Your name
Ελλαδικά Κοινωνικά Κινήματα

 

 

Ο Μαρίνος Σπ. Αντύπας γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Φερεντινάτα της Κεφαλονιάς. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και προσχώρησε στους κύκλους των προοδευτικών δημοκρατικών και των σοσιαλιστών. Μετείχε στις έντονες πολιτικές δραστηριότητές τους και στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του και ήταν ιδιαίτερα μαχητικός. Οι βιογράφοι του τον κατατάσσουν στην πρωτοπορία του σοσιαλιστικού κινήματος της Ελλάδας και τον θεωρούν «προδρομική φυσιογνωμία των μεταγενεστέρων σοσιαλιστικών ζυμώσεων». Για να προβάλει τις ιδέες του, άρχισε να εκδίδει, από το 1900 στο Αργοστόλι, την περιοδική εφημεριδούλα του «Ανάστασις». Από την αρθρογραφία του, οι βιογράφοι κρίνουν ότι οι ιδέες του είχαν διαμορφωθεί από την χριστιανική ηθική, την Γαλλική Επανάσταση, τον σοσιαλισμό και τους αναρχικούς. «Θέλουμε ό,τι θέλει και ο Χριστός», γράφει. Θεωρεί την επανάσταση ως την μοναδική λύση για το γκρέμισμα του καθεστώτος που γεννά όλες τις κοινωνικές αδικίες. Χαρακτήρας ζωηρός και εκρηκτικός. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του «επαναστάτη», ενώ οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον επέκριναν ως «εριστικό», «γυναικά», με «τρελές ιδέες» κ.λπ.

 

Ο ιστορικός Σπύρος Λ. Λουκάτος, σκιαγραφώντας τον Αντύπα, γράφει ότι ανέπτυξε ποικιλότροπη δραστηριότητα. Καταξιώθηκε στην νεοελληνική ιστορία ως άξιος επίγονος των Ριζοσπαστών των χρόνων της αγγλοκρατίας στα Επτάνησα, γαλουχημένος με τα ανεκπλήρωτα ιδανικά και οράματά τους και, ταυτόχρονα, ως μαχητικός εκφραστής και αγωνιστής της πρωτοσοσιαλιστικής ιδέας σε πανελλήνια κλίμακα. Υπήρξε ο συνεπής, ο ανένδοτος και άκαμπτος μαχητής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλη την διάρκεια της ζωής του, από μαθητής του γυμνασίου στο Αργοστόλι και φοιτητής Νομικής στην Αθήνα.

 

Διετέλεσε μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη, εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση το 1896, όπου και τραυματίσθηκε, κήρυκας της ειρήνης και εχθρός του πολέμου. Μετείχε στο συλλαλητήριο της Ομόνοιας το 1897 και καταδικάσθηκε, γιατί στην διάρκειά του εξύβρισε τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τους πρίγκιπες. Γενικότερα, γράφει ο Λουκάτος, ο Αντύπας υπήρξε «αδιαμφισβήτητα μια έντονα διεγερμένη συνείδηση της εποχής του. Από αυτόν ακριβώς τον λόγο οι εκδηλώσεις του έφεραν τον ηφαιστειακό και οργίλο χαρακτήρα του (...) Χτύπησε ανελέητα την αδικία και την εκμετάλλευση. Κατακεραύνωσε το διεφθαρμένο καθεστώς της εποχής του. Αγωνίσθηκε μέχρι τέλους με συνέπεια για την Εθνική Ανεξαρτησία της χώρας, την Λαϊκή Κυριαρχία και την Ειρήνη, ανοίγοντας ως πρωτοσοσιαλιστής νέους ελπιδοφόρους ορίζοντες και εξόδους της Πατρίδας μας από το πολιτικό, οικονομικό, πολιτισμικό και κοινωνικό τέλμα, της εποχής τους».

