ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΙΖΙΩΤΗ

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Πολλοί θα περιμένουν σε αυτή την μικρή (αποσπασματική) ιστοριογραφική μελέτη να αναφέρω ως σημεία-σταθμούς τα γεγονότα και κάποια επεισόδια που διαδραματίστηκαν εκείνη την εποχή. Ως προς αυτό, θα απογοητευτούν, γιατί αυτά που θεωρώ σημεία-σταθμούς αλλά και καμπής για το αναρχικό κίνημα εκείνης της περιόδου, είναι: α) την πρώτη πανελλαδική συνάντηση των αναρχικών στην Πάτρα, όπου βρέθηκαν, συναντήθηκαν και συζήτησαν οι αναρχικοί/ές, ήταν μια πολιτική πράξη που δημιούργησε σε πολλούς συντρόφους/σες μεγάλες προσδοκίες ως προς το μέλλον του κινήματος, β) τη δημιουργία της πρώτης πανελλαδικής οργάνωσης των αναρχικών, δηλαδή την Ένωση Αναρχικών, που την θεωρώ την πρώτη προσπάθεια οργανωτικής συγκρότησης ενός μέρους του κινήματος, καμπή θεωρώ την αποτυχία αυτής της οργάνωσης λόγω απειρίας και λαθών, που μας εμπόδισαν να θέσουμε ένα πλαίσιο ώστε να λειτουργήσει αυτή η οργάνωση με έναν υποδειγματικό αναρχικό τρόπο, τόσο στην μορφή όσο και στο περιεχόμενο, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μετά από λίγο χρονικό διάστημα να διασπαστεί και να διαλυθεί. Από τότε και μέχρι σήμερα δεν ξανά παρουσιάστηκε ένας σοβαρός τρόπος πανελλαδικής αναρχικής συγκρότησης, εκτός από ένα ή δυο μονοθεματικά συντονιστικά.

Τα περισσότερα που έχουν γραφεί γύρω από την σύγχρονη ιστορία του κινήματος βρίθουν από υποκειμενισμό και εικοτολογία . Ακόμη και μια πανεπιστημιακή μελέτη διδακτορική διατριβή που έχω διαβάσει βρίθει και αυτή από ανακρίβειες και ελλείψεις γιατί αναφέρεται περισσότερο στο πολιτιστικό μέρος του κινήματος και ελάχιστα στο πολιτικό.

Προτού συνεχίσω επιτρέψτε μου να επισημάνω τρία πράγματα, επειδή σε συζήτηση με κάποιους συντρόφους μου είπαν να γράψω ότι σήμερα σε σχέση με το παρελθόν τα πράγματα στον αναρχικό χώρο είναι πολύ καλύτερα, τους είπα ότι είμαι ενάντια στο να μεταφέρω στους νεότερους ματαιοδοξία όπως επίσης είμαι ενάντια στην ωραιοποίηση καταστάσεων, για τον λόγο του ότι δεν έχει γραφτεί κάτι περιεκτικό για την ιστορία του κινήματος τα τελευταία σχεδόν 40 χρόνια σύγχρονης παρουσίας του στην Ελλάδα και χρειάζεται να ενημερωθούν όσοι – όσες το θέλουν και για να δουν επιπλέον (αν τους ενδιαφέρει) και να συγκρίνουν το χθες με το σήμερα επιβεβαιώνοντας ή απορρίπτοντας την άποψη μου, ότι εκτός από την κινηματική ιστορικότητα τα προβλήματα και οι ανεπάρκειες του κινήματος εδώ και δεκαετίες παραμένουν τα ίδια και σαν τον ατέρμονα κοχλία που στριφογύριζε γύρω από τον εαυτό του, δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος.

Επίσης δεν πρόκειται να εμπλακώ σε μια σχετικιστική συζήτηση αν μπορεί να γραφτεί με έναν “αντικειμενικό” τρόπο η ιστορία του α/α κινήματος της Ελλάδας, γιατί σύμφωνα με αυτή την ανιστόρητη λογική δεν θα γραφόταν τίποτα ιστορικό, κατ αυτόν τον τρόπο. “Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη” Μ.Κ, επίσης “… Ένα κίνημα που αγνοεί ή αποστρέφεται την κοινωνική ιστορία, αλλά και την ιστορικότητά του, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να βρίσκεται διαρκώς στο νησί των λωτοφάγων… » Γ.Μ

Αυτή η μικρή ιστοριογραφική μελέτη ξεκίνησε με αφορμή την συζήτηση που έχει ανοίξει εδώ με θέμα: Ερώτηση για την Ένωση Αναρχικών και συμμετείχα προς το τέλος της (με ψευδώνυμο δημοσίευσης G ) άλλα και επώνυμα) σε αυτή την συζήτηση ενημέρωσα ότι θα ανοίξω άλλο νήμα και θα αρχίσω να παρουσιάζω ντοκουμέντα από εκείνη την εποχή, άγνωστα στους νεότερους/ες αλλά και σε πολλούς παλιούς/ες.

Όμως δεν γίνεται να παρουσιάσεις ντοκουμέντα έτσι νέτα σκέτα χωρίς να δίνεις μια εικόνα του κινηματικού αλλά και του πολιτικού περιβάλλοντος εκείνης της εποχής, γιατί πολλά θέματα θα γίνονταν ελάχιστα ή καθόλου κατανοητά από τους νεότερους/ες , άσε που και οι παλιότεροι/ες χρειάζεται να ξαναθυμηθούν κάποια πράγματα. Τα ντοκουμέντα που θα δημοσιεύσω είναι σχετικά και αφορούν αυτές τις δυο πανελλαδικές συναντήσεις των αναρχικών που προείπα. Αρχίζω συνοπτικά από το 1974 και θα σταματήσω το 1987, φυσικά η δεκαετία του ογδόντα χρίζει μιας μεγαλύτερης αναφοράς γιατί αποτέλεσε την δεκαετία που αυξήθηκε (μαζικοποιήθηκε, από το πολλοί μαζί) αριθμητικά το αναρχικό κίνημα, όπως επίσης είναι εποχή που έρχονται με έναν καταιγισμό φωτονίων ιδέες και τάσεις από το εξωτερικό που είναι τόσες ώστε αδυνατούμε να τις αφομοιώσουμε, να τις επεξεργαστούμε ώστε να τις εντάξουμε στην ελληνική πραγματικότητα και ιδιαιτερότητα. Η μελέτη αποτελείται από τρία μέρη, 1) μια συνοπτική παρουσίαση του αναρχικού κινήματος από το 1974 μέχρι το 1987, 2) μια συνοπτική παρουσίαση του πολιτικού περιβάλλοντος της εποχής, 3) τα ντοκουμέντα.

Ο γράφων εντάχθηκε στο αναρχικό κίνημα στα τέλη του 1979 και μέχρι το 2014 ήταν ενεργός κινηματικά πιστεύω ότι έχω μια όσο το δυνατόν πλήρη εικόνα για τα τεκταινόμενα, δεν αρνούμαι βέβαια τυχόν παραλήψεις μου και λάθος συμπεράσματα, γι αυτό είναι δεκτή και επιβεβλημένη οποιαδήποτε παρέμβαση βελτιώνει αυτή την ιστοριογραφική αφήγηση, (βέβαια μέσα σε συντροφικά πλαίσια) επίσης επειδή αναφέρομαι ως επί το πλείστον στην Αθήνα, όσοι/ες νομίζετε ότι έχω παραβλέψει κάποια γεγονότα ή κινηματικές διεργασίες που συνέβησαν στις άλλες πόλεις της χώρας ας το αναφέρουν.

Κάθε εποχή εκτός του ότι μπορεί να ανοίγει νέους ορίζοντες παράλληλα θρέφει και θρέφεται από τις αυταπάτες της, αυτές τις αυταπάτες καλούμαστε να ανιχνεύσουμε ώστε να μην της επαναλαμβάνουμε στο τώρα.

 Γιώργος Μεριζιώτης

Πειραιάς – Δραπετσώνα 18 / 4 / 2015

Για επικοινωνία: Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Μέρος Πρώτο

Μια συνοπτική παρουσίαση του αναρχικού κινήματος από το 1974 μέχρι το 1987

Η επανεμφάνιση των αναρχικών – ελευθεριακών ιδεών στην Ελλάδα, (σχεδόν 70 χρόνια (1) μετά από την πρώτη τους εμφάνιση) ήταν ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, που πολλοί θέλησαν στην αρχή να αποκρύψουν ή να αποσιωπήσουν. Είναι στην νέα περίοδο, αρχής γενομένης από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73 ενάντια στην δικτατορία, όπου μέσα από τις στάχτες της καταστολής αυτής της εξέγερσης δηλώνει ξανά δημόσια και ανοικτά την παρουσία του και ο αναρχικός- ελευθεριακός λόγος. Αυτό σηματοδοτεί αλλά και νοηματοδοτεί το αναρχικό κίνημα και την μετέπειτα πορεία του, μέχρι και σήμερα.

