Your name
Ιστορία Κοινωνικών Κινημάτων

 

Δεύτερη έκδοση (ηλεκτρονική), Ιανουάριος 2003

Σύλληψη και σχέδιο Τσάνταλ Λόπεθ και Ομάρ Κορτές

 

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Στο πλαίσιο της Μεξικάνικης ιστορίας του τελευταίου τρίτου του 19ου αιώνα, ξεχωριστό ρόλο κατέχει το περιοδικό «Το Παιδί της Εργατιάς».

Αναδυόμενο από τους κόλπους του ευρύτερου κοινωνικού κινήματος, εκπροσωπούσε, χωρίς αμφιβολία, μια σημαντική τάση από τις πολλές που εξελίσσονται εδώ.

Το κείμενο που αναπαράγουμε ευθύς αμέσως, παρουσιάζει, αν και με τρόπο αρκετά γενικό, τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία ώστε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ανέπτυξε το περιοδικό αυτό τις ιδέες του καθώς και την εξέλιξη και τις αλλαγές που εκδήλωσε κατά την διάρκεια της κυκλοφορίας του.

Επανεκδίδουμε δε το δοκίμιο αυτό, που αρχικά δημοσιεύτηκε στο Νο 3 της εφημερίδας «Εργατική Ιστορία» Δεκέμβριο του 1974, με τη μοναδική προϋπόθεση να γίνεται παράθεση της προέλευσης των πηγών. 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«Το Παιδί της Εργατιάς» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1876. 

Κατά τη διάρκεια των εννέα χρόνων της κυκλοφορίας του αντιπροσώπευσε την τάση εκείνη, η οποία αγωνιζόταν για καλύτερες συνθήκες ζωής των εργατών, ίσως την περισσότερο ριζοσπαστική τάση, δηλαδή την τάση εκείνη η οποία επέπληξε με δριμύτητα όσες κυβερνήσεις ήσαν αδιάφορες για τα βάσανα των εργατών και την υπεροψία της μπουρζουαζίας που ήταν απρόθυμη να αναγνωρίσει ότι στη δική της χλιδή και μόνο βρισκόταν η ρίζα της μιζέριας των άλλων.

Μέσα από την ανάγνωση των σελίδων του εν λόγω εντύπου αναπαρίσταται ο γενικότερος εκείνος αγώνας που άρχισε το 1876, τελευταίο χρόνο της ιστορικής φάσης που έχει ονομαστεί Αποκαταστημένη Προεδρική Δημοκρατία, μέχρι την επιστροφή στην εξουσία του Πορφύριο Δίας, μετά την περίοδο της προεδρίας του Μανουέλ Γκονζάλεθ. 

Ο πρώτος εκδότης του «Παιδιού της Εργατιάς» ήταν ο Χοσέ Μουνιουθούρι, Ισπανός πολιτικός πρόσφυγας, ο οποίος είχε, προηγουμένως, εκδώσει ένα άλλο έντυπο, «την Απεργία», από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο του 1875.

Στα πρώτα δέκα τεύχη του, «Το Παιδί της Εργατιάς» κυκλοφορούσε κάθε Δευτέρα, αλλά έπειτα κυκλοφορούσε τις Κυριακές με αντίτιμο τριών εκατοστών. Ο υπότιτλός του ήταν: «Προορισμένο για την υπεράσπιση της εργατικής τάξης και αναπαραγωγέας των σοσιαλιστικών διδασκαλιών στο Μεξικό». Κάτω από τον υπότιτλο τοποθετούνταν οι φράσεις του Μπαμπέφ: «Η εργασία και ο πλούτος πρέπει να είναι γενική κληρονομιά. Υπάρχει δυσφορία όταν αυτός που δουλεύει εξαιρείται από όλα και αυτός που κολυμπά στο χρήμα απολαμβάνει χωρίς δουλειά τις απολαύσεις που αυτή παρέχει. Σε μια πραγματική κοινωνία δεν πρέπει να υπάρχουν ούτε φτωχοί ούτε πλούσιοι. Οι πλούσιοι που δεν θέλουν να επωφεληθούν το πλεονάζον υπέρ των φτωχών, είναι οι εχθροί του λαού».

Από τα πρώτα του τεύχη του, «Το Παιδί της Εργατιάς», ξεκίνησε μια σκληρή μάχη εναντίον άλλων περιοδικών, όπως ο «Σοσιαλιστής», τα οποία, πάνω από όλα, είχαν βλέψεις για την πολιτική εξουσία. Στην ουσία, απέβλεπαν, δηλαδή, στην επανεκλογή του προέδρου Λέρδο (της Τεχάδα) καθώς και στην εξασφάλιση καλοπληρωμένων αργομισθιών σε αντάλλαγμα για τη στήριξή τους, την οποία παρείχαν στο όνομα της εργατικής τάξης γενικά, αψηφώντας την υποστήριξη των πραγματικών συμφερόντων των εργατικών τάξεων. Γι’ αυτό ο Λέδρο προσπάθησε να επανεκλεγεί, υπολογίζοντας στην υποστήριξη μιας τάσης του «Μεγάλου Κύκλου των Εργατών», η οποία ήταν μια δυναμική ένωση των εργατών της εποχής. Μπροστά στο πρόβλημα της επανεκλογής του Λέρδο, οι εργάτες και οι ενώσεις τους διασπάστηκαν σε αυτούς που τάσσονταν υπέρ της επανεκλογής και αυτούς που ήταν κατά. Ο ίδιος ο «Κύκλος των Εργατών» διασπάστηκε και η τάση που ήταν εναντίον της επανεκλογής, με επικεφαλής τον Φρανθίσκο Γκονζάλεθ συγκρότησε το «Μεγάλο Κύκλο της Ένωσης», ο οποίος επιτέθηκε στο «Μεγάλο Κύκλο των Εργατών», κατηγορώντας τον ότι πρόδωσε την υπόθεση των ταξικών αδερφών του. Και καθώς ο «Μεγάλος Κύκλος» είχε τον «Σοσιαλιστή» ως επίσημο όργανό του, ο «Κύκλος της Ένωσης» δήλωσε ως δικό του εκφραστικό όργανο «Το Παιδί της Εργατιάς» τον Ιούλιο του 1876.

