Ιούλιος Γκραβ
Αναρχική Θεωρία


Αναρχική Βιβλιοθήκη
Εκδόσεις «Επί τα Πρόσω»
Έκδοσις πρώτη
Εκδότης Γιάγκος Μαγκανάρας
1898



Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια μετάφραση κειμένου του Γάλλου αναρχικού και φίλου και συναγωνιστή του Πέτρου Κροπότκιν, Ζαν Γκραβ (ο οποίος αναφέρεται ως Ιούλιος Γκραβ), το οποίο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στην Πάτρα το 1898 από την τότε αναρχική ομάδα «Επί τα Πρόσω», με ευθύνη του συντρόφου Γιάννη (Γιάγκου) Μαγκανάρα, στη σειρά «Αναρχική Βιβλιοθήκη». Το φωτοτυπημένο αντίγραφο που έχω στα χέρια μου, που μου διατέθηκε πριν αρκετά χρόνια από το Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας του Άμστερνταμ, σταματάει, δυστυχώς, αναπάντεχα σε ένα σημείο. Πάντως, στην αντιγραφή αυτή - που αποτελεί και την πρώτη επανέκδοση του κειμένου αυτού μετά από 106 χρόνια - διατήρησα την καθαρεύουσα γλώσσα και την ορθογραφία, αλλά όχι το πολυτονικό σύστημα.

Α’

Εξουσία και οργανισμός


Μερικοί αναρχικοί παρασύρονται εις το να συγχέουν τους δύω αυτούς πολύ διαφορετικούς όρους: μισούντες την εξουσίαν αποκρούουν πάντα οργανισμόν, διότι οι οπαδοί της εξουσίας περιβάλλουν υπό το όνομα τούτο τα διάφορα κυβερνητικά των συστήματα – εν οι άλλοι, ίνα μη υποπέσουν εις το σφάλμα τούτο, καταλήγουν εις το να εκθειάζουν ολόκληρον κυβερνητικόν οργανισμόν χαρακτηρίζοντες αυτόν ως αναρχικόν.

Υφίσταται εν τούτοις σπουδαιοτάτη διαφορά. Ό,τι οι οπαδοί της εξουσίας εβάπτισαν με το όνομα οργανισμός, είναι απλούστατα πλήρης ιεραρχία, νομοποιούσα, λειτουργούσα αντί και επί πάντων ή κινούσα εις δράσιν την ομάδα εν ονόματι οιασδήποτε αντιπροσωπείας. Ό,τι εννοούμεν ημείς δια του οργανισμού, είναι η μεταξύ των υπέρ κοινού τινος έργου, ένεκα των ιδίων συμφερόντων, αποτελουμένη συμφωνία των ατόμων, είναι αι αμοιβαίαι σχέσεις αι πηγάζουσαι εκ των καθημερινών σχέσεων τας οποίας είναι ηναγκασμένα όλα τα μέλη μιας κοινωνίας να έχουν μεταξύ των.

Αλλ’ ο οργανισμός ούτος δεν έχει ούτε νόμους, ούτε θεσμούς, ούτε κανονισμούς εις τους οποίους έκαστον άτομον να βιάζηται να υποταχθή, επί ποινή οιασδήποτε τιμωρίας ο οργανισμός αυτός ουδέν έχει αντιπροσωπεύον αυτόν κομιτάτον. Τα άτομα ουδαμώς εις αυτών προσκολλώνται δια της βίας, μένουν ελεύθερα της αυτονομίας των και της εγκαταλείψεως του οργανισμού τούτου όταν θέλωσι να υποκατασταθώσιν εις την πρωτοβουλίαν των.

