Ελεύθερο κράτος; Τι είναι αυτό;

(Καρλ Μαρξ, Η κριτική του προγράμματος της Γκότα)

 

H συμπλήρωση 200 χρόνων από τη γέννηση του Μιχαήλ Μπακούνιν τον περασμένο Μάιο, καθώς και η αντίστοιχή των 150 χρόνων από την ίδρυση της Α’ Διεθνούς, έδωσε την ευκαιρία -περισσότερο σε διεθνές επίπεδο και λιγότερο στην Ελλάδα- να ανοίξει ξανά ως έναν ορισμένο βαθμό η συζήτηση για τις θέσεις που εξέφρασε ο Ρώσος διεθνιστής θεωρητικός, τόσο στο πλαίσιο της πρώτης πραγματικής σοσιαλιστικής επαναστατικής οργάνωσης, της Διεθνούς Ενωσης Εργαζομένων όσο και έξω από αυτήν και κυρίως για τα στοιχεία που τον διαφοροποίησαν από τον εχθραδερφό του Καρλ Μαρξ και οδήγησαν σε αυτό που ονομάστηκε «οριστική διάσπαση του σοσιαλιστικού κινήματος».

 

Αυτή η διάσπαση της Διεθνούς, που στην ουσία σήμανε και τη διάλυσή της, παραμένει παρά τον όγκο της βιβλιογραφίας και της έρευνας που έχει αφιερωθεί σχετικά ένα σημείο της ιστορίας του εργατικού κινήματος με πολλά αναπάντητα ερωτήματα και τα οποία δύσκολα θα απαντηθούν οριστικά όσο ακόμα ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας και το πέρασμα «από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας» παραμένουν ένα ζητούμενο.

Δημιουργείται ωστόσο μία απορία: Από τις 28 Σεπτεμβρίου του 1864 που ιδρύεται η Διεθνής Ενωση των Εργαζομένων (καθιερωμένη περισσότερο ως Α’ Διεθνής), μέχρι τα τέλη του ίδιου μήνα του 1872 που παύει ουσιαστικά να υπάρχει, μεσολαβούν οκτώ ολόκληρα χρόνια. Από αυτά, ο Μιχαήλ Μπακούνιν εμβληματικός ηγέτης της αναρχικής τάσης της, του αντιεξουσιαστικού σοσιαλισμού, πέρασε μέσα στην οργάνωση λιγότερα από τα μισά. Ουσιαστικά προσχωρεί σε αυτήν το 1868, αλλά γίνεται οργανικό τμήμα της μόνο μετά το 1869 όταν αποδέχεται τη διάλυση της Συμμαχίας της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και τη διάχυσή της μέσα στα τμήματα της Διεθνούς, και διαγράφεται τον Σεπτέμβριο του 1872 στο αμφιλεγόμενο συνέδριο της Χάγης, που αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα της οργάνωσης. Ωστόσο, από το μέτρημα αυτό θα ήταν σκόπιμο να αφαιρεθούν κάποιοι μήνες του 1870, όταν ο Μπακούνιν παρασυρμένος από μία από τις συχνές παρορμήσεις του, θα παρατήσει τη δράση του στη Διεθνή για να ασχοληθεί με τις συνωμοσίες ενός διαταραγμένου Ρώσου μηδενιστή, του Σεργκέι Νετσάγεφ, αφήνοντας τους συνεργάτες του να τα βγάλουν πέρα με τον Μαρξ.