Η πρώτη “γενιά” αναρχικών – όχι όλοι – αλλά τουλάχιστον αυτοί που ήταν φοιτητές στην Γαλλία και έζησαν τον Μάη του 68, ενώ μετά συμμετείχαν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 73 ήταν λίγο από όλα λ.χ, λίγο μποέμ, λίγο εργατιστές, λίγο σιτουασιονιστές, λίγο αβανγκάρντ, μπητ κουλτούρα και σαν κοινωνικά υποκείμενα λίγο φοιτητές, λίγο εργαζόμενοι και λίγο αυτοαπασχολούμενοι. Αρκετοί από αυτούς κατάγονταν από μικροαστικές ή μεσοαστικές οικογένειες . Ήταν συσπειρωμένοι γύρω από δυο εκδοτικούς “οίκους” και δυο περιοδικά, εκτός από έναν – δυο πυρήνες στην ουσία παρέες αναρχιζόντων ατόμων λίγο ετερόκλητων ιδεολογικά που είχαν σαν στέκια συνεύρεσης διάφορα καφενεία και καφετέριες στα Εξάρχεια. Οι αναρχικοί ήταν γεωγραφικά περιορισμένοι ως επί το πλείστον στα Εξάρχεια και πέριξ αυτών. Παρόλα αυτά η επιμονή τους και η υπομονή τους και ενώ καταστέλλονταν από την σταλινική αριστερά (που δεν ήθελε να δημιουργηθεί κίνημα από τα αριστερά της και μάλιστα αναρχικό) και το κράτος, κατάφερναν να σπάνε το γκέτο των Εξαρχείων και να απευθύνονται πιο πλατιά στην κοινωνία, μέσα από πορείες, εκδηλώσεις κλπ ενώ είχαν το ταξικό ζήτημα ψηλά στο θεματολόγιο τους.

Τα χρόνια αυτά οι κινητοποιήσεις ενάντια στην λιτότητα και τον αυταρχισμό της κυβέρνησης Καραμανλή, (δείτε προσθήκη) έπαιρναν πολλές φορές μορφές σύρραξης με του μπάτσους στους δρόμους και γίνονταν από εργάτες, φοιτητές και φτωχούς αγρότες, πολλές φορές έξω από τις κομματικές γραμμές και νόρμες. Οι αναρχικοί προσπαθούσαν να συμπορευτούν με αυτά τα ταξικά υποκείμενα, αλλού τα κατάφερναν, αλλού εμποδίζονταν από τα αριστερά κομματόσκυλα. “Εμείς είμαστε οι ρομαντικοί, οι προκλητικοί και οι οργισμένοι” διακήρυττε αναρχική προκήρυξη μετά τα επεισόδια της Πρωτομαγιάς του 1977. Επίσης ένα μέρος του φοιτητικού κινήματος του 1977-79 επηρεάστηκε από τον αναρχισμό, αντιεξουσιαστικοί πυρήνες δρουν ήδη στις πανεπιστημιακές σχολές, στις πολύμηνες καταλήψεις ενάντια στον νόμο 815 (1979), συγκρούονται με την αστυνομία αλλά και την ΚΝΕ (ΚΝΑΤ).

Τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα η δεύτερη “γενιά” ( από αυτή την άποψη τόσο η πρώτη “γενιά” όσο και εμείς, κινηματικά ήμασταν ένα από τα νεότερα κινήματα της Ευρώπης, και ηλικιακά ένα κίνημα νεολαίας – γενιάς) αναρχικών αποτέλεσμα της δράσης της προηγούμενης “γενιάς” είναι οι περισσότεροι εργατόπαιδα ή κατάγονται από εργατικές οικογένειες . Αυτό είχε την σημασία του γιατί ο αναρχικός χώρος ειδικά της Αθήνας άρχισε να διασπείρεται στις εργατικές γειτονίες, να ξεφεύγει δηλαδή από τον περιορισμένο χώρο των Εξαρχείων και του ιστορικού κέντρου, δημιουργούνται οι πρώτες αναρχικές συσσωματώσεις στις λαϊκές συνοικίες λ.χ Αιγάλεω, Περιστέρι, Νίκαια και λίγο αργότερα στον Πειραιά, Βύρωνα, Ζωγράφου κλπ. Παράλληλα γίνονται οι πρώτες “δειλές” (γιατί ήμασταν πολύ νέοι ηλικιακά) προσπάθειες αυτόνομου συνδικαλισμού.

Επίσης αναρχικοί πρωτοστατούν το 1981- 82 στις πρώτες καταλήψεις στέγης, στην Βαλτετσίου στα Εξάρχεια, στην βίλα Στέλλα στο Ν. Ηράκλειο, τα Πατήσια, τη Θεσσαλονίκη και στο Ηράκλειο Κρήτης, ενώ τα στέκια ήρθαν λίγο μετά για να συμπληρώσουν τον καμβά της αντιεξουσιαστικής αυτοοργάνωσης εκείνης την εποχής. Ταυτόχρονα οι αναρχικές ιδέες άρχισαν να εξαπλώνονταν στην επαρχία με κύριο κορμό τις δυο μεγάλες πόλεις, στον βορά την Θεσσαλονίκη και στο νότο την Πάτρα. Άρχισαν σε αυτές τις πόλεις να εμφανίζονται οι πρώτες ομαδοποιήσεις που θα αποτελέσουν τις μήτρες για την παραπέρα εξάπλωση των αναρχικών σε μικρότερες περιφερειακές πόλεις, κωμοπόλεις ακόμα και σε κάποια χωριά. Σε αυτό φυσικά βοήθησαν και οι φοιτητές σύντροφοι κύρια της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας. Να σημειώσω επίσης ότι στο διάστημα 1982-1983 υπήρξε η πρώτη οργανωτική προσπάθεια αναρχικών η “κίνηση για τη συγκρότηση αναρχικής ομοσπονδίας” που προωθείτο κύρια από την Αναρχική Ομάδα Πειραιά, η οποία, δεν έτυχε ανταπόκρισης και για αυτό το λόγο περιορίστηκε περισσότερο σε μια προσπάθεια κριτικής και θεωρίας και λιγότερο πρακτικής.

Το αναρχικό κίνημα αποκτάει μεγαλύτερη δύναμη στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν κυρίως νέα άτομα από τον αριστερίστικο χώρο και την αριστερά αηδίασαν με τις κομματικές γραμμές που προωθούσαν την αστική νομιμότητα, πχ εκλογισμός ήπιο και συναινετικό κλίμα υπέρ του ΠΑΣΟΚ (δείτε προσθήκη 2) και άρχισαν αρκετοί/τες να προσχωρούν στο πλευρό των αναρχικών, ειδικότερα μετά την αντίσταση των αναρχικών στις “επιχειρήσεις Αρετή”(2) του ΠΑΣΟΚ και μετά την “φαντασμαγορική” υποδοχή του φασίστα Λεπέν στο Κάραβελ .

Στο σημείο αυτό θα αναφέρω συνοπτικά κάποια γεγονότα εκείνης της περιόδου, προτού το κάνω όμως οφείλω να πω δύο τρία πράγματα, ο γραφών και η ομάδα που συμμετείχα – αν και νεαροί τότε -ποτέ δεν συμμετείχαμε σε αυτό που ονομάστηκε αργότερα “μπάχαλα” ούτε ήμασταν “επαναστάτες χωρίς αιτία” ή “Επανάσταση για την κάβλα της” λεζάντες και απόψεις που ήταν της μόδας τότε, φυσικά μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε την διαφορά των επεισοδίων από τα γεγονότα. Συμμετείχαμε στοχευμένα σε διάφορες δυναμικές και συγκρουσιακές καταστάσεις ενάντια όμως στον φετιχισμό της βίας (βία για τη βία). Επίσης, κατανοούσαμε (όπως μπορεί να συμβαίνει και σήμερα) ότι ένας χώρος ως επί το πλείστον νεολαιίστικος ανοργάνωτος και υπέρ αυθόρμητος είναι διάτρητος από την ενδεχόμενη δράση ίσος κάποιων εντεταλμένων που ως δήθεν σούπερ επαναστάτες τα κάνουν όλα μπάχαλο, για αλλότριες πολιτικές σκοπιμότητες, δηλαδή απόσπαση της προσοχής από φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, η περίφημη “τακτική του αποπροσανατολισμού” με τον ίδιο τρόπο όπως και μια πλειάδα ατόμων, (η διαχρονικά και λεγόμενοι “ανεγκέφαλοι”) που δρούσαν – δρουν ανεξάρτητα από την χρονική πολιτική συγκυρία και ενάντια στο γενικότερο κινηματικό συμφέρον στο όνομα της αναρχίας.

Σταχυολογώ μερικά γεγονότα της περιόδου 1984-87 (στα οποία σε κάποια από αυτά ήμουν παρών):

Στις 4/12/1984 γίνεται η πρώτη μεγάλη αντιφασιστική πορεία στην Ελλάδα με αφορμή την επίσκεψη Λεπέν. Εκτεταμένες συγκρούσεις με τα ΜΑΤ έξω από το ξενοδοχείο Κάραβελ. Αστυνομική επιδρομή την επομένη στα Εξάρχεια, εισβολή στα γραφεία της αριστερής ομάδας Ρήξης στη Θεμιστοκλέους (Εξάρχεια), 170 συλλήψεις από τον ευρύτερο χώρο τον Εξαρχείων.