 

Στην Θεσσαλία ο Αντύπας πήγε το καλοκαίρι του 1906, σε ηλικία 34 χρονών. Τον έστειλε εκεί ο θείος του Γεώργιος Σκιαδαρέσης, για να διευθύνει το τσιφλίκι του στην ανατολική έξοδο των Τεμπών. Γεωπόνος, ο Σκιαδαρέσης ζούσε από χρόνια στην Ρουμανία, όπου καλλιεργούσε μεγάλες εκτάσεις. Ο Αντύπας εγκαταστάθηκε στο χωριό Λασποχώρι (Ομόλιο σήμερα), στους πρόποδες του Κισσάβου, στην δεξιά όχθη του Πηνειού. Το ποτάμι διασχίζει το τσιφλίκι. Και στο τμήμα αριστερά του Πηνειού τοποθετήθηκε επιστάτης ο νεαρός Παναγιώτης Σκιαδαρέσης, ανεψιός και αυτός του τσιφλικά και πρωτεξάδελφος του Αντύπα. Αυτός εγκαταστάθηκε στο χωριό Πυργετός, στους πρόποδες του Ολύμπου.

 

Από το Λασποχώρι, ο Αντύπας πηγαινοέρχεται στην Λάρισα, όπου ανήκει διοικητικά. Αναπτύσσει στην περιοχή Λάρισας δραστηριότητα με δυο ιδιότητες. Μια του εκπροσώπου στο τσιφλίκι του θείου του και μια άλλη του σοσιαλιστή επαναστάτη. Ας τις πάρουμε χωριστά:

 

Στη διεύθυνση του τσιφλικιού, ο Αντύπας, την «ευγενική συμπεριφορά προς τους κολίγους» του Σκιαδαρέση, όπως την χαρακτήρισε ο Τριανταφυλλίδης, την διηύρυνε με τη δική του ανθρωπιστική-σοσιαλιστική ιδεολογία. Το Λασποχώρι με τα γύρω χωριά ανήκαν στα «τριτάρικα» τσιφλίκια. Οι γεωργοί τους δεν υπάγονταν στους κολίγους-δουλοπάροικους. Με τον προηγούμενο τσιφλικά Χαλκιόπουλο και με τον Μεταξά βρίσκονταν σε διαρκή αντιδικία, επειδή ζητούσαν εκβιαστικά το 1/3 από όλα τα προϊόντα, ενώ αυτοί από τους Τούρκους είχαν αγοράσει δικαίωμα μόνο για μερικά δημητριακά. Ο Σκιαδαρέσης περιόρισε το γήμορο μόνο σ’ αυτά τα δημητριακά «απαλλάξας τους γεωργούς από πολλάς καταθλίψεις», κατά τον Τριανταφυλλίδη.

 

Ο Αντύπας συνέχισε και, επί πλέον, παρότρυνε τους αγρότες του τσιφλικιού του Μεταξά να δίνουν και αυτοί γήμορο μόνο για τα δημητριακά. Ως σοσιαλιστής επαναστάτης, ο Αντύπας ανέπτυξε δραστηριότητα στο τοπικό αγροτικό κίνημα της περιοχής Λάρισας. Από όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, προκύπτει ότι στην Θεσσαλία υπήρχε ένα ρωμαλέο αγροτικό κίνημα. Ειδικότερα στη Λάρισα, το κίνημα αυτό, με επικεφαλής τον γιατρό Καραπαναγιώτη, ήταν το 1906 δικτυωμένο με τα χωριά. Οι κολίγοι είχαν αρχίσει τον αγώνα τους από το 1881, δηλαδή αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας.

 

Η συγγενική σχέση του Αντύπα με τον Σκιαδαρέση και η ιδιότητα του διευθυντή των κτημάτων του, προκάλεσε την συμπάθεια της λαρισαϊκής κοινωνίας προς αυτόν και τον βοήθησε να έρθει σε επαφή με τα προοδευτικά στοιχεία της. Γνωστός για τις ιδέες του, έγινε δεκτός με εγκαρδιότητα. Ο Θανάσης Καραλόπουλος, αγωνιστής και συνεργάτης του Αντύπα, σε συζητήσεις μας την άνοιξη του 1946, έδωσε πολλά στοιχεία για τους αγώνες τους εκείνης της εποχής.

