[...]Οι πρώτες μέρες (σ.σ. μετά το ξέσπασμα του στρατιωτικού πραξικοπήματος) κύλησαν μέσα σ’ ένα κλίμα αβεβαιότητας, σύγχυσης, αλλά και αυτοθυσίας. Η κεντρική κυβέρνηση στη Μαδρίτη φαινόταν ανίκανη να διαχειριστεί επιτυχώς την κατάσταση και ο λόγος που δεν είχε καταρρεύσει από την πρώτη στιγμή ήταν οι επιτυχίες του απλού λαού, που οργανώθηκε στα δυο μεγάλα συνδικάτα και επιτέθηκε ενάντια στους φασίστες. Η Βαρκελώνη βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων για τους αναρχικούς. Τα άλλα δύο ισχυρά προπύργια της CNT -Ανδαλουσία και Σαραγόσα- είχαν πέσει στα χέρια των στασιαστών. Η πρωτεύουσα της Καταλονίας σώθηκε από τη συντονισμένη απάντηση των ομάδων άμυνας της CNT και το αναρχικό στοιχείο που πλειοψηφούσε στην εργατική τάξη της πόλης έλεγξε από την αρχή όλη την κοινωνική ζωή. Τα κομβικά κτίρια και οι συγκοινωνίες καταλήφθηκαν, κηρύχθηκε γενική απεργία και τα πολυάριθμα οδοφράγματα σ’ όλες τις συνοικίες της πόλης τέθηκαν υπό τον έλεγχο της Συνομοσπονδίας.

Μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα συγκλήθηκε στις 20 Ιούλη η ολομέλεια των συνδικάτων της Βαρκελώνης, για να αποφασιστεί η τακτική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί. Ήδη, ο πρόεδρος της αυτόνομης καταλανικής κυβέρνησης, Λιουίς Κομπάνυς, είχε καλέσει μια αντιπροσωπεία της CNT και είχε υποβάλει στη διάθεσή της την παραίτησή του. Η ολομέλεια σύντομα βρέθηκε μπροστά σ’ ένα σταυροδρόμι. Έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο προοπτικές: Η πρώτη ήταν να κηρυχθεί ο ελευθεριακός κομμουνισμός στην Καταλονία και να επιβληθεί μια ιδιότυπη «αναρχική δικτατορία»[4] , με τη διάλυση των κομμάτων και των άλλων συνδικαλιστικών παρατάξεων και την καθαίρεση της καταλανικής κυβέρνησης. Η δεύτερη προοπτική ήταν αυτή της συνεργασίας με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, στο πλαίσιο του αντιφασιστικού αγώνα, προοπτική που ιεραρχούσε τους στόχους της CNT, δίνοντας προτεραιότητα στην κατατρόπωση του φασισμού σε εθνικό επίπεδο.

Η λήψη της απόφασης βασίστηκε σε πολλές παραμέτρους. Οι αποφάσεις του Συνεδρίου της Σαραγόσα, η παραδοσιακή αντιπολιτική στάση του ισπανικού ελευθεριακού κινήματος και η κυριαρχία των αναρχικών στη Βαρκελώνη μπήκαν στη ζυγαριά μαζί με τη συνολική κατάσταση στο μέτωπο του εμφυλίου και την γενική αναλογία δυνάμεων στην Ισπανία, τις αναμενόμενες αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας και την απροθυμία να ξεκινήσει μια ριζική αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου. Στην ημιεπίσημη ιστορία της CNT, ο Πεϊράτς θεωρεί πως η σιωπή πολλών γνωστών αγωνιστών ήταν αυτή που έκρινε το αποτέλεσμα: Ανάμεσα σε αυτούς που μάταια διαμαρτύρονταν και σε αυτούς που σιωπούσαν λόγω έλλειψης αποφασιστικότητας, άνοιξε ο δρόμος της εισήγησης για τη συνεργασία…[5]

Εκτός από τον Γκαρθία Ολιβέρ και τα συνδικάτα του Μπάις Λιομπρεγάτ, που εκπροσωπούνταν[6] από τον Χοσέ Τσένα[7] , οι οποίοι επιχειρηματολόγησαν υπέρ της άμεσης προκήρυξης του ελευθεριακού κομμουνισμού, η πλειοψηφία τάχθηκε τελικά υπέρ της συνεργασίας.  Έτσι, αποφασίστηκε η ίδρυση της Επιτροπής Αντιφασιστικών Πολιτοφυλακών Καταλονίας, με πρωτοβουλία της CNT. Η Τζενεραλιτάτ έχασε προς στιγμή τη δύναμή της, αλλά δεν καταργήθηκε. Η Επιτροπή Πολιτοφυλακών ανέλαβε τον ουσιαστικό έλεγχο της κατάστασης και η CNT δημιούργησε σιγά-σιγά κι άλλες επιτροπές για να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα του πολέμου, της οικονομίας, της δημόσιας τάξης, της δικαιοσύνης κ.λπ.. Πάντα όμως, προσπαθούσε να μη δημιουργεί σοβαρές κόντρες με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και συνεργαζόταν με αυτές.

Η περίπτωση της Βαρκελώνης επαναλήφθηκε με λίγο διαφορετικό τρόπο και στη Βαλένθια. Η συνδικαλιστική συμμαχία των CNT και UGT, αφού αρνήθηκε να υπαχθεί στον τοπικό κυβερνήτη και στις επιτροπές της κεντρικής κυβέρνησης, μετά από γενική απεργία διαρκείας επιτέθηκε την 1η Αυγούστου στους στρατώνες και αφόπλισε τον τακτικό στρατό. Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με τις άλλες αντιφασιστικές δυνάμεις, παίρνοντας μέρος στις οργανωτικές και διοικητικές επιτροπές που δημιουργήθηκαν.[8] Αντιθέτως, στην πρωτεύουσα Μαδρίτη η κεντρική κυβέρνηση διατήρησε τον έλεγχο της κατάστασης, παρά το ότι οι επιθέσεις στους στρατώνες έγιναν κυρίως από ένοπλους εργάτες και κάποια -πιστά σ’ αυτήν- αποσπάσματα των δυνάμεων της τάξης. Η πλειοψηφία των μαδριλένων εργατών ανήκε στη σοσιαλιστική UGT κι έτσι η κεντρική κυβέρνηση κατάφερε με σχετική ευκολία να ελέγξει την πόλη στην οποία βρισκόταν.