Μακράν ημών η αξίωσις του να χαράξωμεν ενταύθα την εικόνα της μελλούσης κοινωνίας, μακράν ημών η αυθάδεια του να θέλωμεν να δώσωμεν σχέδιον οργανισμού και να το θέσωμεν ως αρχήν. Θέλομεν απλούστατα να σκιαγραφήσωμεν δια μεγάλων χαρακτήρων τας γενικάς γραμμάς, αίτινες πρέπει να φωτίσουν την ημετέραν προσηλυτιστικήν εταιρείαν, ν’ απαντήσωμεν εις τας αντιρρήσεις τας οποίας ηθέλησαν να ν’ αντιτάξουν εις την αναρχικήν ιδέαν και ν’ αποδείξωμεν ότι μία κοινωνία δύναται πολύ καλώς να οργανωθή χωρίς αρχηγούς και επιτρόπους, εάν αληθώς στηρίζηται επί της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητος.


Ναι, φρονούμεν ότι τα άτομα πρέπει ν’ αφεθούν ελεύθερα ν’ αναζητηθώσι και να συναθροισθώσι κατά τας τάσεις και τας συμπαθείας των. Η ίδρυσις ενός μοναδικού οργανισμού, υπό τον οποίον όλοι θα ώφειλον να υποταχθώσι, και όστις θα επεβάλετο αμέσως μετά την Επανάστασιν, θα ήτον ουτοπία, δεδομένης ούσης της διαφοράς της ιδιοσυγκρασίας και των χαρακτήρων. Η χάραξις σχεδίου κατά το μάλλον ή το ήττον στενού, εν τω οποίω θα εκαλείτο η κοινωνία να κινηθή, θα ήτο έργον δογματιστών και συντηρητικών, επειδή ουδέν μας λέγει ότι τοιούτον ιδεώδες, το οποίον μας βαμβόνει σήμερον θ’ ανταποκριθή εις τας ανάγκας της αύριον και κυρίως εις τας ανάγκας ολοκλήρου της κοινωνίας. Ό,τι ασθενές και στείρον προσέλαβε τας κοινωνιστικάς σχολάς, ό,τι καθ’ ολοκληρίαν είχε προβλεφθή και εκ των προτέρων κανονισθή εν τη κοινωνία, την οποίαν ήθελον να ιδρύσουν, ουδόλως είχεν αφεθή εις την πρωτοβουλίαν των ατόμων, ό,τι συνεφώνει με τους πόθους των μεν, διεφώνει με τους πόθους των άλλων. Εντεύθεν το αδύνατον του να δημιουργήσουν τι το διαρκές.

Οι αντιδραστικοί ισχυρίζονται ότι η αναρχία θα ήτον η επάνοδος εις την αγρίαν κατάστασιν, θα ήτον ο θάνατος πάσης κοινωνίας. Ουδέν το ψευδέστερον. Αναγνωρίζομεν ότι μόνος ο συνεταιρισμός επιτρέπει εις τον άνθρωπον να μεταχειρίζηται τα μηχανικά εργαλεία, τα οποία η επιστήμη και η βιομηχανία θέτουν εις την υπηρεσίαν του. Αναγνωρίζομεν ότι εν τω συνεταιρισμώ των προσπαθειών των τα άτομα θ’ αυξήσουν την ευτυχίαν των και θ’ αναπτύξουν την αυτονομίαν των. Είμεθα λοιπόν οπαδοί του συνεταιρισμού. Αλλά το επαναλαμβάνομεν: Επειδή τον θεωρούμεν ως μέσον ευτυχίας του ατόμου και όχι υπό τον αφηρημένον τύπον, υφ΄ όν έως τώρα μας τον παρουσίασαν, και όστις αποτελεί ειδός τι θεότητος, εν ή οφείλουν να μηδενισθώσιν οι αποτελούντες αυτόν.