Μέτα τέσσερις μήνες, η πρώτη ευκαιρία για εκτεταμένη επίδειξη δύναμης δόθηκε στα ΜΑΤ γύρω στα τέλη Απριλίου του 85. Σε μια από τις “επιχείρησης Αρετής” που κράτησε σχεδόν τρεις εβδομάδες και θύμιζε άσκηση πολέμου σε κανονικές συνθήκες. ΜΑΤ και ΜΕΑ βάλθηκαν να «καθαρίσουν» τα Εξάρχεια από τους παραδοσιακούς θαμώνες τους, δηλαδή τους αντιεξουσιαστές, τους αναρχικούς και τους αριστεριστές. Βαφτίζοντάς τους συλλήβδην «ταραχοποιούς» και αντικοινωνικά στοιχεία (ο όρος «τρομοκράτες» δεν ήταν τότε σε χρήση), τα όργανα της τάξεως επιδίδονταν καθημερινά σε ξυλοδαρμούς, συλλήψεις και προσαγωγές. Όπως είναι φυσικό, οι σύντροφοι δεν έμεναν με τα χέρια σταυρωμένα και απαντούσαν δυναμικά.

Το απόγευμα της 9ης Μαΐου οι αντιεξουσιαστές προγραμμάτισαν συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην πλατεία Εξαρχείων, ζητώντας να σταματήσουν οι επιχειρήσεις «Αρετή» του Αρκουδέα. Αμέσως ο εισαγγελέας εξέδωσε απαγόρευση της συγκέντρωσης. Σε λίγα λεπτά, ΜΑΤ και ΜΕΑ περικύκλωσαν την πλατεία. Ο αστυνομικός διευθυντής Δημήτρης Χοχτούλας, που παρευρίσκεται στις επιχειρήσεις δεν δίστασε «να πουλήσει μαγκιά- αυταρχισμό» ανακοινώνοντας με την ντουντούκα: “Απαγορεύεται η πορεία αλλά και η συγκέντρωση στο χώρο της πλατείας. Εδώ δεν είναι Νομική να έχετε άσυλο. Εφ” όσον τολμήσετε να φωνάξετε συνθήματα όπως “μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι”, τότε θα συλληφθείτε και θα ισοπεδωθείτε».

Εκατοντάδες διαδηλωτές που εναντιώνονται στις επιχειρήσεις απάντησαν με συγκρούσεις στα γύρω στενά , αρκετοί αναρχικοί καταφέρνουν και καταλαμβάνουν το Χημείο. Ακολουθούν πέντε μέρες πολιορκίας από τις δυνάμεις ασφαλείας, με τους καταληψίες να απειλούν να το ανατινάξουν αν εισβάλουν τα ΜΑΤ ενώ έξω από το Χημείο γίνονται σφοδρές μάχες , εντέλει λόγω της σφοδρής αντίστασης των καταληψιών εισβολή δεν γίνεται, οι μπάτσοι αποχωρούν και οι καταληψίες εκκενώνουν το Χημείο θριαμβευτικά (μέσω μιας δυναμικής πορείας που έφτασε στο Χημείο και ενώθηκε με τους καταληψίες) με το σύνθημα “μια χούφτα αναρχικοί ξεφτίλισαν το κράτος και την καταστολή”. Εκείνο το βράδυ της 9ης Μαΐου ο Σκουλαρίκης παραιτήθηκε από υπουργός δημοσίας τάξης. Στις 15 Μαΐου 1985 σκοτώνεται ο Xρήστος Τσουτσουβής σε μάχη – συμπλοκή με αστυνομικούς της κρατικής ασφάλειας στου Γκύζη. Πριν πέσει νεκρός ο ίδιος, σκοτώνει τρεις από αυτούς.

Λίγους μήνες μετά στις 17/11/1985 (επέτειος εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973 ενάντια στην δικτατορία) , ύστερα από επίθεση με μολότοφ σε κλούβα Στουρνάρη και Μπόταση (που θεωρήθηκε πρόκληση να βρίσκεται εκεί την ήμερα της επετείου), ο αστυνομικός των ΜΑΤ Αθανάσιος Μελίστας πυροβολεί πισώπλατα και δολοφονεί τον 15χρονο διαδηλωτή Μιχάλη Καλτεζά. Διαδηλώσεις, συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, οδοφράγματα, η τηλεόραση και τα αλλα μ.μ.ε εστιάζουν, (ως συνήθως) στις υλικές καταστροφές, “ εσείς μιλάτε για βιτρίνες, εμείς μιλάμε για ζωές ” η απάντηση μας. Το ίδιο βράδυ της δολοφονίας η αντίδραση είναι άμεση. Καταλαμβάνεται το Χημείο από αναρχικούς και οι οργισμένοι καταληψίες αποφασίζουν να το κρατήσουν με κάθε τρόπο, καταγγέλλοντας τη δολοφονία του Μ. Καλτεζά, αλλά και την ευρύτερη καταστολή του “σοσιαλιστικού” ΠΑΣΟΚ. Την επόμενη μέρα, και αφού όλο το προηγούμενο βράδυ έχουν πραγματοποιηθεί άγριες οδομαχίες με τα ΜΑΤ, φασίστες και πρασινοφρουροί, με μια συντονισμένη επιχείρηση των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας (ΜΕΑ), εισβάλλουν με σκάλες στο κατειλημμένο κτίριο. Τριάντα εφτά από τους καταληψίες, αφού κακοποιούνται βάναυσα, συλλαμβάνονται, ενώ το Χημείο φλέγεται. Έτσι πραγματοποιείται η πρώτη άρση ασύλου μετά την χούντα, με την άδεια του τότε πρύτανη (επονομαζόμενου από εκείνη την ήμερα και πρύτανη των ΜΑΤ και μετέπειτα υπουργός δικαιοσύνης του ΠΑΣΟΚ και εισηγητή του Τρομονόμου) Μιχάλη Σταθόπουλου.

Στην συνέχεια πραγματοποιείται μετά από πορεία κατάληψη του πολυτεχνείου, αρχίζουν νέες πιο σφοδρές συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής οι οποίες δυστυχώς δεν θα μπορέσουν να επεκταθούν λόγω του κλίματος της κοινωνικής συναίνεσης που έχουν επιβάλει τα κόμματα της αριστεράς (καθότι κυβερνούν σοσιαλιστές ) και του πολιτικαντισμού των αριστεριστών. Εκείνο το βράδυ έξω από το πολυτεχνείο απέναντι από την πύλη της Πατησίων εμφανίζονται οι πρώτοι επαγγελματίες και εθελοντές «αγανακτισμένοι πολίτες» ένα συνονθύλευμα από ακροδεξιούς χουντικούς (ΕΠΕΝ), “νεοταξίτες” φασίστες (ΕΝΕΚ) και οι λεγόμενοι πρασινοφρουροί του ΠΑΣΟΚ, που παίρνουν γραμμή από την εφημερίδα – φυλλάδα Αυριανή («αυριανισμός») του Κουρή και από τον υπουργό Μένιο Κουτσόγιωργα. Αργά το βράδυ μετά τα μεσάνυκτα, γύρω στις τρεις αφού σβήνουν σκόπιμα τα φώτα σε ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο μέχρι και την Πατησίων, οι αγανακτισμένοι γύρω στα 1500 άτομα επιχειρούν δυο αποτυχημένες απόπειρες να καταστείλουν την κατάληψη… Το ΠΑΣΟΚ είχε οργανώσει αυτή την φιέστα με τους αγανακτισμένους για να μην χρεωθεί κρατική παρέμβαση στο Πολυτεχνείο λόγω του ότι βασικά του στελέχη ήταν στην εξέγερση του 73 και τότε έπαιζαν ακόμη ρόλο μέσα στο κόμμα και την κυβέρνηση.

Στην επόμενη χρονιά (1986) τον Απρίλιο 18-19-20 πραγματοποιείται στη Πάτρα η πρώτη πανελλαδική αντιεξουσιαστική – αναρχική συνδιάσκεψη ομάδων και ατόμων με μεγάλη επιτυχία (δείτε δημοσίευμα). Το Μάιο μετά τα γεγονότα 13 του Μάη για το Τσερνομπίλ ξεκινά νέο πογκρόμ “επιχείρησης Αρετή”. Οι διαδηλώσεις απαγορεύονται, φεμινίστριες που διαμαρτύρονται στην πλατεία Εξαρχείων συλλαμβάνονται. Στην επέτειο του Πολυτεχνείου και ένας χρόνος από την δολοφονία του Μιχάλη, στην πορεία το αναρχικό μπλοκ παρά την αστυνομοκρατία συγκεντρώνει πάνω από πέντε χιλιάδες διαδηλωτές/ες και στην διάρκεια της πορείας εντοπίζονται και αφοπλίζονται τέσσερις από τους πολλούς μπάτσους που είχαν παρεισφρήσει με πολιτικά κατόπιν διατεταγμένης υπηρεσίας πέριξ και μέσα στο μπλοκ.