Α.

Έτσι, ο Φρανθίσκο Γκονζάλεθ (του Π.) - ο οποίος, μαζί με τον Μάτα Ριβέρα, υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του «Μεγάλου Κύκλου» και του «Σοσιαλιστή» - προσχώρησε από τον Ιούλιο του 1876 στην εκδοτική ομάδα του «Παιδιού της Εργατιάς». Ο Φρανθίσκο Γκονζάλεθ γεννήθηκε στη Μορέλια στις 21 Απριλίου 1844. Σπούδασε στο λατινοαμερικανικό σχολείο της Μορέλια. Κατά το 1857 εργαζόταν ήδη στην πόλη του Μεξικού σε διάφορα εργαστήρια και εργοστάσια υφαντουργίας, αλλά αργότερα αφοσιώθηκε στην τυπογραφία. Το 1857 έγινε μέλος του Συλλόγου Ραφτών. Δυο χρόνια αργότερα, μαζί με τον Μπλας Ακόστα (του Φ.) ίδρυσε τον «Χειροτέχνη» [1] και το 1871 ξεκίνησε την κυκλοφορία του «Σοσιαλιστή». Όταν αποχώρησε από αυτόν το 1876, προσχώρησε, όπως είπαμε, στην ομάδα σύνταξης του «Παιδιού της Εργατιάς» και έγινε υπεύθυνος έκδοσής του στις αρχές του 1877, όταν αποσύρθηκε ο Μουνιουθούρι. Μετά το σταμάτημα της κυκλοφορίας του «Παιδιού της Εργατιάς», τον Δεκέμβριο του 1884 (μάλλον), συνέχισε να εργάζεται στο τυπογραφείο της Γραμματείας των Δημόσιων έργων μέχρι τον θάνατό του, στις 9 Δεκεμβρίου 1895 [2].

Β.

Από τις σελίδες του, «Το Παιδί της Εργατιάς» αγωνιζόταν σταθερά για το σοσιαλισμό, μια κοσμοθεωρία, η οποία, σύμφωνα με την εκδοτική του ομάδα, θα οδηγούσε σε μια κοινωνία χωρίς τάξεις, χωρίς, όμως, την ανάγκη να τεθεί εκτός νόμου η ιδιοκτησία. Και αυτό γιατί οι εκδότες αντιλαμβάνονταν ότι οι κοινωνικές ανισότητες δεν πήγαζαν από την ιδιοκτησία αλλά από τον τρόπο κατανομής των εισοδημάτων και αν αυτό μπορούσε να ρυθμιστεί διαφορετικά θα αποφεύγονταν οι ακρότητες και οι κοινωνικές τάξεις θα εξαφανίζονταν.

Αυτοί που ονομάζονταν σοσιαλιστές εκείνη την εποχή, ήσαν γενικά μικροί χειροτέχνες και μικροϊδιοκτήτες. Γι’ αυτό και δεν επιθυμούσαν την ολοκληρωτική εξαφάνιση της ιδιοκτησίας αλλά την άρση της δριμύτατης εκμετάλλευσης της οποίας θύματα ήσαν οι προλετάριοι οι οποίοι δεν κατείχαν τίποτε περισσότερο από την εργατική τους δύναμη και παρείχαν διευκολύνσεις στη μικρή βιομηχανία ώστε να καταφέρνει να επιζεί. Η προστασία αυτή θα μπορούσε να αποκτηθεί μέσω φιλανθρωπικών νόμων και από εκεί πηγάζει η σταθερή ανησυχία τους για τη δημιουργία μιας κυβέρνησης η οποία θα απομακρυνόταν από την πολιτική (δηλαδή από τις δολοπλοκίες του παλατιού) και θα αφιερωνόταν αποκλειστικά στη διοίκηση του κράτους ή επιλύνοντας τα οικονομικά προβλήματα που παρεμπόδιζαν την ανάπτυξη της χώρας.

Η αποδοχή που βρήκε «Το Παιδί της Εργατιάς» πρέπει να ήταν ευρεία κι έτσι, σιγά-σιγά, τον Ιούλιο του 1876, διπλασίασε το μέγεθός του, ενώ αύξησε και το αντίτιμό του στα τέσσερα εκατοστά. Ο υπότιτλος του περιοδικού άλλαξε, επίσης: «Φιλελεύθερο Ανεξάρτητο Περιοδικό. Σοσιαλιστής και αφοσιωμένος προστάτης της Εργατικής Τάξης». Γνωστοποιήθηκε, επίσης, η ταυτότητα των συνεργατών του: Χοσέ Μουνιουθούρι τυπογράφος, Φρανθίσκο Γκονζάλεθ (του Π.) τυπογράφος, Φρανθίσκο Θαμπράνο από την   καθηγητής - Φιλολογίας, Μπενίτο Κάστρο ζωγράφος, Χούλιο Τόρες ζωγράφος, Χούστο Πάστορ Μουνιόθ ξυλουργός, Χουάν Ι. Σεράλδε βιβλιοθηκάριος, Σιμόν Νιέτο τυπογράφος, Τρινιδάδ Εσπινόλα ράφτης, Αουρέλιο Γκαράι τυπογράφος, Πέδρο Τεράθας γλύπτης, Χουάν Β. Βιλλιαρεάλ βαρελάς, Σαντιάγο Ενρίκεθ τυπογράφος, Φρανθίσκο Μοντιέλ (του Π.) ζωγράφος, Γκρεγκόριο Σ. Εθκέρο λιθογράφος, Εδουάρδο Ρουίθ υφαντής, Χ.Μ. Ντελγάδο γανωτής, Χοσέ Μοντιέλ ράφτης και Χ.Μ. Γκονζάλεθ ράφτης.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι όποιοι ήσαν εγγεγραμμένα μέλη εργατικών ενώσεων ή απλώς μέλη της γενικότερης εργατικής τάξης, δεν ήταν όλοι αυτοί καθεαυτοί εργάτες όπως αντιλαμβανόμαστε σήμερα τον όρο αυτό.