Γιατί λοιπόν η ιστορία της Διεθνούς σηματοδοτείται κυρίως από την σύγκρουση του Μπακούνιν με τον Μαρξ και για ποιο λόγο ο Ρώσος θεωρητικός του αναρχισμού –ρεύμα το οποίο σύμφωνα με έναν διαδεδομένο αλλά ωστόσο παντελώς ανακριβή μύθο είχε σημαντική συμμετοχή σε επαναστατικά γεγονότα μόνο στην Ισπανία του 1936- απολαμβάνει μια θέση στο βάθρο των μεγαλύτερων μορφών της οργάνωσης δίπλα σε αυτή του Γερμανού φιλόσοφου, που ήταν αυτός που ουσιαστικά την ίδρυσε και αυτός που οπωσδήποτε αποφάσισε τη διάλυσή της;

150 χρόνια μετά, η απάντηση ενός ουδέτερου παρατηρητή θα μπορούσε να είναι «μα, γιατί ο Μπακούνιν είχε δίκιο». Ωστόσο η ευρεία αίσθηση ότι ο Μπακούνιν δικαιώθηκε στις ενστάσεις του απέναντι στον Μαρξ τείνει να αποκτά συχνά επιφανειακά χαρακτηριστικά, ειδικά όταν διατυπώνεται με όρους αστικής σκέψης. Ναι, πράγματι ο Μπακούνιν μπόρεσε να «μαντέψει» καλύτερα από τον αντίπαλό του την πορεία των κοινωνιών και του ίδιου του σοσιαλιστικού κινήματος. Όμως αν αναγάγουμε την αντίθεση των δύο αντιλήψεων, στις οποίες κυριάρχησαν οι δύο άνδρες, σε επίπεδο προγνωστικών θα οδηγηθούμε τελικά σε αποτελέσματα φτωχά και κυρίως αντιφατικά. Σε μια εποχή που τόσο ο Μπακούνιν όσο και ο Μαρξ αντιλαμβάνονται το πέρασμα στον σοσιαλισμό ως μια πολύ κοντινή τους υπόθεση οι εκατέρωθεν ορθές και ψευδείς «προφητείες» εναλλάσσονται με τρόπο που είναι δύσκολο να τις ξεχωρίσει ακόμα κανείς. Κι όσο για τις θέσεις που εκφράζουν, μπορεί κανείς να βρει όσες θέλει αν στόχος του είναι να αποδομήσει τον κάθε έναν από τους δύο. Οσο κι αν η χρονική απόσταση μας επιτρέπει να σχετικοποιήσουμε ορισμένα πράγματα, δε μπορεί κανείς να αποφύγει παρατηρήσεις όπως ότι ο Μπακούνιν δυσκολεύεται –ακόμα και αφότου συγκρότησε την ελευθεριακή σοσιαλιστική του αντίληψη- να συγκρατήσει την τάση του για τις μυστικές συνωμοσίες και φωτισμένες δικτατορίας ή ότι ο Μαρξ, παρασυρμένος από έναν όχι σπάνιο λογιστικό ντετερμινισμό που τον διακατέχει, παίρνει κατά καιρούς διάφορες εξωφρενικές, όπως η υπεράσπιση της παιδικής εργασίας –και μάλιστα σε ένα από τα πιο προωθημένα έργα του.

Εχει επομένως μεγαλύτερη σημασία να εξετάσουμε τη μεθοδολογία που χωρίζει τους δύο θεωρητικούς, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίον επιλέγουν να θέτουν τα ερωτήματα και όχι μόνο τις περιπτωσιολογικές απαντήσεις που δίνουν.

Αυτό λοιπόν που είναι αντικειμενικό είναι ότι οι ενστάσεις του Μπακούνιν στις διακηρύξεις του Μαρξ μέσα στη Διεθνή, είναι οι ίδιες ενστάσεις που στον ενάμισι αιώνα που ακολούθησε το εργατικό και το επαναστατικό κίνημα έθεσαν ξανά και ξανά στον εαυτό τους, κάθε φορά που βρέθηκαν εγκλωβισμένα στις αντιφάσεις τους και απομακρύνθηκαν περισσότερο από τον ολοκάθαρα διακηρυγμένο από τον Μπακούνιν στόχο τους που ήταν ο συνδυασμός της «ελευθερίας του καθενός» με την «ισότητα όλων».

Ας τις εξετάσουμε σε συντομία.