Ο αναρχικός χώρος φουντώνει πληθυσμιακά (3) και τα Εξάρχεια γίνονται σημείο αναφοράς αλλά σιγά – σιγά και μόδα. Δεν υπάρχει νέος και νέα με μια ελευθεριάζουσα αντίληψη από Αθήνα ακόμη και από την επαρχία που να μην περάσει από την περίφημη πλατεία και τα πέριξ μπαράκια που άρχισαν να εμφανίζονται σαν τα μανιτάρια. Έκτοτε η αναρχία γίνεται συνώνυμο των Εξαρχείων, ο εξαρχειωτισμός δίνει τον ρυθμό και το περιεχόμενο ακόμα και πανελλαδικά, τα Εξάρχεια είναι πλέον η μαύρη τρύπα που απορροφά όλα τα θετικά στοιχεία της αναρχίας, παράλληλα κάνουν την εμφάνιση τους και τα πρώτα συμπτώματα πολιτικού χουλιγκανισμού, ενώ στο μεταξύ στην πλατεία και στα πέριξ των Εξαρχείων η πρέζα αρχίζει να κάνει θραύση…

Τα Εξάρχεια περιτυλίγονται έκτοτε από μυθοπλασίες που καλλιεργούνται και από την μεριά των εξουσιαστών, ως δήθεν “άβατο” και από την μεριά των αντιεξουσιαστών, ως “απελευθερωμένη ζώνη”, μια φαντασίωση δηλαδή αφού για να λες ότι έχεις απελευθερώσει μια περιοχή – ζώνη (στην ουσία έναν υπαίθριο χώρο) από το κρατικό καπιταλιστικό πλαίσιο, ως νησίδα, χωρίς να μπορείς να την αυτοοργανώσεις και να την αυτοδιαχειριστείς πραγματικά και με έναν συνεχή ρυθμό (κάτι που το κράτος δεν θα δεχτεί) είναι σαν να απεντομώσεις ένα διαμέρισμα χωρίς να κάνεις το ίδιο και στα διπλανά, αυτό θα έχει σαν συνέπεια να φύγουν τα έντομα από το διαμέρισμα που απολυμάνεις και να πάνε στα διπλανά. Έτσι μαζεύτηκε και βρήκε άσυλο όλη η γλίτσα της καπιταλιστικής κοινωνίας στα Εξάρχεια, αφού η περιοχή λειτουργούσε στην πραγματικότητα σαν απελευθερωμένη ζώνη από μπάτσους και όχι από τον καπιταλισμό (αν και πηγαίνω από το 1979 και βίωσα όλες τις αλλαγές της περιοχής επειδή δεν είναι το θέμα μου τα Εξάρχεια σε αυτό το κείμενο, δεν θα επεκταθώ άλλο εδώ).

Για να έρθουμε στην περίοδο που μας ενδιαφέρει δηλαδή στα 1986 – 87 χρειάζεται να σταθούμε – εν συντομία – σε μερικά ζητήματα που διαμορφώνουν το υποκείμενο της εποχής. Η ελληνική κοινωνία αρχίζει να μικροαστικοποιείται, είναι εποχή που εμφορούνται έντονες κοινωνικές αλλαγές προς το καταναλωτικό-παρασιτικό μοντέλο η διαχείριση του καπιταλισμού από το ΠΑΣΟΚ αρχίζει να δημιουργεί μια νέα τάξη από το πουθενά (τους λεγόμενους νεόπλουτους) παράλληλα μέσα από την μαζική παιδεία (να γίνουν τα παιδιά μας φιλόλογοι, γιατροί, δικηγόροι κλπ) η νεολαία φοιτητικοποιείται, ο αναρχικός χώρος αντανάκλαση αυτών των κοινωνικών μεταβολών φοιτητικοποιείται και αυτός. (4) Στα Εξάρχεια (με την έννοια που προείπα) κάνει την εμφάνιση του ένα νεολαιίστικο υποκείμενο ταξικά λειψό, μισό, είναι ένα υποκείμενο οπορτουνιστικό που στην καθημερινότητα του κρύβεται, δηλαδή στο σπίτι του, στην γειτονιά του, στον χώρο δουλειάς (όταν δουλεύει) και λοιπούς κοινωνικούς χώρους κρύβει των ριζοσπαστισμό του και το βράδυ ( μέσα από την ανωνυμία που του προσφέρει το πολεοδομικό χάος του κέντρου της Αθήνας) φοράει την επαναστατική φόρμα και έρχεται στα Εξάρχεια ή στο ιστορικό κέντρο να πράξει τα επαναστατικά του ανδραγαθήματα. Το υποκείμενο αυτό ο “ θαμώνας” των Εξαρχείων όπως ονομάστηκε δεν συλογικοποιείται, δεν δεσμεύεται από συλλογικές αποφάσεις ούτε οργανώνεται σε συλλογικότητα. Είναι αυτό το υποκείμενο που αργότερα θα ονομαστεί “περιφερειακός” και πιο μαζικά “αναρχικός περίγυρος”, αριθμητικά είναι πολλαπλάσιοι των οργανωμένων και πάντα περιμένουν οι ομάδες να πάρουν πρωτοβουλίες δηλαδή να καλέσουν συγκέντρωση, πορεία , εκδήλωση, να φτιάξουν και να κολλήσουν αφίσες κλπ.

Έτσι (όπως και τώρα που γράφεται αυτό κείμενο) οι οργανωμένοι αναρχικοί – σαν τους σημερινούς που ονομάζονται κοινωνικοί – και κυρίως αυτοί που δρούσαν στις γειτονίες της Αθήνας και των άλλων πόλεων και η δράση τους εκ των πραγμάτων δεν είναι ανώνυμη (απρόσωπη) άλλα πρόσωπο με πρόσωπο, έβλεπαν να ετεροκαθορίζονται από αυτόν τον “αναρχικό – αντιεξουσιαστικό περίγυρο” ο οποίος ιδεολογικά ήταν σαν το ουράνιο τόξο. Όπου στην μια του άκρη του υπήρχαν τα λεγόμενα “φρικιά” ή “χίπηδες”, πασιφιστές- ησυχαστές , (στα όρια της επικούρειας αταραξίας και του βουδισμού) και οι μη βίαιοι οπαδοί του Γκάντι, και στην άλλη άκρη οι φετιχιστές της βίας για την βία, όπου το “στο σπάσιμο και στο κάψιμο δεν έχεις καιρό για χάσιμο” ήταν το “μανιφέστο” τους, (από ένα κείμενο που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα “Δοκιμή”) και τα γκρουπούσκουλα υπέρ του ενόπλου στα όρια του νετσαγεφικού συνωμοτισμού και των γιακωβίνικων λεσχών. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ζωηρούς αργότερα “εντάχθηκαν” στην εξεγερτική, αφορμαλιστική Μπονανική τάση, που εκείνο τον καιρό έκανε την εμφάνιση της στην Ελλάδα από Ιταλία. Ο αφορμαλισμός – να σημειώσω εδώ – δεν επιλέχθηκε σαν μορφή οργάνωσης μόνο από τους εξεγερσιακούς αλλά και από τους μη εξεγερσιακούς και μετά από λίγο καιρό έγινε κυρίαρχη τάση μέσα στο αναρχικό κίνημα – χώρο πανελλαδικά, φαντάζοντας (ως σήμερα) σαν ή νέα οργανωτική εκδοχή. (5) Επίσης σε επίπεδο εννοιών γίνονται έντονες συζητήσεις γύρω από τον πολιτικό πλουραλισμό (6) και την συμμετοχική δημοκρατία, αντιλήψεις που προωθούνται κύρια από τους ευρωκομουνιστές (ΚΚΕ εσωτερικού) και αρχίζει να ενστερνίζεται ένα κομμάτι του χώρου, εκείνη την εποχή εμφανίζεται και προωθείτε η έννοια της “πολυμορφίας των κοινωνικών αγώνων” από κύκλους γύρω από την εφημερίδα “Δοκιμή” και η έννοια της “αυτοοργάνωσης από κύκλους γύρω από τον εναλλακτισμό και τα περιοδικά “Φάσμα”, “Convoy”, ομάδα και περιοδικό «Ρήξη».

Παράλληλα κάνουν την εμφάνιση τους οι μοριακές κινήσεις (περίπου σαν τις κινήσεις ταυτότητας σήμερα) και οι απόψεις που μεταβιβάζουν την αιχμή – το κέντρο του αγώνα, από το ταξικό στο πολιτιστικό ή από το ταξικό στο εναλλακτικό – οικολογικό, (εδώ να πω ότι πολύ εύστοχα αυτό το ετερόκλητο κίνημα ονομάστηκε χώρος) έτσι γεμίζει ο θόλος του ουράνιου τόξου της αντιεξουσίας – αναρχίας και κλείνει με τις διάφορες αναρχικές πολιτικές συλλογικότητες διαφόρων μη διαμορφωμένων και εν πολλοίς λίγο ή καθόλου επεξεργασμένων τάσεων εκτός από κάποιον ελάχιστον ομάδων , (7) που θέλουν να αυτοπροσδιοριστούν και να αυτοκαθοριστούν. Αυτή η ανάγκη αυτοκαθορισμού δρομολόγησε τις διαδικασίες για να συναντηθούν οι αναρχικοί σε πανελλαδικό επίπεδο. Να γνωριστούν, να συζητήσουν – ανταλλάξουν απόψεις, να δουν τι μπορεί να γίνει και τι μέλλει γενέσθαι, αναφορικά με την συγκρότηση και ενδυνάμωση του αναρχικού κινήματος, ντοκουμέντα από αυτές τις δυο συναντήσεις παρουσιάζω παρακάτω.