Όθεν, εάν δεν θέλωμεν να υποπέσωμεν εις τα αυτά λάθη και να προσκρούσωμεν εις τα ίδια εμπόδια, πρέπει να προσέξωμεν να μη πιστεύωμεν ότι όλοι οι άνθρωποι είναι χυμένοι εις τον αυτόν τύπον (καλούπι), διότι το δυνάμενον να συμφωνήση με την ιδιοσυγκρασίαν του ενός δύναται να ικανοποιήση αδιαφόρως τα αισθήματα όλων. Τούτο, ρητέον εν παρόδω, τόσον υπό την έποψιν της συναρμολογίας εν τη προσηλυτιστική περιόδω όσον και εν σχέσει προς την μέλλουσαν κοινωνίαν. Εάν θέλωμεν να κάμωμεν μια επανάστασιν  ανταποκρινομένην εις το ιδεώδες μας, πρέπει δια να προετοιμάσωμεν την επανάστασιν ταύτην να οργανισθώμεν κατά τας αρχάς μας, να συνειθίσωμεν να δρώμεν ατομικώς και να προσέχωμεν πολύ να μην εισάξωμεν εν τω οργανισμώ μας τους θεσμούς τους οποίους εν τη παρούση κοινωνία προσβάλλομεν, άλλως θα επαναπέσωμεν εις τα αυτά δυσάρεστα.

Οι αναρχικοί πρέπει να ήναι πρακτικώτεροι των αντιπάλων των, οφείλουν να εμπνέωνται υπό των γενομένων σφαλμάτων δια να τ’ αποφεύγουν. Ποιούμεθα έκκλησιν προς όλους τους θέλοντας να καταστρέψουν την υπάρχουσαν κοινωνίαν, αντί να χάνωμεν τον καιρόν μας συζητούντες επί της ωφελιμότητος και αποτελεσματικότητος τοιούτου ή τοιούτου μέσου, ας συνενωθώμεν δια την άμεσον εφαρμογήν του μέσου τούτου χωρίς να προαπασχολώμεθα δια του μη συμμεριζομένους αυτό, καθώς επίσης οι οπαδοί ενός άλλου μέσου θα ενωθώσι δια να θέσουν εις εφαρμογήν το άλλο αυτό μέσον.

Ό,τι προς παντός θέλωμεν, είναι η καταστροφή της ενεστώσης κοινωνίας. Είναι δε φανερόν ότι η πείρα θα μας οδηγήση εις την εκλογήν των μέσων. Αλλ’ ούτως ενεργούντες θα φέρωμεν πρακτικόν αποτέλεσμα αντί να χάνωμεν τον καιρόν μας εις ενώσεις ως επί το πλείστον αγόνους, όπου έκαστος θέλει να υπερισχύη η ιδέα του, ή το συνυθέστερον, αποχωρίζονται χωρίς ν’ αποφασίσουν τίποτε, τουθ’ όπερ, σχεδόν πάντοτε, καταλήγει εις το να δημιουργή τόσας διαφωνούσας μερίδας όσαι είναι και αι παρουσιαζόμεναι ιδέαι-μερίδες, αίτινες γενόμενοι εχθραί, δεν βλέπουν πλέον τον κοινόν εχθρόν, την αριστοκρατικήν κοινωνίαν, αλλ’ αλληλομαχούσι.

Τα άτομα συνερχόμενα κατά τας ιδέας των, θα συνήθιζον να σκέπτωνται και να ενεργούν αφ’ εαυτών, άνευ εξουσίας μεταξύ των, άνευ της πειθαρχίας αυτής, ήτις συνίσταται εις το να μηδενίζει τας προσπαθείας μιας ομάδος ή μεμονωμένων ατόμων, διότι οι άλλοι έχουσι διάφορον γνώμην. Θα επήρχετο και αυτό ακόμη το πλεονέκτημα, ότι επανάστασις γενομένη επί τη βάσει ταύτη δεν θα ηδύνατο να ήναι η αναρχική, διότι τα άτομα διδαχθέντα να κινώνται άνευ ουδεμιάς πιέσεως, δεν θα είχον την μωρίαν να υπάγουν να παραδοθούν εις αρχηγούς την επιούσαν της νίκης.