 

Ο Αντύπας με τον Καραλόπουλο πήγαιναν, κυρίως νύχτα, κρυφά σε χωριά. Ένας ντόπιος και πολύ περισσότερο ένας ξένος, όπως ο Αντύπας, ήταν αδύνατο να κυκλοφορήσει νύχτα σ' εκείνο τον κάμπο με λίμνη, έλη, ασμάκια, δρόμους καταλασπωμένους και κακοτοπιές. Ο Καραλόπουλος, όμως, είχε μάθει τα περάσματα από πριν, εκτελώντας αγωνιστικές αποστολές. Επιπλέον, ήξερε ποιοι πρωτοστατούν σε κάθε χωριό για να συνεργάζονται, εννοείται προφυλακτικά και συχνά έξω από αυτό. Οι τσιφλικάδες έδιωχναν αμέσως κάθε κολλίγα, με την παραμικρή υποψία. Είχαν και αυτοί, σε κάθε χωριό, επιστάτες και «βαλτούς».

 

Ο Καραλόπουλος εξυμνούσε την λεβέντικη εμφάνιση του Αντύπα, την παλικαριά του, τα προσόντα του και την επαναστατική του φλόγα. Αυτή την φλόγα επιδίωκε να μεταδίδει στους συνομιλητές του στις διάφορες συσκέψεις. Η μεγάλη, όμως, αδυναμία του Αντύπα ήταν οι ανοιχτές συγκεντρώσεις και συζητήσεις σε μπακάλικα, καφενεία, στο μεσοχώρι ή όπου αλλού. Εκεί άνοιγε η καρδιά του. Ρητόρευε με πάθος εναντίον παντός κατεστημένου και. Παρακινούσε τους αγρότες σε ξεσηκωμό. «Τι κάθεστε», έλεγε, «τι περιμένετε;». Και κήρυττε την εξέγερση.

 

Για τον Αντύπα γράφονται πολλά. Ο Καραλόπουλος ξεχάστηκε. Το αγροτικό κίνημα της περιοχής έχει υποχρέωση να τον ανασύρει από την λησμονιά και να τιμήσει και αυτόν τον πρωτοπόρο αναλόγως.

 

Για τον Αντύπα η εξέγερση δεν ήταν μια μορφή πάλης, αλλά η μια και μόνη. Αυτήν κήρυττε πολύ πριν πάει στην Θεσσαλία. Την θεωρούσε ένα είδος πανάκειας, ικανής να θεραπεύσει τις κοινωνικές αδικίες, όπως η αντιβίωση τις αρρώστιες. Δεν χανόταν σε λεπτομέρειες. Στην Θεσσαλία βρέθηκε την εποχή της οργής από τη Μορτή, αλλά δεν φαίνεται να τον απασχόλησε ιδιαίτερα. Ήταν, λοιπόν, ένας ωραίος ρομαντικός επαναστάτης.

 