1. Στο επίπεδο της οργάνωσης, ο Μπακούνιν προτάσσει την κοινωνική οργάνωση έναντι της πολιτικής και σε άμεση συνάρτηση με αυτό επικαλείται την προτεραιότητα της κοινωνικής έναντι της πολιτικής πάλης. Αυτό, πέρα από την ξεκάθαρη άρνηση του κοινοβουλευτισμού ως πεδίο παρέμβασης του εργατικού κινήματος –στην οποία ορθά ο Μπακούνιν διαβλέπει τον κίνδυνο της ενσωμάτωσής- εμπεριέχει και την αναρχική ιδέα ότι η επαναστατική οργάνωση πρέπει να εμπεριέχει στη δομή της το σπέρμα της νέας κοινωνίας.

«Οσο αυταρχική, εξουσιαστική (…) και εχθρική προς τη φυσική ανάπτυξη των λαϊκών ενστίκτων είναι η οργάνωση του Κράτους», γράφει «τόσο η οργάνωση της Διεθνούς οφείλει να είναι ελεύθερη, φυσική και σύμφωνη με κάθε σημείο τους»[3].

Και αντιλαμβανόμενος ως πεδίο αυτής της φυσικής οργάνωσης τους χώρους δουλειάς, ο Μπακούνιν εισάγει τον αναρχοσυνδικαλισμό, στον οποίον τον συνδικάτο αποτελεί ήδη ένα εργαστήρι των σχέσεων της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Η υποτίμηση αυτών των δύο στοιχείων βρίσκεται στη ρίζα της αποτυχίας –από τη σκοπιά του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας- των δύο κύριων ρευμάτων που γέννησε ο μαρξισμός, δηλαδή της σοσιαλδημοκρατίας και του μπολσεβικισμού. Στην περίπτωση της σοσιαλδημοκρατίας –ψήγματα της οποία προλαβαίνει να δει ο Μαρξ, χωρίς να τα απαντήσει αποφασιστικά και την οποία ευλογεί μετά το θάνατό του ο βασικός συνεργάτης του Φρίντριχ Ενγκελς- η προσχώρηση στο αστικό παιχνίδι και τον κοινοβουλευτισμό θα αποδειχθεί μια πορεία χωρίς επιστροφή και θα στρέψει πολύ σύντομα το ρεύμα στην πλευρά της αντεπανάστασης. Η μαζική στήριξη του πολέμου από πατριωτική σκοπιά εκ μέρους των σοσιαλιστικών κομμάτων όλης της Ευρώπης και η σφαγή του επαναστατημένου γερμανικού προλεταριάτου από τους σοσιαλδημοκράτες θα σβήσουν νωρίς κάθε αυταπάτη για τη δυνατότητα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού των κοινωνιών από σοσιαλδημοκρατική οπτική.

Οσο για τον μπολσεβικισμό, η ψευδαίσθηση ότι μπορεί μια υπερ-συγκεντρωτική εξουσιαστική δομή, όπως το κόμμα νέου τύπου που παρουσίασε ο Λένιν, να αποτελέσει τον οδηγό για την πορεία προς μια κοινωνία ελευθερίας, είχε ήδη τερματίσει τις μέρες της ζώντος του Βλαντιμίρ Ιλιτς Ουλιάνοφ, πολύ πριν την επικράτηση του «σταλινισμού» που όψιμα προτείνουν ως μήτρα του κακού διάφορα μετα-λενινιστικά ρεύματα.

2. Στο επίπεδο της νέας κοινωνίας, ο Μπακούνιν προτάσσει την έννοια της ομοσπονδίας των παραγωγών αρνούμενος τον ευφημισμό του «εργατικού κράτους», προβλέποντας ότι αυτό το τελευταίο θα γεννήσει μια νέα μορφή καταπιεστή, τον «σοσιαλιστή γραφειοκράτη» και αυτός με τη σειρά του θα δώσει ζωή στις «πιο καταπιεστικές και ανελεύθερες κοινωνίες της ιστορίας». Οι φόβοι του αυτοί λοιδορήθηκαν από τον Μαρξ, καθόλου ωστόσο από την εξέλιξη της Ιστορίας.

