Ύψωσον εργάτα την κεφαλήν. Παύσον προς στιγμήν την κοπιωδεστάτην εργασίαν σου.


Αναπαύθητι ολίγας στιγμάς και ακροασθητί μοι.


Εγεννήθης δια να εργάζησαι απαύστως;


Διατί εργάτα εξαντλείς τοσούτον τας δυνάμεις σου;


Διότι πεινάς;


Διότι πεινούν τα τέκνα σου;


Διότι γυμνητεύουν;


Δυστυχή όσον περισσότερον και εάν εργασθής, και τας 24 έτι ώρας του ημερονυκτίου, ουδόλως τούτο θα μεταβάλη την οικτράν, οικτροτάτην θέσιν σου.


Διατί τούτο;


Εζήτησες ποτέ να εύρης το αίτιον;


Α! επέστησαν τέλος οι λόγοι μου την προσοχήν σου;


Δόξα εις την αλήθειαν.


Μη εργάζου απαύστως εργάτα.


Ο πολύς κόπος εξαντλεί πολλάς δυνάμεις.


Δυνάμεις τας οποίας δεν δύνασαι ν’ αναπληρώσης δια της λιτωτάτης τροφής, δι’ ης τρέφεσαι.


Ποια είναι η τροφή σου;


Ολίγος υδρόβρεκτος άρτος μετ’ ολίγου τυρού ή ελαίων, ως προσφάγιον.


Οπόσας θρεπτικάς ουσίας εμπεριέχει η τροφή σου αυτή;


Ολιγίστας.


Προς τι λοιπόν να φθήρης ούτω ασυλλογίστως την υγείαν σου;


Δεν σκέπτεσαι εργάτα την δυστυχή συζυγόν σου;


Τα δύστυχα τέκνα σου;


Εσκέφθης τι θα απογίνωσιν όταν η υπέρ τας δυνάμεις σου, η υπέρ την κράσιν σου κόπωσις θα σε ρίψη εις τον τάφον;


Άκουσον λοιπόν.


Άκουσόν με όμως μετά προσοχής.


Η μεν σύζυγος σου θα πωλήση τας σάρκας της, αφ’ ου επί πολλάς ημέρας θα ζητήση εργασίαν και δεν θα εύρη, διά να ζήσωσιν αυτή και τα ορφανά!


Τα δε τέκνα σου θα επαιτήσωσι και θα τρέχωσι νηστικά επί πολλάς ημέρας τας οδούς μόλις δυνάμενα να σύρωσι τα ισχνά και λιπόσαρκα μέλη των.


Θα υποστώσι περιφρονήσεις παρ’ εκείνων, δι’ ους εργάζεσαι την σήμερον συ και χάριν των οποίων θα κατέλθης προώρως εις τον τάφον.


Ταύτα εισίν αναπόφευκτα.


Τα εσκέφθης εργάτα;


Ουχί δυστυχή, διότι, ναι, το γνωρίζω καλώς, η περί την αύριον μέριμνα δεν σοι επέτρεψε και δεν σοι άφηκε στιγμήν να σκεφθής.


Τα έμαθες ήδη.


Παύσον λοιπόν να κοπιάζης απαύστως.


Αναπαύθητι και ολίγον. Παύσον να βαίνης προς τον τάφον.


Συλλογίσθητι την δυστυχή σύζυγόν σου και τα αθώα τέκνα σου. Περιόρισον τας ώρας της εγασίας σου.


Δύνασαι να το κατορθώσης.


Αρκεί εργάτα να το θελήσης.


*  Από την αναρχική εφημερίδα της Πάτρας «ΕΠΙ ΤΑ ΠΡΟΣΩ», τεύχος 14 (1) 1 Απριλίου 1896.