν εν καιρώ ανάγκης, ουδ’ υπάρχει τις μεταξύ ημών όστις χάριν γυναικός έπραξε τι παρά το φρόνημά του.


V


Μας νομίζουσιν αμαθείς οι όντως αμαθείς…


Τι είναι παιδεία; ημείς αρνούμεθα πάντα ορισμόν, διότι δεν υπάρχει, αμέσως όμως κανείς φιλόσοφος, νομικός ή τις άλλος θ’ αρχίση να κραυγάζη δίδων έκαστος όσους ορισμούς θέλει, ας ακούσωμεν ένα εξ αυτών. Η παιδεία είναι η γνώσις της ανθρωπότητας και της φύσεως. Η γνώσι της ανθρωπότητος είναι περιττή εις ημάς διότι μισούμεν και αποστρεφόμεθα και αποφεύγομεν την ανθρωπότητα, η της φύσεως είναι λίαν γνωστή εις ημάς.


Και όντως, τις άλλος κάλλιον ημών γνωρίζει αυτήν; ημείς ζώμεν εν τω μέσω της, και εις ημάς πρώτους επισκήπτει η αγαθή ή κακή διάθεσίς της. 


Ο καθηγητής της φυσικής καθήμενος εντός του γραφείου του, εξετάζει το κεραυνόν, την βροντήν, τους ανέμους, την χάλαζαν και άλλα, ημείς όμως την εξετάζομεν επί των ορέων. Ο καθηγητής δεν δύναται να προσγνωρίση τον καιρόν με όλην του την παιδείαν, ημείς όμως τον προγνωρίζομεν.


Οι πρώτοι ερυνήσαντες την φύσιν και την ανθρωπότητα επιθυμούντες να σχηματίσωσιν ιδίαν τάξιν πεπαδυμένων ίνα μη ο πολύς όχλος επαιδυθείς γνωρίση την αγυρτίαν των, εσχημάτισαν επιστημονικούς όρους, πορίσματα, συλλογισμούς, διαβόλους και τριβόλους, οίτινες και αυτών τον σπουδαστών την κεφαλής να κατακερματίζουσιν.  Όσον δε στρυφνή και δύσληπτος είναι επιστήμη τις, τοσούτον μεγάλη και λαμπρά θεωρείται.


Ερωτήσατε ένα πεπαιδευμένον περί λογικής. Θα σας απαντήση αμέσως με πλάτος, βάθος εννοίας, με συμπεράσματα κτλ. ενώ ημείς άνευ λογικής σκεπτόμεθα κάλλιον, υπάρχουσι μάλιστα και τίνες γράφοντες περί λογικής χωρίς να εννοώσι τη γράφουσι.  Και δικαίως, διότι ο άνθρωπος έχει μεν βαθμόν τινα λόγου, αλλά δεν δύναται εις ουδεμίαν ηλικίαν να σκεφθή ορθώς, και μάλιστα ο πεπολιτισμένος και κοινωνικός άνθρωπος όστις ενόσω είναι μικρός δεν έπηξε λέγουσι ο εγκεφαλός του, αυξάνει, ηλικία παθών, γηράσκει, δις παίδες οι γέροντες, ιδού ο λογικός άνθρωπος. 


Επιστήμαι επιστήμαι! λέξις μεγάλη, αλλά κενή εννοίας καθώς εκείνη η ανόητος, ισοπολιτεία!