Η ιδέα ενός Κράτους που «μαραίνεται» αποδείχθηκε στην ιστορία ένας αποτυχημένος ευφημισμός. Οποτεδήποτε και οπουδήποτε στην ιστορία της «σοσιαλιστικής οικοδόμησης» δημιουργήθηκε ένα Κράτος σε αντικατάσταση του παλιού, αφοσιώθηκε στην ενίσχυσή του, εξωτερικά και εσωτερικά, και αργά ή γρήγορα –και στις περισσότερες των περιπτώσεων πολύ γρήγορα- καταπιάστηκε με τις συνήθεις ασχολίες ενός Κράτους, μέσα στις οποίες περιλαμβάνεται ασφαλώς η καταπίεση των πολιτών του και της εργατικής τάξης ειδικότερα. Η αντίληψη δε του Μπακούνιν για τη δημιουργία μιας νέας ιδιότυπης άρχουσας τάξης μέσα από τον σοσιαλιστικό κρατικό μηχανισμό, που θα απολαμβάνει προνόμια πρώτα ιδεολογικά και στη συνέχεια οικονομικά, δικαιώθηκε μέχρι σημείων στίξης –έτσι ώστε να την ομολογεί πλέον και η πλειονότητα των μαρξιστών θεωρητικών. Η απάντηση του Μαρξ στις θέσεις του Μπακούνιν, όπως εκφράστηκαν στο έργο του «Κρατισμός και αναρχία» ότι «[ένας εργάτης που αποκτά κυβερνητική θέση στον σοσιαλισμό παύει να είναι εργάτης] όσο ένας εργοστασιάρχης που εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος παύει να είναι καπιταλιστής» παρέμεινε ένα ευφυολόγημα χωρίς αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Σε κανένα σοσιαλιστικό Κράτος δεν απαντήθηκε ικανοποιητικά το ζήτημα του περιορισμού της γραφειοκρατίας από το να μετατραπεί σε άρχουσα τάξη και στις περισσότερες των περιπτώσεων, αυτό δεν επιχειρήθηκε καν.

Στο επίπεδο της επαναστατικής προοπτικής ο Μπακούνιν αντιπαρατάσσει μια ικανή ποσότητα κοινωνικού βολονταρισμού στον επιστημονισμό του Μαρξ. Διαβλέποντας ότι η Ιστορία δεν υπόκειται σε κανόνες με τους όρους που το κάνει η φυσική ή η χημεία, αρνείται τον ντετερμινιστικό χιλιασμό σχετικά με τον ρόλο του προλεταριάτου και το εντάσσει μέσα στην υποκειμενική κοινωνική κίνηση. Μια ενδιαφέρουσα διαφωνία με τον Μαρξ θα γεννηθεί από αυτή τη θέση. Ενώ ο Μαρξ προβλέπει ότι η επανάσταση θα είναι υπόθεση των πιο προηγμένων προλεταριάτων (του βρετανικού και του γερμανικού), ο Μπακούνιν θεωρεί ότι είναι πιθανότερο να συμβεί εκεί όπου οι προλετάριοι πρώτης γενιάς έχουν ακόμα τη μνήμη της ατομικής αυτονομίας: στη Ρωσία και την Ισπανία. Κι όταν στα 1870, ο Μαρξ θα υποστηρίξει το πιο ‘’προηγμένο’’ γερμανικό προλεταριάτο στον Γαλλο-πρωσικό πόλεμο, ο Μπακούνιν θα αντιληφθεί τη δυνατότητα μιας ‘’γαλλικής επανάστασης μεγαλύτερης από αυτή του 1789’’, προλογίζοντας την Κομμούνα του Παρισιού που θα ξεσπάσει λίγους μήνες αργότερα.