Έζησε δέκα περίπου μήνες στην Θεσσαλία. Μερικοί του αποδίδουν μυθικές διαστάσεις. Μετέδωσε, γράφουν, εκεί την ιδέα του σοσιαλισμού, την ιδέα της εξεγέρσεως των αγροτών, αυτός προετοίμασε το Κιλελέρ, ήταν πρωτεργάτης κ.λπ. Ασφαλώς, πρόσθεσε και τη δική του φλόγα στον αγώνα των Θεσσαλών, αλλά πολλά από όσα αποδίδονται σ’ αυτόν είχαν προηγηθεί. Έπειτα, η εξέγερση δεν αποτελεί γεγονός αυθαίρετο, ούτε προσδιορίζεται, όπως η γιορτή ή άλλη εκδήλωση ούτε εκτελείται όπως μια στρατιωτική άσκηση με εντολές και, μάλιστα, εντολές εκφωνημένες πριν από τρία χρόνια. Αποτελεί κορυφαία κατάληξη πολλών αγώνων και όταν ξεσπάσει κάπου ξαφνικά, φαινομενικά είναι ξαφνική. Προϋπάρχουν αίτια και παράγοντες, όπως οργανωμένη συγκέντρωση δυνάμεων, συνειδητοποιημένος στόχος, κλιμακωμένοι αγώνες από απλούστερες μέχρι ανώτερες μορφές πάλης. Προϋπάρχουν, με άλλα λόγια, μακροχρόνιες «αγωνιστικές επιδόσεις» της τάξης ή των τάξεων, που καλούνται να την αναλάβουν. Αλλά ούτε αυτό αρκεί. Απαιτούνται και κατάλληλες συνθήκες. Στην Θεσσαλία, όπως είναι γνωστό, ξέσπασαν μεγάλες εξεγέρσεις. Όμως δεν ξέσπασαν τον καιρό του Αντύπα το 1907 ούτε τον επόμενο ή τον μεθεπόμενο χρόνο, αλλά το 1910, όταν δηλαδή δημιουργήθηκε απροσδόκητα η ευκαιρία. Και δεν ξεκίνησαν από εκεί που δρούσε ο Αντύπας, δηλαδή από την περιοχή της Λάρισας, αλλά της Καρδίτσας. Όχι τυχαία. Εκεί ανελήφθη κατάλληλη οργανωτική προσπάθεια.

 

Κάποια κόμματα ανακήρυξαν ήρωα τον Αντύπα. Δικαίωμά τους. Η ιστορία, όμως, διατηρεί κριτήρια δικά της. Εδώ θα παρατεθούν γεγονότα απλώς:

 

Ο Αντύπας έγινε ήρωας δυο επεισοδίων. Αφορμή έδωσε ο βουλευτής Αγιάς, Αγαμέμνων Σλήμαν, γιος του Ερρίκου Σλήμαν, γνωστού από τις ανασκαφές στην Τροία. Κατηγόρησε στον νομάρχη Λάρισας Νιώτη τον Αντύπα ότι είναι «αναρχικός», «ξεσηκώνει τους αγρότες», «διασαλεύει την τάξη» και πρέπει να φύγει από την περιοχή. Φήμες απέδωσαν την συμπεριφορά του Σλήμαν σε αντιζηλία για κάποια γυναίκα. Ο νομάρχης συνάντησε τον Αντύπα στην πλατεία της Λάρισας και επιχείρησε να τον νουθετήσει. Ο Αντύπας αρπάχθηκε, τον εξύβρισε άσχημα αφήνοντάς τον σύξυλο και έφυγε. Πήγε στην Αθήνα, όπου συνάντησε στην πλατεία Συντάγματος τον Σλήμαν, τον χαστούκισε και δημιούργησε παρόμοιο επεισόδιο. Στην δίκη που επακολούθησε, κατέθεσαν διάφορες προσωπικότητες ως μάρτυρες και αυτή έλαβε πολιτικό χαρακτήρα. Ο Αντύπας, στην απολογία του, απήγγειλε σφοδρό κατηγορητήριο κατά του κατεστημένου. «Καταδικάστε», κατέληξε, «τον Αντύπα που παρεκτράπηκε, αλλά αθωώστε τον συνήγορο της εργασίας και της προόδου». Καταδικάσθηκε σε 20ήμερη κράτηση.

 