Τι είναι επιστήμη; Παν πράγμα χρειάζεται βάσιν στερεάν, και ορισμόν, ουχί ασαφή και βεβιασμένον ως δίδουσιν οι πεπαιδευμένοι, αλλ’ εύληπτον και καθαρόν. Άμα ορισμός τοιούτος δεν δίδεται, λάσπη η δουλειά. Τι είναι θεολογία όταν η βάσις, η έρευνα του θείου τούτου όντος ου μόνον είναι αδύνατος αλλά και βλαβερά και εμποδισμένη; Τι είναι ιατρική όταν αύτη κατά πάσαν μοίραν αναγκάζεται να μεταβάλη θεωρίας και συμπεράσματα, όταν κατά πάσαν ηλικίαν, φύλον, κράσιν, νέας πράττει θεωρίας η τροποποιήσεις, είναι επιστήμη αυτή η μάλλον του ανέμου ευμέταβλητος;


Τι εστί δίκαιον όταν στηρίζεται επί του αδίκου, και τι εστί νόμιμον όταν στηρίζεται επί του ανόμου. Τι εστί δίκαιον όταν η φύσις αυτή κραυγάζει το δίκαιον του ισχυροτέρου; διότι οι νόμοι αυτής υπό τους αξιώματος τούτου διέπονται. Η έλξις, η ώσις, ο μαγνητισμός και άλλα υπερισχύουσιν αναλόγως της μάζης και του μεγέθους, λοιπόν όταν αυτοί οι νόμοι της φύσεως οι υπό του θεού τεθέντες οι αιώνιοι και αμετάβλητοι μας διδάσκουσι το δίκαιον του ισχυροέρου, διατί οι άνθρωποι το απωθούσι; Διατί τας μεν κατακτήσεις των εθνών νομίζομεν νομίμους, και την παραβίασιν των εξευτελιστικών συνθηκών άδικον, τας δεν ατομικάς δια του δικαίου του ισχυρότερου κτήσεις ανόμους;


Ιδού οι επιστήμαι παραχθείσαι υπό της φαντασίας ή τη δυστρροπίας ή της διαφθοράς του ανθρώπου και καταδεικνύουσαι την σμικρότητα και μηδαμινότητα αυτού.


Η ιατρική δεικνύει την ασθένειαν και σμικρότητα του σώματος, η θεολογία την ασθένειαν και σμικρότητα της ψυχής, τα άπειρα φιλοσοφικά συστήματα την ασθένειαν και σμικρότητα του νοός, και η λογική την σμικρότητα του λόγου. 


VI


Ω! μισούμεν και αποστρεφόμεθα την κοινωνίαν διότι αυτή είναι δείγμα την σμικρότητος του ανθρώπου, διότι εξαφανίζει την ατομικότητά του, το εγώ, διότι ο άνθρωπος δεν ζη ειμή δι’ αυτήν, μη έχων ούτε θέλησιν ούτε ελευθερίαν. 


Όστις αποτελεί μέρος μιας κοινωνίας, ενός κράτους, είναι δούλος, διότι δεν ανήκει εις αυτόν, ανήκει εις το έθνος. Ώστε ενώ ο Αδάμ μόνος του εσχημάτιζε οίκον, οι απόγονοι αυτού σχηματίσαντες κοινωνίαν όλοι ομού, εσχημάτισαν τον οίκον αποτελούντες έκαστος ελάχιστον μέρος, ο Αδάμ ήτο το εγώ, οι δε απόγονοί του ήσαν τα στοιχεία του εγώ.


Τα τετράποδα ζώα είναι κατά τούτο ανώτερα του ανθρώπου. Διότι ο μεν άνθρωπος εσχημάτισε κοινωνίαν ένεκα της σμικρότητος και αθλιότητός του, τα δε ζώα έμειναν άνευ κοινωνιών γιγνώσκοντα την δύναμίν των. Ο άνθρωπος είναι τρυφηλός και επιθυμεί την κοινωνίαν, το ζώον είναι εγκρατές και δεν έχει ανάγκην αυτής. Ο άνθρωπος καλείται βασιλεύς πάντων των κτισμάτων και εν τούτοις είναι το χαμερπέστατον των όντων, ενώ ο λέων καλείται βασιλεύς των ζώων και είναι ανώτερος του ανθρώπου. Εν συνόψει, δε, το ον το τείνον προς το τέλειον διακρίνει το ελάχιστον των αναγκών κι έχει περισσοτέρας ανάγκας, ο άνθρωπος ή το ζώον; Σιωπώμεν διότι θέλομεν ευρεθή εις την ανάγκην να είπωμεν πικροτάτην αλήθειαν.