Στην πορεία του 20ού αιώνα και όταν οι προφητείες των πρώτων σοσιαλιστών για την αντικειμενική κατάρρευση των καπιταλιστικών σχέσεων της κοινωνίας θα έχουν διαψευσθεί, θα γίνει φανερό ότι αυτός ο βολονταρισμός θα αποτελέσει αναγκαστικά τον κινητήρα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και της ίδιας της ιστορίας. Οι σύγχρονες εξεγέρσεις δε γίνονται μόνο για το ψωμί, έχουν κατά κανόνα στα αιτήματά τους και τα τριαντάφυλλα. Η διαχείριση της ατομικότητας, του χρόνου, της πληροφορίας, βρίσκονται στον πυρήνα της σκέψης του Μπακούνιν. Δύσκολα μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι κινήματα όπως αυτά του γαλλικού Μάη, της απελευθέρωσης των μαύρων στις ΗΠΑ, της αντιαποικιοκρατικής πάλης και σύγχρονα, όπως αυτά για την αναδιανομή της γης στη Λατινική Αμερική, δεν ταιριάζουν στην ιδέα για τις επαναστατικές μάζες που εισήγαγε ο Μπακούνιν απέναντι στον καθαρό μαρξισμό.

Συμπερασματικά, η πολιτική ενσωμάτωση της σοσιαλδημοκρατίας, η έννοια της αυτονομίας των κοινωνικών κινημάτων από τους πολιτικούς μηχανισμούς, η καταστολή της εργατικής τάξης στο όνομά της το ίδιο μέσω της συγκρότησης νέων λεβιθιανών κρατών, η ατομική ελευθερία μέσα στη συλλογική ισότητα, ζητήματα που μονοπώλησαν την ιστορία του εργατικού κινήματος στον 20ό αιώνα, έχουν τεθεί από τον Μπακούνιν και τους αναρχικούς ήδη πολλές δεκαετίες πριν.

Οι ιδέες τους ηττήθηκαν και εκδιώχθηκαν από τη Διεθνή, απέτυχαν να γίνουν η ατμομηχανή των επαναστάσεων της ταραγμένης περιόδου 1870 – 1940, αλλά δικαιώθηκαν από τη δύναμη της ζωής. Σήμερα καμία συζήτηση για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, καμία κοινωνική κίνηση που καταγράφεται στην κομμουνιστική τάση δεν διαγράφεται χωρίς να τις συνυπολογίσει.

Είναι λοιπόν ο Μπακούνιν «ο μόνος μαρξιστής που έπεσε μέσα»; Αυτός ο αφορισμός θα δυσαρεστούσε για ιστορικούς λόγους τόσο τους μαρξιστές όσο και τους αναρχικούς. Ωστόσο, δε γίνεται να παραγνωριστεί ότι οι διορθώσεις που επιχείρησε να κάνει ο Μπακούνιν στη βασική οικονομική ανάλυση του Μαρξ και στη μεθοδολογία αυτού του τελευταίου για τη μελέτη των κοινωνικών σχέσεων αποτελούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σήμερα βιωμένες και κατεκτημένες εμπειρίες του επαναστατικού εργατικού κινήματος.

Και είναι βέβαιο ότι είναι μια ρήση του Μπακούνιν αυτή που καλύτερα από κάθε άλλη περιγράφει μέχρι σήμερα την σοσιαλιστική περιπέτεια που ξεκίνησε με τη Διεθνή:

«Ελευθερία χωρίς σοσιαλισμό, είναι προνόμια και αδικία. Σοσιαλισμός χωρίς ελευθερία, είναι υποδούλωση και βαρβαρότητα».

 