Την νύχτα της Πέμπτης, 7 προς 8 Μαρτίου 1907 ο Αντύπας δολοφονήθηκε στο χωριό Πυργετός από τον Ιωάννη Κυριάκο, 42 χρονών, από τον Αστακό Μεσολογγίου, επιστάτη στο τσιφλίκι του Αριστείδη Μεταξά. Από τις θεσσαλικές εφημερίδες της εποχής σώζεται μόνο η «Θεσσαλία» του Βόλου. Και αυτή αναγγέλει στις 10 Μαρτίου με τίτλο: «Δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα. Ράπισμα πληρωνόμενο με αίμα». Οι δημοσιογράφοι δεν κατόρθωσαν να μάθουν λεπτομέρειες, από παντελή σχεδόν έλλειψη μέσων επικοινωνίας τότε με τον Πυργετό, που απέχει 45 περίπου χιλιόμετρα από την Λάρισα. «Δυστυχώς», συνεχίζει η εφημερίδα, «δεν υπάρχουσι αυθεντικαί πληροφορίαι περί των σκηνών και τον τόπον της δολοφονίας (...) Κατά την πιθανοτέραν διάδοσιν, ο δολοφονηθείς ερράπισε τον Ιωάννην Κυριάκον τον και δολοφόνον, κατόπιν έριδος, υπόθεσις η οποία είναι σύμφωνος προς τον ζωηρόν χαρακτήρα του θύματος. Εκ του ραπίσματος τούτου οργισθείς. ο εν λόγω επιστάτης, εφόνευσεν τον ραπίσαντα αυτόν (...) Η εντύπωσις είναι λυπηρά, διότι ο δολοφονηθείς ήτο φυσιογνωμία συμπαθής. Εκρίθη ασυμβίβαστος προς την ανατροφήν η παρεκτροπή του ραπίσματος, και μάλιστα κατόπιν του μετά τον κ. Σλήμαν παρομοίου επεισοδίου». Η εφημερίδα προσθέτει ότι το πρωί της Πέμπτης ο Αντύπας αναχώρησε έφιππος από το Λασποχώρι, παρέα με τον τηλεγραφητή Μιχ. Καριζώνη. Στον Πηνειό χώρισαν. Ο Καριζώνης τράβηξε για την Λάρισα και ο Αντύπας για την Ραψάνη, με σκοπό να παρακολουθήσει στο εκεί ειρηνοδικείο δίκη σχετική με τσιφλίκι της περιοχής.

 

«Το θύμα», συνεχίζει η «Θεσσαλία», «δεν είναι άγνωστον εις την κοινωνίαν και μάλιστα εις την κοινωνίαν της Λαρίσης. Ο Μαρίνος Αντύπας εγένετο γνωστός ως φυσιογνωμία ιδιόρρυθμος, κηρύσσουσα ιδέας τας οποίας τινές ηρέσκοντο να περιβάλλουσι με το όνομα του σοσιαλισμού, ένεκα των οποίων αφ’ ενός μεν ενεπλάκη εις έριδα μετά του νομάρχου Λαρίσης Χ. Νιώτη, η οποία παρ’ ολίγον να καταλήξει εις μονομαχίαν, αφ’ ετέρου δε εξετράπη εις το να ραπίση τον βουλευτήν Αγιάς κ. Αγ. Σλήμαν, τιμωρηθείς. Δια την έριδα με τον νομάρχην ο Αντύπας κατεδικάσθη ερήμην εις νέαν εικοσαήμερον κράτησιν, την παραμονήν της δολοφονίας του».

 

Ο Αντύπας, συνεχίζει η εφημερίδα, διοικούσε τα κτήματα του θείου του Γ. Σκιαδαρέση, κείμενα μεταξύ Λασποχωρίου-Πυργετού-Ραψάνης. Κατά τη διοίκησή τους προσπαθούσε να εφαρμόζει τις ιδέες, από τις οποίες «κατήχετο εμμόνως», πιστεύοντας «ότι οι χωρικοί διατελούσιν εν δουλεία ασυμβιβάστω προς τα διδάγματα και τας προόδους του αιώνος μας» και ότι πρέπει να απελευθερωθούν το ταχύτερον από «ζυγόν ηφόρητον». Τις ιδέες του αυτές προσπαθούσε να διαδίδει παντού, είτε συζητώντας «είτε ομιλών απλώς έφερε πάντοτε τον λόγον επ’ αυτών». Και «ένεκα της διηνεκούς ταύτης συναναστροφής μετά των χωρικών και της μετριοφροσύνης και μειλιχιότητός του, ήτο αγαπητός και δια τούτο μετ’ εκπλήξεως και λύπης ήκουσαν οι πάντες την τραγικήν δολοφονίαν του». Η ανταπόκριση από την Λάρισα για τον φόνο δεν φέρει υπογραφή.