Επίσης, η μεγάλη πλειοψηφία των μελών των διαφόρων αλληλοβοηθητικών συλλόγων ήσαν χειροτέχνες, λιθογράφοι, δημόσιοι υπάλληλοι, κάθε είδους εξαρτημένοι και άλλοι, όπως επίσης και κάθε λογής μικροί διευθυντές. Από την άλλη πλευρά βρίσκονταν οι προλετάριοι, οι πραγματικοί εργάτες των εργοστασίων, των οποίων οι συνθήκες ζωής μπορούσαν να συγκριθούν με αυτές των ανειδίκευτων εργατών οι οποίοι έμεναν σε παράγκες στα αγροκτήματα. Αυτοί είχαν πολύ λίγες ευκαιρίες να οργανωθούν σε αλληλοβοηθητικούς συλλόγους, όχι μόνο εξαιτίας του ότι τα αφεντικά έβλεπαν με κακό μάτι κάθε είδος εργατικής οργάνωσης και απαγόρευαν μερικές φορές ακόμα και την ανάγνωση εργατικών εντύπων, αλλά και επειδή αυτοί οι ίδιοι (οι προλετάριοι) έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να καλύψουν τα μηνιαία έξοδά τους, αν αναλάμβαναν οποιαδήποτε δράση.

Στην ουσία, ο σοσιαλισμός των αλληλοβοηθητικών συλλόγων συνίστατο στην προσπάθεια να μην είναι τόσο κραυγαλέες οι διαφορές ανάμεσα στους μισθούς και τα κέρδη εργατών και εργοδοτών. Η σχέση εργασίας και κεφαλαίου ήταν απαραίτητη για μια τέτοια κατάσταση και δεν θα μπορούσε να υπάρχει με την απουσία κάποιου από αυτά τα δύο. Η ανισότητα στους μισθούς και τα κέρδη και των δύο πλευρών (εργατών και εργοδοτών) δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο με την κακοπιστία αυτών που υπέγραφαν συμβόλαιο με τους εργάτες και την άγνοια των δεύτερων ότι, στην ουσία, πουλούν την εργατική τους δύναμη για πενταροδεκάρες, με λογικό επακόλουθο τη μιζέρια για μια εργατική οικογένεια, τη δυσπραγία για το συνδικάτο και για τη κοινωνία γενικότερα, γιατί στα σπλάγχνα της αναδεικνυόταν μια προλεταριοποίηση η οποία έπρεπε να εκριζωθεί. Οι εκδότες του «Παιδιού της Εργατιάς «θεωρούσαν ότι με το να παίρνει ο εργάτης ένα δίκαιο μισθό, όχι μόνο έμπαινε ένα τέλος την μιζέρια αλλά και ότι ο ίδιος θα μπορούσε να αποταμιεύει τα αναγκαία για να δημιουργήσει αργότερα ένα δικό του εργαστήριο. Με τον τρόπο αυτό θα απελευθερωνόταν από την πώληση της εργατικής του δύναμης, ενώ, επίσης, θα αυξανόταν σταθερά ο εθνικός πλούτος, αφού τα εργοστάσια ή οι βιοτεχνίες θα πολλαπλασιάζονταν. Επέμεναν σταθερά στην άποψη ότι ο εργάτης έχει τέτοιες ικανότητες όπως η αγάπη για τη δουλειά του και η λιτότητα, τις οποίες δεν είχαν οι ομάδες με υψηλά εισοδήματα. Γι’ αυτό, πίστευαν ότι αν οι εργάτες κατάφερναν να γίνουν ιδιοκτήτες, αυτοί ήταν που θα οδηγούσαν τη χώρα στην πρόοδο. Ο Πλωτίνος Ροδοκανάτης, στην ομιλία του στα εγκαίνια του συλλόγου αλληλοβοήθειας «La Social» («Η Κοινωνία») - μια από τις πιο μαχητικές οργανώσεις της εποχής - έλεγε: «Όλες οι τάσεις κατευθύνονται στο να εξασφαλίσουν στον εργάτη ένα δίκαιο μισθό ώστε να του παρέχει μια καλή τύχη για το μέλλον και γι’ αυτό συμπεραίνεται ότι ο στόχος του δεν είναι να στερηθεί αυτά που ήδη κατέχει, αλλά αντιθέτως, να δημιουργήσει μια ιδιοκτησία που ποτέ δεν είχε. [3].

Οι εκδότες του «Παιδιού της Εργατιάς» αρνούνταν ότι ήταν κομμουνιστές, αφού ήδη στο Μεξικό η μιζέρια ήταν, σύμφωνα με όσα έλεγαν, ασύγκριτα μικρότερη από αυτή στην Ευρώπη, εκεί όπου έφτανε σε τέτοιο όριο που είχε αναγκάσει τους εργάτες να εξεγείρονται. Τον Μάιο του 1876, «Το Παιδί της Εργατιάς» δημοσίευσε σύντομες βιογραφίες των πιο διακεκριμένων εργατών που έλαβαν μέρος στην Κομμούνα του Παρισιού του 1871, για να κριθούν όπως αξίζει οι υπερασπιστές αυτοί των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης και όχι με έναν τρόπο τόσο δυσάρεστο όπως είχε γίνει, θεωρούμενοι απλώς εξεγερμένοι ληστές. Έθεταν το επιχείρημα ότι αν η κατάσταση των εργατών στο Μεξικό χειροτέρευε, τίποτε δεν θα μπορούσε να τους σταματήσει να πράξουν αυτό που έπραξαν και οι κομμουνιστές στο Παρίσι, κάτι που, επιπλέον, θα ήταν μια δικαιολογημένη ενέργεια εξαιτίας της μιζέριας.

