Ξένες σκέψεις, ξένες λέξεις, ξένα έργα, ξένα φερσίματα, να με τι παλεύει η ζωή του Έλληνα λογίου και καλλιτέχνη.
Καλύτερα, πολύ καλύτερα, ν’ ανήκει κανείς στον κύκλο των αποπατοκαθαριστών, παρά στον καλλιτεχνικό και λογογραφικό κύκλο των Ελλήνων. Εκείνα που λέει κι εκείνα που κάνει δεν λέγονται. Ό,τι κακό κι αν πει κανείς γι’ αυτόν, είναι λίγο. Όσο σκληρά κι αν του φερθεί, έχει δίκιο. Κύκλος που ζει για την εντύπωση, με ιδανικό του το χρήμα, που περιφρονεί τον αφανή και θαυμάζει τον τραπεζίτη, κύκλος που ’χει πάντοτε για γνώμη του τη γνώμη του άλλου, που μεταμελείται μέχρι θανάτου για τα έργα του, κύκλος που όλα τα πουλεί, όλα τα συμβιβάζει, μα και όλα τα εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του.[…]

Νίκος Βέλμος, Λογίων και καλλιτεχνών το ανάγνωσμα


Το πραγματικό του όνομα είναι Νίκος Βογιατζάκης. Γεννιέται στην Πλάκα το 1890 από πάμφτωχους γονείς κι από μικρός επιδεικνύει μιαν ιδιαίτερη φιλομάθεια, η οποία τον οδήγησε αταλάντευτα στο διαπρύσιο μονοπάτι της αυτογνωσίας κι αυτομόρφωσης. Λάτρης του συνόλου της τέχνης κι ακραιφνής εραστής του σαιξπηρικού έργου, εν προκειμένω, ασχολείται από πολύ νεαρός με το θέατρο, την ζωγραφική και την συγγραφή πονημάτων κάθε είδους. Ένθερμος αναρχικός, δεν διστάζει να αναπτύσσει, ευκαιρίας δοθείσης, τις απελευθερωτικές του ιδέες μεγαλοφώνως κι άφοβα. Για τον λόγο αυτό συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στις φυλακές Αβέρωφ το 1916. Στο διάστημα μάλιστα αυτό συγγράφει και το αφήγημα Ιστορία ενός παιδιού καίπερ, θα εκδοθεί μετά τον θάνατο του (1936).

 

Όντας αμετανόητος για τις αναρχικές του απόψεις, εκδίδει δέκα έτη αργότερα το σατυρικό περιοδικό “Φραγκέλιο”. Δεν φείδεται λοιπόν κόπων και βασάνων αφ’ ενός ασκεί έντονη κριτική σε πολιτικούς, εφημερίδες, δημοσιογράφους, αργυρώνητους λογοτέχνες και στον ακαδημαϊσμό εν γένει κι αφ’ ετέρου παρουσιάζει τις απελευθερωτικές του ιδέες στους ενδιαφερομένους εντός των κοινωνικών τειχών. Το εν λόγω έντυπο πρωτοεκδίδεται τα χριστούγεννα του 1926, εν αρχή ως τετρασέλιδη εβδομαδιαία εφημερίδα, ενώ από το 1928 μετατρέπεται σε μηνιαίο δεκαεξασέλιδο περιοδικό, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Η έκδοση του παύει την άνοιξη του 1929.

 

Ο ίδιος υπήρξε επιρρεπής σε πάσης φύσεως καταχρήσεις χρήστης ναρκωτικών ουσιών και συστηματικός θαμώνας στο Μπάγκειον (επί της πλατείας Ομονοίας), όπου μιλούσε ακαταπαύστως για τον Προυντόν, τον Μπακούνιν και το εν γένει αστείρευτο πάθος του για την ελευθερία. Στα χρόνια, λοιπόν, της πατριαρχικής χολέρας, όπου η γυναίκα εξουσιαζόμενη «όφειλε» να εξέλθει μονίμως από την πατρική της κάμαρα, μόνον άμα τη υπογραφή του προικοσυμφώνου, ο Βέλμος υποστήριζε την πλήρη ελευθερία της στις ερωτικές επιλογές, άνευ σκιών και ταλαντεύσεων. Για τον λόγο αυτό ελκυόταν κυρίως από γυναίκες που το τότε κοινωνικό γίγνεσθαι στιγμάτιζε ανερυθρίαστα για τον ερωτικό τους βίο.