Κοινωνία! Λέγουσιν οι εν αυτή και νομίζουσιν ότι λέγουσί τι μέγα, λαμπρόν, αλλά τι καλόν υπάρχχει εντός αυτής, είπετε εν, μόνον εν και κύπτω την κεφαλήν υπό την βαρείαν της κοινωνίας τυραννίαν.


Αλλ’ είσθε μικροί και ποταποί, αι δυνάμεις υμών κατεστράφησαν, ο νους ημβλύνθη το πνεύμα κατέπεσε και η σαρξ ασθενής ανέκαθεν ήδη απέβη ασθενεστάτη. Η κοινωνία; είναι αναγκαία δι’ υμάς. Κυλίεσθε, εντός αυτής, κυλίεσθε. 


Χρυσούς αιών! Λέγετε και λυπείσθε διότι δεν επανέρχεται πλέον. Αλλά πώς θέλετε να έλθη όταν αντί να ζητήτε την ευδαιμονίαν εν τω ατόμω, την ζητείτε εν τη κοινωνία. Ο χρυσούς αιών υπήρξε διότι οι κοινωνικοί δεσμοί ήσαν τότε χαλαροί, η δε ατομικότης μάλλον ανεξάρτητος, διότι οι άνθρωποι ανήκον εις εαυτούς και ουχί εις την κοινωνίαν.


Ζητείτε δια των πολιτευμάτων να βελτιώσητε την τύχην υμών. Δείλαιοι! Ποίον έθνος ευημερεί ένεκα του πολιτεύματός του; η Αγγλία; αλλ’ εις την Αγγλίαν το ήμισυ των κατοίκων της αποθνήσκει της πείνης, αποθνήσκει την πείνης άκουτε; κατά την στενήν στενωτάτην της λέξεως σημασίαν. Ουχί εν τω πολιτεύματι, αλλά εν τω ατόμω ζητητέα η ευδαιμονία όταν τα άτομα είναι ευτυχή και το έθνος είναι επίσης , ενώ το έθνος δύναται να ήναι ευτυχές πολλάκις άνευ της ευδαιμονίας των ατόμων.


VII


Εν τω μέσω της αγρίας φύσεως εν η ζώμεν ημείς εν τω μέσω των ζώων και των φυτών ευρισκόμενοι, ηκούσαμεν πολλάκις την αρμονικήν και μυστηριώδη των πτηνών ομιλίαν, και την βαρείαν και μεγαλοπρεπή των ζώων. Και εσκέφθημεν, τα ζώα ταύτα ομιλούν βεβαίως, επειδή ο άνθρωπος το εντελέστερον των κτισμάτων δεν τα εννοεί, τα υβρίζει ως εστερημμένα λόγου. Πλην ω κοινωνικοί και πεπολιτισμένοι άνθρωποι, ω γεννάδαι, τις γνωρίζει αν και τα ζώα μη εννοούντα την γλώσσαν υμών σας νομίζουν αλόγους.


Τα ζώα έχουσιν ως και ο άνθρωπος ψυχήν, διότι δεχόμενοι ότι η ψυχή έχει τρεις δυνάμεις, δεχόμεθα αναγκαίως ό,τι όπου υπάρχει μία εν αυτών υπάρχουσι και αι λοιπαί, και επομένως η ψυχή. Διότι αι δυνάμεις αυτής εισίν αδιαίρετοι, και η μια προϋποθέτει τας λοιπάς. Ερευνήσωμεν νυν επί των ζώων, η κάμηλος είναι εκδικητικόν ζώον, άρα έχει μνήμην, όθεν ψυχήν. Ο κύων ονειρεύεται άρα έχει φαντασίαν, όθεν ψυχήν. Και πλείστα άλλα ζώα έχουσι μίαν εκ των τριών της ψυχής δυνάμεων, επομένως ψυχήν.