Η μόνη επαναστατική ελπίδα σιγόκαιγε στην Καταλονία και σε μέρη του Λεβάντε και της Αραγόνας. Οι κολεκτιβοποιήσεις αποτέλεσαν τον κανόνα στις επιχειρήσεις στη Βαρκελώνη, ενώ και οι χωρικοί στις γύρω επαρχίες -πολλές φορές με την ενθάρρυνση των πολιτοφυλάκων που τις διέσχιζαν στο δρόμο για το μέτωπο- ξεκίνησαν προγράμματα κολεκτιβοποίησης της γης και της οικονομίας. Όμως, αυτές οι προσπάθειες υπονομεύονταν από την κεντρική κυβέρνηση, η οποία κρατούσε στα χέρια της τα αποθέματα χρυσού και ασκούσε πολιτική οικονομικού στραγγαλισμού της Καταλονίας, για να αποδυναμώσει την αναρχική πρωτοβουλία. Όσο τα κόμματα και η κυβέρνηση συνέρχονταν από το επαναστατικό σοκ των πρώτων ημερών, η πίεση προς τη Συνομοσπονδία γινόταν μεγαλύτερη.

Δυστυχώς, η αρχική επιλογή προς τη συνεργασία παγίδευε όλο και πιο πολύ τους αναρχικούς. Η Εθνική Ολομέλεια των Περιφερειακών Επιτροπών της CNT συνήλθε στις 20 Σεπτέμβρη και κάλεσε τις πολιτικές δυνάμεις να συστήσουν ένα Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, στο οποίο θα συμμετείχε και η Συνομοσπονδία. Καμουφλάροντας με αυτό τον όρο τη λέξη κυβέρνηση και παρά την επαναστατικότητα των μέτρων που πρότεινε να λάβει το Συμβούλιο, η CNT μιλούσε για πρώτη φορά με όρους κεντρικής εξουσίας. Στη Βαρκελώνη συγκλήθηκε μια ολομέλεια των τοπικών ομοσπονδιών, στις 24 Σεπτέμβρη. Χωρίς να προκύπτει ξεκάθαρα ότι εκεί πάρθηκε μια τέτοια απόφαση,[9] στις 27 Σεπτέμβρη του 1936 ο τύπος ανακοίνωσε την είσοδο της Συνομοσπονδίας στην τοπική κυβέρνηση. Κάποιες αστείες δικαιολογίες, ότι δεν επρόκειτο για κυβέρνηση αλλά για έναν καινούριο διοικητικό μηχανισμό που ονομαζόταν «Συμβούλιο της Τζενεραλιτάτ», δεν έπεισαν κανέναν. Η συνεπής αντιεξουσιαστική και αντιπολιτική στάση της CNT κατέρρευσε και επίσημα…

Στο διάστημα που ακολούθησε, ο ψευδοπραγματισμός και η ηττοπάθεια των «αγωνιστών με επιρροή»[10] έδωσαν τη χαριστική βολή στην επανάσταση. Στα τέλη του Οκτώβρη η καταλανική CNT υπέγραψε με συνοπτικές διαδικασίες μια συμφωνία συνεργασίας με την UGT και το PSUC (που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών). Η συμφωνία επικυρώθηκε από μια περιφερειακή ολομέλεια στις 25 Οκτώβρη, αν και η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ζήτησε από την επιτροπή να συμβουλεύεται συχνότερα τη βάση. Στις 4 Νοέμβρη του 1936, η CNT εισήλθε στην κεντρική κυβέρνηση, αναλαμβάνοντας τέσσερα υπουργεία. Οι τέσσερεις αναρχικοί υπουργοί ήταν: Δικαιοσύνης ο Γκαρθία Ολιβέρ, Βιομηχανίας ο Πεϊρό, Υγείας η Μοντσένυ και Εμπορίου ο Λόπεθ[11]. Η απόφαση για την είσοδο στην κυβέρνηση πάρθηκε σε μια συνάντηση του πρωθυπουργού Λάργκο Καμπαγιέρο με τον γ.γ. της CNT Μαρτίνεθ Πριέτο.

Οι αντιδράσεις σ’ αυτή την εξέλιξη ήταν ποικίλες. Ομάδες της ελευθεριακής νεολαίας, ταξιαρχίες πολιτοφυλάκων, αναρχικές εκδόσεις και μεμονωμένα άτομα εξέφρασαν την αντίθεσή τους. Ακόμα κι αν -όπως λεγόταν- αυτό ήθελαν οι περισσότεροι στην οργάνωση, ο τρόπος με τον οποίο έγινε αυτή η παράκαμψη αρχών ήταν απαράδεκτος.[12] Για να εξασφαλιστεί η μέγιστη συναίνεση οργανώθηκαν μεγάλες συγκεντρώσεις με ικανούς ομιλητές. Η περιφερειακή επιτροπή της Βαρκελώνης αντικατέστησε τη συντακτική ομάδα της Solidaridad Obrera με πραξικοπηματικό τρόπο για να σιγάσει τις φωνές αντίδρασης στις νέες συνθήκες.

Οι μόνιμες επιτροπές των CNT και FAI δεν έκαναν, αντιθέτως, τίποτα για να αποκρούσουν τη ραγδαία άνοδο του κομμουνιστικού κόμματος, του οποίου η αντεπαναστατική λειτουργία ήταν απροκάλυπτη.[13] Το μικρό κομμουνιστικό κόμμα της Ισπανίας PCE κατάφερε μες στους πρώτους μήνες του εμφυλίου να αυξήσει θεαματικά τη δύναμή του.[14] Η διακριτική στήριξη του Στάλιν προς τη δημοκρατική κυβέρνηση έφερε όπλα και τεχνογνωσία και μεγάλωσε το κύρος του PCE, το οποίο διαχειρίστηκε αυτή τη σχέση. Τα χρήματα της ΕΣΣΔ βοήθησαν την αδιάκοπη προπαγάνδα των κομμουνιστών, η οποία βρήκε απήχηση σε πολλούς εργάτες της UGT και -ειδικά στην Καταλονία και το Λεβάντε- στη μικροαστική τάξη. Οι μικροαστοί -και γενικότερα η μεσαία τάξη- είχαν θορυβηθεί από τη δύναμη των αναρχικών και ήθελαν να εξασφαλίσουν την ιδιοκτησία τους και τη συνέχεια της αστικής δημοκρατίας μετά από μια ενδεχόμενη νίκη. Ίδια απήχηση είχε και η προπαγάνδα στους μικροϊδιοκτήτες αγρότες, καθώς το PCE είχε ταχθεί ανοιχτά ενάντια στις κολεκτίβες και υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας.[15]

Η σταλινική βοήθεια δεν ήρθε βεβαίως εθελοντικά. Εκτός από τις προσδοκίες για διπλωματικά και πολιτικά οφέλη, η ΕΣΣΔ είχε βάλει στο μάτι και τα αποθέματα χρυσού της ισπανικής τράπεζας, που ήταν τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα χρυσού στον κόσμο. Στα τέλη του Οκτώβρη του 1936, ο ισπανικός  χρυσός έφτασε στο ρωσικό λιμάνι της Οδησσού. Τα πολεμοφόδια, τα τρόφιμα και τα καύσιμα που έστειλαν οι σοβιετικοί στην Ισπανία ήταν ελάχιστα μπροστά στην αξία αυτού του θησαυρού. Η κυβέρνηση -με υπουργό Οικονομικών το πιόνι των σοβιετικών Χουάν Νεγκρίν- εξόπλισε με αυτήν τη βοήθεια, κυρίως, τα στρατιωτικά τμήματα υπό κομμουνιστική διοίκηση. Όπου είχαν το πάνω χέρι οι αναρχικοί, η βοήθεια έφτανε με το σταγονόμετρο. Παράλληλα, το PCE δυσφημούσε τη CNT και τη FAI με το καλοπληρωμένο και τεράστιο δίκτυο προπαγάνδας του.