Για όλα τα προηγούμενα, ειδικά για τον τρόπο με τον οποίο συνήθιζε να ασκεί κριτική στους πλούσιους εγωιστές και την κυβέρνηση, «Το Παιδί της Εργατιάς» κατηγορήθηκε από άλλα περιοδικά για προώθηση διαλυτικών ιδεών, προώθηση ιδεών διαφθοράς και απόψεις για ληστεία και του πλιάτσικο καθώς και ότι οι εκδότες του αγνοούν το δικαίωμα του άλλου. «Το Παιδί της Εργατιάς» υπερασπιζόταν τον εαυτό του, λέγοντας ότι δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να διαδίδει την αγία διδασκαλία του σοσιαλισμού, του οποίου ο ιδρυτής και δάσκαλος είχε πεθάνει ανεβαίνοντας τον Γολγοθά του [4] καθώς και σύμφωνα με τις διδασκαλίες που είχε κληροδοτήσει στη χώρα ο διαπρεπής Χουάρεθ, ο οποίος αγωνίστηκε για να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα του εργάτη. Για τους εργάτες, έλεγαν, δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από υποχρεώσεις, συμμετέχοντας σε πολεμικές επιστρατεύσεις, υπερασπίζοντας κυβερνήσεις και αποτελώντας τροφή για τα κανόνια, ενώ σε καιρό ειρήνης πρέπει να δουλεύουν όλη τη μέρα για ένα μίζερο μισθό και τα δικαιώματά τους είναι απορριπτέα σε μια κοινωνία που επιμένει να πλουτίζει σε βάρος της μιζέριας τους. Άλλες φορές, το περιοδικό αντιμετώπιζε κατηγορίες ότι παροτρύνει τους ανθρώπους να ζουν χωρίς να εργάζονται και να πλουτίζουν μέσω κλοπής ή ότι οι εκδότες του προσπαθούσαν να αφαιρέσουν τους τίτλους ιδιοκτησίας από τους πλούσιους με οποιοδήποτε μέσο, εξοργισμένοι γιατί δεν ήταν αυτοί πλούσιοι. «Το Παιδί της Εργατιάς», απαντούσε, λέγοντας ότι αγαπούσε την εργασία, αλλά αν, σε κάποιες περιστάσεις, οι εργάτες έφταναν στην απελπισία, ήταν γιατί δεν έβρισκαν δουλειά ή γιατί αυτή ήταν τόσο κοπιαστική που τους συνέτριβε πριν την ώρα τους ή επειδή ήταν τόσο άσχημα αμειβόμενη που αντιστοιχούσε στο να μην δουλεύεις και άλλες φορές επειδή είχε τα χαρακτηριστικά της σκλαβιάς.

Γ.

«Το Παιδί της Εργατιάς» πίστευε πάντα ότι η απεργία ήταν το έσχατο μέσο που είχαν οι εργάτες για να υπερασπίσουν τους μισθούς τους. Η πλειοψηφία των απεργιών εκείνη την εποχή ξεσπούσαν όταν ελαττώνονταν τα μεροκάματα ή αυξάνονταν οι ώρες εργασίας. 

Ο θεμελιώδης ρόλος του συνεταιρισμού ήταν η οργάνωση των εργατών σε αλληλοβοηθητικούς συλλόγους, οι οποίοι, μέσω μιας κοινής βάσης, θα παρείχαν οικονομική βοήθεια στα μέλη τους εκείνα τα οποία, εξαιτίας κάποιας ασθένειας ή ατυχήματος, ήσαν αναγκασμένα να σταματήσουν να εργάζονται και γι’ αυτό δεν είχαν εισόδημα, ενώ κατέβαλαν, βέβαια, ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό στους συγγενείς σε περίπτωση που πέθαιναν. 

Επιπλέον, μέσα από τους συλλόγους αυτούς διαδίδονταν και οι σοσιαλιστικές ιδέες και γινόταν προσπάθεια να ξεριζωθούν διάφορες κακές συνήθειες, όπως ο αλκοολισμός. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι σύλλογοι αλληλοβοήθειας στήριζαν τους εργάτες όταν βρίσκονταν σε απεργία. Γινόταν προσπάθεια, επίσης, οι εργάτες να αποκτήσουν μια συγκεκριμένη παιδεία και αυτό αποτελούσε μια από τις συνεχείς προτεραιότητες των μελών τους.

Αν η εργατική τάξη ήταν εκπαιδευμένη - επιχειρηματολογούσαν - δεν θα είχε εκτεθεί σε τόσα βάσανα: «η μόρφωσή της θα ήταν το οχυρό με το οποίο θα αντιτίθετο στο δεσποτισμό όλων όσων απολάμβαναν υπερβολικά δικαιώματα», έγραφε ο Χ.Μ. Γκονζάλεθ [5]. Η άποψη ότι η γνώση της κατάστασης και των δικαιωμάτων της από την ίδια την εργατική τάξη θα εμπόδιζε την εκμετάλλευση σε βάρος της έτυχε μεγάλης αποδοχής. Πίστευαν επιπλέον, ότι με τον τρόπο αυτό, τα προϊόντα που παρήγαγαν οι Μεξικάνοι εργάτες θα είχαν μεγαλύτερη ποιότητα και σε μικρό χρονικό διάστημα θα ήταν τόσο αξιόλογα όσο και τα εισαγόμενα, με τα οποία θα συναγωνίζονταν, προστατεύοντας την εθνική βιομηχανία η οποία εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα ανάπτυξης. Πέρα από αυτό, μια άλλη επιδίωξη ήταν να αναβαθμιστεί η μόρφωση των εργατών σε μια νέα κατεύθυνση, αφού η συνεχής αποφοίτηση από τα πανεπιστήμια νέων λογοτεχνών ή δικηγόρων απέβαινε ελάχιστα χρήσιμη στη χώρα, τη στιγμή που η βιομηχανία, η γεωργία και το εμπόριο έδειχναν μια σημαντική υπανάπτυξη σε σύγκριση με άλλες χώρες. Από την άλλη πλευρά, η επίτευξη της δημόσιας ειρήνης μπορούσε να είναι δυνατή μόνο αν οι εργαζόμενες τάξεις ήταν ενήμερες για τα δικαιώματά τους και δεν αφήνονταν να παρασυρθούν από εκείνους, που με δελεαστικές υποσχέσεις, τους καλούσαν να συμμετέχουν στις συνεχείς εξεγέρσεις που συνέβαιναν στη χώρα.

Οι σύλλογοι αλληλοβοήθειας στηρίζονταν οικονομικά στις συνδρομές των μελών τους. «Το Παιδί της Εργατιάς» θεωρούσε ότι μέσω αυτού του χαρακτήρα θα μπορούσαν να φτάσουν στη συγκρότηση συνεταιριστικών συλλόγων που θα παρείχαν απασχόληση σε περισσότερους εργάτες και έτσι οι δεύτεροι θα απαλλάσσονταν από τις ταπεινώσεις που υπέφεραν από τους ιδιοκτήτες και εργοδότες. Ο Φερνάνδο Γκαρίδο έγραψε μια σειρά άρθρων στα οποία εξηγούσε με παραδείγματα πώς οι ευρωπαϊκοί γεωργικοί συνεταιρισμοί, είχαν καταφέρει αρκετά πράγματα. Η απουσία των τραπεζών που παρείχαν πιστώσεις και οι μεγάλοι τόκοι που απαιτούσαν οι τοκογλύφοι, έκαναν τους μικρούς χειροτέχνες να μην καταφέρουν να προκόψουν εξαιτίας της έλλειψης κεφαλαίων. Αν κάποια φορά, εξαιτίας της έλλειψης εργασίας ή κάποιας αρρώστιας ήταν αναγκασμένοι να καταφεύγουν στον τοκογλύφο, κατέληγαν να χάνουν τα εργαλεία της δουλειάς τους και το χρέος ολοένα συνεχιζόταν με τους υψηλούς τόκους. Αν και όλοι οι αλληλοβοηθητικοί σύλλογοι δεν δρούσαν υπό καθεστώς οικονομικής ευημερίας, υπήρχαν, ωστόσο, άλλοι τέτοιοι που, από την εμφάνισή τους, διέθεταν μια βάση κεφαλαίου περισσότερο ή λιγότερο σημαντική, η οποία, όμως, παρέμενε πρακτικά αδρανής. Με την τροποποίηση των νομοθετικών πράξεών τους και την μετατροπή τους σε συνεταιριστικούς συλλόγους - η οποία διευκολύνθηκε γιατί, γενικά, οι συνεταιριζόμενοι ανήκαν στον ίδιο τομέα - το κεφάλαιο των συλλόγων θα αυξανόταν με τα κέρδη που θα παράγονταν στα εργαστήρια ή στη βιομηχανία και τα μέλη θα είχαν οφέλη επί του επενδυμένου κεφαλαίου. Δηλαδή, οι συνεταιριζόμενοι, εκτός από την προστασία που θα τους παρείχε ο αλληλοβοηθητικός σύλλογος, θα πληρώνονταν και συγκεκριμένους τόκους για το επενδυόμενο κεφάλαιο. Ελάχιστοι ήταν οι σύλλογοι που κατάφεραν να το πραγματοποιήσουν αυτό, οι περισσότεροι από τους οποίους εμφανίστηκαν στη Βέρα Κρουζ, αλλά, όμως, με μικρή επιτυχία. Αλλά, χωρίς αμφιβολία, ποτέ δεν απογοητεύτηκαν.

Δ.

Όταν ανέλαβε ο Πορφύριο Δίας το αξίωμα του προέδρου της Δημοκρατίας, «Το Παιδί της Εργατιάς» θεωρούσε ότι η εξέγερση του Τουξτεπέκ ήταν ο δρόμος για την επίλυση πολλών από τα άσχημα που καταπίεζαν την εργατική τάξη. Ο ίδιος ο Μουνιουθούρι διαβεβαίωσε ότι ήταν προτιμότερος ο Δίας από το να ζουν στην φυλακή που τους ετοίμαζαν οι υπήκοοι του Λέρδο. Επίσης, πρότεινε τον Δίας ως υποψήφιο πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αλλά, λίγο αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1877, ο Μουνιουθούρι, απογοητευμένος ίσως από τον Δίας, αποσύρθηκε και τον αντικατέστησε ο Φρανθίσκο Γκονζάλεθ (του Π.) ως υπεύθυνος έκδοσης. Το περιοδικό αντικατέστησε τις φράσεις του Μπαμπέφ από την προμετωπίδα του και άλλαξε τον υπότιτλο σε «Φιλελεύθερο Ανεξάρτητο Περιοδικό». Την 1η Σεπτεμβρίου 1878 μετονομάστηκε σε «Περιοδικό του Λαού». Οι απογοητεύσεις σχετικά με τις πολιτικές προσδοκίες έκαναν τον Χ.Μ. Γκονζάλεθ να γράψει: «όταν μας κυβερνούσε ο σενιόρ Λέρδο ήμασταν σε άσχημη κατάσταση, η επανάσταση, γεμάτη δελεαστικές υποσχέσεις, μας έκανε να πιστέψουμε ότι νικώντας θα καταστρεφόταν το κακό. Τότε, λοιπόν, η επανάσταση θριάμβευσε και το κακό παρέμεινε, οι προσδοκίες μας διαλύθηκαν με το φύσημα του αέρα, μια καινούρια απογοήτευση ήρθε να πικράνει περισσότερο τη σοσιαλιστική μας ύπαρξη και δεν βλέπουμε - τι θλίψη! – το τέλος της κακοτυχίας μας». [6]

Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, το περιοδικό ξεκίνησε έναν επίμονο αγώνα εναντίον του καθεστώτος, κατηγορώντας το ότι έχει ξεχάσει τους προλετάριους οι οποίοι το είχαν οδηγήσει στην εξουσία. Το κατηγόρησε, επίσης, για σφετερισμό, παρ’ όλο που είχε υποστηρίξει τον Δίας για την προεδρική του υποψηφιότητα καθώς και για εξαπάτηση του Συντάγματος του 1857: «Ο Τόρπε ήταν, λοιπόν, η εξαπάτηση αυτής της απομίμησης, για να νομιμοποιήσουν ένα σφετερισμό που περιπλανώμενος βαδίζει αναστατωμένος από το επίκεντρο του νόμου». [7] Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, το περιοδικό έπαψε να ασχολείται με σημαντικό μέρος θεμάτων σχετικών με την εργατική τάξη, τα οποία, κατά κανόνα, αποτελούσαν το πρωταρχικό του υλικό. Οι επιθέσεις στον Δίας κατείχαν, βέβαια, τα πρωτεία. Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι οι απαραίτητοι όροι επανένωσης των εργατών δεν ίσχυαν πλέον. Γράφει ο Πέδρο Πόρεθ: «Είναι λυπηρό πράγμα να το πω, αλλά είναι η αλήθεια. Ο θάνατος διαφόρων συνεταιρισμών, το στάτους κβο των άλλων και η αποθάρρυνση που κυριαρχεί σχεδόν σε όλους, δεν είναι παρά το επακόλουθο της διακοπής των εγγυήσεων, οι σκανδαλώδεις απόπειρες ενάντια στα δικαιώματα του ανθρώπου». [8]