Αλλ’ ο άνθρωπος δεν θέλει να έχωσι τα ζώα ψυχήν, και ίνα παρηγορήση την σμικρότητά του ην αυτός εις εαυτόν έδωκε, ζωήν λέγει μόνον έχουσι, και ουδέν άλλον.


Εκ των τριών δυνάμεων τών της ψυχής πάσι ή δεν ενεργούσι φανερά, ή δεν είναι καταληπταί εις ημάς, εάν δεν ενεργούσι φανερά πάσαι, δεν δύναται τις να αρνηθή την ύπαρξιν της ψυχής. Διότι και εις άνθρωπον αδυνάτου μνήμης ή κρίσεως ή φαντασίας, δεν δυνάμεθα ν’ αρνηθώμεν ψυχήν, εάν αι ψυχικαί δυνάμεις των ζώων δεν είναι καταληπταί εις ημάς, πταίει ο άνθρωπος όστις βασιλεύς πάντων των επί της γης κτισμάτων, αγνοεί τας γλώσσας των υπηκόων του. 


Ακούσατε κύριοι, πεπολιτισμένοι, εις το στερέωμα υπάρχουσι κόσμοι τόσοι όση η άμμος της θαλάσσης, εις τους κόσμους τούτους κατά το μάλλον και ήττον ευρίσκονται κάτοικοι πολύ ίσως δαφέροντες των της γης, νομίζετε λοιπόν κύριοι ότι τα όντα ταύτα επειδή δεν ομοιάζουσι με τον άνθρωπον, επειδή δεν έχουσι τους αυτούς χαρακτήρας και δεν εκφράζονται επίσης, δεν έχουσι ψυχήν; Τολμηρός τω όντι αφορισμός;


Τα ζώα δεν περιορίζονται υπό των νόμων ουδέ υπάρχει εις αυτά δια πάσαν πράξιν ην εκλαμβάνει κακήν, και εν τούτοις τις πράττει περισσότερα εγκλήματα ο άνθρωπος ή τα ζώα; είδετε λύκον να φονεύση λύκον τοσούτον συχνά ως άνθρωπος άνθρωπον;


VIII


Διατί μας πέμπετε εις την λαιμητόμον; Τις σας έδωκε το δικαίωμα τούτο; Ο νόμος;Α αν ο νόμος δίδει το δικαίωμα του παρανομείν όστις τον παραβαίνει καλείται ενάρετος. Ημάς τιμωρείτε ως φονεύοντας φονεύοντες ημάς, και δεν είναι απίθανον αύριον να παρουσιασθή έτερος νόμος λέγων, ο μεν φονεύς τιμωρείται φονευόμενος, ο δε κλέπτης κλεπτόμενος. Ιδού νόμοι!


Ο ληστής είναι εχθρός της κοινωνίας, μη καταδεχθείς να υποδουλώση την ατομικότητά του, και υποκύψη υπό την κοινωνίαν, ήρε την κεφαλήν του υπέρ τον βόρβορον και, ως υψιπετής αετός φέρει τα βήματά του εκεί όπου δεν μολύνεται η γη υπό της κοινωνίας. Είναι δακεκηρυγμένος και άσπονδος εχθρός παντός μέλους αυτής προσπαθούσης να τον καταστρέψη. Οι εν των διακηρυγμένω πολέμω φόνοι εισί νόμιμοι, επομένως ουδέν πράττει ο ληστής υπερασπιζόμενος την ατομικότητά του. Είναι λοιπόν άξιος τιμωρίας;


Ο νόμος συλλαμβάνων αυτόν δεν τον τιμωρεί διότι έπταισε αλλά διότι εκηρύχθη εχθρός της ώστε ουχί χάριν του δικαίου, αλλ’ εκδικήσεως μάλλον χάριν τον πέμπει εις τας αιωνίους μονάς. Μη καυχάσθε λοιπόν δια τους νόμους υμών διότι οικτροί τη αληθεία.