 

Ανταποκρίσεις από την Λάρισα στην Θεσσαλία τις επόμενες μέρες, παρέχουν νέα στοιχεία: Από την Ραψάνη, ο Αντύπας κατέβηκε στον Πυργετό αργά το βράδυ της Πέμπτης, 8 Μαρτίου. Αναγκάστηκε να διανυκτερεύσει στον εκεί πύργο (κούλια) κονάκι των εκάστοτε τσιφλικάδων. Ιδιοκτήτες τώρα ήταν από κοινού οι Γ. Σκιαδαρέσης και Αρ. Μεταξάς από την Κεφαλονιά αμφότεροι. Το πρώτο πάτωμα ανήκε στον Μεταξά και σ’ αυτό κατοικούσε ο επιστάτης του Ι. Κυριάκος με την γυναίκα του και το παιδί τους. Το επάνω ανήκε στον Σκιαδαρέση και σ’ αυτό διέμενε ο ανιψιός του Παναγιώτης. Σε κάποιο δωμάτιο είχε αποθηκεύσει ο Γ. Σκιαδαρέσης έπιπλα που δεν χρησιμοποιούσε. Η διαρρύθμιση, όμως, του πύργου ήταν τέτοια, ώστε για να ανεβεί κανείς σ’ αυτό το δωμάτιο έπρεπε να περάσει από διάδρομο της κατοικίας του Κυριάκου.

 

Εκείνο, λοιπόν, το βράδυ στην τραπεζαρία του πύργου, έτρωγαν παρέα ο Αντύπας, ο εξάδελφός του Σκιαδαρέσης. ο Βασίλης Τσάντος, δασοφύλακας 30 χρονών από τον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου και ο αγροφύλακας Θ. Μωραΐτης. Σε κάποια στιγμή, ο Μωραΐτης εκδήλωσε επιθυμία να ξαναπάει στους μακεδονομάχους. Ο Αντύπας τον παρότρυνε:

 

- Βοηθάω και εγώ, είπε. Τις προάλλες έστειλα σε κάποιον καπετάνιο 100 δραχμές.

 

Το ποσόν φάνηκε στους άλλους μεγάλο. Το έριξαν στο αστείο. Ο Αντύπας επέμενε ότι το έστειλε και ότι έχει ευχαριστήριο γράμμα από τον καπετάνιο. Οι άλλοι ζήτησαν να δουν το γράμμα. Ο Αντύπας δεν έφερε αντίρρηση, αλλά είπε ότι το έχει στο δωμάτιο-αποθήκη και σηκώθηκε να πάει να το φέρει.

 

Τη συνέχεια την δημοσιεύει η εφημερίδα στο φύλλο της 13 Μαρτίου. Φίλος της «Θεσσαλίας» γράφει χωρίς να τον κατονομάζει, ήλθε χθες από την Λάρισα και μας είπε ότι είδε σε δωμάτιο της αστυνομίας τον Κυριάκο, ο οποίος του αφηγήθηκε τα εξής:

 

«Εκείνο το βράδυ εκοιμώμεθα όλοι, δηλαδή εγώ, η σύζυγός μου, η υπηρέτρια και το τέκνον μου εις ένα και το αυτό δωμάτιον, το οποίον ήτο αρκετά ευρύχωρον. Κατά τας ενδεκάμιση η γυναίκα μου ήκουσε να κρούουν δυνατά την θύραν του διαδρόμου. Εγώ βυθισμένος εις τον ύπνον δεν ήκουσα. Ηγέρθη, λοιπόν, μόνη της η γυναίκα μου, ήνοιξε την θύραν του δωματίου μας και ηρώτησε ποιος χτυπά.

 

- Εγώ είμαι, απήντησεν ο Αντύπας.

 

Την στιγμήν εκείνην εξύπνησα και εγώ και ηρώτησα την σύζυγόν μου τι συνέβαινε.

 

- Κτυπούν την πόρτα, μου απάντησε. Μου φαίνεται ότι είναι ο κ. Αντύπας. Να του ανοίξω;

 

- Όχι, της απαντώ, του ανοίγω εγώ.