Δια μερικούς κοινωνιστάς, το ιδεώδες θα ήτον η συνένωσις των εργατών εις μίαν μερίδα οία υπάρχει εν Γερμανία (*). Οι αρχηγοί της μερίδος ταύτης την ημέραν της επαναστάσεως, θα εφέροντο εις την εξουσίαν, θα εσχημάτιζον ούτω μιαν νέαν κυβέρνησιν, ήτις θα εψήφιζε την κατάληψιν των εργαλείων και της ιδιοκτησίας, θα ωργάνιζε την παραγωγήν, θα εκανόνιζε την κατανάλωσιν και θα κατήργει, τούτο εννοείται οίκοθεν, τας μη συμφώνους με την γνώμην της. Ημείς, αναρχικοί, νομίζομεν ότι τούτο είναι όνειρον: ψηφίσματα περί καταλήψεως, αρχόμενα μετά την πάλην, θα ήσαν φανταστικά. Δεν θα δυνηθή να συντελεσθή η κατάληψις του κεφαλαίου δια ψηφισμάτων, αλλά δια γεγονότων, εν τη στιγμή της πάλης, υπ’ αυτών των ίδιων των εργατών, οίτινες θα καταλάβουν τας οικίας και τα εργοστάσια εκδιώκοντες τους νυν κατόχους. Θα συμμερισθώμεν την υπόθεσιν των αποκλήρων εξηγούντες αυτοίς ότι παν το έχον χαρακτήρα κοινόν δεν ανήκει ατομικώς εις κανέναν, δεν δύναται να ήναι ιδιοκτησία, ήτις θα δύναται να μεταβιβάζηται κατά θέλησιν, αλλ’ ότι αι οικίαι, τα οικήματα, όντα έργα των παρελθουσών γενεών, κληρονομία δε των νυν και των μελλουσών, πρέπει να ήναι εις την ελευθέραν διάθεσιν του έχοντος ανάγκην αυτών, άμα δεν κατέχονται. Ότι τα εργαλεία τεθέντα εις την ελευθέραν διάθεσιν των παραγωγών, οίτινες θα θελήσουν να τα βάλουν εις ενέργειαν, δεν δύνανται να γίνουν ατομική ιδιοκτησία.

Τα άτομα τόσον ολιγώτερον θα δυνηθούν να καταλάβουν προσωπικώς εργαλεία, εφ’ όσον δεν θα εγνώριζον τί να τα κάμουν αφ’ ού δεν θα ηδύναντο να τα θέσουν εις ενέργειαν δια μισθωτών εργατών. Έκαστος δεν θα δυνηθή να καταλάβη ή ό,τι θα δυνηθή να θέση ο ίδιος εις ενέργειαν, αλλ’ επειδή τα περισσότερα υπάρχοντα εργαλεία δεν δύνανται να λειτουργήσουν ή τη συνδρομή του συνεταιρισμού των ατομικών δυνάμεων, επί του εδάφους τούτου θα επιτραπή εις τα άτομα να συνεννοηθώσιν. Άπαξ συντελεσθείσης της καταλήψεως ταύτης, δεν βλέπομεν την ανάγκην να την καθιερώσωμεν δι’ οποιασδήποτε εξουσίας.

Δεν θα ηδυνάμεθα να προίδωμεν όλας τας συνεπείας της επιβαλλομένης πάλης. Γνωρίζομεν πρώτον πόσον χρόνο θα διαρκέση; Οποίαι θα ήναι αι συνέπειαι μιας τοιαύτης ανατροπής; Ποίαι ανάγκαι θα φανερωθούν την επιούσαν της επαναστάσεως; Βεβαίως όχι.