Σημειώσεις:

1) Οι πρώτες αναρχικές συλλογικότητες εμφανίζονται στην Ελλάδα περίπου το 1876, (πχ Δημοκρατικός Σύλλογος Πάτρας με την εφημερίδα του, η ομάδα “Κόσμος” στην Αθήνα που έδρασε στα Λαυρεωτικά κλπ) και σταματούν περίπου το 1890, (εδώ δεν αναφέρομαι σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις αναρχικών που μπορεί να υπήρχαν μέχρι την περίοδο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου άλλα σε συλλογικές προσπάθειες) επανεμφανίζονται ατομικά και λίγο αργότερα μέσα από μικρές συλλογικότητες το 1973 με την Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τι έφταιξε και εξαφανίστηκαν; Ενώ οι αναρχικοί στα τέλη του 19ου αιώνα μέσα από ομάδες ή ατομικά είχαν αποκτήσει πρόσβαση τόσο στους φτωχούς αγρότες και εργάτες γης ( για συντομία αναφέρω μόνο σταφιδικά, καπνικά, Κιλελέρ ) όσο και στην αναδυόμενη εργατική τάξη (πχ μεταλλεία Λαυρίου – λαυρεωτικά, πειραιωτικά, Σύρο, μεταλλεία Σερίφου κλπ). Επίσης οι αναρχικοί έπαιξαν σοβαρό ρόλο στην δημιουργία εργατικών κέντρων πχ. το 1908 ιδρύεται το “Πανεργατικό Κέντρο Βόλου”, το πρώτο Εργατικό Κέντρο της Ελλάδας (προς τιμή του ο δήμος Βόλου το αναφέρει δείτε) τα εργατικά κέντρα Πειραιά, Αθήνα, Λαύριο, Λάρισα, Σύρο κλπ και αργότερα στη δημιουργία της Γ.Σ.Ε.Ε. Δεν αναφέρω άλλα παραδείγματα γιατί δεν είναι του παρόντος.

Επίσης, θα είχαμε μια άλλη οπτική γωνία και εμείς και ένα τμήμα της κοινωνίας αν οι αναρχικοί ήταν παρόντες σε κοσμοϊστορικά γεγονότα όπως σε τοπικό επίπεδο, οι βαλκανικοί πόλεμοι, η εκστρατεία του ελληνικού κράτους στην μικρά Ασία μέσα από τον μεγαλοϊδεατισμό, η μικρασιατική καταστροφή και η προσφυγιά, και σε υπερτοπικό επίπεδο ο πρώτος και δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η κατοχή, το αντάρτικο κλπ να μην αραδιάζω και άλλα ιστορικά γεγονότα. Επανέρχομαι στο ερώτημα τι έφταιξε; Ενώ στην Ευρώπη άλλα και στα Βαλκάνια (πχ δείτε το αναρχικό μαζικό κίνημα στην Βουλγαρία εκείνης της περιόδου ) υπήρχε μια ανάδυση του κινήματος, στην Ελλάδα που είχε εμφανιστεί πιο νωρίς από τα υπόλοιπα Βαλκάνια ο αναρχισμός όχι μόνο δεν αναδύθηκε σε ένα πιο μαζικό κίνημα άλλα διαλύθηκε και στο τέλος εξαφανίστηκε.

Αναφέρω συνοπτικά κάποιους παράγοντες που κατά την γνώμη μου λειτούργησαν ανασταλτικά. α) η έλλειψη θεωρητικής- ιδεολογικής συνεκτικότητας, β) η αδυναμία συγκρότησης οργάνωσης πέραν από το επίπεδο της μικρο-ομάδας παρ” όλες τις προσπάθειες κάποιων συντρόφων ελλαδικά και κάποιων “επιφανών” Ελλήνων αναρχικών του εξωτερικού που ήρθαν στην χώρα για να συμβάλουν στο οργανωτικό, αλλά στο τέλος επικράτησε ανταγωνισμός ομάδων και προσώπων που είχε διαλυτικά αποτελέσματα γ) απομόνωση από το διεθνείς αναρχικό κίνημα, δ) βάζω τελευταίους παράγοντες την κρατική καταστολή και την επιρροή που άρχισαν να ασκούν οι μαρξιστικές ιδέες, ιδιαίτερα μετά από την Ρώσικη επανάσταση του 1917 .

Μην μου απαντήσετε με την μεταφυσική μπαρούφα, φταίει επίσης και η ελληνική ιδιοσυγκρασία και ιδιομορφία κλπ, γιατί η απτή απόδειξη είναι το μαρξιστικό- κομουνιστικό κίνημα στην χώρα που ήταν πιο συνεκτικό και οργανωτικό. Για να μην παρερμηνευτεί αυτό που ισχυρίζομαι δεν αντιπαραβάλω τους αναρχικούς με τους μαρξιστικούς τρόπους αλλά τα επιχειρήματα ότι οι Έλληνες/δες είναι από την φύση τους αντι-οργανωτικοί, αντι-συνεκτικοί και δεν αγαπάνε την θεωρία δεν στέκουν .

Πολλά από τα ζητήματα που έθεσα πιο πάνω μας απασχολούν μέχρι σήμερα, έχουν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια από την επανεμφάνιση των αναρχικών στην ελληνική κοινωνία και παρ” όλη την αδιάλειπτη και συνεχή παρουσία και δράση του, το αναρχικό κίνημα δεν μπορεί να περάσει στην “ενηλικίωση” του, δεν μπορεί να συγκρατήσει στις τάξεις του μια κρίσιμη μάζα αγωνιστών της παλιάς “γενιάς” ώστε να υπάρχει ένας συγκερασμός μεταξύ εμπειρίας των παλιών με τον ενθουσιασμό των νέων, ώστε να μην επαναλαμβάνονται τα ίδια λάθη και παραλήψεις. Από τους παλιούς αγωνιστές άλλοι διαψεύστηκαν, κουράστηκαν (βλέποντας να επαναλαμβάνονται τα ίδια) απογοητεύτηκαν και έφυγαν, άλλοι είχαν έρθει να εκτονώσουν την εφηβική- μετεφηβική τους ονείρωξη και μετά αποχώρησαν και άλλοι ενσωματώθηκαν στο σύστημα ή άλλαξαν πολιτική κατεύθυνση . Το κίνημα (που ηλικιακά αλλάζει περίπου κάθε πενταετία) είναι και παραμένει στην πλειοψηφία του ένα κίνημα νεολαίας, που δεν την ενδιαφέρει το πώς και με ποιους τρόπους από ένα κατακερματισμένο κίνημα διαμαρτυρίας και πολλές φορές περιχαρακωμένης ή σεχταριστικής δράσης, θα κατορθώσει να συγκροτηθεί μέσα από συνεκτικές δομές ώστε να καταφέρει σιγά- σιγά να θέσει το κοινωνικό και πολιτειακό μοντέλο του καπιταλισμού σε ιστορική αμφισβήτηση, θα πείτε δεν είναι η εποχή των ιστορικών ταξικών κινημάτων αλλά των κινημάτων ταυτότητας και το επαναστατικό ταξικό υποκείμενο ή είναι λειψό ή ανύπαρκτο…

2) Το ΠΑΣΟΚ κοντά στο τέλος της πρώτης τετραετίας άρχισε να δεξιοφέρνει, για να εξισορροπήσει την δυσαρέσκεια που προερχόταν από την αριστερή του πτέρυγα και την μεγάλη λαϊκή μάζα των ψηφοφόρων του ήθελε κάποια προσχήματα, ένα από αυτά αποτέλεσε η περίφημη στρατηγική των “επιχειρήσεων αρετής” δηλαδή να σώσουμε τη νεολαία από τα ναρκωτικά, το αλκοόλ κλπ. Εδώ να εξηγήσω στους νεότερους ότι αυτό σήμαινε καθημερινά ντου των μπάτσων στα μαγαζιά και στα στέκια που σύχναζε η νεολαία με τα γνωστά, εξακριβώσεις, ξυλοδαρμούς, προσαγωγές κλπ. Όταν αρχίσανε να εφαρμόζουν αυτή την στρατηγική για να θολώσουν τα νερά και να μην φανεί από την αρχή ο πραγματικός τους στόχος άρχισαν αυτές τις επιχειρήσεις από την Γλυφάδα, την Ηλιούπολη και μετά έφτασαν στα Εξάρχεια όπου εννοείται – όπως προείπα – ότι έγινε χαμός, μετά από λίγο ήρθε και η δολοφονία Καλτεζά.

