Απόσπασμα από το βιβλίο «PARTISANAS,

la mujer en la resistencia armada contra el fascismo

y la ocupacion alemana (1936-1945)»

(«ΑΝΤΑΡΤΙΣΣΕΣ, η γυναίκα στην ένοπλη αντίσταση

ενάντια στο φασισμό και την γερμανική κατοχή 1936 – 1945»),

της Ingrid Strobl, εκδόσεις VIRUS.

Η πρώτη έκδοση έγινε το 1989 στα γερμανικά.

Στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Δαίμων του Τυπογραφείου

 

            Στις 18 του Ιουλίου του 1936, τη μέρα που οι φασίστες στρατιωτικοί στασίασαν ενάντια στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου της Ισπανικής Δημοκρατίας, η Rosario Sánchez Mora, 16 χρονών πήγε στο σχολείο όπως όλες τις μέρες. Ήταν ένα κορίτσι από την επαρχία που είχε πάει στη Μαδρίτη για να μάθει ραπτική στο Πολιτιστικό Κέντρο Aida Lafuente, ένα κέντρο επαγγελματικής κατάρτισης της Ενωμένης Σοσιαλιστικής Νεολαίας (κοινή νεολαιίστικη οργάνωση του ΚΚΙ και του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος). Στις 20 του Ιουλίου, έφθασε στο κέντρο μια ομάδα από νέους άνδρες, εξοπλισμένη με μολύβια και χαρτί και διέκοψε τα μαθήματα για να πει λίγα λόγια για το τι σήμαινε το στρατιωτικό πραξικόπημα και για την αναγκαιότητα να υπάρξει άμεσα μία σθεναρή αντίσταση. Στο τέλος της ομιλίας του, ο νεαρός κομμουνιστής αγκιτάτορας ζήτησε από τις παρευρισκόμενες να καταταγούν σαν εθελοντές. Είπε «εθελοντές», σε γένος αρσενικό και όχι «εθελόντριες». Η Rosario Sánchez Mora διηγείται: “Κοίταξα γύρω μου και αντιλήφθηκα ότι στην τάξη μας της ραπτικής υπήρχαν μόνο γυναίκες. Έτσι σήκωσα το δάχτυλο και ρώτησα ντροπαλά: «Μπορούμε να γραφτούμε και γυναίκες επίσης;» «Ναι», μου απάντησε ο νέος. «Λοιπόν γράψε με». «Σύμφωνοι συντρόφισσα, θα σε ειδοποιήσουμε». Και έτσι έφυγε”. Την επόμενη μέρα, στις οκτώ το πρωί, η Rosario ανέβαινε σε ένα φορτηγό που θα την πήγαινε στο μέτωπο.

            Το πραξικόπημα των φασιστών αξιωματικών δεν είχε ανατρέψει μόνο την πολιτική κατάσταση, αλλά επίσης και την καθημερινή ζωή του πληθυσμού με την παραδοσιακή διάκριση των κοινωνικών ρόλων των δύο φύλων, που στην Ισπανία ήταν ιδιαίτερα αυστηρή. Κορίτσια δεκάξι χρονών άλλαξαν τα φορέματά τους με τις στρατιωτικές στολές των πολιτοφυλακών, κρέμασαν ένα τουφέκι στον ώμο κι έφυγαν για τον πόλεμο. Νοικοκυρές πήραν μέρος στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής του πληθυσμού. Κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων ημερών και εβδομάδων μετά το ξέσπασμα του πολέμου έγινε μια επανάσταση μέσα στην επανάσταση. Όλοι οι μάρτυρες θα περιέγραφαν αργότερα με έκπληξη τον νέο τρόπο δράσης των γυναικών, γεγονός το οποίο για την Ισπανία, ήταν ακόμη πιο εκπληκτικό. Η συντριπτική πλειοψηφία των ισπανίδων γυναικών βρισκόταν κάτω από την δικτατορία της φτώχιας, της εκκλησίας και του συζύγου. Μέχρι την άφιξη της δημοκρατίας, το 1931, δεν είχαν πρακτικά κανένα δικαίωμα, εισέπρατταν μισθούς μιζέριας και δεν υπήρχε καμία οργάνωση που να εκπροσωπεί τα συμφέροντά τους. Επίσης οι αναρχικοί, που στο πρόγραμμά τους συνηγορούσαν υπέρ των ίσων δικαιωμάτων για τη γυναίκα, πρακτικά δεν κουνούσαν το δαχτυλάκι τους ούτε σε επίπεδο συνδικαλιστικό, πολύ λιγότερο δε, σε επίπεδο ιδιωτικό.