Το περιοδικό κατήγγειλε τις διαρκείς καταχρήσεις από τις οποίες υποφέρουν οι αγρότες, πάνω απ’ όλα τις λεηλασίες γης και διαμαρτυρήθηκε, επίσης, εναντίον των συνθηκών φεουδαλισμού στις οποίες ζούσαν οι ανειδίκευτοι εργάτες των αγροκτημάτων. Πάνω από όλα, άσκησε κριτική στον Δίας ότι δεν έκανε τίποτε για την αγροτιά και την εργατιά που τον οδήγησαν στην εξουσία και ότι στράφηκε εναντίον των μέχρι πρότινος ταξικών αδερφών του και έγινε οπαδός των αφεντικών και των γαιοκτημόνων. 

 «Το Παιδί της Εργατιάς» υποστήριζε ότι η μοναδική λύση ήταν μια επανάσταση που θα εκτόπιζε από την εξουσία τους Τουξτεπεκάνους, όπως τους ονόμαζε. Δεν υπήρχε άλλη λύση από το να παραμείνουν σκλαβωμένοι. Σύμφωνα με τον Χ.Μ. Γκονζάλεθ, η νέα επανάσταση «θα πρέπει να σταθεί ηθικός αρωγός της κυβέρνησης και των πλουσίων. Να βγάλει τον πλούτο από τη στασιμότητα και να τον θέσει σε κίνηση. Να δώσει στον πλούτο τη νόμιμη αξία και να του αφαιρέσει το μύθο που τον περιβάλει: να δημιουργήσει ένα μεγάλο αριθμό ιδιοκτητών, να αυξηθούν τα δημόσια πανδοχεία και να μειωθούν οι εισφορές, για να δημιουργηθούν αληθινοί Μεξικάνοι που να υπερασπίζουν την εθνικότητά τους όχι πηγαίνοντας στη μάχη εξαναγκαστικά, αλλά εθελοντικά, γιατί πρόκειται να υπερασπιστούν τη γη όπου βρίσκεται η περιουσία τους και η οικογένειά τους. Να μην ταλαιπωρούν την βιομηχανία με ανυπόφορους φόρους. Να προστατεύει τις τέχνες τις ήδη φιλελεύθερες, τις ήδη Μεξικάνικες. Η εκπαίδευση να φτάνει μέχρι τους ποιμένες που βρίσκονται στα βουνά, να καταργηθεί το υπουργείο πολέμου και να αντικατασταθεί από το υπουργείο ειρήνης, δηλαδή, να βγάλει το τουφέκι από τα χέρια τόσων χιλιάδων αργόσχολων τεμπέληδων που τρώνε από τη δουλειά του λαού και να τους δώσει το αλέτρι για να καλλιεργήσουν τη  γη. Να μεταμορφωθεί σε στοργικό πατέρα των κυβερνώμενων και όχι σε αυταρχικό πατριό που το μόνο που σκέφτεται είναι ο χρυσός και η εκδίκηση. Να εξαλείψει τη κερδοσκοπία και το τζόγο που τους τοποθετούν ως καρικατούρα μπροστά στους εκπολιτισμένους λαούς. Να συστηματοποιήσει την χρησιμότητα και την αμοιβή της εργασίας για να σταματήσει η απερίγραπτη ληστεία από τους πλούσιους και τα αφεντικά, και να προωθηθεί η εργασία για να δώσει ζωή στο δημόσιο πλούτο». [9]

Το προηγούμενο απόσπασμα αποτελεί, περισσότερο ή λιγότερο, ένα πρόγραμμα, μέσω του οποίου οι Μεξικανοί σοσιαλιστές αγωνίζονταν για πολύ καιρό. Η ηθική τόσο της κυβέρνησης όσο και των πλουσίων, αποτελούσε μια άποψη με πρόσθετη σημασία, έτσι ώστε αν τα δικαιώματα των αδύναμων προλετάριων ή χειροτεχνών γίνονταν σεβαστά, η αφοσίωση στο νόμο θα ήταν μια βασική υπόθεση. Αντίθετα, αν ήταν το Κεφάλαιο αυτό που επέβαλε τους νόμους, όπως, πράγματι, συνέβαινε, η γενική κατάσταση θα γινόταν ολοένα και πιο πένθιμη, όπως συνέβαινε στην πραγματικότητα, καθώς εκθρονιζόταν ο Πορφύριο Δίας. Η αξία της νομιμότητας δεν ήταν περισσότερο από μια παραίσθηση. Τα προερχόμενα από το κεφάλαιο κέρδη, δηλαδή η μυθική αξία του πλούτου του θα μειωνόταν όταν θα τους επιβαλλόταν η νόμιμη αξία. Για παράδειγμα, ένας νόμος που θα προσδιόριζε την καθορισμένη τιμή του τόκου, μειώνοντας τους ήδη υπάρχοντες υψηλούς τόκους, θα έδινε μια νόμιμη αξία στο χρήμα. Όταν εξέλθει ο πλούτος από τη στασιμότητα και τεθεί σε κίνηση (άλλο ένα από τα χαρακτηριστικά των απόψεων του Χ.Μ. Γκονζάλεθ), τότε θα επέλθει το ίδιο αποτέλεσμα, αφού πλέον θα μειωθεί η τιμή του κεφαλαίου, δηλαδή η καθορισμένη τιμή του τόκου μέσω του μηχανισμού της προσφοράς και της ζήτησης. Ταυτόχρονα, τίθεται το θεμελιώδες αίτημα: να ρυθμιστούν οι μισθοί και τα κέρδη και μέσω αυτών των δυο το κράτος, ως τρυφερός πατέρας, να προσπαθήσει να συμφιλιώσει τις διαφορές τους.

Ε.

