Του Loo Read

 

Με αφορμή την πρόσφατη επέτειο, ήθελα να ξεκαθαρίσω ορισμένα πράγματα για τις επετείους. Από τα δεξιά και τα αριστερά μου έχει εκφραστεί συχνά μια δυσφορία για τις επετείους, οι οποίες χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς από εκείνους που αρχικά είχαν σηματοδοτήσει με την εκ των άνωθεν ή κάτωθεν επιβολή τους, οι οποίες έχουν χάσει το νόημα και τη σημασία τους, οι οποίες έχουν γίνει φιέστες ανάδειξης σύγχρονων πολιτικών χώρων από τα άκρα δεξιά μέχρι και τους αναρχικούς και λοιπές διαφωνίες που συχνά διατυπώνονται και μπορεί να χετε ακούσει, σκεφτεί ή συμφωνήσει/ διαφωνήσει μαζί τους.

 

Καταρχάς η έννοια της επετείου περιβάλλεται με έναν χρονικό καθορισμό, αναφέρεται σε μια μέρα, ένα γεγονός, ένα μήνα ή ακόμη κι ένα χρόνο, π.χ. το 2014-2018 είναι τα εκατό χρόνια από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, η 17η Νοέμβρη αναφέρεται σε ένα τριήμερο, το “Όχι” σε ένα τηλεγράφημα και ούτω καθεξής. Ανάλογα με το πού στέκεται κανείς πολιτικά περιορίζει ή απλώνει αυτόν το χρονικό καθορισμό. Παραδείγματος χάριν η αστική δημοκρατία στέκεται ενάντια στην ιστορική μνήμη με τον μπροντελικό (και όχι μποντλερικό για τους τυχόν δυσλεκτικούς) διαχωρισμό του ιστορικού χρόνου σε τρία επίπεδα. Κρατάει τα γεγονότα ως στιγμές, αποκομμένες μεταξύ τους, χωρίς να τα διαθλά στο συνεχέστερο και μακρύτερο χρόνο των κοινωνικοοικονομικοπολιτισμικών μεταβολών, ενώ δεν ασχολείται καθόλου (όπως και οι περισσότεροι από μας άλλωστε) με τον αργό και δυσμετάβλητο χρόνο των φυσικών, κλιματικών, γεωλογικών μεταβολών. Ιδωμένη υπό το πρίσμα αυτού του κοινωνικοοοικονομικού χρόνου αυτή η αστική δημοκρατία είναι φίλα προσκείμενη στο φασισμό και εναντιώνεται στον κομμουνισμό και ανέχεται καλύτερα την άκρα δεξιά από την αριστερά στους κόλπους της, όπως συμπεραίνεται από τους 20ούς αιώνες της αγγλίας, της γαλλίας, της ισπανίας, της πορτογαλίας και της ελλάδας, για τον πολύ απλό λόγο ότι όταν συζητιέται να χάσουν τη δύναμη τους οι έχοντες χρήμα ή/και εξουσία, προτιμούν τη λιγότερο οδυνηρή λύση που τους στρέφει σε κείνους που τους εξασφαλίζουν τη θέση τους. Οι φασίστες δεν πειράζουν φιλήσυχους βιομήχανους και λοιπούς καπιταλιστές, προτιμούν τους αναρχοάπλυτους.

 

Η ταμπακιέρα λοιπόν σε μια επέτειο είναι η ιστορική μνήμη. Η ιστορική μνήμη διαμορφώνεται με τον ίδιο τρόπο που κατασταλάζουν και οι εμπειρίες μας σε συσχετισμό με τις αναμνήσεις μας. Σιγά σιγά μεταμορφώνεται σε εμπειρίες και αναμνήσεις που αν και δεν έχουμε ζήσει οι ίδιοι ως φυσικά πρόσωπα γίνονται κτήμα μας δια μέσω της γνώσης. Και όπως οι εμπειρίες και αναμνήσεις μας διαμορφώνουν το παρόν και το μέλλον μας έτσι και η ιστορική μνήμη έχει αυτή τη δύναμη, να διαμορφώνει το μέλλον. Σε μια κοινωνία όμως που δε θυμάται μπροστά στην κάλπη τι ψήφισε τέσσερα, οχτώ ή είκοσι χρόνια πριν, γιατί το ψήφισε και πού την έχουν οδηγήσει αυτές οι πρότερες επιλογές, η μνήμη καταντά να θεωρείται ουτοπική. Τον κατακερματισμό της και την εξάλειψή της εκτός από την αστική δημοκρατία, προάγουν ως σύστημα και ο καπιταλισμός, η κρατική εκπαίδευση, τα κυρίαρχα μέσα επικοινωνίας, η μνήμη χρυσόψαρου έχει γίνει το ψωμοτύρι της δύσης. Και αυτό δεν είναι τωρινό συμπέρασμα, θα βρείτε διάφορους στοχαστές να παραπονιούνται για τους συγχρόνους τους από τα τέλη του 19ου αιώνα ότι άγονται και φέρονται από την επικαιρότητα και τις μόδες της εποχής ή ότι λόγω της ανθρώπινης φύσης επαναλαμβάνουν τα λάθη του παρελθόντος και κάνουν π.χ. καταστροφικούς πολέμους, όπως τώρα μού “ρχονται αποσπάσματα από κείμενα των Όσκαρ Γουάιλντ, Καρλ Γιούνγκ και Φρόιντ που χουν ασχοληθεί με τέτοια ζητήματα.