            Η πλειοψηφία των ισπανίδων γυναικών δούλευε, ακόμη και στις αρχές του ΄30, δεκαοκτώ ώρες την ημέρα στο ύπαιθρο για ένα μισθό μιζέριας. Οι εργάτριες ήταν εκμεταλλευόμενες από μικρές εταιρείες, δουλεύοντας πολλές από αυτές στα ίδια τους τα σπίτια. Την πλειοψηφία τους, η καθιέρωση της εργάσιμης μέρας των 8 ωρών που εφάρμοσε η δημοκρατική κυβέρνηση το 1931, και η ταυτόχρονη δημιουργία ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, δεν τις ωφέλησε σε τίποτα. Μόνο οι εργαζόμενοι στις μεγάλες εταιρείες και βιομηχανίες, που ήταν κατά κύριο λόγο άντρες, ωφελήθηκαν από αυτά τα μέτρα. Οι γυναίκες, σε γενικές γραμμές, δεν λάμβαναν καμιά μορφή κοινωνικής βοήθειας, της οποίας η πληρωμή θα επιβάρυνε τα αφεντικά, ούτε ακόμη στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι η δουλειά τους ήταν η μοναδική πηγή εισόδων για την οικογένεια. Μονάχα ο Νόμος για το Διαζύγιο έφερε τη δυνατότητα σε κάποιες από αυτές να εγκαταλείψουν ένα σύζυγο εξαιρετικά βίαιο. Τουλάχιστον στη θεωρία. Πρακτικά, εξαιρετικά λίγες γυναίκες μπορούσαν να τολμήσουν αυτό το βήμα, το οποίο σήμαινε να διακινδυνεύσουν να θεωρηθούν και να αντιμετωπιστούν σαν πόρνες και να πρέπει να επιβιώσουν με τον άθλιο μισθό που πλήρωναν στις γυναίκες. Ο νόμος που θεσπίστηκε ενάντια στην πορνεία κατέληξε τελικά να είναι ένας νόμος ενάντια στις πόρνες, δηλαδή ενάντια σε ένα υπολογίσιμο αριθμό γυναικών που υποχρεώθηκαν να κερδίσουν τη ζωή τους μ’ αυτό τον τρόπο ή τουλάχιστον να βελτιώσουν λίγο τον μίζερο μισθό τους δια μέσω της περιστασιακής πορνείας.

Με τη νίκη του Λαϊκού Μετώπου και με τον πόλεμο που ξέσπασε με το πραξικόπημα του Ιουλίου του 1936, η κατάσταση των Ισπανίδων άλλαξε ριζικά. Οι άνδρες πήγαιναν στο μέτωπο, οι γυναίκες καταλάμβαναν τις θέσεις εργασίας που εκείνοι είχαν αφήσει κενές, και αυτό το γεγονός τους επέτρεψε να αποκτήσουν μία νέα συνείδηση για αυτές τις ίδιες. Ξαφνικά απαιτούνταν από αυτές ικανότητες και δεξιότητες που τους τις είχαν αρνηθεί για αιώνες. Τώρα τις εμπιστεύονταν. Σε νομικό επίπεδο σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε σε όφελος των γυναικών, αν και η αναρχική  Federica  Montseny, υπουργός Υγείας, κατάφερε να επιβάλει την αποποινικοποίηση των εκτρώσεων. Η κολεκτιβοποίηση της κοινωνικής ζωής στην αναρχική Βαρκελώνη βρισκόταν αποκλειστικά στα χέρια των γυναικών. Η ελβετίδα Clara Thalmann, η οποία είχε έρθει στην Ισπανία το 1936 και ενώθηκε αμέσως με τις αγωνίστριες, περιγράφει την κατάσταση στην Καταλάνικη πρωτεύουσα: «Γυναίκες που πριν ανησυχούσαν μόνο για την οικογένειά τους, είχαν τώρα εξουσία να αποφασίζουν: από το αλεύρι που φτάνει στο φούρνο πρέπει να βγει τόσο ψωμί. Οργάνωναν ελέγχους των δρόμων και ελέγχους των τιμών, μαζί με την Επιτροπή Ελέγχου, η οποία επενέβαινε όταν επρόκειτο για δύσκολες περιπτώσεις. Τα υπόλοιπα, όλα τα έκαναν οι γυναίκες μόνες τους.» Και τα έκαναν καλά. Clara Thalmann: «Όταν υπήρχαν οι έλεγχοι των γυναικών και των εργατών υπήρχε ψωμί κάθε μέρα. Σε αντίθεση με άλλες επαναστάσεις και πολέμους, όπου το πρόβλημα στην προμήθειας τροφίμων είναι η κακή οργάνωση. Και οι τιμές ήταν σταθερές. Ήταν μέχρι τον Ιανουάριο του 1937, (…) όταν η κυβέρνηση της Καταλωνίας διέταξε (…) να επιστραφούν οι μικρές επιχειρήσεις στους ιδιοκτήτες τους οι οποίοι ανέβασαν τις τιμές, και να τις πάρουν από αυτούς τους «άγριους», και έτσι εμφανίστηκαν οι ουρές και η μαύρη αγορά.»

 

            Οι «άγριοι» ήταν στα μάτια της Κυβέρνησης και του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι αναρχικοί. Αυτοί απαιτούσαν η πάλη ενάντια στο φασισμό να προχωρήσει μαζί με την πάλη για την κοινωνική επανάσταση, σε αντίθεση με αυτό που ήθελαν τα άλλα κόμματα που έλεγαν: πρώτα να κερδηθεί ο πόλεμος, μετά –σύμφωνα με το πρόγραμμα του καθενός-, η αστική δημοκρατία, η επανάσταση, ό,τι τέλος πάντων προέβλεπαν τα προγράμματά τους. Και τελικά, αν το περιλάμβαναν, η χειραφέτηση της γυναίκας. Ενώ οι κομμουνιστές έκαναν έκκληση στις γυναίκες να μεταθέσουν τα δικά τους συμφέροντα και να συγκεντρώσουν όλες τους τις δυνάμεις στον πόλεμο, οι αναρχικοί υπερασπίζονταν την άμεση απελευθέρωση της γυναίκας. Για τους άντρες της CNT/FAI, μία παραχώρηση κυρίως θεωρητική. Για τις γυναίκες, τις οργανωμένες στην ομάδα Mujeres Libres, ένα ζήτημα πολύ σοβαρό.