 

Και εσηκώθηκα αμέσως, όπως ήμουνα με τα νυχτικά μου, επήγα και άνοιξα».

 

Να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη, δίχως ηλεκτροφωτισμό, η ενδέκατη νυχτερινή ώρα αποτελούσε για τα χωρία «βαθιά μεσάνυχτα». Οι κάτοικοί τους έπεφταν για ύπνο νωρίς.

 

«Μόλις ήνοιξα την θύραν», συνεχίζει ο Κυριάκος, «ευρέθην αντιμέτωπος προς τον Αντύπαν και όπισθεν αυτού είδον τον κ. Παν. Σκιαδαρέσην, έναν αγροφύλακα οπλισμένον και τον μάγειρον του Σκιαδαρέση.

 

- Τι θέλεις; ερωτώ τον Αντύπαν.

 

- Και εν τινί δικαιώματι μ’ ερωτάς τι θέλω στο σπίτι μου; με απαντά με απειλητικόν ύφος.

 

- Όρεξη για καυγάδες δεν έχω, του απαντώ και ηθέλησα να κλείσω την θύραν. Τότε εκείνος με έσπρωξε, εισήλθε βιαίως εντός του διαδρόμου του σπιτιού μου. Εγώ ηθέλησα να αντιστώ, ότε εκείνος επέπεσε κατ’ εμού και με ράπισε δις, υβρίζων με. Εν τω μεταξύ παρενέβη η γυναίκα μου, η οποία εκράτησε τον Αντύπαν λέγοντας:

 

- Προς θεού! Τι κάνετε κ. Αντύπα!

 

Εγώ έφθασα εις την θύραν του δωματίου μου. Και τότε ο Αντύπας με είπε:

 

- Θα σε σκότωνα απόψε βρε κ..., αλλά να έχης χάρι στην γυναίκα σου.

 

Εγώ τότε εθύμωσα περισσότερο και είπα εις την γυναίκα μου:

 

- Άφησέ τον αυτόν κι έλα μέσα.

 

Αλλ’ αυτός διηυθύνθη κατ’ επάνω μου, εντός του δωματίου μου. Τότε εγώ αμυνόμενος εξεκρέμασα ένα επαναληπτικό όπλο κυνηγετικό και τον πυροβόλησα, τραυματίσας αυτόν εις την κεφαλήν. Φως εις το δωμάτιον δεν υπήρχε, αλλ’ έφθανον αι αχτίνες (του κανδυλιού) του εικονίσματος του διαδρόμου. Ο Αντύπας τότε με μαχαίρι εις τας χείρας όρμησε κατ’ επάνω μου και εγώ τότε πυροβόλησα εκ δευτέρου κατ’ αυτού εξ ελαχίστης αποστάσεως, διότι είχε πλησιάσει σχεδόν εις την κάννην του όπλου. Με τον δεύτερον πυροβολισμόν εξήλθε του δωματίου τραυματισμένος και διελθών τον διάδρομον παρελήφθη από τον εξάδελφόν του και τους άλλους, εγώ δε φοβηθείς αντεκδίκησιν έκλεισα την θύραν του διαδρόμου και ηπείλησα ότι θα εφόνευα πάντα πλησιάζοντα. Την επομένην, λίαν πρωί, παρήγγειλα και ήλθον στρατιώται, εις ους και παρεδόθην»..

 

Σε ερώτηση «οι άλλοι που συνόδευαν τον Αντύπαν τι έκαμαν;» απάντησε: «Οι άλλοι καθ’ όλο το διάστημα της σκηνής ταύτης έμειναν απαθείς. Λυπούμαι διότι διέπραξα φόνον, αλλά διέπραξα τούτον εν αμύνη». Και η εφημερίδα προσθέτει: «Και ταύτα μεν λέγει ο φονεύς. Ίδωμεν τώρα τι θα είπη και ο κ. Σκιαδαρέσης, μετά του οποίου θα λάβη συνέντευξιν ο εν Λαρίση ανταποκριτής μας».         

