[Β’ μέρος του κειμένου με τον τίτλο Το συνδικαλιστικό κί­νημα ιστορικά]

 

Όπως είδαμε στο πρώτο μέρος της αφήγησής μας, τα συν­δικάτα στην πρώτη περίοδο της πάλης των τάξεων έπαιζαν έναν ρόλο προοδευτικό, έστω στις άμεσες οικονομικές διεκδι­κήσεις, κατά της εκμετάλλευσης της μισθωτής δουλείας. Βλέ­ποντας όμως η άρχουσα τάξη την συγκεντρωτική τους δύνα­μη και το ρόλο που έπαιζαν αυτές οι οργανώσεις, η άρχουσα τάξη προσπάθησε και κατάφερε να τις εντάξει στο μηχανισμό της, στο. κράτος, έτσι ώστε να αποτελέσει συστατικό μέρος της κοινωνίας της.

 

Με την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά όλα τα συνδι­κάτα διαλύθηκαν, τα δε συνδικαλιστικά στοιχεία στη Θεσσα­λονίκη συνελήφθησαν και εξορίστηκαν από τις Επιτροπές Ασφαλείας. Το εργατικό μέτωπο των εργαζομένων κατέρρευ­σε, η δικτατορία παρουσιάστηκε ως «φιλεργατική» και «φιλο-αγροτική» με «πρώτο εργάτη και πρώτο αγρότη» τον πρώην άνθρωπο ...Ιωάννη Μεταξά. Η δικτατορία δημιούργησε δικό της συνδικαλιστικό επιτελείο όπως κάθε εξουσία δυτικού ή ανατολικού τύπου, με υπουργό εργασίας το Δημητράτο, πα­λιό ρεφορμιστή εργατοπατέρα. Έκαναν νέες συλλογικές συμ­βάσεις με μεροκάματα πείνας με αποτέλεσμα τα αφεντικά της εργοδοσίας να απολύουν τους εργάτες που είχαν κερδίσει υψηλότερα ημερομίσθια με τους αγώνες τους και να τους επαναπροσλαμβάνουν με τα χαμηλά της συλλογικής σύμβα­σης. Ο δε υπουργός Μανιαδάκης, πρώην εργολάβος δημο­σίων έργων (κατασκευής δρόμων) στην Μακεδονία, χρησιμο­ποιώντας δικούς του ως μεσάζοντες, πλήρωνε ημερομίσθια χαμηλότερα από την συλλογική σύμβαση σε κάποιους χωρι­κούς που προσελάμβανε ως εργάτες, εξασφαλίζοντας όμως την υπογραφή τους κάτω από την συλλογική σύμβαση. Για να μην «αδικήσουμε» όμως τη δικτατορία, έβαλε σε λειτουργία το ΙΚΑ που είχαν διεκδικήσει πολύ πριν από την δικτατορία οι εργατικοί αγώνες στην Ελλάδα. Οι εργαζόμενοι στην Ευ­ρώπη το είχαν πετύχει προ πολλού. Στην Ελλάδα λειτούργησε με τους πιο εξευτελιστικούς όρους, όπως εξηγήσαμε στο Α’ μέρος.

 

Η εμπειρία απέδειξε στη σύγχρονη εποχή ότι τα σημερινά συνδικάτα μετασχηματίστηκαν στις καπιταλιστικές χώρες σε εμπόδιο για την απελευθέρωση των εργαζομένων [...] Οι ερ­γαζόμενοι κατάλαβαν ότι ο καλύτερος τρόπος οργάνωσης των εργατών είναι το σύστημα των εργατικών συμβουλίων στους μαζικούς τόπους παραγωγής με εκλεγμένους και κάθε στιγμή ανακλητούς αντιπροσώπους απ’ όλες τις τάσεις των εργαζομένων.