 

Σήμερα, που οι διαχωριστικές γραμμές έχουν ισοπεδωθεί, προκειμένου τα πάντα να αφομοιώνονται απ’ τον κονιορτό της κοινωνικής αποδοχής, αυτό που κάποτε θεωρούνταν διαφορετικό, επαναστατικό ή μια ακόμη οδός προς την ελευθερία, έχει γίνει το σύνηθες. Η προκλητική εμφάνιση πλέον όχι μόνο δεν υπονομεύει τα σαθρά θεμέλια του συμβιβασμού, αλλά αποτελεί και διαβατήριο για μια εναλλακτική και γεμάτη στυλ ζωή. Ο συρμός συμπαρασύρει στην κυριαρχία της εικόνας, πολύ πριν ο φέρων μια συμπεριφορά συνειδητοποιήσει την ουσία των πράξεών του. Η κοινωνική αποδοχή στηρίζεται σε όσα παλαιότερα ήταν κοινωνικώς μεμπτά. Διόλου πρωτότυπο αυτό πάντοτε συνέβαινε. Κι όμως πια, η σαρωτική σχετικοποίηση των πάντων χωράει οτιδήποτε, αρκεί να μπορεί να γίνει συνήθεια και να μην εμποδίζει τον κύκλο της παραγωγής και της κατανάλωσης.

 

Οι τυπικότητες απέκτησαν νόημα αφ’ εαυτού τους. Αρκεί κάποιος να έχει μια συγκεκριμένη εξωτερική εικόνα κι είναι αρκετό αυτό, για να θεωρείται και φορέας μια ιδέας, την οποία δεν είναι σε θέση να υποστηρίξει. Για παράδειγμα, όσο η δερματοστιξία ήταν σημάδι κοινωνικής περιθωριοποίησης, την έφεραν λίγοι άνθρωποι από συγκεκριμένα περιβάλλοντα: (πρώην) φυλακισμένοι, ναυτικοί κλπ. Σήμερα, που έχει καθιερωθεί ως ένα απλό κόσμημα, που δε σημαίνει κοινωνική διαφοροποίηση, αλλά αντίθετα ένταξη, κανείς δεν χρειάζεται να διεκδικήσει το δικαίωμά του στη δερματοστιξία. Αν αύριο, έβγαινε για κάποιον λόγο ένας νόμος που απαγόρευε τα τατουάζ κι αυτή η απαγόρευση συνοδευόταν από στιγματισμό, ελάχιστοι θα είχαν το θάρρος να τα διατηρήσουν. Κι αυτό γιατί δεν είναι επιλογή τους στην πραγματικότητα, είναι αποδοχή μιας επιβεβλημένης «κοινής λογικής», που γίνεται συνήθεια κι έπειτα κώδικας συμπεριφοράς.

 

Αντιμετωπίζοντας, λοιπόν, τον Νίκο Βέλμο με τα δεδομένα της εποχής του, τα οποία πόρρω πάνυ απέχουν απ’ τα σημερινά, θα μπορούσαμε να τον κατατάξουμε σε αυτούς που αντιτάχθηκαν στις παραδεδομένες αξίες της εποχής τους, όχι για να προκαλέσουν, αλλά για να προτείνουν μια άλλη ζωή, πιο κοντά στην ελευθερία. Σήμερα, οι συνήθειές του κι ο τρόπος ζωής του ίσως μοιάζουν συνηθισμένα. Έχει σημασία, όμως, να τον δούμε σε σχέση με μια κοινωνία βαθιά συντηρητική, που η οπισθοδρόμηση την κρατούσε στη ζωή. Το ό,τι επέλεξε να αντισταθεί στο σκοταδισμό και τον καθωσπρεπισμό του περιβάλλοντός του τον καθιστά όχι μόνο μια άξια λόγου περίπτωση, αλλά και ένα καλό παράδειγμα για το τι στοιχίζει στ’ αλήθεια η διαφορετικότητα κι η αντίσταση στην παραδεδομένη συμπεριφορά.

 

Σύντροφοι για την Αναρχική Aπελευθερωτική Δράση

 

*Πηγή:Θωμάς Γκόρπας, Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα.