Ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβουμε τον Cipriano Mera, αναρχικό οικοδόμο που έφτασε στην ηγεσία, muratore anarchico che arrivò al comando του 14ου Τμήματος του δημοκρατικού στρατού στην διάρκεια του εμφυλίου πολέμου,  συνίσταται στο να αποκαλύψουμε το περιεχόμενο των δυο βαλιτσών. Η πρώτη έπεσε στα χέρια του αφού ενίκησε τα στρατεύματα του Mussolini στην μάχη της Guadalajara (μάρτιος 1937). Ήταν του ιταλού στρατηγού Annibale Bergonzoli. Μέσα, υπήρχαν «φωτογραφίες του στρατιωτικού που φορούσε μόνον γυναικεία εσώρουχα». Δεν ξέρουμε τι πέρασε απ’ το κεφάλι του Mera, όταν είδε τον εχθρό του μασκαρεμένο γυναίκα, αλλά διέταξε να κάψουν τις φωτογραφίες και κράτησε την ιταλική βαλίτσα.

Δυο χρόνια αργότερα, στην διάρκεια των χαοτικών ημερών της πτώσης της Madrid, είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει την βαλίτσα του Bergonzoli με μιαν άλλη γεμάτη χρήματα και κοσμήματα. Μα δεν το έκανε (αν και κάποιος σκέφτηκε πως προσπάθησε). Έστειλε την τσάντα του θησαυρού στην Banco di Spagna, σημειώνοντας: «Από τον Cipriano Mera». Δεν θα ήταν η τελευταία φορά που αυτός ο άντρας, που προέρχονταν από την φτώχεια ενός μικρού κρεβατιού που μοιράζονταν με οκτώ αδέλφια, που έμαθε να γράφει και να διαβάζει σε ηλικία 23 χρόνων και που έδρασε άμεσα ενάντια στην δικτατορία του  Primo de Rivera και τους πιστολέρος των αφεντικών, θα αποδεικνύονταν πρόσωπο δίκαιο και έντιμο μέχρις εσχάτων!

Στην συνέχεια ο Mera πήγε εξορία στην Africa: τρεια χρόνια φυλακίσεις, αποδράσεις και στρατόπεδα συγκέντρωσης στα γαλλικά εδάφη της Βορείου Αφρικής. Σαν να μην ήταν αρκετό να έχει χάσει τον πόλεμο, τα προβλήματά του επιδεινώθηκαν εξ αιτίας μιας παρεξήγησης. Τον τριγύριζαν όλου του είδους οι θρύλοι για το άτομό του σχετικά με τεράστιες χρηματικές ποσότητες που λεηλατήθηκαν στην Ισπανία από τους ηγέτες του δημοκρατικού στρατού.  Τόσο οι γαλλικές αρχές στην Casablanca, όσο και οι χαφιέδες του Franco και κάποιος άλλος σταλινικός που είχε καταφύγει εκεί, πίστευαν πως ο Mera έκρυβε τώρα στην βαλίτσα του χρυσό ικανό να οργανώσει αναρχικό ανταρτοπόλεμο ενάντια στον Franco. Όλο αυτό έκανε την ζωή του αδύνατη. Μια κατάσταση που έθεσε σε μεγάλη δοκιμασία τα νεύρα του.  «Είναι απεχθές οι άνθρωποι να πρέπει να αποφεύγουν τους ανθρώπους για να μπορέσουν να ζήσουν», σημείωνε στο ημερολόγιό του ενώ τριγυρνούσε στις ερήμους του Marocco.

Τελικά μεταφέρθηκε σε ισπανική φυλακή όπου παρέμεινε έγκλειστος για τρία χρόνια, μέχρις ότου, σε μιαν προσπάθεια από πλευράς των αρχών να καθαρίσουν την εικόνα τους στο εξωτερικό, του αποδόθηκε η χάρις. Μα ο Mera ήταν εκείνο που ήταν: την ημέρα της αποφυλάκισής του αποφαίνεται, απευθυνόμενος στους δεσμώτες του, μια από τις πιο σκληρές κρίσεις για την Ισπανία των χρόνων Σαράντα: «Δεν μου απονέμουν αμνηστία, απλά με μεταφέρουν σε ένα πλατύτερο προαύλιο από εκείνο της φυλακής».

Εκείνο τον καιρό, έθαψε την βαλίτσα του κάτω από το σπίτι του στην συνοικία της Tetuan de las Victorias, στα σίγουρα, μακριά από τις επιδρομές της αστυνομίας του Franco. Κανείς πλέον φαίνονταν να μην γνωρίζει τίποτα για την τύχη του μέχρι πριν από λίγους μήνες, όταν ο σκηνοθέτης Figueres την βρήκε τυχαία, ξεχασμένη, στο σπίτι του παιδιού της χήρας του Mera, Floreal, στα προάστια του Παρισιού.

Όμως αυτό που προκαλεί την μεγαλύτερη έκπληξη ήταν πως ο Figueres χρειάστηκε να εξηγήσει στα εγγόνια του Mera, που δεν μιλούν λέξη στα ισπανικά, ποιος πραγματικά ήταν ο παππούς τους. «Δεν είχαν ιδέα ούτε για την συνδικαλιστική του στράτευση, ούτε για την ενεργή συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο. Κανείς δεν είχε διαβάσει τις αναμνήσεις του», λέει ο σκηνοθέτης, αναφερόμενος στο «Ο πόλεμος, η εξορία και η φυλάκιση ενός αναρχοσυνδικαλιστή».

Μόνο ένας από τα εγγόνια του θυμήθηκε πως ο παππούς του είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς από το σπίτι για μια δυο ημέρες τον μάϊο του 1968. «Αναρωτηθήκαμε που να είχε εξαφανιστεί», λέει στο film. Απλό: ο παππούς γκρέμιζε έναν τοίχο. «Αυτό είναι ένα film γύρω από έναν επαναστάτη και τρεις ρωγμές», δηλώνει ο Figueras. «H πρώτη ρωγμή παράχθηκε μετά την ρωσική επανάσταση του 1917 που έδωσε τα φτερά σε εκείνους όπως ο Mera που λαχταρούσαν την κοινωνική επανάσταση. Η δεύτερη ρωγμή παράχθηκε στις 19 ιουλίου 1936, όταν ο κόσμος πήρε στα χέρια του τα όπλα και ξεκίνησε το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας.»

Η τρίτη ρωγμή άνοιξε στην διάρκεια του γαλλικού μάη.  «Από το 1936, ο Mera δεν είχε ξαναδεί εκείνη την ενέργεια που ταρακουνούσε τον κόσμο», λέει το ντοκιμαντέρ. Αφού είχε υποστεί μιαν επώδυνη εξορία (συλλήψεις, φυλακές, την τραυματική αποπομπή του από την CNT από πλευράς της διοίκησης που βρίσκονταν στην εξορία στην Γαλλία), ο Mera έζησε την μεγαλύτερη χαρά των τελευταίων του χρόνων τριγυρνώντας με το ποδήλατο (δίχως αποσκευές) ανάμεσα στα οδοφράγματα του Παρισιού.

Ποιητική δικαιοσύνη, την ονομάζουν.

*Αναδημοσίευση από το http://francosenia.blogspot.it/2009/12/maletas.html