            Οι Mujeres Libres γεννήθηκαν από μια ομάδα που συγκροτήθηκε το 1936 για να εκδώσει ένα περιοδικό, μια αυτόνομη ομάδα μέσα στη CNT/FAI. Το πρόγραμμά τους πήγαινε πολύ πιο πέρα από αυτό που οι γυναίκες είχαν τολμήσει να απαιτήσουν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Χτυπούσαν την οικογένεια, την καταπίεση της γυναίκας στο ιδιωτικό περιβάλλον, το θεσμό της πορνείας(όχι τις πόρνες). Ένα τμήμα έφτανε ακόμη και στο να απορρίπτει την μητρότητα σαν παράγοντα που καθορίζει τη ζωή της γυναίκας και προπαγάνδιζε την κοινωνική αναγνώριση για τις γυναίκες που είχαν επιλέξει να μην έχουν παιδιά. Μία από τις κεντρικές διεκδικήσεις των Mujeres Libres ήταν το δικαίωμα των γυναικών να ασκούν ένα επάγγελμα σε καθεστώς μισθολογικής ισότητας και για τα δύο φύλα. Από τη σεξουαλική εκπαίδευση μέχρι την εκπαίδευση των παιδιών, δεν υπήρξε κανένα ζήτημα που να μην το προσέγγισαν. Οι ιδέες τους είχαν μεγάλη απήχηση, ιδρύθηκαν επιτροπές σε όλες τις πόλεις, έφτασαν να είναι περίπου 20.000, αλλά με την έκδοση Mujeres Libres έφτασαν σε ακόμη περισσότερες γυναίκες.

            Ο σημαντικότερος ανταγωνιστής για τις Mujeres Libres ήταν η ομάδα Mujeres Antifascistas, μία οργάνωση που, σύμφωνα με το καταστατικό της, ήταν ανοιχτή σε όλες τις γυναίκες, αλλά στην πραγματικότητα ήταν κατευθυνόμενη και ελεγχόμενη από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι Mujeres Antifascistas συγκροτήθηκαν από την ομάδα «Γυναίκες ενάντια στον πόλεμο και το φασισμό» (Mujeres contra la Guerra y el Fascismo), που ιδρύθηκε το 1933 από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Εξέδιδαν το περιοδικό Mujeres και οργάνωναν τα νέα κορίτσια στην Ένωση Κοριτσιών (Union de Muchachas). Το πρωταρχικό προγραμματικό τους σημείο ήταν η κήρυξη του πολέμου στο φασισμό (για την υπεράσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος) και σ’ αυτόν έπρεπε να προσχωρήσουν ολοκληρωτικά όλες οι γυναίκες. Επαινούσαν τη μητρότητα για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Η Dolores Ibarruri (La Pasionaria) επικαλούνταν πάντα το μητρικό ένστικτο των γυναικών. Οι Mujeres Antifascistas, ακολουθώντας την τακτική του κόμματός τους, προσπάθησαν επανειλημμένα να συγκροτήσουν ένα είδος Λαϊκού Μετώπου Γυναικών, κάτι στο οποίο οι Mujeres Libres ήταν σταθερά αντίθετες. Υπέθεταν, και όχι χωρίς λόγο, από την σκληρότητα της πάλης των κομμουνιστών ενάντια στους αναρχικούς που ήταν πολύ περισσότεροι από αυτούς, ότι πρώτα θα αφομοιώνονταν και στη συνέχεια θα έβγαιναν απ’ το παιχνίδι.

            Σε μία επίσημη διακήρυξη της απόρριψης της πρότασης των Mujeres Antifascistas να ενώσουν τις δύο οργανώσεις, οι Mujeres Libres ασκούσαν έντονη κριτική στην πολιτική (προπαγάνδα) των κομμουνιστών: «Τι κερδίζουμε με την λειτουργία ενός νέου παιδικού σταθμού ή με τη διανομή μερικών μπουκαλιών γάλα, λίγο περισσότερων ή λίγο λιγότερων, σε αντιφασίστριες μητέρες; Είναι αυθάδεια να συνδυάζεται αυτός ο τύπος απλών και καθημερινών δραστηριοτήτων με άλλες διαμαρτυρίες πιο θεαματικές, όταν ήδη υπάρχει ένα προηγούμενο που δεν πρέπει να ξεχνάμε: δεν πάει καιρός που η εκκλησιαστική οργάνωση Cáritas εξαγόραζε οπαδούς με μια βαμβακερή κουβέρτα ή με ένα ρούχο.»

 

            Οι δύο οργανώσεις έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Ισπανίας κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Και πάνω απ’ όλα δόθηκε τέτοια προσοχή στις γυναίκες, που οι ίδιες πριν δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν. Ο λόγος ήταν καθαρός: χρειάζονταν την εργατική τους δύναμη, την εθελοντική τους συμμετοχή στη οργάνωση των εφεδρειών, στον εφοδιασμό των μετόπισθεν, στην πολιτική ζωή και πολύ γρήγορα τη χωρίς όρια διαθεσιμότητά τους να θυσιαστούν. Και έτσι, ξαφνικά, τα μάτια των ανδρών καρφώθηκαν στις συντρόφισσές τους. Η Lucía Sánchez Saornil, μία από τις ιδρύτριες και βασικές συντάκτριες του περιοδικού Mujeres Libres, αντιλήφθηκε αυτή τη μανούβρα με μία ανυπέρβλητη καθαρότητα. Η κριτική που έγραψε στους συντρόφους της στο τετράδιο αναμνήσεων, ήδη το 1935, δεν είχε χάσει καθόλου από την αξία της –το αντίθετο μάλιστα- το φθινόπωρο του 1936, στιγμή στην οποία η συνεργασία των γυναικών είχε γίνει το νούμερο ένα θέμα: «Πολλοί είναι οι σύντροφοι που επιθυμούν ειλικρινά τη συνεργασία με τις γυναίκες στον αγώνα. Αλλά αυτή η επιθυμία δεν συνοδεύεται από μία αντίληψη διαφορετική για τη γυναίκα. Οι σύντροφοι θέλουν τη συνεργασία για να γίνει πιο εύκολα εφικτή η νίκη, εξαιτίας του ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο στρατηγικής σημασίας, αλλά χωρίς να σκεφτούν ούτε μια στιγμή την αυτονομία της γυναίκας και χωρίς να σταματήσουν να βλέπουν τους εαυτούς τους σαν το κέντρο του κόσμου.»