 

Έτσι [...] ανοίγει ο δρόμος για την απελευθέρωση της αν­θρωπότητας από την μισθωτή εργασία, για μια κοινωνία χω­ρίς βδέλλες και παράσιτα. [...] Ο τύπος των εργατικών συμ­βουλίων βρίσκεται σε αντίθεση με το μαρξολενινιστικό τρόπο οργάνωσης, που είναι αντανάκλαση των αστικών μορφών ορ­γάνωσης και συντηρεί το κατεστημένο της σημερινής αστικής κοινωνίας, Οι εργάτες, με τους μερικούς τους αγώνες και τους αγώνες για την προσωρινή λύση των άμεσων προβλημά­των τους πρέπει να συνειδητοποιούν κάθε τόσο πως μόνον η αυτόνομη οργάνωση των ίδιων των παραγωγών σε σοσιαλι­στική βάση πρέπει να είναι ο τελικός τους στόχος.

 

Η εργοδοσία, για να καλύψει τον παρασιτικό της ρόλο στην παραγωγή, για να δείξει πως οι εργάτες είναι ανίκανοι να διευθύνουν την παραγωγική διαδικασία, εφαρμόζουν τις λεγόμενες suggestions, τις επ’ αμοιβή υποδείξεις των εργα­τών, όπως στην GeneralMotors. Στην ανικανότητα των εργα­τών να διευθύνουν την παραγωγή πίστευαν και οι λενινοτροτσκιστές στην Ρωσία μετά την επανάσταση: διαβάστε, π.χ. την μπροσούρα του Τρότσκι Νέα Πορεία, όπου λέει πως μόνον οι ειδικοί της βιομηχανίας είναι ικανοί να διευθύνουν την πα­ραγωγή «[...] κι όχι οι ανεύθυνες εργατικές επιτροπές όπου οι εργάτες θα ρίχνουν τα σφάλματα ο ένας στον άλλον». Μι­λούν δηλαδή μόνον για «εργατικό έλεγχο».

 

Ο AntonPannekoek λέει: «Τα εργατικά συμβούλια θα είναι η φυσική οργανωτική μορφή της ανθρωπότητας στη φάση με­τάβασης από τον καπιταλισμό σε μια ελεύθερη κοινωνία. Δεν θα είναι βέβαια αιώνια. Όταν η συλλογική ζωή και η εργασία θα έχουν ξαναγίνει φυσικές και η ανθρωπότητα θα ελέγχει την ανάπτυξη της, η περίοδος της ανάγκης θα μετασχηματι­στεί σε περίοδο ελευθερίας και οι αυστηροί κανόνες, που εί­ναι απαραίτητοι για την οργάνωση της εργασίας, θα εξαλει­φθούν». [...]

 

Οι ρίζες των εργατικών συμβουλίων ανάγονται στα 1871, και αναπτύσσονται στα γεγονότα του 1905. Η παράδοση αυτή πρέ­πει να συνεχιστεί. Η τελική απόφαση του Συνεδρίου των Ηνω­μένων Συνδικάτων στην Πάρμα, το Δεκέμβριο του 1919, έλεγε:

 

«Το συνέδριο χαιρετίζει κάθε βήμα του προλεταριάτου προς τα εμπρός και κάθε βήμα των πολιτικών δυνάμεων προς την αληθινή ιδέα του σοσιαλισμού που αρνείται κάθε ικανότητα κατεδάφισης και ανοικοδόμησης στον ιστορικό θεσμό -τυπικό της αστικής δημοκρατίας- του κοινοβουλί­ου, καρδιά τον Κράτους. Θεωρεί την ιδέα των συμβουλίων («σοβιέτ») αντιτιθέμενη στο Κράτος και δηλώνει ότι κάθε επίθεση που στρέφεται εναντίον της αυτονομίας και της ελεύθερης λειτουργίας των συμβουλίων της παραγωγικής τάξης (...) θεωρείται από το προλεταριάτο επιβουλή και στρέφεται εναντίον της επαναστατικής ανάπτυξης και της πραγματοποίησης της ισότητας στην ελευθερία. (...) Καλεί [το συνέδριο] την πλειοψηφία του προλεταριάτου να εξε­τάσει την ανάγκη της προετοιμασίας των δυνάμεων της επαναστατικής επίθεσης, δίχως τις οποίες δεν θα μπορέσει ποτέ να αναλάβει την κοινωνική διαχείριση».