Σημειώσεις

1. Οι σχέσεις του Μπακούνιν με τον Μαρξ δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα καλές. Συνεργάτες του Μαρξ είχαν εμπλακεί από νωρίς σε μια υπόθεση συκοφαντίας του Μπακούνιν και παρότι ο Γερμανός φιλόσοφος είχε διαχωριστεί από αυτές και είχε διαβεβαιώσει τον Ρώσο επαναστάτη ότι δεν είχε καμία σχέση με αυτές, το κλίμα δυσπιστίας μεταξύ τους δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, ακόμα και για το σύντομο διάστημα που συνυπήρξαν στη Διεθνή χωρίς να θέτουν σε προτεραιότητα τη διαφωνία τους. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι η διαγραφή του Μπακούνιν το 1872 από το Συνέδριο της Χάγης της Διεθνούς γίνεται με αιτιολόγηση που τον στοχοποιεί περισσότερο προσωπικά παρά πολιτικά, παρουσιάζοντάς τον ως συνωμότη, απατεώνα και εκβιαστή. Στα κείμενα που προηγούνται και ακολουθούν τη διάσπαση της Διεθνούς, η δυσκολία που πάντοτε είχε αυτή η σχέση γίνεται εμφανής από τον τρόπο που απευθύνεται ο ένας στον άλλον. Ωστόσο, είναι σωστό να πούμε ότι οι δύο άνδρες είχαν πίσω από αυτή την έχθρα μια σχέση ιδιότυπου σεβασμού. Ο Μαρξ καλεί προσωπικά τον Μπακούνιν στη Διεθνή ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1860 και σε ένα γράμμα του προς τον Ενγκελς, αναγνωρίζει στον αντίπαλό του ότι είναι ένας από τους ελάχιστους που έχουν καταλάβει τον Χέγγελ –παραδοχή όχι εύκολη για τον Μαρξ, που συνήθιζε να υποτιμά και να ειρωνεύεται τους υπόλοιπους θεωρητικούς της εποχής του. Ο Μπακούνιν από την άλλη δε διστάζει να αποκαλέσει τον εαυτό του ‘’μαρξιστή’’ σε ένα γράμμα του, κάτι που δεν είναι ψευδές, εφόσον ο πατέρας του σύγχρονου αναρχισμού οφείλει στον Μαρξ, αν όχι την εγελιανή οπτική για την επανάσταση, σίγουρα την οικονομική θεωρία και τα θεμέλια της κοινωνιολογικής ανάλυσης για τον καπιταλισμό.

2. Αυτή είναι μια ιστορική ανακρίβεια που διαδίδουν κυρίως οι μαρξιστές. Στην πραγματικότητα, η Ισπανική Επανάσταση (1936-1939) είναι η μοναδική στην οποία οι αναρχικοί δε συμμετέχουν απλά, αλλά είναι σχεδόν αποκλειστικά αυτοί που την εμπνέουν, την οργανώνουν και τη διεξάγουν, σε πείσμα όλων των υπολοίπων ρευμάτων. Υπό αυτό το ιδιότυπο πρίσμα άλλωστε πρέπει να εξετασθεί και η τελική αποτυχία τους, που για τους θιασώτες ενός γραμμικού ιστορικισμού συνιστά και απόδειξη της χρεωκοπίας των ιδεών τους. Αντίθετα, οι αναρχικοί είναι παρόντες σε όλα τα επαναστατικά γεγονότα της ταραγμένης περιόδου 1870-1939, ξεκινώντας από την Κομμούνα του Παρισιού και περνώντας από τη Μεξικανική Επανάσταση, τις Κομμούνες της Βαυαρίας και της Ουγγαρίας, το συμβουλιακό κίνημα της Ιταλίας, την ουκρανική και φυσικά τη ρωσική επανάσταση, όπου αυτοί πρώτοι εισάγουν το περίφημο σύνθημα «Ολη η εξουσία στα Σοβιέτ!», πριν καταλήξουν στην αυτοδιαχειριστική απόπειρά της Καταλονίας, της Αραγονίας και της Αστούριας.

3. «Η οργάνωση της Διεθνούς», στο Μ. Μπακούνιν, Για την ελευθερία του καθενός και την ισότητα όλων, εκδ. Καινά Δαιμόνια, Αθήνα 2009.

 

*Το κείμενο είναι από το πρώτο τεύχος του θεωρητικού περιοδικού “Καινά Δαιμόνια”, που είχε εκδοθεί από το τμήμα εκδόσεων της Αναρχοσυνδικαλιστικής Πρωτοβουλίας Ροσινάντε. Αναδημοσίευση από εδώ: http://www.provo.gr/o-bakunin-eixe-dikio/