 

            Οι Mujeres Libres αντίθετα ήθελαν μια πραγματική αλλαγή και ήξεραν ότι τελειώνοντας ο πόλεμος, δηλαδή μετά τη νίκη της επανάστασης, θα έπρεπε να συνεχίσουν τον αγώνα, με μεγάλη ένταση ακόμη, γιατί τότε τις γυναίκες θα τις έβγαζαν από τα πόστα τους και θα τις ξαναέστελναν στο σπίτι.

            Ακόμη κι έτσι, η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει εμφανώς. Παρά τα όσα έλεγαν οι άνδρες και οι υπεύθυνες των Mujeres Antifascistas, οι γυναίκες άρπαζαν την ελευθερία τους στο λεπτό και την απολάμβαναν, τόσο οι αναρχικές όσο και οι κομουνίστριες, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών που ανήκαν στο αριστερίστικο κόμμα POUM (που ήταν αντιπολίτευση στο Κομμουνιστικό Κόμμα) που δεν συμπεριφέρονταν με διαφορετικό τρόπο. Η Clara Thalmann θυμάται: «Στην Βαρκελώνη υπήρχε μια ατμόσφαιρα διαφορετική απ’ ότι πριν – εγώ ήδη γνώριζα την πόλη. Πριν ήταν αδύνατο να βγει μια γυναίκα μόνη στο δρόμο. (…) Τώρα έβλεπες γυναίκες (…) καθισμένες στα cafe, να συζητάνε μ’ ένα τουφέκι στα γόνατα. (…) Οι γυναίκες ήταν ελεύθερες, τόσο απρόοπτα. Ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι: ενδιαφέρονται για όλα τα θέματα.» Ο Franz Borkenau γράφει στα απομνημονεύματά του από την Ισπανία ότι οι γυναίκες στην Βαρκελώνη άρχισαν ξαφνικά να φοράνε παντελόνια, πράγμα ανήκουστο πριν. Στην Μαδρίτη παρατήρησε τον ενθουσιασμό με τον οποίο οι γυναίκες ρίχνονταν να συγκεντρώσουν εισφορές για την Κόκκινη Βοήθεια, οπλισμένες με τους κουμπαράδες τους, πηγαίνοντας στα cafe, για να μιλήσουν και να συζητήσουν με κόσμο τελείως άγνωστο.

Οι γυναίκες ήταν «η ραχοκοκαλιά της αντίστασης». Σχημάτισαν επιτροπές, δημιούργησαν στρατιωτικά νοσοκομεία, κέντρα υγείας, οργάνωσαν την άμυνα σπιτιών και δρόμων, την διανομή όχι μόνο τροφίμων αλλά επίσης οπλισμού και πληροφοριών, έραβαν στολές και εξοικονομούσαν επιδέσμους και φάρμακα, όλα όσα χρειαζόντουσαν. Αλλά δεν περιορίζονταν σε τέτοιες ασχολίες που αναθέτουν ή απαιτούν από τις γυναίκες σε όλους τους πολέμους: οι ίδιες πήραν το τουφέκι και κατατάχθηκαν. Και τις πρώτες μέρες ή βδομάδες κανένας δεν τις έκανε να παραιτηθούν. Αν και είχαν μεγαλύτερες δυσκολίες απ’ ότι οι άνδρες στο να έχουν πρόσβαση στα λίγα υπάρχοντα όπλα, από τη στιγμή που κατάφερναν να βρουν ένα από τα τόσο επιθυμητά πυροβόλα, ανέβαιναν όπως και οι σύντροφοί τους οι άντρες στα φορτηγά που τους οδηγούσαν στα σημεία της μάχης. Όταν οι φασίστες επιτέθηκαν στη Μαδρίτη το Νοέμβριο του 1936, απωθήθηκαν από πολυάριθμες μαχήτριες. Στη γέφυρα της Segovia πολέμησε με μεγάλη επιτυχία ένα τάγμα γυναικών και στο μέτωπο του Βορρά, κοντά στο Getafe, οι γυναίκες μαχήτριες ήταν οι τελευταίες που οπισθοχώρησαν. Σ’ αυτές τις μάχες δεν συμμετείχαν μόνο αναρχικές των οποίων η οργάνωση απ’ την αρχή δεν είχε καμιά ταλάντευση στο πώς θα απαντήσει στο ερώτημα: «γυναίκες στο μέτωπο;», αλλά επίσης και πολλές νεαρές κομουνίστριες. Αυτές οι νεαρές γυναίκες, η πλειοψηφία των οποίων ήταν λίγο περισσότερο από 16 χρονών, δεν ανησυχούσαν στο ελάχιστο για το ρόλο που τους επιφύλασσε το κόμμα μέσα από τις επίσημες διακηρύξεις του. Ως αναφορά την οργάνωση νεολαίας που συνένωνε κομμουνιστές και σοσιαλιστές και στην οποία ήταν οργανωμένο το μεγαλύτερο μέρος από αυτές, όχι μόνο δεν υπήρχε τίποτα να ζηλέψει κανείς σε ζήλο για τη μάχη, αλλά και, όπως δείχνει η περίπτωση της Rosario Sánchez Mora, μέχρι που τις στρατολογούσαν οι ίδιοι για το μέτωπο. Το μεγαλύτερο εμπόδιο που τα κορίτσια και οι νέες γυναίκες έπρεπε να ξεπεράσουν στην πρώτη φάση του πολέμου ήταν οι ίδιοι τους οι γονείς. Η Rosario Sánchez Mora θυμάται: Δεν είπα σε κανένα ότι πήγαινα στον πόλεμο. Αν το έλεγα, δεν θα μου το επέτρεπαν. Οι άνθρωποι με τους οποίους ζούσα δεν θα μου επέτρεπαν ποτέ να πάω χωρίς την άδεια του πατέρα μου. Θα με εμπόδιζαν με όλα τα μέσα. Και στις άλλες συνέβαινε το ίδιο. Τα φορτηγά ξεκινούσαν με μερικά λεπτά καθυστέρηση και μερικές έλεγαν στον οδηγό να κάνει γρήγορα: τρέχα, ξεκίνα επιτέλους, αλλιώς θα έρθει η μάνα μου και θα μ’ αρπάξει από τ’ αυτιά.