Άλλο πρόβλημα που ανησυχούσε τους εκδότες του «Παιδιού της Εργατιάς» ήταν η βορειοαμερικανική παρέμβαση. Φοβούνταν ότι με το πρόσχημα της αποκατάστασης της τάξεως [10], οι Βορειοαμερικανοί θα έκαναν μια νέα εισβολή στο Μεξικό. Τα ίχνη του πολέμου του 1847 ήταν ακόμη φρέσκα. Το σφάλμα ήταν τώρα του Δίας, ο οποίος, πλέον, για να ικανοποιήσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες, είχε αποδυναμώσει τη χώρα και έθετε σε κίνδυνο την κυριαρχία του. Ο Δίας χαρακτηρίστηκε πολιτικά διστακτικός και αναποφάσιστος [11], ανίκανος να ελέγξει τη φιλόδοξη κομματική του αυλή και ήταν δουλοπρεπής στους Βορειοαμερικανούς. Ο κίνδυνος επέμβασης του βορειοαμερικανικού στόλου έγινε αντικείμενο κριτικής από τις σελίδες του «Παιδιού της Εργατιάς»: «Εκείνη την περίοδο, ερχόντουσαν συνέχεια στη χώρα μας ομάδες Βορειοαμερικανών διευθυντών προφασιζόμενοι για τα κέρδη που θα εξασφάλιζαν στη χώρα μας, στο εμπόριο και τη κατασκευή των σιδηροδρόμων και άλλων κλάδων των οποίων θα άρχιζαν την εκμετάλλευση». «Το Παιδί της Εργατιάς» διαμαρτυρήθηκε πολλές φορές, γιατί θεωρούσε ότι θα συντελούνταν η καταστροφή της χώρας: «Η ίδια η κυβέρνηση, αρκετά ανόητη για να το κάνει αυτό, δεν θα μπορούσε να ζει χωρίς επιδότηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες». [12]

Στα τέλη του 1879, όταν συζητήθηκε δημόσια το πρόβλημα της υποψηφιότητας για την προεδρία, ο Λέρδο κατηγορήθηκε για συνωμοσία από έναν ξένο για να πετύχει συμμαχία με τους Βορειοαμερικανούς και να επιστρέψει στην προεδρία της χώρας. «Το Παιδί της Εργατιάς», που έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να ανατραπεί ο Λέρδο, ανταπάντησε ότι αυτός ήταν ο νόμιμος πρόεδρος του Μεξικού και το κόμμα του ήταν σχηματισμένο από πατριώτες που διακρίνονταν για αγάπη στο Μεξικό και για τις αρχές τους που έφταναν στο φανατισμό: «όσοι μιλούσαν για την προδοσία του δεν ήταν τίποτε περισσότερο από συκοφάντες». [13]

Ζ.

Ο «Μεγάλος Κύκλος της Ένωσης» είχε μια εφήμερη παρουσία και συγχωνεύτηκε για λίγο με το «Μεγάλο Κύκλο των Εργατών», όπου είχε σχηματιστεί μια αυτονομιστική τάση. Μπροστά στο πρόβλημα της προεδρικής εκλογής, διασπάστηκε ξανά και οι καταγγελίες που απευθύνονταν στο «Μεγάλο Κύκλο» εκ μέρους των διασπαστών ήταν ακριβώς οι ίδιες από την προηγούμενη διάσπαση. Αυτή τη φορά, η ομάδα, καθοδηγούμενη από τον Φρανθίσκο Γκονζάλεθ (του Πάουλα) αναγνωρίστηκε ως επίκεντρο της σύμπραξης των Θακατέκας [14].

Όταν ο στρατηγός Μανουέλ Γκονζάλεθ ορίστηκε υποψήφιος για την προεδρία με την υποστήριξη του Δίας, σταμάτησε να εμφανίζεται στο «Παιδί της Εργατιάς» ως ο μοναδικός, τίμιος και ικανός που είχε λίγες ελπίδες για να καταλάβει την πρώτη θέση. Ακριβώς γι’ αυτό, όταν εκλέχθηκε, το περιοδικό τον κατηγόρησε ότι λέρωσε με αίμα τους λοφίσκους της Τακουμπάγια, δολοφονώντας τους σενιόρες Κοβαρούμπιας και Ματέος το 1859 [15]. Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της προεδρίας του (1880), ο Μανουέλ Γκονζάλεθ, ο «φιλοπρόξενος της Δύσης», κατηγορήθηκε για εγκλήματα και λεηλασίες. Η προτεινόμενη λύση από «Το Παιδί της Εργατιάς» συνέχισε να είναι η επανάσταση, η ικανή να εκτοπίσει τους Τουξτεπεκάνους από τη χώρα.

Τα πρώτα χρόνια του καθεστώτος Μανουέλ Γκονζάλεθ σημαδεύτηκαν από μια οικονομική ανάπτυξη που επέτρεψε την ίδρυση της Μεξικάνικης Εθνικής Τράπεζας [16], στην οποία οι εργάτες νόμιζαν ότι θα δουν την πηγή της πίστωσης που τόσο χρειαζόντουσαν και ότι θα άνοιγε μια εποχή ευημερίας στη χώρα. «Εμπνεύσεις, Σχέδια, Διακανονισμοί ανάπτυξης, όταν σε μια μέρα θα έχουν εγκαταλειφθεί ως απατηλά και πάνω σε αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε, τότε ένας τυχερός συνδυασμός καταστάσεων θα μπορέσουν να οδηγήσουν εύκολα στο έδαφος της πραγματικότητας και μέσω μίας από αυτές τις περιόδους διανύεται σήμερα η Προεδρική Δημοκρατία». [17] Υπήρχε τότε μια μεγάλη αισιοδοξία και έτσι θα μπορούσε να έρθει η προαναφερθείσα οικονομική ανάπτυξη, χωρίς το περιοδικό να σταματά, βέβαια, να επισημαίνει την πείνα των κατοίκων της υπαίθρου. Επίσης, το περιοδικό πίστευε ότι η φοβερή συμφορά της εξαθλίωσης που σημάδεψε άσχημα τη χώρα για πολλά χρόνια, σταμάτησε να υπερίπταται πάνω στο λαό [18].