 

Στη συνέχεια το Συνέδριο αναφέρει τους κινδύνους πα­ρεκκλίσεων που τα εργοστασιακά συμβούλια από πείρα γνω­ρίζουν:

 

«Τα εργοστασιακά συμβούλια θα μπορούσαν να εκφυλι­στούν σε απλές εσωτερικές επιτροπές για την ομαλή λει­τουργία της επιχείρησης, για την αύξηση της παραγωγής σύμφωνα με τον αστικό τρόπο, για τη ρύθμιση εσωτερικών διαφορών, κ.ο.κ. Θα ήταν δυνατό επίσης να αντιστραφεί η λογική της επαναστατικής εξέλιξης και να πιστεύαμε ότι εκ των προτέρων η μορφή της μελλοντικής κοινωνικής διαχείρισης αρκεί για να ανατρέψει το μισητό καθεστώς. Θα μπορούσε να λησμονηθεί το γεγονός ότι η επιχείρηση είναι ιδιοκτησία του αφέντη, πως υπάρχει το Κράτος που την προστατεύει. Δεν χρειάζεται όμως να πέσουμε στο βέ­βαιο σφάλμα ότι το ζήτημα της μορφής θα διαλύσει το πρόβλημα της ουσίας των ιδεαλιστικών αξιών σ’ ένα κα­θορισμένο κίνημα».

 

Μια συζήτηση ακόμη πιο ουσιαστική έγινε τον καιρό της προπαρασκευής του συνεδρίου της Ιταλικής Αναρχικής Ένω­σης, που συγκλήθηκε στη Μπολώνια από την 1η ως την 4η Ιουλίου του 1920. Παραθέτουμε από την απόφασή του:

 

«Το συνέδριο εκτιμά ότι τα εργοστασιακά συμβούλια έχουν τη σπουδαιότητα τους στην έκταση που προβλέπεται μια επανάσταση στο προσεχές μέλλον. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαν τα συμβούλια να είναι τα τεχνικά όρ­γανα για την απαλλοτρίωση, για την άμεση αναγκαιότητα συνέχισης της παραγωγής. Η συνέχιση της ύπαρξης τους ως εργοστασιακών συμβουλίων σημαίνει ότι θα υφίστα­νται την επιρροή της κοινωνίας και τελικά θα ενσωματω­θούν σε αυτήν.

 

Θεωρεί ότι τα εργοστασιακά συμβούλια είναι όργανα κα­τάλληλα να πλαισιώσουν όλους τους παραγωγούς-χειρώνακτες και διανοούμενους στον ίδιο τόπο εργασίας (...) και δυνατοί πυρήνες μελλοντικής διαχείρισης της βιομη­χανικής και γεωργικής παραγωγής (...) Είναι κατάλληλα για να [ενθαρρύνουν να] αναπτυχθεί στο μισθωτό εργάτη η συνείδηση του παραγωγού και χρήσιμα για τους σκοπούς της επανάστασης, με το να ευνοούν το μετασχηματισμό της δυσαρέσκειας της εργατικής και αγροτικής τάξης σε μια καθαρή απαλλοτριωτική θέληση. Γι’ αυτό καλεί τους συ­ντρόφους να υποστηρίξουν το σχηματισμό των εργοστα­σιακών συμβουλίων και να λάβουν ενεργό μέρος στην ανάπτυξη τους (...) αγωνιζόμενοι ενάντια σε κάθε τάση συνεργασίας με τον εχθρό, φροντίζοντας να συμμετέχουν όλοι οι εργάτες κάθε εργοστασίου, οργανωμένοι ή όχι».

 

Στις 27 Μαρτίου 1920, η εφημερίδα OrdineNuovo δημοσί­ευσε κάλεσμα αναρχικών προς τους εργάτες και τους αγρότες για ένα εθνικό συνέδριο συμβουλίων. Το κάλεσμα υπογράφε­ται από τη σύνταξη της εφημερίδας, από την επιτροπή του σο­σιαλιστικού τμήματος του Τορίνο, από την επιτροπή μελέτης εργοστασιακών συμβουλίων του Τορίνο και την αναρχική ομάδα της ίδιας πόλης. Το συνέδριο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

 

Λέει ο OttoRuhle:

 