Η μόνη ενεργητική αντίσταση σ’ αυτά τα δεδομένα ήρθε στα μέσα Οκτώβρη από το μέτωπο της Αραγόνας. Εκεί προκηρύχθηκε το Συμβούλιο Άμυνας της Αραγόνας, το οποίο αποτελούσαν μόνο αναρχικοί. Η απόφαση για την ίδρυσή του προέκυψε από συναντήσεις μεταξύ αντιπροσώπων των πολιτοφυλακών που στάθμευαν εκεί και των αγροτικών κολεκτίβων που είχαν δημιουργηθεί.[16] Ο ιδιότυπος αυτός «αναρχικός φορέας εξουσίας» ήθελε να αναδιοργανώσει τη ντόπια οικονομία και να ελέγξει την εξουσία που ασκούσαν οι πολιτοφυλακές -κυρίως οι μη αναρχικές- εις βάρος των χωριών και κολεκτίβων. Οι κομμουνιστές χαρακτήρισαν το Συμβούλιο «φασιστικό» και η κεντρική κυβέρνηση το αναγνώρισε μόλις στις 17 Δεκέμβρη και αφού οι αναρχικοί έδωσαν κάποιες αρμοδιότητες σε άλλες πολιτικές δυνάμεις.[17]

Η εθνική επιτροπή της CNT είχε συνεχείς προστριβές με το Συμβούλιο της Αραγόνας. Η όλο και περισσότερο ενδοτική στάση της Συνομοσπονδίας απέναντι στις άλλες πολιτικές δυνάμεις ερχόταν συχνά σε αντίφαση με την πραγματικότητα της Αραγόνας. Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν τελικά από τα γεγονότα. Η προέλαση των φασιστών στην Καστίλη οδήγησε στην πολιορκία της Μαδρίτης. Η κεντρική κυβέρνηση έφυγε πανικόβλητη για να μετεγκατασταθεί στη Βαλένθια. Το ίδιο έκανε και η Εθνική Επιτροπή της CNT. Αντίθετη διαδρομή ακολούθησε η Ταξιαρχία Ντουρούτι, η οποία έφυγε από το μέτωπο της Αραγόνας, για να υπερασπιστεί την πρωτεύουσα.

Η φυγή της εθνικής επιτροπής προκάλεσε την παραίτησή της και τη θέση του γραμματέα Μαρτίνεθ Πριέτο πήρε ο Μαριάνο Ροντρίγκεθ Βάθκεθ, ως τότε γραμματέας της τοπικής οργάνωσης της Καταλονίας. Η μετάθεση της ταξιαρχίας στην άμυνα της Μαδρίτης προκάλεσε μεγάλες απώλειες, ανάμεσα στις οποίες ήταν κι αυτή του Ντουρούτι.[18] Η Μαδρίτη, παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις, άντεξε μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο θάνατος του γνωστού αγωνιστή προκάλεσε τεράστια αίσθηση σε όλη τη χερσόνησο, καθώς ήταν πολύ γνωστή και σεβαστή φυσιογνωμία για όλο το λαό. Η υπερβολική του ηρωοποίηση, όμως, ήταν αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής της «ηγεσίας» των CNT - FAI, που τον χρησιμοποίησαν μετά θάνατον για να δικαιώσουν τις επιλογές τους.[19]

Το 1936, αυτή η χρονιά-ορόσημο για την Ισπανία, τελείωσε σ’ ένα κλίμα, που προϊδέαζε για τις μελλοντικές εξελίξεις. Στις 16 Δεκέμβρη αποπέμφθηκε το POUM από την καταλανική κυβέρνηση. Οι ισπανοί κομμουνιστές, ακολουθώντας πιστά την πολιτική του Στάλιν, άρχισαν τις εκκαθαρίσεις τροτσκιστών και αντιφρονούντων. Παρά τις αντιδράσεις του αναρχικού τύπου για την απροκάλυπτη επέμβαση των σοβιετικών στα εσωτερικά ζητήματα της Ισπανίας, η CNT συμμετείχε κανονικά στη νέα Τζενεραλιτάτ. Το θέμα που κυριαρχούσε την ίδια χρονική περίοδο στο αναρχικό στρατόπεδο ήταν η κυβερνητική προσπάθεια μετατροπής των πολιτοφυλακών σε τακτικό στρατό.

 Ήδη, στα τέλη του Οκτώβρη, η Τζενεραλιτάτ είχε εκδώσει διάταγμα για τη μετατροπή των πολιτοφυλακών σε τακτικά σώματα στρατού. Η πλειοψηφία των πολιτοφυλάκων ήταν ενάντια σε μια τέτοια εξέλιξη. Από την άλλη, η κεντρική κυβέρνηση απέφευγε να στέλνει πολεμοφόδια στις πολιτοφυλακές, μειώνοντας έτσι το βαθμό αποτελεσματικότητάς τους. Στην ολομέλεια αναρχικών ομάδων Βαρκελώνης της FAI στις 6 Δεκέμβρη, ο Σαντιγιάν και ο Μολίνα εκφράστηκαν υπέρ της πειθαρχίας και της στρατιωτικοποίησης. Ήδη, είχε κάνει το ίδιο και ο υπουργός Πεϊρό. Οι επιτροπές της CNT και της FAI ουσιαστικά πίεζαν τη βάση προς μια νέα οπισθοχώρηση αρχών, η οποία, στο ξεκίνημα του 1937, άρχισε να παρουσιάζεται ως αναπόφευκτο κακό.

Στις 5 Φλεβάρη, η Σιδηρά Ταξιαρχία[20] οργάνωσε μια συνέλευση αντιπροσώπων όλων των αναρχικών πολιτοφυλακών, ώστε να καταλήξουν πάνω στο θέμα της στρατιωτικοποίησης. Μετά από θυελλώδη συζήτηση, η άποψη που τελικά υπερίσχυσε ήταν υπέρ της μετατροπής των πολιτοφυλακών σε τακτικές μονάδες.[21] Οι μόνες πολιτοφυλακές που αποφάσισαν να παραμείνουν ως είχαν ήταν η Σιδηρά Ταξιαρχία και η Ταξιαρχία Γη και Ελευθερία. Την κάθετη αντίθεσή της σε αυτή την προοπτική εξέφρασε και η 4η ομαδοποίηση της Ταξιαρχίας Ντουρούτι στο θύλακα της Γκέλσα. Αποτέλεσμα της στρατιωτικοποίησης ήταν να εγκαταλείψουν αρκετοί πολιτοφύλακες το μέτωπο, αρνούμενοι να μπουν σε μια καθημερινότητα με διαταγές, χαιρετισμούς, γαλόνια και πειθαρχία σε διορισμένους διοικητές. Τελικά, οι δυο διαφωνούσες ταξιαρχίες αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να προσχωρήσουν στο δημοκρατικό στρατό λίγες βδομάδες αργότερα, κάτω από την πίεση των συνθηκών (έλλειψη πολεμοφοδίων και προμηθειών, πολεμική με τις CNT - FAI, συκοφάντηση από το PCE).