Φυσικά έχει την σημασία του ότι υπουργοί δημοσιάς τάξης επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ ανέλαβαν πρόσωπα όχι άσχετα με στρατηγικές, στην πρώτη κυβέρνηση αναλαμβάνει υπουργός ο Σκουλαρίκης (πρώην ΕΛΑΣίτης) μετά τις εκλογές του 1985 αναλαμβάνει ο Δροσογιάννης (στρατηγός των ειδικών δυνάμεων του στρατού) μαζί με τον Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή Αττικής (“Αττικάρχης”) Νίκωνα Αρκουδέα. Στις αρχές του 1990 ανέλαβε υπουργός Δημόσιας Τάξης ο Σήφης Βαλυράκης, ο οποίος είχε εκπαιδευτεί την περίοδο της δικτατορίας ως αντάρτης πόλης σε παλαιστινιακό στρατόπεδο (είχαν εκπαιδευτεί και άλλοι ΠΑΣΟΚοι για τον αντιδικτατορικό αγώνα μέσω του ΠΑΚ, μετέπειτα ΠΑΣΟΚ). Ο Βαλυράκης και οι προηγούμενοι υπουργοί, (σκέφτομαι τώρα εκ των υστέρων) πώς μας έβλεπαν εμάς τους αναρχικούς (στην πλειοψηφία νεολαίους) από το επιχειρησιακό κέντρο της αστυνομίας. Αυτοί έβαζαν κάτω και εφαρμόζανε στρατηγικές και εμείς νομίζαμε ότι είχαμε το ιστορικό κέντρο της Αθήνας.

Έτσι δυστυχώς μετά από τις “επιχείρησης αρετής” άρχισε ο χώρος της Αθήνας να δρα αντανακλαστικά, χωρίς σκέψη και στρατηγική, αντί να κάνουμε αντι-κατασταλτικό, αντικρατικό, αντικαπιταλιστικό αρχίσαμε έναν αντι-μπατσικό (έχει σημασία αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο) αγώνα, αντί να προσπαθήσουμε να συνδέσουμε την κοινωνική δυσαρέσκεια με τις αναρχικές ιδέες με κινηματική δουλειά στην κοινωνική βάση, εγκλωβιστήκαμε και περιθωριοποιηθήκαμε στα Εξάρχεια και στο ιστορικό κέντρο. Λέτε να συμβεί και με την σημερινή αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ; Δηλαδή να κάνει πολιτική στου κασίδα το κεφάλι (σε εμάς) για να εξισορροπήσει την αριστερή της πτέρυγα και τους ψηφοφόρους από την δυσαρέσκεια που θα δημιουργηθεί από την μη τήρηση των προγραμματικών της υποσχέσεων ; Και να αρχίσει για εμάς ένας νέος εγκλωβισμός – περιθωριοποίηση; Και τότε όπως και τώρα, για ένα διάστημα απομάκρυναν τις ειδικές δυνάμεις καταστολής από τον δρόμο. Κάποιοι θα πουν οι συνθήκες και η σύνθεση του αναρχικού χώρου δεν είναι ίδιες με τότε. Λέτε να γίνομαι συνωμοσιολόγος; Μακάρι να διαψευστώ.

3) Κανένας ιδεολογικοπολιτικός χώρος δεν δημιουργείται από παρθενογένεση, έτσι και ο αναρχικός χώρος (εκτός από ίσως τους πρώτους ιστορικά αναρχικούς και αυτούς που επανεμφανίστηκαν στην Ελλάδα λίγο πριν την πτώση της χούντας) δέχτηκε – δέχεται κατά περιόδους επιρροές από τα κύματα διαθεσιμότητας και προσχώρησης σε αυτόν, ειδικά από άτομα που έφευγαν – φεύγουν από τον αριστερισμό ή και την αριστερά, που όμως κουβαλάνε μαζί τους νοοτροπίες και συμπεριφορές από την προηγούμενη πολίτική περίοδο τους και τις αναπαράγουν μέσα στον αναρχικό χώρο. Έλεγα χαρακτηριστικά με έναν γλαφυρό τρόπο: Δεν μπορείς ρε φίλε το βράδυ να πέφτεις για ύπνο σταλινικός και το πρωί να ξυπνάς ελευθεριακός, θέλει μια διαδικασία , θέλει μια ενδοσκόπηση και μια αυτο-ανάλυση, αλλά δε φταίνε μόνο τα άτομα φταίει και συνολικά ο χώρος που δεν είχε- έχει φτιάξει αξιακές “υποδομές» υποδοχής νέων αγωνιστών (όχι κατ” ανάγκη ηλικιακά) με την έννοια της διαπαιδαγώγησης στις ελευθεριακές – αναρχικές αρχές (συντροφικότητα, αλληλοσυμπλήρωση, αλληλοκάλυψη, αλληλοσεβασμός, αλληλοβοήθεια, αμοιβαιότητα, μη ανταγωνιστικές σχέσεις κ.λπ., μεγάλες κουβέντες ε;

Τελικά, τι είναι η αλληλεγγύη είναι μόνο αλλήλων εγγύηση που περιορίζεται τις περισσότερες φορές μόνο σε μια εκδοχή, αυτή της καταστολής;) για όσους ήθελαν –θέλουν να διαπαιδαγωγηθούν, φυσικά υπήρχαν– υπάρχουν και αυτοί/ες που έχουν οικογενειακές αριστερές καταβολές και όταν ο αναρχικός χώρος ζορίζεται ή φτάνει στα όρια του ή σε ένα αδιέξοδο τέλμα, αντί να δουν τι φταίει τους βγαίνουν τα αριστερά ανακλαστικά τους. (Τι λέτε υπάρχουν και σήμερα εν έτη 2015 αυτά τα φαινόμενα που περιγράφω;).

Έτσι την περίοδο που αναφέρω πιο πάνω, δηλαδή γύρω στο 1984 – 85 περίπου προσήλθε ένα ρεύμα ανθρώπων στην αναρχία κουβαλώντας αριστερίστικες νοοτροπίες και αντιλήψεις για την οργάνωση, πχ. συγκεντρωτισμός, εργαλειακή αντίληψη της οργάνωσης, αξία χρήσης των ατόμων -μελών κλπ, ενώ ένα άλλο κομμάτι αυτού του ίδιου ρεύματος λόγω του ότι είχε φάει στην μάπα τον οργανωτικισμό δεν ήθελε να ακούσει τίποτα για οργάνωση.

Επίσης άρχισαν ιδιαίτερα στο χώρο της Αθήνας να εμφανίζονται ομάδες – γκρούπες και ομαδάρχες – γκρουπούσκουλα και το φαινόμενο της άτυπης ιεραρχίας, αυτές οι γκρούπες δεν ανήκαν μόνο στο λεγόμενο δυναμικό κομμάτι του χώρου αλλά και στο πασιφιστικό και στο αντιπολιτικό- πολιτιστικό, ο ανταγωνισμός ήταν έντονος και τις περισσότερες φορές δεν έπαιρνε πολιτικά χαρακτηριστικά αντιπαράθεσης, δηλαδή διαπάλη θέσεων αντιθέσεων κλπ αλλά ψυχολογικά , δηλαδή σύγκρουση ατομικών ιδιοσυγκρασιών προσωπικοτήτων ή γκρουπούσκουλων, και στην βάση της ατομικής συμπάθειας ή αντιπάθειας.

Λίγα λόγια σχετικά – άσχετα για τον γκρουπισμό.

Ο Κλεισθένης ένας από τους μεγαλύτερους μεταρρυθμιστές μέχρι σήμερα κατάργησε στην αρχαία Αθήνα την αιματοσυγγένεια (νεποτισμός) και τις φατρίες από την διαχείριση της πόλης, η σύγχρονη (κατ’ ευφημισμό) δημοκρατία τις έχει επαναφέρει με την μορφή των διαφόρων λόμπι που εμφορούνται από τις ελίτ. Οι από τα κάτω φτιάχνουν και αυτοί σύγχρονες φατρίες, παρέες – παρεϊσμός, ομάδες – ομαδισμός κλαμπ, λέσχες χόμπι, οπαδών κλπ (είμαστε οι κοινωνίες των χόμπυ). Όλες αυτές οι σύγχρονες “φυλές” που λένε οι κοινωνιολόγοι δημιουργούν την δική τους κλειστότητα και την δική τους δικαιοπραξία, αλίμονο στους παρείσακτους. Ο νέος νεποτισμός, φατριασμός δεν εμφορείται στις μέρες μας μόνο από τις κυρίαρχες ελίτ άλλα δείγματα μπορείς να δεις και στους από κάτω, με όλες αυτές τις ομάδες που περιγράφω, γιατί προέχει το συμφέρον της ομάδας και των μελών έναντι των άλλων και του (εν προκειμένω κινηματικού) γενικότερου συμφέροντος.