«Το να πάρουν οι εργάτες στα χέρια τους την αληθινή απε­λευθέρωση τους -το κεντρικό πρόβλημα τον σοσιαλισμού: αυτό ήταν το κύριο αντικείμενο όλης της πολεμικής μετα­ξύ των αριστεριστών συμβουλιακών και των μπολσεβί­κων. Η διαφωνία πάνω στο κόμμα έβρισκε το ανάλογο του στη διαφωνία πάνω στα συνδικάτα. Οι αριστεριστές πί­στευαν πως στο εξής δεν υπάρχει θέση για τους επαναστά­τες στους κόλπους των συνδικάτων κι ότι, αντίθετα, ήταν αναγκαίο οι ίδιοι να χτίσουν τα κατάλληλα οργανωτικά πλαίσια στο εσωτερικό των εργοστασίων (...) Χάριν όμως στην εξουσία που είχαν σφετεριστεί οι μπολσεβίκοι πέτυ­χαν από τις πρώτες εβδομάδες της γερμανικής επανάστα­σης να πείσουν τους εργάτες να επιστρέψουν στα αντιδρα­στικά καπιταλιστικά συνδικάτα. Για να επιτεθεί στους αριστεριστές συμβουλιακούς και να τους καταγγείλει ως αντεπαναστάτες, ο Λένιν χρησιμοποίησε άλλη μια φορά, στο λίβελλό του, τις μηχανιστικές εμπειρίες των μπολσεβί­κων στη Ρωσία. (...) Τα συνδικάτα στη Ρωσία ήταν πολύ νεαρά και δικαίωναν τον ενθουσιασμό του Λένιν. Στις άλ­λες χώρες η κατάσταση διέφερε. Από χρήσιμα και προο­δευτικά είχαν μετασχηματιστεί σε εμπόδια για την απελευ­θέρωση των εργατών. Η γερμανική αριστερά είχε βγάλει τα συμπεράσματα της από την εξέλιξη αυτή. Ο ίδιος ο Λένιν υποχρεώθηκε να διαπιστώσει ότι, με τον καιρό, δημιουρ­γήθηκε «ένα στρώμα εργατικής αριστοκρατίας, κορπορατιβιστικής, αλαζονικής, συνεργός του ιμπεριαλισμού, ένα στρώμα μικροαστικό, διεφθαρμένο και εκφυλισμένο». Αυτή η διεφθαρμένη και γκαγκστερική διεύθυνση είναι σή­μερα επικεφαλής του συνδικαλιστικού κινήματος στον κό­σμο και ζει πάνω στις πλάτες των εργαζομένων. (...) Ο Λένιν πρόβαλε όμως δημαγωγικά το παράδειγμα του νέου ρωσικού συνδικαλιστικού κινήματος. (...) Σύμφωνα με τα επιχειρήματα του, ο επαναστάτης πρέπει να είναι εκεί που βρίσκονται οι μάζες. Αλλά πού βρίσκονται οι μά­ζες πραγματικά; Στα γραφεία των συνδικάτων; Στις συνε­λεύσεις των οπαδών; Στις μυστικές συναντήσεις των συν­δικαλιστών διευθυντών με τους αντιπροσώπους του Κε­φαλαίου; Όχι. Οι μάζες είναι στα εργοστάσια και στους τόπους δουλειάς. Στις συμβουλιακές οργανώσεις των ερ­γοστασίων δεν υπάρχει θέση για τους επαγγελματίες, δεν υπάρχει ρ διαχωρισμός αρχηγών και υποτακτικών, διανο­ουμένων και αγωνιστών. Είναι πλαίσιο που αποθαρρύνει τις εκδηλώσεις του εγωισμού, το πνεύμα ανταγωνιστικό­τητας, τη διαφθορά και το φιλισταϊσμό. Εκεί οι εργάτες πρέπει να πάρουν στα χέρια τους τις υποθέσεις τους. (...) Ακολουθώντας τις συμβουλές του Λένιν, οι κομμουνιστές κατέβαλαν όλες τις δυνατές προσπάθειες να μεταρρυθμί­σουν τα συνδικάτα. Αποτέλεσμα μηδέν. (...)»