Σεις υπερασπιζόμενοι την νομιζομένην ελευθερίαν υμών χύνετε τοσούτον αίμα και ημείς οίτινες είμεθα όντως ελεύθεροι πρέπει να γινώμεθα δούλοι προς χάριν σας; Πρέπει να σταυρώσωμεν τας χείρας ημών ίνα γίνωμεν έρμαια της θελησεώς σας; Δεν πρέπει να πολεμήσωμεν, ν’ αντικρούσουμεν, και να φονεύσωμεν ή να φονευθώμεν; Νη τον ληστήν απατάσθε.


Ότι πράττει ο ληστής το πράττει εξ ανάγκης και τοσούτω μάλλον πρέπει να θαυμάζηται η γενναιοφροσύνη του, όσον περισσότερους έχει εχθρούς. Έχει δε την κοινωνίαν πάσαν, τον κόσμον πάντα. Επί των αποτόμων όμως ορέων εις α κατοικεί συνήθως, καθίσταται ισχυρός, και αντί να σμικρύνηται, ως νομίζετε σεις, απομακρυνόμενος της κοινωνίας, μεγαλύνεται και κραταιούται, έχει σύμμαχον τον κεραυνόν, την βροντήν, τας βροχάς και τους βράχους, έχει σύμμαχον τον φόβον, την πλεονεξίαν και τους τοιούτους θεούς οίτινες εισδύοντες εις τας ψυχάς των κατατρεχόντων αυτούς τας εξασθενεί.


IX


Της κοινωνίας τον βαρύν ζυγόν γνωρίσαντες και την αθλιότητα του κοινωνικού βίου φρονούντες, εφέραμεν τα βήματα ημών προς τα μέρη ένθα δεν απαντάται συχνά άνθρωπος. Έχει μόχθους η ζωή ημών και κινδύνους και θλίψεις αλλ’ έχει και τέρψεις και ηδονάς αγνάς και καθαράς. Φέρει τον νου προς το τέλειον και ύψιστον ον, και διδάσκουσα την σμικρότητα του ανθρώπου, δεικνύει συγχρόνως, ότι αν ούτος έχη αξίαν τινά την έχει διότι εγένετο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του θεού. 


Το απέραντον βιβλίον της φύσεως το περιέχον τοσαύτα και τηλικαύτα βασίλεια, είναι το αληθές βιβλίον, είναι η αληθής και μεγάλη επιστήμη διηνεκώς προσφερομένη προς ημάς. Η επιστήμη αύτη είναι υψηλή και τερπνή συνάμα, διδάσκει μεν αφ’ ενός ενσπείρει δε αφ’  ετέρου γενναία και υψηλά φρονήματα. Η επιστήμη αύτη δεν φθείρει την υγέιαν ουδέ τον νουν’ αλλ’ ενδυναμώνει αυτόν το βιβλίον τούτο εν και αμετάβλητον, άναρχον και ατελεύτητον. Δεν μεταβάλεται αναλόγως των ιδιοτροπιών εκάστου επιστήμονος.


Η ποίησις η υψηλή αύτη επιστήμη η συγγεννωμένη και μη αποκτωμένη είναι έμφυτος εις ημάς, διότι ζώμεν ήδη μεταξύ της ποιήσεως. Η φύσις την οποίαν περιγράφετε σεις, τα όρη, αι κοιλάδες, οι ζέφυροι, η καταιγίς, ο λαίλαψ είναι οι διηνεκές ημών σύντροφοι. Το ύψος των ιδεών, η μεγαλοφροσύνη και τα τοιαύτα εμπνέονται εις ημάς υπό της φύσεως.