 

            Αλλά ήδη τον Νοέμβρη άλλαξε το σκηνικό. Όλο και ήταν περισσότερες οι πολιτοφυλακίνες που τις παίρνανε από το μέτωπο και τις μετακινούσαν στα μετόπισθεν να πλύνουν, να ράψουν και να σιδερώσουν. Ο George Orwell θυμάται ότι το Δεκέμβριο ακόμη υπήρχαν μερικές μαχήτριες, αλλά τώρα δεν τις χειροκροτούσαν πια, όπως στην αρχή του πολέμου, αντίθετα, οι άνδρες άρχιζαν τώρα να γελάνε με τις συντρόφισσές τους. Μισό χρόνο μετά, τον Ιούλιο του 1937, τέλειωσε ολοκληρωτικά η συμμετοχή τους στο μέτωπο. Ένα αγγλικό αναρχικό περιοδικό περιέγραψε τη γενική κατάσταση κατά τη διάρκεια του δεύτερου χρόνου του πολέμου με τη φράση: «Έχει νικήσει η αντεπανάσταση». Σε κάθε περίπτωση αυτός που είχε νικήσει ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα με το διαχωρισμό που έκανε: «Πρώτα να κερδίσουμε τον πόλεμο, μετά βλέπουμε», ενάντια σ’ αυτό που υπεράσπιζαν οι αναρχικοί που ήθελαν να κερδίσουν τον πόλεμο και να κάνουν την επανάσταση ταυτόχρονα. Διαλύθηκαν οι αστικές και οι αγροτικές κολεκτίβες και οι πολιτοφυλακές μετατράπηκαν σε έναν κανονικό στρατό με κοινωνική διαστρωμάτωση και διαφοροποιημένη αμοιβή, με στρατιωτική πειθαρχία, ιεραρχία και δική του δικαιοδοσία. Τέλειωσαν οι καιροί της αχαλίνωτης ελευθερίας, της αυτοδιαχείρησης και της πηγαίας υπευθυνότητας. Μαζί με την ανασυγκρότηση του στρατού εκδόθηκε ένα διάταγμα που απαγόρευε στις γυναίκες να υπηρετούν στο μέτωπο. Είχε σαν αποτέλεσμα να βγάλουν τις μαχήτριες από τα χαρακώματα, πολλές έκλαψαν από οργή όταν τις ανάγκασαν να ανέβουν στα λεωφορεία που θα τις πήγαιναν στα μετόπισθεν.

            Κανένας δεν τις καταλάβαινε, ακόμα και οι Mujeres Libres κήρυτταν τώρα ανάμεσα στα μέλη τους την κοινωνική θητεία. Ένα άρθρο που εμφανίστηκε στο νούμερο 10 του περιοδικού Mujeres Libres, τον Ιούλιο του 1937, θα πρέπει να φάνηκε στις μαχήτριες σαν προδοσία και καθαρός κυνισμός. Σε πρώτη φάση, μιλά εκεί με εγκωμιαστικά λόγια για το ότι οι γυναίκες από όλα τα επαγγέλματα συμμετείχαν στην αντίσταση και για το ότι, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των μοδιστρών, πήραν το τουφέκι: «Η μοδίστρα αντιστάθηκε στην τυραννία της βελόνας για να κάνειπραγματικότητα τα  όνειρά της για περιπέτεια». Απ’ ότι φαίνεται όμως, δεν θεωρούνταν ικανή να έχει μια πολιτική δραστηριότητα και το όνειρο για περιπέτεια γρήγορα της υφαρπάχτηκε για να υποταχτεί ξανά στην τυραννία της βελόνας. Με τη μόνη διαφορά ότι τώρα, στη θέση των κομψών φορεμάτων, έπρεπε να ράψει στολές: «Και πρόσφερε τη νεανική της ζωή, γεμάτη από προσδοκίες, τις πρώτες μέρες του ηρωικού αγώνα, όπου κάθε άνδρας ήταν ένας ήρωας και κάθε γυναίκα ήταν ισάξια με έναν άνδρα.Αλλά δεν συνίστανται όλα στο θάρρος, σ’ αυτό τον μακρύ και συνεχή αγώνα δύο τάξεων που μισούνται μέχρι θανάτου. Η γυναίκα, έχοντάς το αντιληφθεί έτσι, σκέφτηκε καλά και κατάλαβε ότι οι οδομαχίες απέχουν πολύ από το να μοιάζουν με το μεθοδικό, κανονικό και απελπισμένο αγώνα του πολέμου τωνχαρακωμάτων. Έχοντάς το αντιληφθεί έτσι και αναγνωρίζοντας την τόλμη της σαν γυναίκα, προτίμησε να αλλάξει το τουφέκι με τη βιομηχανική μηχανή και την πολεμική ενέργεια με τη γλυκύτητα της ψυχής της ΓΥΝΑΙΚΑΣ.»