Στο ίδιο χρονικό διάστημα, οι κομμουνιστές κλιμάκωναν την επίθεσή τους ενάντια στη Συνομοσπονδία. Καθώς αυξανόταν η επιρροή τους προς τους σοσιαλιστές και το σύνολο της κυβέρνησης, άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτες μυστικές φυλακές. Οι εξαφανίσεις, οι εκτελέσεις και τα βασανιστήρια εις βάρος των αναρχικών, συνοδεύονταν από συνεχείς συκοφαντίες. Στις 8 Φλεβάρη έπεσε στα χέρια των φασιστών η Μάλαγα, την οποία υπερασπίζονταν τμήματα στρατού υπό κομμουνιστική διοίκηση. Μια βδομάδα μετά συνελήφθη ο αναρχικός διοικητής πολιτοφυλακής Μαρότο[22] ως κατάσκοπος των φασιστών και υπεύθυνος για την καταστροφή, ώστε να παρουσιαστεί στην κοινή γνώμη η CNT ως υπαίτια για τη συμφορά. Παράλληλα, οι κομμουνιστές δυσφημούσαν τις κολεκτίβες και τις οργανωτικές δομές των αναρχικών, στηρίζοντας τη μικρή ιδιοκτησία. Ούτε οι υπουργοί ούτε και οι CNT - FAI κατάφεραν να σταματήσουν με τις συνεργατικές τους πολιτικές αυτές τις επιθέσεις. Μάλιστα, όταν στα μέσα Απρίλη οι επίσημες εφημερίδες της CNT της Μαδρίτης κατήγγειλαν τη δολοφονία δεκάδων κολεκτιβιστών της περιοχής από τους κομμουνιστές, λογοκρίθηκαν και έκλεισαν για λίγες μέρες.

Η μόνη συντονισμένη[23] αντίδραση σε αυτό τον ενδοτισμό της Συνομοσπονδίας οργανώθηκε στη Βαρκελώνη. Εκεί, στα τέλη Φλεβάρη δημιουργήθηκε η ομάδα Φίλοι του Ντουρούτι. Ο αρχικός της πυρήνας ήταν οι πολεμιστές της 4ης ομαδοποίησης της Ταξιαρχίας Ντουρούτι, που είχαν αποχωρήσει από το μέτωπο αρνούμενοι τη στρατιωτικοποίηση. Με αυτούς ενώθηκαν αναρχικοί από τη Βαρκελώνη και την Αραγόνα, με πιο γνωστούς τους Τζάουμα Μπαλίους και Χουάν Σαντάνα Καλέρο. Αυτή η ομάδα οργάνωσε δυο συγκεντρώσεις στη Βαρκελώνη και εξέδωσε έντυπα ενάντια στο σταλινισμό και την κυβερνητική συνεργασία. Οι Φίλοι του Ντουρούτι είχαν την υποστήριξη περίπου πέντε χιλιάδων αγωνιστών[24] και έφτασαν στο ζενίθ της επιρροής τους στα γεγονότα του Μάη του 1937.

Η συντονισμένη επίθεση των κομμουνιστών ενάντια στη CNT έβρισκε σθεναρή αντίσταση μόνο στην Καταλονία και την Αραγόνα, που είχαν αναρχική πλειοψηφία. Σε συνεργασία με τους καταλανούς εθνικιστές, οι κομμουνιστές εξύφαναν μια συνωμοσία, ώστε να καταλάβουν τον έλεγχο και σ’ αυτές τις περιοχές. Μετά την ουσιαστική διάλυση των πολιτοφυλακών, σειρά πήρε η προσπάθεια αφοπλισμού των μετόπισθεν, η οποία θα εξασφάλιζε τον έλεγχο όλης της επικράτειας από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Στις 4 Μάρτη, ο επίτροπος Δημόσιας Τάξης της Τζενεραλιτάτ εξέδωσε ένα διάταγμα, με το οποίο διέτασσε τη διάλυση των Περίπολων Ελέγχου, του σώματος τάξης που είχε δημιουργηθεί τις πρώτες μέρες της επανάστασης και το αποτελούσαν κατά το ήμισυ εργάτες της CNT. Ακόμη, διέτασσε τον αφοπλισμό όλων των πολιτών και τη δίωξη όσων δε συμμορφώνονταν. Το μονοπώλιο των όπλων και της βίας έπρεπε να περάσει στην κυβέρνηση.

Οι αντιπρόσωποι των CNT και FAI αντιτάχθηκαν στο διάταγμα[25], γεγονός που στις 26 Μάρτη προκάλεσε κυβερνητική κρίση στην Τζενεραλιτάτ, η οποία κράτησε για ένα μήνα. Στις 26 Απρίλη ορίστηκε νέα καταλανική κυβέρνηση χωρίς να έχει λυθεί το ζήτημα. Ταυτόχρονα, η δολοφονία του κομμουνιστή Κορτάδα προκάλεσε ένα κύμα αντιποίνων στην καταλανική επαρχία, που κορυφώθηκε με τη δολοφονία από τις κυβερνητικές δυνάμεις του αναρχικού Αντόνιο Μαρτίν[26], δημάρχου της συνοριακής πόλης Πουτσαρδά, καθώς και δύο συντρόφων του. Η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Η Πρωτομαγιά δεν γιορτάστηκε στη Βαρκελώνη, όπου οι αστυνομικές δυνάμεις της Τζενεραλιτάτ προχωρούσαν συνεχώς σε συλλήψεις ένοπλων αναρχικών και εξακριβώσεις στοιχείων.