Μικροί και ποταποί αντιγραφείς του βιβλίου της φύσεως, υποκριταί, και απαταιώνες, από το βόρβορο, εν ω κυλίεσθε θέλετε να περιγράψητε την φύσιν, και να αναπτύξητε αρετήν και γενναιότητα τας του θεού ιδιότητος.


X


Μυστήριον είναι ο Θεός, μυστήριον είναι η πλάσις του κόσμου, η πλάσις του ανθρώπου, μυστήριον είναι ο άνθρωπος αυτός, εάν κατανοήσωμεν πάσας αυτού τας ιδιότητας, καταργούμεν μίαν των θεμελιωδών αυτού ιδιοτήτων, το άναρχον, το ατελεύτητον, διότι ταύτα δεν κατανοούνται ενόσω η ψυχή εν τω σώματι υπάρχει. Εάν δ’ επίσης ο μυστηριώδης πέπλος της κτίσεως του κόσμου αποσύρθη, ο άνθρωπος θέλει παύσει ων άνθρωπος, ως γνωρίζων πράγματα υπεράνθρωπα. Ο άνθρωπος Δε αυτός εν τη γη διατελών είναι μυστήριον μέγα και ακατανόητον. Πως δια της κοινωνίας προσπαθήτε να καταστρέψητε το μυστηριώδες τούτο; πως δια της φιλοσοφίας και της ιατρικής εξηγείται, επινοούντες πράγματα τα οποία ούτε σεις οι ίδιοι εννοείτε.


Η φύσις του ανθρώπου ρέπει προς το ακοινώνητον. Αγαπά ο ενάρετος (και ο τοιούτος διατηρεί εισέτι την ανθρωπείαν φύσιν) την μοναξίαν, την ησυχίαν και το ήρεμον και τακτικόν βίον. Μισεί ο γέρων κορεσθείς των δασκεδάσεων και γνωρίσας την απάτην αυτών, μισεί λέγομεν τας συναναστροφάς και τον κόσμον. Ο ευσεβής διατηρεί την γαληνιαίαν αυτού ζωήν εν τη αθωότητι απομακρυνόμενος της κοινωνίας. Οι κακοί, οι αισχροί την αγαπώσιν. Αλλ’ αδιάφορον, οι κακοί δεν είναι άνθρωποι, είναι εκτρώματα της ανθρωπότητας, απέσβεσαν την εικόνα του Θεού και έμειναν ύλη, αι ορμαί των και επιθυμίαι των δεν έχουσιν ουδεμίαν βαρύτητα.  Ο άνθρωπος λοιπόν αγαπά την μόνωσιν και εις μάτην κραυγάζουσιν οι οπαδοί της κοινωνίας ότι είναι φύσει κοινωνικόν ζώον.



XI


Ημείς θέλομεν πάντοτε πολεμεί την κοινωνίαν, διότι αύτη πάντοτε μισεί και κατατρέχει την γενναιότητα. Τις μέγας ανήρ έμεινεν άγευστος κοινωνικώς πικριών; διατί; διότι είναι αισχρά η κοινωνία, διότι είναι χαμερπής ο κοινωνικός άνθρωπος και φθονεί τον υπέρ την γην υψούμενον.


Δεν καλείται, κύριοι, ενάρετος άνθρωπος ο ρυθμίζων τας πράξεις προς τους νόμους, αλλ’ ο ρυθμίζων αυτάς προς την συνείδησιν, ουδέ δύναταί τις να κατηγορήση τον άνθρωπον εκείνον, όστις νομίζων ότι πράττει καλόν βλάπτει. Κακός δε άνθρωπος και πανούργος καλείται εκείνος όστις πράττει τι παρά την συνείδησίν του, ουδέ δύναται να ονομασθή καλός ο πράττων τι αγαθόν παρά την συνείδησίν του.