 

            Δεν μπορούσαν όλες να ενθουσιαστούν με την γλυκύτητα της ψυχής της γυναίκας, μερικές κατάφεραν να παραμείνουν στις μονάδες τους. Αγωνίστηκαν μέχρι το τέλος, μέχρι να πέσουν πληγωμένες, στη φυλακή ή νεκρές. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για έναν ακριβή αριθμό. Η Clara Thalmann εκτιμά ότι οι γυναίκες εκπροσωπούσαν ένα 2% στις πολιτοφυλακές, αλλά κανείς δεν υπολόγισε πόσες παρέμειναν στο στρατό. Στις μονάδες που ελέγχονταν από τους αναρχικούς η απαγόρευση δεν έφτασε να επιβληθεί ποτέ ολοκληρωτικά. Η κομουνίστρια Rosario Sánchez Mora, που ήταν η δυναμιτίστρια της μονάδας της (οι δυναμιτιστές κατασκεύαζαν τις βόμβες με τις οποίες μάχονταν τα ελλιπώς εξοπλισμένα δημοκρατικά στρατεύματα), δήλωνε ακόμη και το 1987 ότι ποτέ δεν διώχθηκαν οι γυναίκες από το μέτωπο, ότι η ίδια ποτέ δεν είχε ακούσει τίποτα γι’ αυτό και ούτε ήθελε να το πιστέψει. Η ακτιβίστρια του POUM Mika Etchebéhére, η οποία ήταν επικεφαλής στην ταξιαρχία, όχι μόνο δεν διώχθηκε αλλά και προβιβάστηκε σε λοχαγό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έγινε η μοναδική ανώτερη αξιωματικός γυναίκα που είναι γνωστή, στον τακτικό στρατό. Μόνο ένα διάστημα μετά της αφαιρέθηκε το αξίωμα για να ανέβει στο Γενικό Επιτελείο.

            Οι αναμνήσεις από τον πόλεμο της Mika Etchebéhére, la guerra mía (ο δικός μου πόλεμος), είναι ένα μοναδικό ντοκουμέντο. Δεν περιγράφει μόνο τις δραστηριότητές τους, τις μάχες στις οποίες πήρε μέρος με το λόχο της, αλλά επιπλέον παρουσιάζει ένα διαρκή συλλογισμό πάνω στο ρόλο της σαν γυναίκα σ’ αυτή την εξαιρετικά ασυνήθιστη κατάσταση. Η είδηση ότι μία γυναίκα ήταν επικεφαλής μιας στρατιωτικής μονάδας είχε εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα. Τα συμπεράσματα που βγήκαν από αυτό το γεγονός ήταν ποικίλα. Μερικές γυναίκες συμπέραναν ότι αυτός ο λόχος είναι το καλύτερο μέρος γι’ αυτές. Έτσι, μια ωραία μέρα, παρουσιάστηκαν δυο κορίτσια που ήθελαν να μπουν στις διαταγές της. Η Manolita, η μία από τις δύο, εξήγησε το γιατί: «Ανήκω στο λόχο Pasionaria αλλά προτιμώ να μείνω εδώ. Εκεί, στα κορίτσια ποτέ δεν ήθελαν να μας δώσουν τουφέκι. Ήμασταν καλές μόνο για να πλένουμε πιάτα και για να κάνουμε τη μπουγάδα.(…) Μου έχουν πει ότι στο δικό σας λόχο οι μαχήτριες έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες, ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούν ούτε για τα πιάτα, ούτε για τη μπουγάδα. Δεν ήρθα στο μέτωπο για να πεθάνω μ’ ένα πατσαβούρι στο χέρι. Ήδη έχω πλύνει αρκετά κατσαρολικά για την επανάσταση!»

 

            Η Mika είχε πραγματικά καταφέρει μία δίκαιη κατανομή για τις γυναικείες δουλειές ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες. Οι άνδρες το είχαν αποδεχτεί αν και όχι πάντα χωρίς αντιδράσεις. Όταν ένας από τους πιο παλιούς αγωνιστές μουρμούρισε ότι αυτό που ήδη ήταν μια επανάσταση ήταν το να πλένουν οι άνδρες γυναικείες κάλτσες, η Mika του ανταπάντησε: «Εσύ το είπες. Εσείς με εκλέξατε ελεύθερα λοχαγό χωρίς να πάρετε υπ’ όψιν το ότι ήμουν γυναίκα. Αν ζούμε όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα συζητήσουμε με λεπτομέρειες για όλα αυτά τα θέματα. Για τώρα ευχαριστώ που μου έπλυνες τις κάλτσες. Δεν θα τολμούσα ποτέ να στο ζητήσω.» Και έτσι λύθηκε το ζήτημα.

             Οι άνδρες της είχαν πραγματικά επιμείνει στο να αποκτήσει την αρχηγία και ήταν περήφανοι για τη λοχαγίνα τους, την οποία όλος ο κόσμος κοιτά σαν ένα παράξενο φαινόμενο. Ακόμα και υψηλοί στρατηγοί πήγαιναν στην περιοχή του μετώπου στην οποία βρίσκονταν η μονάδα της Mika, για να δουν προσωπικά το θαύμα. Οι στρατιώτες της Mika ξέρουν ότι ένα μεγάλο μέρος της φήμης τους το οφείλουν στο γεγονός ότι είναι γυναίκα αυτή που τους οδηγεί στη μάχη. Επιπλέον το ότι αυτό το στράτευμα μάχεται με τόση γενναιότητα, χρησιμεύει σαν θαυμαστό παράδειγμα για άλλους. Στην περίπτωση που κάποιος τολμά να κριτικάρει ή να περιγελάσει την κατάσταση, οι άνδρες της Mika ξέρουν να δώσουν την απάντηση που ταιριάζει: ότι αυτοί «έχουν μια λοχαγίνα που έχει περισσότερα αρχίδια απ’ ότι όλοι οι λοχαγοί του κόσμου.»