 

Σε αυτή τη συστηματική λοιπόν έλλειψη ιστορικής μνήμης απομένουν οι επέτειοι ως αφορμές. Πολλοί τις περιορίζουν. Παραδείγματος χάριν, το “Όχι”, που το συναντάμε κυρίως ως ΟΧΙ, τους οδηγεί να μιλούν για ένα όχι ενός αρχηγού κράτους στην απειλή μαζί μας ή πόλεμο ενός άλλου, και το αλβανικό έπος. Αν είδατε τι διαφήμιζαν για δώρα διάφορες εφημερίδες αυτές τις μέρες θα παίρνατε μια καλή γεύση αυτής της αντιμετώπισης. Βέμπο με της ελλάδος παιδιά, ιστορίες για τον ελληνοιταλικό πόλεμο και τέτοια. Κάποιοι άλλοι βάζουν στη συνταγή και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τη γερμανική κατοχή, την απελευθέρωση. Το “Όχι” γίνεται η αφορμή για να μιλήσουμε για όλο τον πόλεμο το δικό μας και των υπολοίπων, από την αρχή του μέχρι το τέλος του, 39-45. Η αριστερά κάνει μια παραπέρα ανάγνωση και προσθέτει και τον εμφύλιο, καθώς οι βασικοί νικητές επί των γερμανών εδώ ήταν οι χαμένοι του εμφυλίου αμέσως μετά με τις ευλογίες των αγγλοαμερικανών και τη βοήθεια των απανταχού ελληνων ταγματασφαλιτών, χιτών και λοιπών συνεργατών των γερμανών κατακτητών, καθώς και των περισσότερων υποτίθεται δημοκρατών του κέντρου και της δεξιάς.

 

Αν βάλεις τον εμφύλιο μέσα, σού “ρχονται στη μάπα η μετεμφυλιακή δημοκρατία και η πρωτοκαθεδρία της δεξιάς και της άκρας δεξιάς, που σε πηγαίνουν σούμπιτο στη δικτατορία. Από την άλλη μιλάς για, φασισμό και φασιστικά καθεστώτα προ του παγκοσμίου πολέμου, πώς δημιουργήθηκαν και απέκτησαν την εξουσία, που σε πάει φυσικά στους ηττημένους του Α παγκοσμίου πολέμου, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους αντέδρασε η δύση στην οκτωβριανή επανάσταση και την άνοδο του διεθνούς κομουνισμού και παράλληλα πιάνεις και λίγο στάλιν, πυρηνικά, ψυχρό πόλεμο. Στα δικά μας, αν θες, το προχωράς και μετά τη δικτατορία στη μεταπολίτευση, ρωτάς πράματα όπως τι απογίναν οι μαυραγορίτες της εποχής, από τότε που πουλιόνταν για φραγκοδίφραγκα τα διαμερίσματα και τα χωράφια, μέχρι το τέλος της δικτατορίας, ρωτάς πού πήγαν οι χίτες και οι επόμενοι από τους χίτες μετά τη δικτατορία. Τι γινήκανε μεγαλοαστοί και βιομήχανοι όλα αυτά τα χρόνια της αναμπουμπούλας; πολλές ερωτήσεις.

 

 

 

Και κάπως έτσι καταλήγεις το “Όχι” να το επικαιροποιήσεις και να το κάνεις σχετικό και συνδεδεμένο στο σήμερα και να μη μένεις στη βέμπο, όπως σου ζητάνε μερικοί.