Η συνείδησις είναι το κριτήριον. Τα αμαρτήματα και τα κακουργήματα δεν κανονίζονται δια νόμων και δεν πρέπει να γενικεύωνται. Καθώς ο παράφρων φονεύων δεν αμαρτάνει. Διατί ο πρώτος δεν αμαρτάνει; διότι αγνοεί το έγκλημα. Διατί ο δεύτερος; διότι επίσης το αγνοεί.


Πάσα παραβίασις της συνειδήσεως είναι αμάρτημα. Οποιουδήποτε είδους παραβίασις και αν είναι. Η δε μετά της συνειδήσεως σύμπνοια των πράξεων οποιαδήποτε και αν είναι δεν είναι αμάρτημα.


Εάν λοιπόν ο άνθρωπος συμβιβάση την συνείδησιν και τας πράξεις του προς τον θείον νόμον, τότε πλησιάζει προς το τέλειον, όσον ο άνθρωπος δύναται να πλησιάση.


Αλλά πού. Τον θείον νόμον διεδέχθη ο ανθρώπινος, την επιείκιαν διεδέχθη η αυστηρότης, την συγγνώμην διεδέχθη ο θάνατος. Ο κύριος ημών επί του σταυρού ευρισκόμενος συγχωρεί τον ληστήν γνωρίζων ότι οι τελώναι και φαρισαίοι είναι χειρότεροι αυτού, ο δε άνθρωπος τον αθώον φονεύει. 


Αλλά τι δύνασθε να κάμητε σεις, ποίαν έχετε εξουσίαν; επί ολίγων ημερών της ζωής μας. Όταν δυνηθήτε αφαιρέσατέ τας. Τι είναι ρανίς ζωής, πέντε ή δέκα ετών, παραβαλλομένη προς το πέλαγος της αιωνιότητος;


XII


Πού ζήτε σεις; μεταξύ των έργων των χειρών σας, μεταξύ των οίκων, των λεωφόρων, των πλατειών και των κτιρίων. Πού ζώμεν ημείς; μεταξύ των έργων του Θεού, των βράχων, των κοιλάδων, των φαράγγων, των δασών. Τις έχει καλλητέρους συντρόφους, ο έχων τα έργα των ανθρώπων ή τα έργα του Θεού; κρίνατε. 


Τι είσθε σεις; άνθρωποι πεπολιτισμένοι, δηλαδή άνθρωποι αποβαλόντες την φυσικήν υμών κατάστασιν, διαστρέψαντες την φύσιν ημών, καταπνίξαντες τα γενναία αισθήματα, περικαλυφθέντες ψευδείς τρόπους, διαπλασθέντες ουχί ως εξήλθετε εκ των χειρών του Θεού, αλλ’ όπως σας εσύμφερε. Τι είμεθα ημείς; άνθρωποι ζώντες εν τω μέσω της φύσεως, δατηρούντες την παλαίγονον κατάστασιν ημών, μη αναπλάσαντες εαυτούς, αλλ’ εμμείναντες εις την φύσιν. Σεις είσθε νόθοι άνθρωποι, ημείς γνήσιοι, σεις ερμαφρόδιτοι, μεις άνδρες.


Τι είσθε σεις; άνθρωποι κακοήθεις και στρεψόδικοι, ψεύται και πανούργοι, απαταιώνες και ραδιούργοι, καταστρέψαντες δια του πολιτισμού πάσαν ψυχικήν ευγένειαν και ειλικρίνειαν. Τι δε ημείς; άνθρωποι ειλικρινείς και σώζοντες την ψυχικήν ευγένειαν, καίτοι ευρισκόμενοι εις αένναον μετά της κοινωνίας πάλην, είμεθα χρηστοί και ενάρετοι και φιλαλήθεις.


Τι σεις; άνθρωποι του δέκατου εννάτου μ.Χ. αιώνος, τι δ’ ημείς; της πρώτης μετά την γένεσιν εκατονταετήριδος.


ΤΕΛΟΣ