Στις 3 Μάη έγινε αστυνομική έφοδος στο κτίριο της εταιρείας τηλεφώνων, του οποίου τον έλεγχο είχε η CNT. Οι αναρχικοί εργάτες έχασαν το ισόγειο, αλλά κράτησαν με ένοπλη αντίσταση το υπόλοιπο κτίριο. Η επίθεση έγινε γνωστή στη Βαρκελώνη. Οπλισμένοι εργάτες της CNT, αλλά και του POUM, άρχισαν να σηκώνουν οδοφράγματα και απέναντί τους έκαναν το ίδιο οι αστυνομικές δυνάμεις με τη συνδρομή κομμουνιστών και καταλανών εθνικιστών. Κηρύχτηκε απεργία για την επόμενη μέρα και οι μάχες εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την πόλη. Η στάση των υπουργών και της Εθνικής Επιτροπής της CNT ήταν εξαρχής συμβιβαστική. Ως μοναδικό αντάλλαγμα για την αποκατάσταση της τάξης ζητούσαν την παραίτηση του γραμματέα Δημόσιας Ασφάλειας Ροντρίγκεθ Σάλας και του υπουργού Εσωτερικών Αϊγουαδέ. Το αίτημά τους δεν έγινε αποδεκτό.

Το πραξικόπημα κομμουνιστών και καταλανών εθνικιστών εξαπλώθηκε σ’ όλη την Καταλονία. Στην Ταραγόνα και την Τορτόσα, οι αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν στις τηλεφωνικές εταιρείες και στα κτίρια των αναρχικών. Στόχος ήταν να ελεγχθεί η επικοινωνία από τις κυβερνητικές δυνάμεις και να παρουσιαστεί η κατάσταση αυτή ως αναρχικό πραξικόπημα εις βάρος της κυβέρνησης. Όμως, σχεδόν ολόκληρη η Βαρκελώνη βρισκόταν υπό τον έλεγχο των αναρχικών. Τα κανόνια του φρουρίου του Μονζουίκ ήταν στραμμένα προς το κτίριο της Τζενεραλιτάτ, απειλώντας να το ισοπεδώσουν. Η κεντρική κυβέρνηση, αφού είδε ότι οι προσπάθειες των Γκαρθία Ολιβέρ και Μοντσένυ για ανακωχή έπεφταν στο κενό, αποφάσισε την αποστολή δημοκρατικών στρατευμάτων στη Βαρκελώνη. Οι αναρχικοί πολιτοφύλακες στο μέτωπο της Αραγόνας ζήτησαν να κατέβουν στη Βαρκελώνη, για να υπερασπιστούν τους συντρόφους τους, αλλά οι οργανώσεις τούς εμπόδισαν. Στις 5 Μάη παραιτήθηκε όλη η καταλανική κυβέρνηση, ικανοποιώντας έτσι -δια της πλαγίας οδού- το αίτημα παραίτησης των Αϊγουαδέ και Ροντρίγκεθ Σάλας.

Τα γεγονότα τελείωσαν στις 7 Μάη, έπειτα από συμφωνία για απελευθέρωση των αιχμαλώτων και αμοιβαία κατάπαυση του πυρός. Τα κυβερνητικά στρατεύματα μπήκαν στην πόλη χωρίς να πάρουν μέρος στις μάχες. Ο απολογισμός ήταν τραγικός: 500 νεκροί και περισσότεροι από 1.000 τραυματίες.[27] Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν ο γ.γ. της καταλανικής UGT, Αντόνιο Σεσέ, ο Ντομίνγκο Ασκάσο, αδερφός του Φρανθίσκο, ο ιταλός αναρχικός Καμίλο Μπερνέρι[28] και ο Αλφρέδο Μαρτίνεθ, ηγετική μορφή της ελευθεριακής νεολαίας της Βαρκελώνης. Πολλοί αναρχικοί εκτελέστηκαν μετά τη σύλληψή τους. Η προτροπή των Φίλων του Ντουρούτι για τη δημιουργία μιας επαναστατικής επιτροπής, που θα καθαιρούσε την Τζενεραλιτάτ και θα συνέχιζε την επανάσταση, δε βρήκε ικανοποιητική απήχηση. Η στάση των CNT - FAI κατά τα γεγονότα είχε αμυντική και συμβιβαστική λογική. Έτσι, η καταλανική αστική τάξη και οι κομμουνιστές πέτυχαν το στόχο τους. Αφόπλισαν την εργατική τάξη, εδραίωσαν τη σοβιετική κυριαρχία πάνω στη δημοκρατική ισπανική επικράτεια και φρέναραν τα εργατικά επιτεύγματα, προς όφελος της ατομικής ιδιοκτησίας.[29]

Για να ολοκληρωθεί το έργο των κομμουνιστών χρειάζονταν λίγες πινελιές ακόμη. Στις 15 Μάη, το υπουργικό συμβούλιο της κεντρικής κυβέρνησης συζήτησε τα πρόσφατα γεγονότα. Ο πρωθυπουργός Λάργκο Καμπαγιέρο αρνήθηκε να κατονομάσει ως υπεύθυνους για τα γεγονότα τους αναρχικούς και το POUM. Οι κομμουνιστές υπουργοί αποχώρησαν, ακολουθούμενοι από αρκετούς σοσιαλιστές, καθώς και τους εκπροσώπους των βάσκων και των καταλανών. Η κυβέρνηση έπεσε και οι κομμουνιστές έλεγξαν μέσα από αυτή την κρίση το μεγαλύτερο μέρος του σοσιαλιστικού κόμματος. Η CNT αποκλείστηκε από τη νέα κυβέρνηση, το ίδιο και η UGT.

Το πρώτο έργο της νέας κυβέρνησης, υπό την πρωθυπουργία του Χουάν Νεγκρίν, ήταν η ολοκληρωτική διάλυση του POUM. Συλλήψεις, εν ψυχρώ εκτελέσεις, λογοκρισία του ετερόδοξου μαρξιστικού τύπου και κλειστές δίκες- παρωδίες, αφάνισαν το κόμμα αυτό και τις περισσότερες ηγετικές φυσιογνωμίες του, με αποκορύφωμα τη μυστική δολοφονία του Αντρές Νιν. Από τα ειδικά δικαστήρια της δημοκρατίας αποκλείστηκαν οι αντιπρόσωποι της FAI, καθώς η νέα κυβέρνηση δεν την αναγνώριζε με κάποια νομική μορφή. Ήδη, όμως, οι επι- τροπές της FAI προχωρούσαν ένα σχέδιο μετάλλαξης της δομής της οργάνωσής τους.

Στο συνέδριο των αρχών του Ιούλη του 1937, αποφασίστηκε η αντικατάσταση της «ομάδας συγγένειας», ως τότε κυττάρου της FAI, με μια δομή βασισμένη σε γεωγραφικά κριτήρια. Η FAI άνοιξε τις πόρτες της για μαζική εγγραφή νέων μελών, όμως ελαχιστοποίησε τα κριτήρια για να γίνει αποδεκτή μια εγγραφή. Τα καινούρια μέλη έπρεπε απλά να αποδεχτούν ένα γενικόλογο κείμενο αρχών, ενώ δεν αναφερόταν πουθενά ότι έπρεπε να είναι αναρχικοί! Ακόμα, η επιτροπή χερσονήσου, το ανώτερο όργανο της FAI, αναλάμβανε διοικητικές αρμοδιότητες, ασύμφωνες με τον ως τότε αμεσοδημοκρατικό χαρακτήρα της οργάνωσης. Οι αλλαγές αυτές συνάντησαν μεγάλη αντίσταση και πέρασαν με οριακή πλειοψηφία, ενώ πολλά μέλη της FAI απαρνήθηκαν την ταυτότητά της ή συνέχισαν να λειτουργούν ως «ομάδες συγγένειας», με τη σιωπηρή ανοχή της οργάνωσης. Η αναρχική ομοσπονδία νομιμοποίησε την ύπαρξή της, υιοθέτησε έναν κομματικό τρόπο λειτουργίας και εισήγαγε τη λογική της πλειοψηφίας στη δράση της. Μέχρι το τέλος του 1937 είχε αυξήσει τα μέλη της σε 154.000[30].