 

Ας σημειώσουμε ότι εδώ στην Ελλάδα οι κομμουνιστές έκαμαν πενταμελές γραφείο και εν συνεχεία τη λεγόμενη «ενωτική» Γενική Συνομοσπονδία, μια που με την κρατική επέμβαση είχαν πάρει τη Συνομοσπονδία οι κίτρινοι ρεφορμιστές.

 

«Ο συνδικαλιστικός ανταγωνισμός σοσιαλδημοκρατών και μπολσεβίκων λάμβανε χώρα μέσα στη διαφθορά. (...) [Έτσι], αντί οι εργάτες να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους να παλέψουν ενάντια στο φασισμό, οι εργάτες σπα­ταλιούνται σε μια παράλογη και μάταιη μάχη για το κέρ­δος αντιμαχόμενων γραφειοκρατειών. Οι μάζες έχασαν πια την εμπιστοσύνη τους στις οργανώσεις "τους». (...) Καθαρές μέθοδοι του φασισμού [είναι] η υπαγόρευση στους εργάτες κάθε κίνησης, τα εμπόδια στην αφύπνιση της πρωτοβουλίας, το σαμποτάρισμα κάθε στοιχείου ταξι­κής συνείδησης, το σπάσιμο του ηθικού με επαναλαμβανό­μενες ήττες. Όλες αυτές οι μέθοδοι δοκιμάστηκαν στη διάρκεια των είκοσι χρόνων μέσα στα συνδικάτα με τις μπολσεβίκικες αρχές. Η νίκη του φασισμού ήταν αρκετά εύκολη, αφού οι διευθυντές των εργατών μέσα στα συνδι­κάτα και τα κόμματα του 'χαν ετοιμάσει το μοντέλο του ανθρώπινου υλικού που ήταν ικανό να κινήσει το μύλο του».

 

Κι ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο Β' τόμο του βιβλίου του Η πείρα του εργατικού κινήματος, (σελ. 287), αναφέρεται σε αποσπάσματα από κείμενα της Αλεξάνδρας Κολοντάι. Περι­ληπτικά: η ηγεσία του κόμματος με επικεφαλής το Λένιν δια­βεβαίωνε ότι η διεύθυνση της παραγωγής έπρεπε να εναποτε­θεί σε διοικητικούς ("ειδικούς", αστούς ή εργάτες, επιλεγμέ­νους για τις ιδιαίτερες "ικανότητες" τους) υπό τον έλεγχο του κόμματος, ότι τα συνδικάτα έπρεπε να αναλάβουν το έργο εκ­παίδευσης και άμυνας των εργατών απέναντι στους διευθυ­ντές της παραγωγής και του κράτους. Ο Τρότσκι ζητούσε τέ­λεια υποταγή των συνδικάτων στο κράτος, [ξεκινώντας] από τον ίδιο συλλογισμό: εφόσον είμαστε ένα εργατικό κράτος και οι εργάτες είναι όλοι ένα πράγμα, οι εργάτες δεν έχουν ανάγκη από ξεχωριστό όργανο που θα τους υπερασπίζεται απέναντι στο κράτος «τους».

 

Η εργατική Αντιπολίτευση [συνεχίζει, εν περιλήψει, ο Καστοριάδης] ζητούσε να ανατεθεί βαθμιαία η διεύθυνση της παραγωγής και της οικονομίας γενικά στις εργατικές κολλεκτίβες (...), να αντικατασταθεί η «διεύθυνση του ενός» από τη συλλογική διεύθυνση και να μειωθεί ο ρόλος των ειδικών και των τεχνικών.

 

Ο Καστοριάδης υπογράμμιζε ότι η ανάπτυξη της παραγω­γής στις μετα-επαναστατικές συνθήκες ήταν ένα πρόβλημα ουσιαστικά κοινωνικό και πολιτικό, που η λύση του εξαρτά­ται από την ανάπτυξη της πρωτοβουλίας και της δημιουργι­κότητας των εργαζομένων μαζών. Δεν ήταν, δηλαδή, διοικητι­κό και τεχνικό πρόβλημα. Κατάγγειλε την αύξουσα γραφειοκρατικοποίηση του κράτους και του κόμματος - ήδη από την εποχή αυτή όλες οι υπεύθυνες θέσεις καταλαμβάνονταν με την εκ των άνω ανάθεση και όχι με εκλογή.

