Αμιλκάρε Τσιπριάνι (Amilcare Cipriani, 1844 – 1918). Ιταλός πολιτικός, επαναστάτης, αναρχικός και πατριώτης.

Γεννήθηκε στο Άντζιο (Anzio) και σε ηλικία 15 ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ρίμινι (Rimini), όπου σπούδασε για λίγο σε εκκλησιαστικό λύκειο και απέκτησε αρνητική εικόνα για τους θεοκράτες, αλλά και συνειδητοποίησε επίσης ότι έπρεπε να φύγει από την οικογένειά του και να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο.

ΑΓΩΝΑΣ ΥΠΟ ΤΟΝ ΓΚΑΡΙΜΠΑΛΝΤΙ  

Μόλις 16ετής ο Αμιλκάρε κατατάχθηκε στον στρατό του Πιεμόντε και πολέμησε στην μάχη του Σαν Μαρτίνο (1859) και την επόμενη χρονιά συμμετείχε στην «επιχείρηση των Χιλίων Ερυθροχιτώνων» («Spedizione dei Mille») του Γκιουζέπε Γκαριμπάλντι (Giuseppe Garibaldi, 1807 - 1882).    

Το 1862 συμμετείχε ενεργά και στον 2ο Πόλεμο για την Ανεξαρτησία και πολέμησε στις 28 Αυγούστου υπό τον Γκαριμπάλντι και το σύνθημα «στην Ρώμη ή θάνατος!» («Roma o Morte!») στο όρος Aspromonte, όπου οι επαναστάτες νικήθηκαν και ο ίδιος ο Γκαριμπάλντι έπεσε στα χέρια των κυβερνητικών και παπικών. Ο Τσιπριάνι κυνηγήθηκε από την αυστριακή αστυνομία επειδή συμμετείχε στα γκαριμπαλντικά σώματα που κτύπησαν τους Αυστριακούς την περίοδο 1859 - 1860 και για να γλιτώσει έφυγε στο εξωτερικό, πρώτα στην Ελλάδα και μετά στην Αίγυπτο.

ΑΠΟ ΧΩΡΑ ΣΕ ΧΩΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΕ ΕΞΕΓΕΡΣΗ

Στην Ελλάδα, μαζί με άλλους ξένους αναρχικούς που είχαν συγκροτήσει την λεγόμενη «Δημοκρατική Λέσχη», έλαβε μέρος στην εξέγερση του 1862 κατά του βασιλιά Όθωνα, με δικό τους οδόφραγμα στην περιοχή της Καπνικαρέας, όπου για πρώτη φορά ανέμισε στην Αθήνα η κόκκινη σημαία. Μετά από λίγο γνωρίστηκε και με τον Έλληνα αναρχικό Εμμανουήλ Δαούδογλου, όταν ο τελευταίος προσχώρησε στην «Δημοκρατική Λέσχη». Εξαιτίας όμως της επαναστατικής οργανωτικής δουλειάς του, πολύ σύντομα ο Τσιπριάνι συνελήφθη και απελάθηκε με αποτέλεσμα να καταλήξει στην Αίγυπτο, όπου υπήρχαν και δρούσαν αρκετοί ομοϊδεάτες του.   

Επέστρεψε στην Ιταλία το 1866 για να πολεμήσει ξανά στο πλευρό του Γκαριμπάλντι, αλλά την επόμενη χρονιά επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου σε έναν καυγά σκότωσε έναν συμπατριώτη του και μαχαίρωσε 2 αστυνομικούς, με αποτέλεσμα να φύγει και από εκεί και να αναζητήσει καταφύγιο πρώτα στην Κρήτη, όπου συμμετείχε στην αντι-τουρκική εξέγερση του 1868 και στην συνέχεια στο Λονδίνο. Εκεί γνωρίστηκε με τον Μαντσίνι (Mazzini) και έγινε μέλος της Διεθνούς και εν συνεχεία βρέθηκε ξανά στην Γαλλία, όπου γνωρίστηκε με τον Έλληνα αναρχικό Παύλο Αργυριάδη και συμμετείχε στην ομάδα του, η πλειοψηφία των οποίων ήσαν Έλληνες. Πολέμησε κατά των Πρώσων το 1870 και την επόμενη χρονιά (1871) απελευθέρωσε από τις φυλακές του Mazas, τον συμπολεμιστή του στην επανάσταση της Κρήτης μπλανκιστή επαναστάτη Γκουστάβ Φλουράνς (Gustave Flourens, Paris, 1838 – 1871) με έφοδο που πραγματοποίησαν οι σύντροφοί του την νύκτα της 21ης προς 22α Ιανουαρίου, λίγο πριν από την παράδοση του Παρισιού στους Πρώσους. Συμμετείχε επίσης στην άμυνα του Παρισιού κατά τις ημέρες της Παρισινής Κομμούνας, όπου συνελήφθη, γλίτωσε από τύχη την εκτέλεση και κατέληξε σε δια βίου εξορία στην Νέα Καληδονία.   

 ΕΙΚΟΣΙΕΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑ

 
Μετά από 8 χρόνια εξορίας τού δόθηκε τελικά χάρη το 1879 και, μη μπορώντας πια να επιστρέψει στην Γαλλία, κατέφυγε στην Ελβετία, όπου γνωρίστηκε με τον Καφιέρο (Cafiero). Το 1881 επέστρεψε στην Ιταλία και συμμετείχε στο Διεθνές Αναρχικό Συνέδριο της Ρώμης, αλλά τον Μάϊο του 1882, λίγο μετά την ταραχώδη πρωτομαγιά του έτους αυτού, συνελήφθη στην Ανκόνα (Ancona) για το επεισόδιο της Αιγύπτου και καταδικάστηκε σε 20ετή καταναγκαστικά έργα στο Πορτολονγκόνε (Portolongone).


 Στην φυλάκισή του, η ιταλική Αριστερά απάντησε με πολλές και δυναμικές διαμαρτυρίες, ενώ το 1886 εκλέχτηκε βουλευτής για τις περιφέρειες της Ραβέννας και του Φόρλι, όμως η εκλογή του ακυρώθηκε. Δύο χρόνια αργότερα, το 1888 επετεύχθη τελικά η αναψηλάφηση της δίκης του στο Μιλάνο, αθωώθηκε και αφέθηκε ελεύθερος μετά από 6 χρόνια στο κάτεργο.    


Μετά την αποφυλάκισή του, επέστρεψε στο Παρίσι, όπου ίδρυσε την «Ένωση των Λατινικών Εθνών», γνωρίστηκε με τον αναρχοσοσιαλιστή Σταύρο Καλλέργη και συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Le Plebeien» και με άλλες αναρχικές και σοσιαλιστικές εφημερίδες και περιοδικά.

 ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΟΜΟΚΟΥ  

Το 1897 έφθασε στην Ελλάδα για να πολεμήσει ως εθελοντής κατά των Τούρκων, τραυματίστηκε από σφαίρα στο γόνατο στις 5 Μαϊου 1897 στην αιματηρή μάχη του Δομοκού (όπου έμεινε 6 ώρες στο πεδίο της μάχης, κοντεύοντας να πεθάνει από αιμορραγία) και κατέγραψε τις εντυπώσεις του στην επιθεώρηση «Ημερολόγιο του Κοινωνικού Ζητήματος» («Almanach de la Questione Sociale»), που εξέδιδε στο Παρίσι ο Παύλος Αργυριάδης.  


Στην εκλογές του ίδιου χρόνου εκλέχθηκε ξανά βουλευτής αλλά η εκλογή του ακυρώθηκε για μία ακόμα φορά. Το ίδιο σενάριο επαναλήφθηκε το 1914, όταν εξελέγη ξανά βουλευτής αλλά δεν μπόρεσε να αναλάβει καθήκοντα, επειδή αρνήθηκε  να ορκιστεί στο όνομα του βασιλιά.  

 ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

 Ο Αμιλκάρε Τσιπριάνι πέθανε στο Παρίσι στις 2 ή 3 Μαϊου 1918, σε ηλικία 73 ετών.  

Ο σοσιαλιστής πατέρας τού επίσης σοσιαλιστή στα νιάτα του, αλλά μετέπειτα ιδρυτή του Φασισμού Μουσολίνι (1883 - 1945), έδωσε στον υιό του το τριπλό όνομα Benito Amilcare Andrea προς τιμήν των επαναστατών Μπενίτο Χουάρεζ (Benito Juarez, 1806 - 1872), Αμιλκάρε Τσιπριάνι και Αντρέα Κόστα (Andrea Costa, 1851 - 1910).   

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Capolonghi Luigi, «Amilcare Cipriani : una vita di avventure eroiche», Milano, 1912  Emiliani Vittorio, «Libertari di Romagna. Vite di Costa, Cipriani, Borghi», Ravenna, 1995