 «Το Παιδί της Εργατιάς» συνέχισε να καταγγέλλει τις καταχρήσεις των κρατών μέσω του  εμπορίου. Επιζητούσε να εισαχθεί για ψήφιση στη βουλή ένα σχέδιο μέσω του οποίου μόνο η Ομοσπονδία θα έχει το δικαίωμα να φορολογεί τα εμπορεύματα για εισαγωγή, εξαγωγή ή κυκλοφορία. Καταδίκαζε, επίσης, τα μονοπώλια και τα ανοδικά κύματα των Βορειοαμερικανών επενδυτών που ήδη πλημμύριζαν το Μεξικό. Ασκούσε συνεχώς σκληρή κριτική κατά των Βορειοαμερικανών υπεύθυνων των σιδηροδρόμων για την κακομεταχείριση και τις ταπεινώσεις σε βάρος των Μεξικάνων.

Η ευημερία φαινόταν να διαρκεί πολύ λίγο. Το 1883, το περιοδικό διαμαρτυρήθηκε για μια αύξηση των τιμών των ειδών πρώτης ανάγκης. Η έλλειψη ειδών διατροφής δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα ανάμεσα στους εργάτες και οι εργατικοί συνεταιρισμοί παρέμειναν απαθείς. Επιπλέον, υπήρχε μια οικονομική κρίση που δεν επέτρεπε στην κυβέρνηση να πληρώνει τους δημοσίους υπαλλήλους. Η παραγωγή παρέμενε στάσιμη, οι εργάτες ήσαν χωρίς δουλειά και τα τρόφιμα λιγοστά λόγω κακής σοδειάς. Τον Ιούνιο του 1884, το Monte de Piedad (Όρος της Σύμπνοιας) βρισκόταν σε πτώχευση. Τα χαρτονομίσματα που είχαν εκδοθεί κυκλοφορούσαν με έκπτωση 30% ή περισσότερο και ο δανεισμός ήταν σχεδόν αδύνατος. Μια απεργία ξέσπασε στην Πουέμπλα εναντίον της μείωσης των εργατοωρών, την οποία στήριξε το «Παιδί της Εργατιάς». Γενικά, η κατάσταση δεν φαινόταν να βελτιώνεται: Η κυβέρνηση δέχτηκε επίθεση από το περιοδικό γιατί συνέχιζε να πληρώνει τις επιχορηγήσεις στις βορειοαμερικανικές εταιρίες που κατασκεύασαν τους σιδηρόδρομους. Απ’ την άλλη πλευρά, συντηρούσαν την προσδοκία για την αναγνώριση του αγγλικού χρέους.

Σε αυτή τη κατάσταση, ο Δίας εμφανίσθηκε ως ο μοναδικός υποψήφιος διαδοχής τον Γκονζάλεθ. Το περιοδικό φάνηκε γενικά σκεπτικιστικό ως προς αυτό που ο Δίας θα έκανε στην επόμενη προεδρική περίοδο «και τον συνεχάρη γιατί συνέχισε να είναι σεβαστός από τους συμπολίτες και γιατί αυτοί πρόκειται να του το δείξουν εκλέγοντάς τον, πόσο βαθιές είναι οι ρίζες που έχει πετάξει η αφοσίωση μέσα στις καρδιές των συμπατριωτών τους». [19]

Η.

Τα τεύχη του «Παιδιού της Εργατιάς» που διατηρούνται σήμερα είναι αυτά μέχρι τον Δεκέμβριο του 1884. Για τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους, σε κατάλογο περιοδικών της πόλης του Μεξικού, δημοσιευμένη στο «Σοσιαλιστή», δεν συμπεριλαμβάνεται το όνομά του, γι’ αυτό και αγνοείται η ακριβής ημερομηνία διακοπής της κυκλοφορίας του.

Σημειώσεις

[1]. Γκαστόν Γκαρθία Καντού, «Ο σοσιαλισμός στο Μεξικό τον 19ο αιώνα», Μεξικό 1969, σελ. 416.

 [2]. «Το Ριζοσπαστικό Εργατικό Συνέδριο», 15 Δεκέμβρη 1895, σελ. 2.

 [3]. Πλωτίνος Ροδοκανάτης, «Κοινωνική Επανατοποθέτηση», 9 Μαΐου 1876, σελ. 2 και 4.

 [4]. «Αντρές ο Μεροκαματιάρης. Οι Σκοποί Μας», 15 Μαΐου 1876, σελ. 2 & 3.

 [5]. Χ.Μ. Γκονζάλεθ, «Η Αναγκαιότητα της Εκπαίδευσης», 24 Σεπτεμβρίου 1876, σελ. 1.

 [6]. «Μπροστά σε ένα πτώμα ή μπροστά σε ένα θηρίο;», 31 Μαρτίου 1878, σελ. 1.

 [7]. Ανώνυμος, «Όλα ήταν μια εξαπάτηση», 27 Απριλίου 1879, σελ. 1.

 [8]. Πέδρο Μ. Πόρεθ, «Από το κακό στο χειρότερο», 4 Μαρτίου 1877, σελ. 1.

 [9]. Πέδρο Χ. Μ. Γκονζάλεθ, «Η άποψή μας», 5 Αυγούστου 1877, σελ. 1.

 [10]. Πέδρο Μ. Πόρεθ, «Δυο συμπεράσματα», 25 Μαρτίου 1877, σελ. 1.

 [11]. «Δελτίο», 13 Απριλίου 1879, σελ. 1.

 [12]. «Η εισβολή της μιζέριας», 1 Δεκεμβρίου 1878, σελ. 1 και 2.

 [13]. «Συκοφαντίες», 7 Δεκεμβρίου 1879, σελ. 1.

 [14]. «Περιφρόνηση του μεγάλου Κύκλου των Εργατών», 6 Απριλίου 1879, σελ. 2.

 [15]. «Δελτίο», 11 Ιανουαρίου 1880, σελ. 1.

 [16]. «Η Μεξικάνικη Εθνική Τράπεζα», 20 Φεβρουαρίου 1882, σελ. 1.

 [17]. «Θέλω ίσον μπορώ», 12 Μαρτίου 1882, σελ. 1.

 [18]. «Εξαθλίωση», 1 Οκτωβρίου 1882, σελ. 1.

 [19]. «Ηχώ της εβδομάδας», 15 Ιουνίου 1884, σελ. 1.

*Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα στο περιοδικό "Ελευθερακά Χρονικά", τεύχος 1, 2005. Επίσης στο http://www.anarkismo.net/article/18648