4) Μια μπαρούφα που ακούω ή διαβάζω αυτό τον καιρό και αναπαράγεται και από πολλούς νεο-αναρχικούς (λόγω του ότι είναι η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση) , είναι ότι εμείς οι αναρχικοί την περίοδο που ανάλαβε το ΠΑΣΟΚ κυβέρνηση αφομοιωθήκαμε η ξεπεραστήκαμε. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη βλακεία από αυτό , για έναν και μοναδικό αλλά βασικό λόγο, όταν ανάλαβε το ΠΑΣΟΚ το 1981 ο αναρχικός χώρος είχε παρουσία στην ελληνική κοινωνία μόλις 8 χρόνια περίπου από το Πολυτεχνείο του ’73 μέχρι το ’81 δηλαδή ήταν κινηματικά σε παιδική ηλικία, (εγώ ήμουν ηλικιακά 21 και κινηματικά είχα 2 χρόνια ), οι αναρχικοί ήταν καμιά εκατοστή περίπου πανελλαδικά και στην Αθήνα καμιά πενηνταριά, (για τους κινηματικούς αναρχικούς μιλάω, αναρχίζοντες και αντιεξουσιαστές υπήρχαν περισσότεροι ) αναρχικά βιβλία μετρημένα στα δάκτυλα, διαδίκτυο δεν υπήρχε και το κομπιούτερ ήταν πανάκριβο και σε πολλούς άγνωστο, ενώ οι φωτοτυπίες στοίχιζαν ολόκληρη περιουσία, (αυτά τα λέω για να καταλάβουν οι νεότεροι την κατάσταση ). Στην μεταπολίτευση ήταν τέτοια η κομματικοποίηση της κοινωνίας από όλο το φάσμα της πολιτικής, αριστερά – δεξιά που οι αναρχικοί φάνταζαν εν μέρει γραφικοί με την έννοια ότι δεν οργανώνονταν σε κόμμα για να κατέβουν στις εκλογές, πόσο μάλλον που τις εκλογές (η γιορτή της δημοκρατίας) της είχε στερήσει για μια εφταετία η δικτατορία.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και σε 8 χρόνια καλούμασταν να αφομοιώσουμε και να επεξεργαστούμε στις νέες συνθήκες και την ελλαδική ιδιαιτερότητα – ιδιομορφία το αναρχικό “φαντασιακό” (που λέει και ο Καστοριάδης) και χωρίς φυσικά μια εμπειρία ή ιστορική παρακαταθήκη για το πως στήνεται ένα κίνημα, ακόμα καλά- καλά δεν είχαμε γνώση για την παγκόσμια ιστορία του αναρχικού κινήματος, γιατί βιβλία δεν υπήρχαν. Παρόλα αυτά, όχι μόνο δεν αφομοιωθήκαμε (όπως σχεδόν το μεγαλύτερο φάσμα της αριστεράς) και αντέξαμε, γιατί δεν τρώγαμε μόνο πέσιμο από το κράτος, άλλα και από όλη την μαρξιστο-λενινιστική αριστερίλα συμπεριλαμβανομένου και του ΚΚΕ-ΚΝΕ, ΚΝΑΤ, που δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να δημιουργηθεί αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα. Έτσι σιγά-σιγά άρχισε να δημιουργείται ένα στην αρχή μικρό κίνημα, αλλά με όρους συγκρουσιακούς και ριζοσπαστικής κριτικής στην τότε κατάσταση.

Στην πορεία εμείς η δεύτερη “γενιά” αναρχικών αν και επιχειρήσαμε δεν μπορούσαμε να δημιουργήσουμε αμιγώς αναρχοσυνδικαλιστικά σωματεία για τρεις λόγους, α) γιατί ήμασταν νεαροί/ες και οι εργάτες μας βλέπανε λίγο με “στοργή”, λέγανε καλώς τα παιδιά τους γιεγιέδες (μακρυμάλληδες– ροκάδες ), β) η πολυκοσμία, ο αριστερίστικος πολυκομματισμός που αναφέρω και λειτουργούσε σαν πολυδιάσπαση- κατακερματισμό του εργατικού κινήματος γ) και το κυριότερο οι κουκουέδες που λειτουργούσαν- λειτουργούν σαν ανάχωμα μέχρι τα όρια της καταστολής στην προσπάθεια προσέγγισης του εργατικού ιδιαίτερα από τα μέσα.

Μεγάλο τέτοιο αποτρεπτικό στην ουσία κατασταλτικό ρόλο εκείνη την εποχή έπαιξαν και οι κλαδικές του ΠΑΣΟΚ που σχεδόν όλη την δεκαετία του ογδόντα για να βρεις δουλειά έπρεπε να περάσεις από αυτές. Έτσι το εργατικό κίνημα οδηγήθηκε από τον ριζοσπαστισμό της δεκαετίας του εβδομήντα σε λογικές τρέιντ γιούνιον (διεκδικητικούς συντεχνιακούς αγώνες πχ διεκδίκηση επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας και όχι διεκδίκηση μέτρων ενάντια της) και κορπορατίστικες, ιδιαίτερα από το ΠΑΣΟΚ λογικές, κύρια στον δημόσιο τομέα.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα του συντεχνιασμού στον ιδιωτικό τομέα είναι ότι το σωματείο που ανήκω σαν ηλεκτρολόγος δεν ήταν –είναι ταξικό άλλα κλαδικό– συντεχνιακό, με την έννοια ότι σε αυτό συνυπάρχουν οι εργολάβοι–εργοδότες, μικροί ή μεγάλοι μαζί με τους εργατοτεχνίτες, το ίδιο ισχύει και για το συνδικάτο οικοδόμων, μετάλλου και για πολλά άλλα συνδικάτα.

Έτσι οι αναρχικοί αντιμετωπίζοντας αυτές τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που προανέφερα στράφηκαν περισσότερο προς το κοινωνικό μέρος του αγώνα που τον είχε μεγάλη ανάγκη και η κοινωνία γιατί είχε καθυστέρηση σε αυτούς. Αναφέρω ενδεικτικά πεδία, ο γενικότερος αντιαυταρχικός αγώνας , ο αγώνας ενάντια στην κρατική καταστολή, τις φυλακές , ψυχιατρεία, στρατός, φοιτητικό, φεμινιστικό, ομοφυλόφιλοι, ναρκωτικά, πολιτιστικό μέσα από την αντικουλτούρα, καταλήψεις στέγης, οικολογικό, οι πρώτες αμιγώς οικολογικές ομάδες στην Ελλάδα ήταν αντιεξουσιαστικές. Η ενασχόληση με αυτά τα πεδία που τα περισσότερα είναι λίγο πολύ διαταξικά, μαζί με την αλλαγή της κοινωνικής ταξικής διαστρωμάτωσης προς το μικροαστικότερο έφερε τους γόνους της μεσοαστικής και μικροαστικής τάξης στις αναρχικές ιδέες και αυτό δεν είναι κατ ανάγκη κακό….

Έτσι από τα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα μαζί με την επικράτηση του εξεγερτισμού- αφορμαλισμού και την αντιπρολεταριακή επιρροή του Μάρεϊ Μπούκτσιν, άρχισαν να επικρατούν στον ευρύτερο χώρο το αντί εργατικό και ο αβανγκαρντισμός (περί άγριας νεολαίας, κλπ). Να τονίσω εδώ ότι κάποιες αναρχικές συλλογικότητες και σύντροφοι όπως οι παλιοί από την κατάληψη της Λέλας Καραγιάννη συμμετείχαν και είχαν μια καλή εμπειρία από τους αγώνες και τις απεργίες στα ορυχεία – Μεταλλεία Σκαλιστήρη στη Εύβοια, επίσης η παλιά ομάδα από την Πάτρα είχε συμμετοχή στους αγώνες απεργίες της Πειραϊκής Πατραϊκής της Ε.Β.Ο στο Αίγιο κλπ, και διάφοροι σύντροφοι και συλλογικότητες στα λιγνιτωρυχεία της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα και αλλού, αλλά όλοι αυτοί οι χρήσιμοι αγώνες αλληλεγγύης ήταν από τα έξω όχι από τα μέσα. Επίσης από τα μέσα κάποιοι σύντροφοι προσπάθησαν ή να δημιουργήσουν σωματεία πχ οικοδόμοι, ή μπήκαν σε κάποια από τα υπάρχοντα και αγωνίστηκαν πχ τσαγκάρηδες, και το ταξικό σωματείο εργατοτεχνιτών – συντηρητών στον ΗΛΠΑΠ (τρόλεϊ). Και ο γραφών διαγραφόμενος λίγο πιο παλιά από το σωματείο μετάλλου Πειραιά από τους σταλινικούς, προσπάθησα στον δήμο της Αθήνας (επί δημαρχίας Μιλτιάδη Έβερτ ) που εργαζόμουν εκείνη την περίοδο να δημιουργήσω ταξικό σωματείο εκτάκτων εργατοτεχνιτών και ενώ ήταν πρόσφορο το έδαφος σαμποταρίστηκα από τους κομματικούς

5) Για μια δεύτερη ανάγνωση που αφορά το αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα δείτε εδώ:

«Ο αναρχικός χώρος το στίγμα του από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα»

https://athens.indymedia.org/post/1542004/

Δείτε επίσης για την άτυπη ιεραρχία το “οι ομάδες χωρίς δομή και τα όριά τους” , (τότε δημοσίευα με το ψευδώνυμο Γ.Μ ΛΑΪΚΙΣΤΗΣ) https://athens.indymedia.org/post/927351/

6) Θα ρωτήσετε έχουν σημασία αυτά που παραθέτεις εδώ με το θέμα του νήματος; Πιστεύω πως έχουν, γιατί ένα αρκετά υπολογίσιμο κομμάτι του αναρχικού χώρου έχει σήμερα μπολσεβικοποιηθεί και ένα άλλο έχει ιλεγκαλιοποιηθεί, μα θα μου πείτε ότι αυτές είναι τάσεις και το κίνημα είναι πολυτασικό – πολυσυλλεκτικό και γι’ αυτό πολυμορφικό, θα πείτε επίσης ότι ιδιαίτερα στην εποχή μας με το γνωστικό επίπεδο στα ύψη, την εποχή του πλουραλισμού και της μετανεωτερικότητας που αποστρέφεται τον δογματισμό, την ομοιομορφία και την παλαιότητα εσύ μιλάς με έναν δογματικό τρόπο που κινδυνεύεις να χαρακτηρισθείς είτε ως οπαδός της ομογενοποίησης, ή φονταμενταλιστής, ή αρχαιολάγνος. Στις υποτιθέμενες ερωτήσεις απαντώ: Δείτε ότι υπάρχει και αυτή η πλευρά της πραγματικότητας. Ο Ιουδαϊκός μύθος της Βαβέλ έχει την αλληγορία του στο σήμερα, η Βαβέλ είναι ευχή και κατάρα, ευχή είναι όσον αφορά την πολυμορφία και τον πλουραλισμό, κατάρα είναι όταν ο πλουραλισμός, η πολυμορφία και η διαφορετικότητα υποβαθμίζονται σε έναν ατέρμονο σχολαστικισμό που ρέπει στη σύγχυση την ασυνεννοησία και κατά συνέπεια στον κατακερματισμό. Η σύγχυση, η ασυνεννοησία και ο κατακερματισμός είναι οι κατάρες της Βαβέλ. Ο σύγχρονος ταξικός και κοινωνικός αγώνας δεν είναι μόνο “σωματικός”, ούτε μόνο εννοιολογικός, η εποχή απαιτεί εκτός των άλλων να οπλίσουμε και το πνεύμα μας για να γνωρίσουμε καλύτερα τον εχθρό μας .