Η πλήρης άμπωτη του ελευθεριακού κινήματος συντελέστηκε εκεί που είχε πετύχει τα λαμπρότερα επιτεύγματά του, στην Αραγόνα. Το Συμβούλιο της Αραγόνας εξακολουθούσε να υφίσταται, αν και η δυναμική του είχε περιοριστεί. Η κεντρική κυβέρνηση και τα μέλη των κομμάτων που μειοψηφικά συμμετείχαν σε αυτό, παρεμπόδιζαν συνεχώς το έργο του. Κάποιες προτάσεις για σύσταση ενός νέου οργάνου, στο οποίο θα συμμετείχαν μόνο αναρχικοί και κολεκτιβιστές, είχαν πέσει στο κενό. Στις 11 Αυγούστου, η κεντρική κυβέρνηση διέταξε τη διάλυση του Συμβουλίου και έστειλε στην Αραγόνα την 11η μεραρχία υπό τον κομμουνιστή συνταγματάρχη Λίστερ. Πραγματικός στόχος της επέμβασης δεν ήταν το -αδύναμο πλέον- Συμβούλιο, αλλά οι επαναστατικές κατακτήσεις των χωρικών της Αραγόνας. Ο στρατός διέλυσε με τη βία τις κολεκτίβες, κατάσχεσε τα αποθέματά τους και επέστρεψε γη και εργαλεία στους παλιούς ιδιοκτήτες, επιβάλλοντας την ατομική ιδιοκτησία της γης. Επίσης, κατέστρεψε τα κτίρια στα οποία στεγαζόταν το ελευθεριακό κίνημα σ’ όλα τα χωριά και τις πόλεις από όπου πέρασε. Οι συλλήψεις ξεπέρασαν τις 600, υπήρξαν πολλές εξαφανίσεις και καταγγελίες για δολοφονίες, αλλά για άλλη μια φορά οι CNT - FAI δεν αντιστάθηκαν ένοπλα, για να μη διασπάσουν το αντιφασιστικό μέτωπο και κατηγορηθούν ότι διευκολύνουν την επικράτηση των φασιστών. Παράλληλα, η Εθνική Επιτροπή της CNT έδειχνε καλή διαγωγή, προσμένοντας κλήση συμμετοχής στην κυβέρνηση του Νεγκρίν.[...]

[1] Οι περισσότεροι γνωστοί αναρχικοί έλαβαν μέρος σε αυτές τις μάχες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Ντουρούτι και τον Γκαρθία Ολιβέρ στη Βαρκελώνη -όπου και σκοτώ- θηκε κατά την επίθεση στους στρατώνες ο Φρανθίσκο Ασκάσο- και τους Θιπριάνο Μέρα και Νταβίντ Αντόνα στη Μαδρίτη, οι οποίοι πρωταγωνίστησαν και στην κατάληψη της Γουαδαλαχάρα. Για τις μάχες των πρώτων ημερών, υπάρχει άφθονο υλικό στην ελλη- νική γλώσσα στα βιβλία του Πας, Ντουρούτι και Ταξίδι στο Παρελθόν, στο βιβλίο του Ρίτσαρντς, Βέρνον, Διδάγματα από την Ισπανική Επανάσταση, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος, 1996 και στην Ιστορία του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου του Χιού Τόμας.

[2] Συνέντευξη με τον Salvador Gurucharri, Βαρκελώνη, 8/5/2007.

[3] Βλ. Peirats, ό.π., τόμος 1ος, σελ.139-152. O Francisco Espinosa γράφει στην έρευνά του πως σε κάποιες συνοικίες της Σεβίλλης οι φασίστες εφορμούσαν με χειροβομβίδες, χρησιμοποιώντας ως ασπίδες αιχμάλωτες γυναίκες και παιδιά. Βλ. Casanova, Julián, Espinosa, Francisco, Mir, Conxita, Moreno Gómez, Francisco, Morir, Matar, Sobrevivir. La violencia en la dictadura de Franco, Barcelona: Biblioteca de Bolsillo, 2004, σελ.70.

[4] Ο όρος αυτός, αν και έχει καθιερωθεί στα περισσότερα βιβλία που πραγματεύονται το θέμα, είναι αρκετά άστοχος, καθώς δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης θα παρεχόταν στους πάντες μέσα από το συνδικάτο τους και τις κοινοτικές δομές που θα αναπτύσσονταν. Σκοπός ήταν η μεταμόρφωση της κοινωνίας και της οικονομίας στο πνεύμα των αποφάσεων του Συνεδρίου της Σαραγόσα. Βλ. Gómez Casas, ό.π., σελ.188.

[5] Βλ. Peirats, ό.π., τόμος 1ος, σελ.158.

[6] Δεν προκύπτει από κάπου ότι οι παριστάμενοι στην ολομέλεια είχαν προηγουμένως συμβουλευτεί τα συνδικάτα ή τις τοπικές οργανώσεις τους. Βλ. Ρίτσαρντς, Βέρνον, Διδάγματα από την Ισπανική Επανάσταση, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος, 1996, σελ.36. Αυτή η δυσλειτουργία, που παρατηρήθηκε ήδη από την πρώτη ημέρα του εμφυλίου, έγινε -δυστυχώς- κανόνας κατά τη διάρκειά του.

[7] Ο José Xena Torrent (1908-1988) διετέλεσε αργότερα δήμαρχος του Οσπιταλέτ και υπήρξε γραμματέας της καταλανικής FAI κατά τον εμφύλιο. Στην υποχώρηση του ’39 φυλακίστηκε στη Γαλλία και κατέληξε εξόριστος στη Βενεζουέλα, όπου και συνέχισε την έντονη πολιτική του δραστηριότητα.

[8] Αν και υπολογίσιμη δύναμη, η CNT στη Βαλένθια δεν είχε την απόλυτη πρωτοκαθεδρία, όπως στη Βαρκελώνη. Βλ. Paz, Abel, Crónica de la Columna de Hierro, Barcelona: Virus, 2001, σελ.25-34.