Δεν δυνάμεθα λοιπόν εκ των προτέρων να παρουσιάσωμεν την λειτουργίαν της μελλούσης κοινωνίας, ως δύνανται να κανονισθώσιν όλοι οι τροχοί των μουσικών αυτών θηκών, οίτινες κινούνται άμα τεθή επ’ αυτών ο μηχανισμός. Παν ό,τι ηδυνάμεθα να φαντασθώμεν υπό την θεωρητικήν έποψιν του οργανισμού, πάντοτε θα ήναι κατά το μάλλον ή ήττον συγκεχυμένον όνειρον, αλλά το οποίον θα στερήται πάντοτε βάσεως όταν θα πρόκειται να τεθή ούτος εις εφαρμογήν. Δεν δυνάμεθα να έχωμεν την γελοίαν αυτήν αξίωσιν, αλλ’ οφείλομεν επίσης να προφυλαχθώμεν από το άλλο αυτό σφάλμα, κοινόν εις πολλούς επαναστάτας λέγοντας: ας φροντίσωμεν πρώτον να καταστρέψωμεν και κατόπιν θα ίδωμεν τι θα πράξωμεν. Μεταξύ αυτών των δύο ιδεών, υπάρχει εν χάσμα: δεν δυνάμεθα βεβαίως να είπωμεν τι θα ήναι, αλλά πρέπει να είπωμεν τι δεν θα γίνη, ή τουλάχιστον, τι πρέπει να εμποδίσωμεν να γίνη.
Δεν γνωρίζομεν ποίος θα ήναι ο τρόπος του οργανισμού των ομάδων των παραγωγών και των καταναλωτών, αυτών και μόνον μελλόντων να κρίνουν περί αυτού, του αυτού τρόπου της ενεργείας, άλλως τε μη δυναμένου να συμφέρη εις όλους. Αλλά δυνάμεθα κάλλιστα να είπωμεν, π.χ. πώς ηθέλομεν ενεργήσει προσωπικώς, εάν ήμεθα εις μίαν κοινωνίαν όπου όλα τα άτομα θα έχουν την ικανότητα να κινώνται ελευθέρως, πώς πρέπει να αρχίσωμεν, της επαναστάσεως ούσης της συμπληρώσεως της εξελίξεως. Δυνάμεθα να είπωμεν πώς μια κοινωνία θα ηδύνατο να εξελιχθή χωρίς να έχη ανάγκην των περιφήμων αυτών «επιτροπών της στατιστικής», των εργατικών αυτών ομολογιών κλπ. κλπ με τας οποίας οι κολλεκτιβισταί θέλουν να μας φιλοδωρήσουν και νομίζομεν ότι είναι ανάγκη να το είπωμεν, διότι πρώτον έγκειται τη φύσει των ατόμων να μη θέλουν να υποχρεωθώσι χωρίς να ηξεύρουν πού πηγαίνουν, και δεύτερον, ως το είπομεν ήδη, διότι ο σκοπός τον οποίον προτιθέμεθα να επιτύχωμεν, πρέπει να μας οδηγή εν τη χρήσει των προσηλυτιστικών μέσων.

Β’

Το μέτρον της αξίας και αι επιτροπαί της στατιστικής


Μία άλλη πρόληψις, ήτις αντιτάσσει το αδύνατον της ιδρύσεως κοινωνιστικής κοινωνίας, είναι το να πιστεύωμεν ότι θα είμεθα υπόχρεοι να εξακολουθώμεν εκτιμώντες τας προσπαθείας των ατόμων και μη παρέχοντες εις αυτούς απολαύσεις ή αναλόγως του υπ’ αυτών παραχθησομένου. Εντεύθεν, μερικοί κοινωνισταί λέγουν η ανάγκη της δημιουργίας ανταλλακτικής αξίας και επιτροπών στατιστικής επιφορτισμένων την διανομήν των προϊόντων των.

Οποία είναι η δύναμις της προλήψεως! Ενόησαν όλον το ψευδές της παρούσης εμποροκρατίας, ενόησαν ότι έπρεπε να καταργήσουν τον ατομικόν συναγωνισμόν, καταστρέφοντες το χρήμα, ανταλλακτικήν αξίαν επιτρέπουσαν εις τους κεφαλαιούχους να απατώσι τον εργάτην κρατούντες ως αντάλλαγμα του χρήματός των δύναμιν εργασίας ανωτέραν εκείνης την οποίαν του πληρώνουν. Ενόησαν ότι έπρεπε να καταστρέψουν όλα αυτά, και οι περισσότεροι εκ των νοησάντων τούτο ουδέν καλλίτερον ευρίσκουν ή ν’ αντικαταστήσουν το χρήμα, ανταλλακτικήν αξίαν, δι’ άλλης ανταλλακτικής αξίας.