 

 

 

Οι επέτειοι είναι αφορμές. Σε μια κοινωνία που συστηματικά ξεχνά γίνονται αφορμές για να μιλήσουμε όχι για στιγμές αλλά για δεκαετίες, ακόμη και αιώνες. Η αστική δημοκρατία τις προτιμά ως στιγμές ή τέλοσπάντων με όρια συγκεκριμένα και καθαρά, όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα και ασφαλή. Δε γίνεται να μιλήσεις για το “Όχι” χωρίς να μιλήσεις για τον εμφύλιο, τον παγκόσμιο και τον Μεταξά, πώς να το κάνουμε; Όπως δεν μπορείς να μιλήσεις για 17η νοέμβρη χωρίς εμφύλιο, δεξιά τρομο-δημοκρατία, δικτατορία, μεταπολίτευση και μπόλικο τώρα. Μέχρι και η 6η δεκέμβρη δεν είναι για μια δολοφονία, μπορεί να σε πετάξει μέχρι το 19ο αιώνα που δημιουργήθηκαν οι πρώτες σύγχρονες αστυνομίες, να αναρωτηθείς από ποιους φτιάχτηκαν, γιατί, και πώς χρησιμοποιήθηκαν ενάντια στα πλήθη. Εκεί να δεις πόσο θα αγαπήσεις τους αστούς και τους καπιταλιστές (αστούς και καπιταλιστές του 19ου αιώνα, μιας και πλέον είμαστε σχεδόν όλοι μας αστοί και καπιταλιστές, όσον αφορά τουλάχιστον βασικούς άξονες των ζωών μας).

 

 

 

Εντωμεταξύ η εκ των υστέρων ιστορία είναι ένα εύπλαστο πράμα, υποκειμενική μέχρι τον πυρήνα της και μεταβαλλόμενη ανάλογα με τους σκοπούς του εξιστορούντα. Στην ελλάδα π.χ. η εθνική αφήγηση για την επανάσταση του ’21 έχει ξεπλύνει κάθε ταξικό στοιχείο και έχει καθιερώσει (και προστατεύει με νύχια και με δόντια) μονάχα το δίπολο έλληνες τούρκοι, χωρίς να ασχολείται με τους φαναριώτες αντεπαναστάτες της ιστανμπούλ ή με διάφορους κοτζαμπάσηδες και προεστούς και τις επιδιώξεις τους. Οι φόνοι και οι φυλακίσεις αγωνιστών αναφέρονται ως ατυχήματα ή δυστυχήματα αλλά δεν επεξηγούνται. Ποιος μιλάει όταν συζητάει την ελληνική επανάσταση για τους μεγαλοτσιφλικάδες του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, πώς βρέθηκαν να κατέχουν σχεδόν όλη τη γη σε μια χώρα που ήταν 400 χρόνια οθωμανική. Και τι απογίναν όλες αυτές οι εκτάσεις κατά τη διάρκεια του β παγκοσμίου; Και μήπως υπάρχουν και σήμερα τζάκια που κρατάνε από αυτά τα τσιφλίκια; Βέβαια στη συγκεκριμένη γιορτή λόγω και χρονικής απόστασης από το σήμερα κάνουν πάρτι οι εθνικοπατριωτικές εξάρσεις φτάνοντας κάποιο κόσμο σε σημείο να προσπαθεί να αποφύγει οτιδήποτε έχει σχέση με αυτή την επέτειο, που φυσικά στο τέλος σημαίνει ότι αφήνεται πλήρως η επέτειος στα χέρια του κυρίαρχου δεξιόστροφου λόγου, εγκαταλείποντάς μας στην τόσο γνωστή εθνικιστική φιέστα εκείνων των ημερών, όπου όλοι σαν ένα διώξαμε τον τουρκικό ζυγό γιατί είμεθα έλληνες και end of story.

 

 

 

 

 

Από τα παραπάνω ελπίζω να συμπεραίνεται ότι η ιστορία δεν είναι πανάκεια, γιατί παίζει τρομερό ρόλο το ποιος τη διαχειρίζεται και τη χρησιμοποιεί. Κατά συνέπεια και το πρόταγμα να επανανοηματοδοτήσουμε τις επετείους και να τις χρησιμοποιήσουμε ως έναυσμα διάπλασης μιας ευρύτερης και “ιστορικότερης” ιστορικής μνήμης από μόνο του, χωρίς πολιτικά φίλτρα, στέκει σε σαθρά στηρίγματα. Διότι εντέλει είμαστε εμείς αυτοί στους οποίους απομένει να ρωτήσουν τις σωστές ερωτήσεις ώστε να δώσουμε και τις κατάλληλες και χρήσιμες και ουσιαστικές απαντήσεις, μιας και η ιστορία μπορεί πολύ άνετα να παραμένει αδιάφορα γεγονοτολογική, όπως δηλαδή μας τη διδάσκουν στα σχολεία.

Αυτά τα ολίγα προς όσους αγκομαχούν και διαμαρτύρονται για τις επετείους. Ευχαριστώ για την ανάγνωση.


*Το πήραμε από το αθηναϊκό Indymedia.