[9] Κανείς από τους ιστοριογράφους της CNT, ακόμα και αυτοί που συμμετείχαν στην ολομέλεια, δεν ξεκαθαρίζει πώς και ποιοι πήραν αυτή την απόφαση. Βλ. Peirats, ό.π., τόμος 1ος, σελ.205-206 και Ρίτσαρντς, ό.π., σελ.65-68.

[10] Με αυτό τον χαρακτηρισμό έχει καθιερωθεί να αποκαλούνται τα πιο γνωστά μέλη της CNT που κατά τον εμφύλιο πήραν τις τύχες της οργάνωσης στα χέρια τους, χωρίς να έχουν τις περισσότερες φορές εξουσιοδότηση από τη βάση. Παρότι μερικοί είχαν θέση στις διάφορες τοπικές ή εθνικές επιτροπές και άλλοι ήταν εκπρόσωποι κάποιων συνδικάτων, εκμεταλλεύτηκαν τη δυσχέρεια που προκαλούσε ο πόλεμος στις αμεσοδημοκρατικές συλλογικές διαδικασίες και συμμετείχαν σε λήψεις αποφάσεων, για τις οποίες δεν συμβουλεύονταν συνελεύσεις βάσης και συνδικάτα. Κεντρικό ρόλο στη χάραξη της πολιτικής της CNT έπαιξε η Επιτροπή Χερσονήσου της FAI, που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των αναρχικών ομάδων, στις οποίες συμμετείχαν ο Ντιέγο Αμπάντ ντε Σαντιγιάν και η Φεδερίκα Μοντσένυ. Βλ. Amorós, ό.π., σελ.121.

[11] O Juan López Sánchez (1900-1972) είχε υπογράψει το «Μανιφέστο των Τριάντα» και ήταν γραμματέας της FSL του Πεστάνια. Τη δεκαετία του ’60 συνεργάστηκε με το φρανκικό συνδικαλισμό.

[12] Βλ. Ρίτσαρντς, ό.π., σελ.82-83.

[13] Στις 30 Οκτώβρη, η νεοσύστατη κομμουνιστική αστυνομία της Βαλένθια άνοιξε πυρ εναντίον αναρχικών που συμμετείχαν στην πομπή κηδείας ενός πολιτοφύλακα, ο οποίος είχε δολοφονηθεί από την αστυνομία λόγω της πολιτικής του ταυτότητας. Παρά τους 30 νεκρούς και τους 80 τραυματίες, οι CNT και FAI αποσιώπησαν το γεγονός και τέσσερεις μέρες αργότερα μπήκαν στην κυβέρνηση. Βλ. Paz, ό.π., σελ.86-89.

[14] Τα νούμερα που δίνονται για τα μέλη του PCE το 1936 ποικίλλουν μεταξύ τριών και τριάντα χιλιάδων. Στο τέλος του εμφυλίου προσέγγιζαν τα δύο εκατομμύρια.

[15] Το 30,7% των μελών του PCE, το Μάρτη του 1937, ήταν γαιοκτήμονες αγρότες και το 6,2% ευκατάστατοι μεσοαστοί.

[16] Η απόφαση πάρθηκε στις 6 Οκτώβρη στη Μπουχαραλόθ. Παρούσες ήταν οι αντιπροσωπείες όλων των αναρχικών πολιτοφυλακών της Αραγόνας και οι αντιπροσωπείες 139 χωριών-κολεκτίβων. Υπέρ του Συμβουλίου τάχθηκε η μεγάλη πλειοψηφία (συμπεριλαμβανομένου του Ντουρούτι), η οποία θεώρησε το Συμβούλιο ως καταλληλότερο φορέα για να αντισταθεί στις κομμουνιστικές επιβολές. Βλ. Íñiguez, ό.π., σελ.165-166.

[17] Είναι χαρακτηριστικό ότι στους κομμουνιστές δόθηκαν οι διευθύνσεις Υγείας και Βιομηχανίας, δύο ασήμαντων τομέων, αντίστοιχων με αυτούς που η CNT είχε πάρει στην κεντρική κυβέρνηση. Βλ. Peirats, ό.π., τόμος 1ος, σελ.211-215.

[18] Οι συνθήκες θανάτου του Ντουρούτι δε διευκρινίστηκαν ποτέ. Χτυπήθηκε στη Μαδρίτη, κοντά στην πρώτη γραμμή, ενώ συνομιλούσε με πολιτοφύλακες. Επίσημα έγινε γνωστό ότι η σφαίρα ήρθε από τις εχθρικές γραμμές. Εικασίες αναρχικών έκαναν λόγο για δάκτυλο των κομμουνιστών, ενώ η κομμουνιστική προπαγάνδα, σε μια προσπάθεια ν’ απομακρύνει από τη Συνομοσπονδία τους απλούς εργάτες που σέβονταν τη μορφή του Ντουρούτι, υπαινίχθηκε πως τον σκότωσαν φιλοκυβερνητικά στοιχεία της CNT, επειδή ήταν αντίθετος στην κυβερνητική συμμετοχή. O Γκαρθία Ολιβέρ παραδέχεται ότι του γνωστοποίησαν πως ο θάνατος οφειλόταν σε ατύχημα, αλλά του ζητήθηκε να μην το πει, γιατί θα ήταν καλύτερο για το φρόνημα του λαού να ειπωθεί πως σκοτώθηκε από τον εχθρό. Βλ. García Oliver, Juan, El Eco de los Pasos, Madrid: FELA, Rosa de Foc, CNT- Catalunya, 2008, σελ.529. Διάφορες εκδοχές παρουσιάζονται στα ελληνικά στο Εντσενσμπέργκερ, Χανς Μάγκνους, Το σύντομο καλοκαίρι της Αναρχίας, Αθήνα: Οδυσσέας, 2005, σελ.283-313.

[19] Ο Ντουρούτι είχε εκφράσει τον προβληματισμό του για της κυβερνητικές επιλογές της CNT και την αντίθεσή του στη στρατιωτικοποίηση των πολιτοφυλακών. Μετά το θάνατό του, οι επίσημες εφημερίδες της CNT και οι ομιλητές σε συγκεντρώσεις απομόνωσαν μια φράση που αποδίδεται στον Ντουρούτι και τη χρησιμοποιούσαν συνεχώς: Αποκηρύσσουμε τα πάντα, εκτός απ’ τη νίκη. Μ’ αυτό το σύνθημα, προσπαθούσαν να πείσουν τον κόσμο να αποδεχθεί τις λανθασμένες επιλογές των επιτροπών και τα ιδεολογικά τους ατοπήματα.