Τι θα προέλθη εκ της μεταβολής; Τι ενδιαφέρει αν η ανταλλακτική αξία ήναι εκ μετάλλου κατά το μάλλον ή ήττον πολυτίμου; Δεν έγκειται εις αυτό ο κίνδυνος ο κίνδυνος είναι ότι εάν εν τη κοινωνία ταύτη κάμνουν ανταλλαγήν των προϊόντων των, τότε καθείς θα έχη συμφέρον να υπερτιμά όλων των άλλων τα εδικά του, και θα ίδωμεν τότε να συμβαίνουν πάλιν όλα τα άτοπα της παρούσης κοινωνίας. Θα εχρειάζετο, προ αποφυγήν τούτου, να ευρεθή μια βάσις επιτρέπουσα την εισαγωγήν της ανταλλακτικής αξίας άνευ ουδεμιάς συζητήσεως, βάσις επιτρέπουσα την εκτίμησιν της αληθούς αξίας εκάστου προϊόντος. Ακριβώς δε αυτή η βάσις λείπει και τούτο θα επιχειρήσωμεν ν’ αποδείξωμεν.

Οι περισσότεροι των «αρχοφίλων κοινωνιστών» παρεδέχθησαν, ελλείψει καλλιτέρου, ως μέτρον της αξίας: την ώραν της εργασίας! Μόνο επειδή υπάρχουν έργα απαιτούνται δαπάναι δυνάμεων πολύ μεγαλητέρων άλλων, θα τους ερωτήσωμεν πώς θα κατορθώσουν να φέρουν όλους εις συμφωνίαν, διότι καθείς θα έχη συμφέρον να υπερτιμά την εδικήν του εργάσιμον ώραν ή δαπάνην δυνάμεων, και πολλοί προέβησαν εις το ν’ αναγνωρίζουν ότι μερικαί εργασίαι πρέπει να πληρώνονται περισσότερον μερικών άλλων. Θα τους ερωτήσωμεν ακόμη, ποίον θα ήναι το δυναμόμετρον, το επιτρέψον αυτοίς να μετρήσουν ασφαλώς και να παραβάλουν την δαπάνην της δυνάμεως του ανθρώπου, δυνάμεως μυϊκής ή εγκεφαλικής, δυνάμεως υλικής, νοημοσύνης ή δεξιότητος; Επί ποίων βάσεων θα στηρίξουν την ανταλλακτικήν αυτήν αξίαν, δια να δώσουν, ως λέγουν, εις έκαστον, το ακέραιον προϊόν της εργασίας του και, προ παντός, ποίο θα ήναι ο ορίσων την ανταλλακτικήν ταύτην αξίαν;

Η ανταλλακτική αυτή αξία είνε αδύνατον να εγκαθιδρυθή, μόνο δε φιλικώς μεταξύ όλων των εργατών, δύναται να γίνη κάτι τέτοιο, εφ’ όσον όμως δεν επιβληθεί υπό των στατιστικών επιτροπών. Αλλ’ επειδή πολλοί κολλεκτιβισταί αρνούνται ότι αι στατιστιαί επιτροπαί είναι κυβερνήσεις, φρονούμεν λοιπόν ότι η ανταλλακτική αύτη αξία θα εισαχθή δια κοινής μεταξύ των εργατών συμφωνίας. Τότε θα χρειασθή λοιπόν, ίνα ούτω παραιτηθώσιν οι εργάται των δικαίων αξιώσεών των, να έχουν αποκτήση την αυταπα΄ρνησιν εκείνην την οποίαν τοις αρνούνται εν αναρχική κοινωνία.