Υπάρχει όμως και αυτή η διάσταση. Η διαστρέβλωση των εννοιών και του λόγου είναι μια πολύ παλιά τακτική των διανοούμενων απολογητών των κυρίαρχων τάξεων για να θολώνουν τα νερά και να προκαλούν σύγχυση στους κυριαρχούμενους. Ο Ράουτερ παρατηρούσε από την δεκαετία του ’60 κιόλας στο «Η Κατασκευή Υπηκόων» ότι: «όσο ασαφέστερα εκφράζεται κανείς, τόσο περισσότερο μένει κρυμμένο το ψέμα ή η φενάκη που υπάρχει στον λόγο του…».

Αλλά δεν είναι μόνο το ψέμα που προκύπτει από την αποσύνθεση των εννοιών προς δόξα της σύγχυσης και της διαστρέβλωσης που προάγουν -αναπαράγουν οι θεωρητικοί απολογητές (θεραπαινίδες) του συστήματος, είναι πρώτα και κύρια ο πόλεμος για τη διατήρηση του στάτους της κυριαρχίας. Εδώ πολύ σωστά παρατηρεί ο Τόμας Σαζ στο «Το Δεύτερο Αμάρτημα» ότι: «… Ο πόλεμος για τον έλεγχο του κόσμου είναι πόλεμος ορισμών… Ο αγώνας καθορισμού και ελέγχου των νοημάτων είναι αγώνας για επιβίωση… αυτός που πρώτος θα ορίσει το νόημα μιας κατάστασης, επιβάλλει στον άλλον την δική του πραγματικότητα και τον ορίζει, είναι ο νικητής… έτσι κυριαρχεί κι επιβιώνει. Εκείνος που ετεροκαθορίζεται, υποτάσσεται και ίσως ακόμα και εξοντώνεται…»

7) «…Το αναρχικό κίνημα υποφέρει από μια δυσκολία στην πολιτική-πολιτιστική του μετάδοση: οι αναρχικοί προσπαθούν να παρουσιάσουν το σχέδιό τους για την κοινωνική αλλαγή, αλλά δεν είναι ικανοί να γνωστοποιήσουν τους λόγους που το πιστεύουν. Αυτό οφείλεται στο ότι το σχέδιο για την κοινωνική αλλαγή παρουσιάζεται στους πιθανούς «πιστούς» χωρίς να συνοδεύεται από μια κατάλληλη και συναφή κοσμοθεωρία .

 Χωρίς δηλαδή μια γενική θεωρία της ύπαρξης και των σχέσεων (ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση κλπ.) στην οποία οι άνθρωποι μπορούν να βρουν μια ταυτότητα, συνδεδεμένη με το αναρχικό ηθικό ιδανικό. Το καθήκον, να εφοδιαστεί η αναρχική προοπτική με μια επαρκή, ζωντανή θεωρία, έχει αφεθεί στην πρωτοβουλία ξεχωριστών ατόμων, που μόνα τους πρέπει να ανακαλύψουν τους τρόπους απελευθέρωσης τους από τη σκλαβιά και τη φαντασιακή κυριαρχία. Σαν συνέπεια έχουμε, να παρουσιάζεται μια πολλαπλότητα ερμηνειών, απ’ αυτούς που κατάφεραν να πετύχουν κάτι τέτοιο, που… ναι μεν, μπορεί να μη διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, αλλά δεν έχουν και ένα κοινό πλαίσιο αρχών και κατεύθυνσης,

Η έλλειψη μιας αυτόνομης και αυθεντικής ζωντανής φιλοσοφίας, περιορίζει την πιθανότητα διάδοσης της ελευθεριακής κοινωνικής προοπτικής, και επίσης αναγκάζει τους αναρχικούς να αναζητούν την προσωπική τους ταυτότητα μέσα στη φαντασιακή κυριαρχία. Η αναφορά στον ακτιβισμό σαν μια πηγή ταυτότητας (σύνηθες φαινόμενο στο κίνημα) λύνει επιφανειακά το πρόβλημα, γιατί ο ακτιβισμός, ειδικά της ιδιαίτερης αναρχικής μούχλας, δεν μπορεί να καλύψει όλες τις πλευρές της ύπαρξης, και αφήνει ακάλυπτους διαφόρους τομείς της προσωπικότητας στην επιρροή της φαντασιακής κυριαρχίας. Ο ακτιβιστής δεν είναι αρκετός ώστε να εκφράσει ολοκληρωτικά τον αναρχικό.

Η κατάσταση αυτή απαιτεί μια συλλογική αντιμετώπιση και μελέτη, με στόχο την οικοδόμηση μιας αναρχικής ζωντανής φιλοσοφίας, που θα είναι μια ανάμεσα σε πολλές άλλες, αλλά η οποία θα περιέχει τις γενικές αρχές και τα όρια αυτού του ξεχωριστού τρόπου αντιμετώπισης των πραγμάτων (και έτσι, αυτό τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής, ακόμη και καθημερινά), και η οποία θα είναι συνδεδεμένη με την ελευθεριακή άποψη της κοινωνικής οργάνωσης,. Για να κατακτήσουμε αυτόν τον πραγματικά φιλόδοξο στόχο, πρέπει οπωσδήποτε να δώσουμε πρώτα ένα θετικό ορισμό της έννοιας της ελευθερίας …». Ρομπέρτο Αμπρόσολι 1984

«…Τόσο η θεωρία όσο και η πρακτική του αναρχισμού αποκτούν νόημα μόνο όταν είναι επαναστατικές. Αλλά η διάκριση που συνήθως γίνεται από τους αναρχικούς, ανάμεσα σε επαναστατικές και ρεφορμιστικές ενέργειες, στη βάση της είναι αντιφατική: θεωρούνται επαναστατικές οι βίαιες ενέργειες, και ρεφορμιστικές οι μη βίαιες. Όμως αυτός ο διαχωρισμός δεν λαμβάνει υπ’ όψει του, τα αποτελέσματα αυτών των ενεργειών, Είναι αναγκαίο να ξεπεράσουμε αυτή την περιορισμένη οπτική, και να εξετάσουμε τις μεταβολές που μπορεί να φέρει στην κοινωνία μια συγκεκριμένη πράξη, ανεξάρτητα αν είναι βίαιη ή «ειρηνική». Επομένως, πιστεύω ότι είναι καλύτερο να εγκαταλειφθεί αυτός ο διαχωρισμός με σεβασμό στις ενέργειες του ατόμου, αφού κάτι τέτοιο μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε την ικανότητα ενός συνόλου ενεργειών, βίαιων και μη βίαιων, να προκαλέσουν ριζοσπαστικές αλλαγές στην κοινωνία. Το πιο σημαντικό πράγμα είναι να κατανοήσουμε ποιες ενέργειες είναι δυνατόν να υπερνικήσουν την «αντίσταση» του παρόντος κοινωνικού μορφώματος. Πώς μπορούν να δημιουργήσουν πρόβλημα στο σύστημα, όπως επίσης και να ξεκινήσουν μια διαδικασία που θα συμβάλλει στη δημιουργία μιας ελευθεριακής κοινωνίας. Το πρόβλημα σήμερα είναι να ανακαλύψουμε την ισορροπία ανάμεσα στην «επαναστατική» και τη «ρεφορμιστική» πρακτική, στοχεύοντας μέρα με τη μέρα, στη ριζοσπαστική αλλαγή. Αν δεν μπορέσουμε να πετύχουμε κάτι τέτοιο, ο αναρχισμός σήμερα είναι καταδικασμένος να παραμείνει ένα κίνημα για τη διάχυση των ιδεών, χωρίς καμιά ουσιαστική επίδραση στην κοινωνία, και επιπλέον με τα χαρακτηριστικά μιας μικρής σέχτας-αίρεσης…» 

Χορστ Στοβάσερ 1984

*Στην επόμενη ανάρτηση το Β’ Μέρος.