 

Ο Καστοριάδης καταλήγει για το ποιος είναι υπεύθυνος για την ανάπτυξη της γραφειοκρατίας μέσα στα κόμματα και τα συνδικάτα, απαντώντας στους μπολσεβίκους που εκθεία­ζαν σε πολλά σημεία την καπιταλιστική ανάπτυξη της παρα­γωγής (το σύστημα Τέιλορ [τον τεϊλορισμό], κλπ):

 

«Αν φαίνεται προφανές στους μπολσεβίκους ηγέτες ότι τα μόνα αποδοτικά μέσα είναι τα καπιταλιστικά μέσα, αυτό σημαίνει ότι είναι διαποτισμένοι από την πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός είναι το μόνο αποδοτικό και ορθολογικό σύστημα παραγωγής, Μένουν πιστοί στο Μαρξ ως προς το ότι θέλουν να καταργήσουν την ατομική ιδιοκτησία, την αναρχία της αγοράς -και όχι την οργάνωση της παραγωγής που πραγματοποίησε ο καπιταλισμό. Θέλουν να τρο­ποποιήσουν την οικονομία, όχι τις σχέσεις εργασίας και την ίδια την εργασία.

 

Βαθύτερα ακόμη, η φιλοσοφία τους είναι η φιλοσοφία της ανάπτυξης των παραγωγικοί δυνάμεων. Και ο’ αυτό ακό­μη είναι πιστοί κληρονόμοι του Μαρξ - μιας τουλάχιστον πλευράς του που είναι η κυρίαρχη στα έργα του της ωρι­μότητας. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι αν όχι ο απώτατος σκοπός, οπωσδήποτε το απόλυτο μέσο με την έννοια ότι τα υπόλοιπα οφείλουν να προέρχονται αναγκαστικά απ’ αυτό και ότι στην ανάπτυξη πρέπει να υποτάσσονται τα πάντα. Και οι άνθρωποι; Μα και αυτοί φυσικά.

 

Σύμφωνα με το γενικό κανόνα, ο άνθρωπος θα προσπαθή­σει να αποφύγει την εργασία. Ο άνθρωπος είναι ένα φυγό­πονο ζώο» (Καστοριάδης, Η πείρα, σελ. 202).

 

«Για να καταπολεμηθεί η τεμπελιά πρέπει να τεθούν σε λειτουργία όλα τα μέσα που έχουν αποδείξει την αποτελε­σματικότητα τους: η υποχρεωτική εργασία, που ο χαρα­κτήρας της αλλάζει άρδην από τη στιγμή που επιβάλλεται η «σοσιαλιστική δικτατορία» (στο ίδιο, σελ. 223).

 

«Στο καπιταλιστικό καθεστώς, η εργασία κατ’ αποκοπήν, η ισχύς του συστήματος Τέιλορ, κλπ., είχαν σκοπό να ενι­σχύσουν την εκμετάλλευση των εργατών και να τους υποκλέψουν περισσότερη υπεραξία. Σαν συνέπεια της κοινω­νικοποίησης της παραγωγής, η εργασία κατ’ αποκοπήν έχουν σκοπό την αύξηση της σοσιαλιστικής παραγωγής, άρα και την αύξηση της κοινής ευημερίας. (...) Οι εργαζό­μενοι που συμβάλλουν περισσότερο από τους άλλους στην κοινή ευημερία αποκτούν το δικαίωμα απολαβής μεγαλύτερου τμήματος τον κοινωνικού προϊόντος από τους οκνηρούς, τους νωχελικούς και τους αποδιοργανωτές». Δεν είναι ο Στάλιν του 1939, αλλά ο Τρότσκι του 1919 αυ­τός που μιλάει» (στο ίδιο, σελ. 225).

 

Ας προσθέσω εδώ ότι στο ελληνικό εργατικό κίνημα κι εμείς καταπολεμούσαμε το σταχανοβισμό.

 

Γιάννης Ταμτάκος, 1984

 

* Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Γιάννη Ταμτάκου «Αναμνήσεις μιας ζωής στο επαναστατικό κίνημα», Εκδ. «Κύκλοι Αντιεξουσίας», Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 219-229.