Αφ’ ετέρου, δημιουργούντες τας ομολογίας αυτάς της εργασίας, πώς θα εμποδίσουν την συσσώρευσίν των; Εις τούτο απήντησαν ότι της συσσωρεύσεως μη δυναμένης να συμβή ή επί των αντικειμένων της καταναλώσεως της δε ιδιοκτησίας τους εδάφους και των εργαλείων όντων αναπαλλοτριώτων, οι κίνδυνοι της συσσωρεύσεως ταύτης δεν θα ηδύναντο να ήναι πολύ μεγάλοι. Βεβαίως υπό την έποψιν της ανασυστάσεως της ατομικής ιδιοκτησίας, η συσσώρευσις αύτη δεν θα ηδύνατο να ήναι επικίνδυνος, αλλά θα ηδύνατο απλούστατα να παραλύση όλον τον οργανισμόν. Θα εξηγήσωμεν πώς.

Υποθέτωμεν ότι τα άτομα έχοντας κακάς διαθέσεις – αι οποίαι πολύ αδικαιολογήτως υποθέτουν ότι αφθονούν εις μίαν αναρχικήν κοινωνίαν – υποθέτωμεν τα άτομα ταύτα δυνάμενα να παράγουν πλειότερα των όσων θα έχουν ανάγκην και εντεύθεν καταλήγοντα εις την συσσώρευσιν, θα είπετο αφ’ ενός μεν, ότι θα εστέρουν την αγοράν της ζητήσεως προϊόντων, εν ω αφ’ ετέρου, θα την επλήρουν και θα κατώρθωναν ούτως, όχι μόνον να ανατρέψουν όλους τους υπολογισμούς των στατιστικών επιτροπών, αλλ’ ακόμη να εμποδίσουν άλλα άτομα, τα οποία θα είχον πλειοτέραν αυτών ανάγκην, να παράξουν αναλόγως των αναγκών των. Απήντησαν ότι θα προελάμβανον την συσσώρευσιν ταύτην καταργούντες τας εργατικάς ομολογίας εις τινας εποχάς. Αλλ’ εις την λήξιν ταύτης τις θα εμποδίση να τας ανταλλάξουν με νέας ομολογίας; Διότι δεν θα δυνηθούν να αναγκάσουν τα άτομα να καταναλώσουν αμέσως, εκτός όμως, εάν καταχωρήσουν εις το πρόγραμμα ην υποχρεωτικήν κατανάλωσιν. – Παραδεχομένου ότι και τούτο ακόμη δύναται ν’ αποφύγουν, δεν θα λείψουν πρόσωπα τα οποία θα δυνηθούν να παράγουν περισσότερα των όσων θα καταναλώσουν, εν ω θα υπάρχουν άλλα τα οποία θα έχουν ανάγκην μα καταναλώσουν περισσότερα των όσων θα παράξουν. Όθεν επειδή εκάστη εργατική ομολογία (**) μέλλει ν’ αντιπροσωπευθή εις αποθήκην δια του ισαξίου της εις προϊόντα, θα προκύψη εν κοινωνία λεγομένη ισοτική η ανωμαλία αύτη: ότι των ατόμων, ελλείψει αναγκών, εγκαταλειψάντων εις την καταστροφήν τις ομολογίας των, θα έμενον αποθηκευμένα προϊόντα, εν ω θα υπήρχον άλλο άτομα τα οποία δεν θα ηδύναντο να ικανοποιήσουν τας ανάγκας των, ελλείψει παραγωγικής δυνάμεως επαρκούς και τότε θα περιήρχοντο εις το δίλημμα τούτο: ή να βιάσουν πολύ τα α΄τομα να καταναλώσουν, ή να τα’ αναγκάσουν να παραχωρήσουν τας ομολογίας των,  (τότε διατί να μην ιδρύσουν την δημόσιον βοήθειαν). Αλλ’ επειδή, κατά τους κελλεκτιβιστάς, αι στατιστικαί αύται επιτροπαί δεν είναι εξουσία, δεν θα τοις μείνη άλλος πόρος ή να περιορίσουν την παραγωγήν – συνεπώς ζημία. Ποία διαφορά θα υπάρχη από την σημερινήν κοινωνίαν;