 

            Η λοχαγίνα με τ’ αρχίδια ξέρει ότι εκπροσωπεί ένα είδος ανωμαλίας: «Τι είμαι εγώ γι’ αυτούς; Υποθέτω ότι ούτε άνδρας, ούτε γυναίκα, ένα υβρίδιο μιας ειδικής κατηγορίας.» Και παρ’ όλα αυτά, μια γυναίκα: «Η γυναίκα του, μια γυναίκα ιδιαίτερη, αγνή και δυνατή, που μπορεί να της συγχωρεθεί το φύλο μιας και δεν κάνει χρήση αυτού.» Επίσης η Clara Thalmann λέει: «Εμείς οι γυναίκες στο μέτωπο ήμασταν ένα είδος γένους ουδέτερου.» Η κομουνίστρια Julia Manzanal, πολιτική επίτροπος της μονάδας της, έκοψε το μαλλί και έδεσε το στήθος της. Με τη χακί στολή της έμοιαζε με αγόρι και αυτό ήταν για όλους το παρατσούκλι της. Διηγείται ότι μόνο μια φορά, όταν κατά τη διάρκεια ενός χορού στις διακοπές στο μέτωπο, έβαλε ένα φόρεμα, οι σύντροφοί της δεν την αναγνώρισαν με την πρώτη ματιά. Κι αυτή η ίδια καταλήφθηκε από πανικό το ίδιο λεπτό και φοβήθηκε ότι οι άνδρες μπορεί να την έβλεπαν τώρα «με άλλα μάτια.»

            Γι’ αυτό το λόγο, η Mika Etchebéhére αρνήθηκε τελείως να βγει κατά τη διάρκεια των λίγων ημερών που είχαν στη διάθεσή τους στο μέτωπο για διακοπές και που οι σύντροφοί της τις περνούσαν σε μπαρ και ταβέρνες. «Η θέση μου, θέση μιας γυναίκας χωρίς φόβο και χωρίς ψεγάδι, γυναίκας πολύ ιδιαίτερης, μου το απαγορεύει. Έτσι δε μου μένει άλλη λύση από το να αφιερωθώ στην ανάγνωση του εγχειριδίου στρατιωτικής εκπαίδευσης, το οποίο προσπαθώ να αποστηθίσω.»

 

            Όχι μόνο απαρνείται όλες τις εγκόσμιες χαρές αλλά και της απαγορεύεται κάθε ένδειξη αδυναμίας, ξέροντας ότι θα ερμηνεύονταν αμέσως σαν ένδειξη γυναικείας αδυναμίας. Κατά την παραμονή τους στην περιοχή του καθεδρικού της Siguenza, στην οποία η ταξιαρχία της είχε φτιάξει χαρακώματα μαζί με τους κατοίκους της πόλης, δεν επιτρέπει στον εαυτό της ούτε ενός λεπτού ύπνο, ενόσω διατάσει κατηγορηματικά τους άνδρες της να ξεκουραστούν με βάρδιες. Μετά από μια αιματηρή μάχη αισθάνεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αλλά με τις τελευταίες της δυνάμεις υποχρεώνεται να μη χάσει τον έλεγχο: «Και το βουλώνω για να μην αρχίσω να ουρλιάζω. Αισθάνομαι τα μπράτσα σα μολύβι και μια σιδερένια αλυσίδα μου δένει το λαιμό, ο φόβος των χειρότερων ημερών μου παραλύει το στομάχι, μου ανεβαίνει στο λαιμό, η καρδιά μου πάει να σπάσει, οι κρόταφοί μου τρέμουν, τ’ αυτιά μου βουίζουν, νιώθω ότι εκρήγνυται το μέτωπό μου. Ένα τελευταίο υπόλειμμα νηφαλιότητας με κάνει να αρπάξω το μπράτσο του Ernesto. Πρέπει να συνεχίσω, πρέπει να φτάσω μέχρι το καταφύγιο, δεν πρέπει να πέσω, δεν πρέπει να φωνάξω, σχεδόν τέλειωσε, λίγο ακόμη και θα’ χω τη μοναξιά μου, (…) θα μπορέσω να βγάλω τη μάσκα της δυνατής γυναίκας, θα μπορέσω να κλάψω και να κοιμηθώ.» 

 

            Μόνο σ’ ένα σημείο συμπεριφέρεται η Mika όπως αναμένεται να συμπεριφερθεί μια γυναίκα. Νοιάζεται περισσότερο και με περισσότερη φροντίδα απ’ ότι οι συνάδελφοί της άντρες αξιωματικοί για το να έχουν οι άνδρες της να φάνε και μια ιατρική φροντίδα λίγο πολύ ικανοποιητική. Φτάνει ακόμη και να φροντίσει αυτή η ίδια σαν μια μητέρα τους άρρωστους στρατιώτες, αστειευόμενη ειρωνικά: «Είδε κανείς κανένα λοχαγό να μοιράζει σιρόπι για το βήχα στους στρατιώτες του, εν μέσω του πολέμου, σε ένα χαράκωμα εκατόν πενήντα μέτρα απόσταση από τις εχθρικές γραμμές; Κουτάλι και μπουκάλι στο χέρι, προμηθεύω το φάρμακο στους άρρωστους με την πιο φυσική έκφραση στον κόσμο, και αυτοί το καταπίνουν σαν να ήταν έτσι.» Κάποια άλλη στιγμή παρατηρεί λακωνικά: «Και πάλι είμαι μία μαμά- λοχαγός που φροντίζει μωρά- στρατιώτες.» Αναλύει την διττή της θέση χωρίς αυταπάτες: «Χαμογελάω στη σκέψη του δεσμού που με ενώνει με τους στρατιώτες πολιτοφύλακες. Εγώ προστατεύω αυτούς και αυτοί προστατεύουν εμένα. Είναι οι γιοι μου και ο πατέρας μου ταυτόχρονα. Ανησυχούν γιατί τρώω και κοιμάμαι υπερβολικά λίγο και ταυτόχρονα τους φαίνεται θαύμα που υπομένω τόσο καλά ή καλύτερα απ’ αυτούς τις δυσκολίες του πολέμου. Τα’ χουν μπερδέψει με τις ιδέες τους για τη γυναίκα, (…) με θεωρούν μία εξαίρεση και επειδή είμαι αρχηγός τους, αισθάνονται ανώτεροι από τους άλλους αγωνιστές.»