[20] Η Σιδηρά Ταξιαρχία αντιμετωπιζόταν με φόβο από τους κομμουνιστές και τους αντεπαναστάτες, όπως κι από τις επιτροπές της CNT, λόγω της ακλόνητης προσήλωσής της στα αναρχικά ιδανικά. Δημιουργήθηκε στη Βαλένθια από αγρότες και βιομηχανικούς εργάτες και πολέμησε αρχικά στην Τερουέλ. Στη ζώνη δράσης της προώθησε την κολεκτιβοποίηση και άνοιξε όλες τις φυλακές. Οι περισσότεροι κατάδικοι επέλεξαν να πολεμήσουν στις γραμμές της. Αυτό έδωσε τροφή στην πολεμική που της ασκήθηκε, αν και στην περιοχή της τα κρούσματα βίας ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Μετά την αναγκαστική στρατιωτικοποίησή της, συνέχισε να πολεμά με τεράστιες απώλειες μέχρι το τέλος του εμφυλίου. Ο εκλεγμένος διοικητής της Χοσέ Πελισέ εκτελέστηκε στην Πατέρνα το 1942.

[21] Σημαντικότερος υποστηρικτής της στρατιωτικοποίησης μεταξύ των διοικητών πολιτοφυλακών ήταν ο Μέρα. Στην αυτοβιογραφία του δίνει μια εξήγηση: Έπρεπε να αναγνωρίσουμε ότι η επανάσταση στην οποία πιστέψαμε σθεναρά τον πρώτο καιρό μάς είχε γλιστρήσει μέσα από τα χέρια. Δεν μας απόμενε άλλος σκοπός από το να κερδίσου- με τον πόλεμο, μια που το να τον χάσουμε θα σήμαινε το τέλος κάθε είδους ελευθερίας, πολιτικής ή συνδικαλιστικής, για ένα μεγάλο διάστημα, ίσως και μερικών γενεών. Σήμαινε η στρατιωτικοποίηση των πολιτοφυλακών μας την εγκατάλειψη των πιο ακριβών μας αρχών; Σίγουρα, αλλά αυτές οι αρχές είχαν βιαστεί απ’ την είσοδο μελών της CNT στην κυβέρνηση, απόφαση που επιπλέον είχε υιοθετηθεί από αρκετούς αγωνιστές, αν και χωρίς τη συμμετοχή όλης της οργάνωσης. Βλ. Mera, Cipriano, Guerra, Exilio y Cárcel de un Anarcosindicalista, Madrid: CGT, CNT (Cat.)- FELLA, CSSO, FSS, La Malatesta Editorial, Valéncia Llibertária, Sindicato de Construcción, Metal y Madera (CNT-AIT, Madrid), 2006, σελ.165. Ο Μέρα ανέλαβε τη διοίκηση της -αποτελούμενης από αναρχι- κούς- 14ης μεραρχίας και την οδήγησε στις 18 Μάρτη στην κατάληψη της Μπριουέγα. Σ’ αυτή τη μάχη κατατρόπωσε το ιταλικό εκστρατευτικό σώμα του Μουσολίνι, γλίτωσε τη Μαδρίτη από οριστική περικύκλωση και κατάφερε να ανυψώσει το ηθικό όλης της δημο- κρατικής Ισπανίας. Η νίκη στη μάχη της Μπριουέγα είναι, μάλλον, η σημαντικότερη του δημοκρατικού στρατού σ’ όλο τον εμφύλιο.

[22] Ο Francisco Maroto del Ojo ήταν διοικητής πολιτοφυλακής στη Γρανάδα και πολύ γνωστός σ’ όλη την Ανδαλουσία για τις επιτυχίες του κατά των φασιστών και την ανυποχώρητη στάση του σε ζητήματα αρχών. Απελευθερώθηκε την 1η Μάη του 1937 και συνέχισε να πολεμάει. Το 1938 αποσύρθηκαν οι κατηγορίες εναντίον του. Στο τέλος του πολέμου συνελήφθη στο Αλικάντε, βασανίστηκε άγρια από τους φαλαγγίτες και εκτελέστηκε.

[23] Μεμονωμένες κριτικές υπήρχαν διάσπαρτες τόσο από αγωνιστές όσο και από κάποιες αναρχικές εκδόσεις.

[24] Βλ. Íñiguez, ό.π., σελ.40.

[25] Η αντίδραση των οργανώσεων ήταν σφοδρή και αντικατόπτριζε το γενικότερο αίσθημα δυσαρέσκειας που κυριαρχούσε ανάμεσα στους εργάτες. Σε ανακοινώσεις που εκδόθηκαν από τη CNT και τη FAI Βαρκελώνης γινόταν ευθεία επίθεση στην έμμισθη καταλανική γραφειοκρατία και εκφραζόταν η διάθεση των αναρχικών να αυξήσουν τη δύναμή τους στα κυβερνητικά όργανα, αναλογικά προς την πραγματική τους δύναμη στην Καταλονία. Προειδοποιούσαν ότι: Η υπομονή και η ανεκτικότητα έχουν και ένα όριο. Βλ. Peirats, ό.π., τόμος 2ος, σελ.131-135.

[26] Ο Antonio Martín ήταν συνεργάτης των Σολιντάριος, επιφορτισμένος πριν τον εμφύλιο με τη λαθραία εισαγωγή όπλων από τα Πυρηναία.

[27] Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τις απώλειες. Διαφορετικές πηγές εκτιμούν τους νεκρούς μεταξύ 500 και 1.000, ενώ ανεβάζουν τους τραυματίες ως και τους 2.000.

[28] Ο Camilo Berneri γεννήθηκε το 1897 στη Λομβαρδία της Ιταλίας. Από μικρός συμμετείχε στο αναρχικό κίνημα ενεργά, ειδικά στον τομέα των εκδόσεων. Αγωνίστηκε ενάντια στο φασισμό και απελάθηκε από την Ιταλία του Μουσολίνι και αργότερα και από τη Γαλλία, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Ήρθε στην Ισπανία με το ξέσπασμα του πραξικοπήματος και πολέμησε στην ταξιαρχία Ασκάσο. Εξέδιδε την ιταλική εφημερίδα Ταξικός Πόλεμος, από τις στήλες της οποίας ασκούσε κριτική στη λογική συνεργασίας της CNT και ήταν σκληρός πολέμιος του σταλινισμού.

[29] Η παρουσίαση των γεγονότων του Μάη γίνεται πολύ συνοπτικά σ’ αυτό το βιβλίο. Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί αρκετά βιβλία που παρουσιάζουν το θέμα, ανάμεσά τους και η ημιεπίσημη εκδοχή της CNT, την οποία έγραψε ο Αουγκουστίν Σούχυ. Βλ. Σούχυ, Αουγκουστίν, Οι Μάχες του Μάη του 1937 στην Επαναστατημένη Βαρκελώνη, Αθήνα: Άρδην, 1996. Ακόμη, βλ. Ρίτσαρντς, ό.π., σελ.290-303.

[30] Το νούμερο δίνει ο Σαντιγιάν, βλ. Peirats, ό.π., τόμος 2ος, σελ.242. Για το συνέδριο, βλ. Gómez Casas, ό.π., σελ.217-225.

*Απόσπασμα από το βιβλίο "Οι άνθρωποι που κύκλωσαν το άλφα" του Κ. Φλώρου