Ενταύθα, μεθ’ όλας τας αρνήσεις, βλέπομεν ανακύπτον το πρόσωπον των περιφήμων αυτών επιτροπών της στατιστικής, αίτινες θα εκανόνιζον τας ώρας της εργασίας. Υποδεικνύουσι εις έκαστον ότι θα ώφειλε να παράγει, δηλαδή, εν τη κοινωνία ταύτη, θα ευρίσκετο στάσιμον το άτομον εις όλας τους τας πράξεις. Εις πάσαν κίνησιν θα συνέτριβε την ρίνα του καθ’ ενός απαγορευτικού νόμου. Τούτο δύναται να ήναι «κολλεκτιβισμός», αλλά βεβαίως δεν είναι ελευθερία, και έτι ολιγώτερον ισότης.

Αλλ’ εκτός όλων τούτων των ατόπων, υπάρχει ακόμη εν άλλο, πλέον επικίνδυνο των άλλων. Τούτο είναι: ότι ιδρύοντες τας επιτροπάς ταύτας, αίτινες άλλο τι δεν θα ήσαν ή μια κυβέρνησις, υπό διάφορον ονομασίαν, δεν θα εκάμνωμεν, εν όλη τη καλή πίστει μας, επανάστασιν ή δια να επισπεύσωμεν την συγκέντρωσιν του πλούτου, την γενομένη σήμερον εις τα υψηλάς κεφαλαιούχους σφαίρας και να καταλήξωμεν επί τέλους εις το να παραδώσωμεν εις τας χείρας μερικών τα κοινωνικά εργαλεία και την ιδιοκτησίαν, εις τα ν’ αυξήσωμεν την ήδη εξαντλούσαν και φονεύουσαν ημάς γραφειοκρατίαν.

Σήμερον ότε το Κράτος δεν κατέχει ή ελάχιστον μέρος της δημοσίου περιουσίας, ηδυνήθη να δημιουργήση πέριξ αυτού πληθύν ιδιωτικών συμφερόντων τα οποία είναι τόσα εμπόδια εις την χειραφέτησίν μας. Τι θα ήτο λοιπόν το Κράτος παντοδύναμον, διαθέτον κατ’ αρέσκειαν όλη την κοινωνικήν περιουσίαν και διανέμον αυτήν όπως τω συμφέρη καλλίτερον. Κράτος, τέλος, το οποίον θα ήτο κύριον όχι μόνο της παρούσης γενεάς, αλλά και αυτών ακόμη των μελλουσών, επιφορτιζόμενον την ανατροφήν των παίδων, και θα ηδύνατο να ρίψη την ανθρωπότητα εις την οδόν της προόδου δι’ ευρείας και απεριορίστου ανατροφής ή άλως να σταματήση την ανάπτυξίν της δια περιορισμένης ανατροφής; Οπισθοχωρεί τις φρύττων απέναντι παρομοίας εξουσίας, διατεθούσης τόσον ισχυρά μέσα δράσεως.

Παραπονούμεθα ότι η παρούσα κοινωνία μας σταματά εν τη προς τα πρόσω πορεία μας, παραπονούμεθα ότι πιέζει τους πόθους μας υπό τον ζυγόν της εξουσίας της. Τί θα ήτο λοιπόν εις μίας κοινωνίαν όπου τίποτε δεν θα ηδύνατο να παραχθή εάν δεν έφερε τον τύπον του Κράτους αντιπροσωπευομένου υπό των λεγόμενων επιτρόπων της στατιστικής;

Εις παρούσαν κοινωνίαν όπου τίποτε δεν θα ηδύναντο να παραχθή άνευ ελέγχου του Κράτους, καμμία νέα ιδέα δεν θα ηδύνατο να βρει το φως, εάν δεν κατορθούτο ν’ α….

(Το φωτοτυπημένο αντίγραφο που έχω στα χέρια μου σταματά εδώ…)