 

            Στα τέλη του 1938, όταν οι ξένες κυβερνήσεις ήδη κερδοσκοπούν ανοιχτά με τη νίκη των φασιστών- και αρχίζουν να προσανατολίζουν την πολιτική τους κατ’ αυτόν τον τρόπο-, όταν οι μαχητές πάνε από ήττα σε ήττα και παρ’ όλα αυτά δεν παραδίδονται, η Mika βιώνει, εν μέσω της γενικής στρατιωτικής καταστροφής, την προσωπική της ήττα. Δέχεται την επίσκεψη ενός διοικητή τάγματος ο οποίος μπαίνει κατ’ ευθείαν στο θέμα: «Θέλω να σου κάνω μία πρόταση, κυρία λοχαγέ. Σε παρακαλώ να παραδώσεις το λόχο σου σε άλλο αξιωματικό και να εργαστείς σαν αξιωματικός του Επιτελείου μαζί μου στο τάγμα.» Η πρώτη μου αντίδραση ήταν πίκρα ανακατεμένη με στιγμιαία οργή. Αυτό που θέλουν, λέω στον εαυτό μου, είναι να αφήσω την αρχηγία της ομάδας, προτείνοντάς μου μια απατηλή προαγωγή, που αν και ακούγεται πολύ πομπώδης, στην πραγματικότητα με καταδικάζει στην αδράνεια.» Αντιστέκεται, αλλά τότε αντιλαμβάνεται ότι «δεν έχει νόημα να διαφωνώ. Πρέπει να δεχθώ το αξίωμα ή να επιστρέψω στη Μαδρίτη. Δεν θέλω να πάω στα μετόπισθεν. Έτσι δέχομαι την πρόκληση.»

 

            Η Mika Etchebéhére επιζεί και καταφέρνει να σωθεί από την Ισπανία την κατακτημένη από τους φασίστες. Επίσης η Clara Thalmann καταφέρνει να δραπετεύσει μετά από κάποιο διάστημα που πέρασε στη φυλακή της GPU- της μυστικής ασφάλειας των κομμουνιστών – σαν πρόσωπο διπλά ύποπτο: ύποπτη σαν τροτσκίστρια και έχοντας αγωνιστεί στο πλευρό των αναρχικών. Δεν ήταν ούτως ή άλλως η μοναδική που είχε μια τύχη τόσο παράλογη. Πολλές γυναίκες και άνδρες αναρχικοί, μέλη του POUM, κατηγορούμενοι σαν τροτσκιστές και σαν λιποτάκτες στις ίδιες τους τις γραμμές, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν ακόμη, από τους σταλινικούς. Η Rosario Sánchez Mora, στης οποίας το χέρι είχε εκραγεί μία βόμβα από αυτές που η ίδια κατασκεύαζε, δούλεψε, μετά την ανάρρωσή της, σαν επικεφαλής του ταχυδρομείου στο μέτωπο, δηλαδή μοίραζε το ταχυδρομείο στους στρατιώτες ενώ ο θόρυβος από τις σφαίρες βούιζε στα αυτιά της. Αργότερα συνελήφθη και πέρασε χρόνια στις φυλακές του φασιστικού καθεστώτος, όπως χιλιάδες από τους συντρόφους της. Αυτές που πιάστηκαν αιχμάλωτες από τον εχθρό στη διάρκεια μιας μάχης, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, βιάστηκαν άγρια και μετά δολοφονήθηκαν. Μερικές από αυτές είχαν τύχη και τις μετέφεραν σε μια φυλακή. Με ακόμη περισσότερη τύχη κατάφεραν να ελευθερωθούν έξι, επτά, δέκα χρόνια αργότερα. Μετά από αυτό δεν ήταν παράξενο το να συνεχίσουν να δουλεύουν στην παρανομία και ίσως να συλληφθούν εκ νέου. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, μόνο μετά από δεκαετίες, μόνο μετά το θάνατο του Φράνκο, μπόρεσαν να αρχίσουν μία κανονική ζωή, και να αισθανθούν ελεύθερες και σίγουρες.      

*Το κείμενο αυτό μοιράστηκε στην προβολή της ταινίας «Libertarias» («Ελευθεριακές»), του Βισέντε Αράντε που έγινε στα γραφεία του Συλλόγου Υπαλλήλων Βιβλίου – Χάρτου, Αττικής, την Πέμπτη 22 Μάρτη 2007. Η ταινία παρουσιάζει το Κίνημα των «Mujeres Libres» («Ελεύθερες Γυναίκες»), με το ξέσπασμα του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Η ταινία αυτή προβλήθηκε για πρώτη φορά με ελληνικούς υπότιτλους.