 

Ο ανταποκριτής δεν κατονομάζεται. Υπογράφει με το ψευδώνυμο «Πελασγός». Πήγε όμως και συνάντησε τον νεαρό Σκιαδαρέση. Τον βρήκε με τον θείο του Γ. Σκιαδαρέση, ο οποίος ήταν θείος και του Αντύπα. Ο Γ. Σκιαδαρέσης είχε καταπλεύσει το πρωί του Σαββάτου στον Βόλο, αγνοώντας τον φόνο του ανεψιού του. Τον έμαθε στον Βόλο από φιλικό του πρόσωπο και αναχώρησε αμέσως για την Λάρισα. Ρώτησε λοιπόν τον νεαρό Σκιαδαρέση ο ανταποκριτής σχετικά, αλλά, όπως γράφει η εφημερίδα, «ο κ. Π. Σκιαδαρέσης ηρνήθη να χορήγηση πληροφορίας, διότι δεν τω επέτρεψεν ο θείος του, επί τω λόγω ότι αι συνεντεύξεις δημοσιευόμενοι δύνανται να παραβλάψωσι το έργον της δικαιοσύνης».

 

Δυο μέρες νωρίτερα, στις 11 Μαρτίου 1907, δημοσιεύεται στην αθηναϊκή εφημερίδα «Άστυ» η κατωτέρω συνέντευξη του νεαρού Σκιαδαρέση: «Εκαθήμεθα εις το κάτω πάτωμα της οικίας μας και ετρώγαμεν, ότε περί την ενδεκάτην ο Αντύπας εγερθείς μετέβη όπως παραλάβη εκ του δωματίου επιστολήν τίνα, πλην εύρε την θύραν του διαδρόμου κλειστήν και έκρουσεν όπως του ανοίξουν. Ο εντός κοιμώμενος Ι. Κυριάκος εγερθείς του ύπνου, ηρνήθη να ανοίξη. Είτα, όμως, ανοίξας είπεν εις τον Αντύπαν ότι ουδέν δικαίωμα έχει να ανέλθη εις την οικίαν του. Εκ τούτου προυκλήθη φιλονικεία και αντηλλάγησαν βαρείαι φράσεις, μεθ’ ας ο Κυριάκος λαμβάνει όπλον δι’ ου πυροβολεί και χτυπά τον Αντύπαν ελαφρώς εις την κεφαλήν ότε όμως ούτος έφευγεν, εδέχθη δεύτερον πυροβολισμόν, δια δικάννου όπλου ας την οσφυακήν χώραν και πίπτει εις τας αγκάλας μου. Μετά μίαν ώραν εξέπνευσεν».

 

Ο Ι. Κυριάκος είχε πει, επί πλέον, στον φίλο της «Θεσσαλίας», ότι ο Γεώργιος Σκιαδαρέσης αγόρασε λίγα μερίδια από το τσιφλίκι του Πυργετού και ανέθεσε την διαχείρισή τους στον ανεψιό του Μαρίνο. Ο ίδιος διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Μαρίνο και «πολλάκις τον επεριποιήθη» στο σπίτι του. Πριν από λίγο χρόνο ο Αντύπας είχε παρατηρήσει αυστηρά τον Κυριάκο ότι υποστήριζε τα συμφέροντα του άλλου τσιφλικά Αρ. Μεταξά. «Αλλά», πρόσθεσε ο Κυριάκος, «απέδειξα ότι δεν είχε δίκαιο ο Αντύπας».

 

Στις 15 Μαρτίου η «Θεσσαλία» επανέρχεται και γράφει: «Η συγκίνησις και το ενδιαφέρον του κοινού εισίν μεγαλύτερα, διότι ακόμα δεν εξηκριβώθη υπό ποίας περιστάσεις διεπράχθη το έγκλημα. Εν μόνον είναι βέβαιον: ότι δεν έλαβε χώραν δολοφονία, όπως υπετέθη, αλλ’ ότι ο Αντύπας εφονεύθη κατόπιν σφοδράς λογομαχίας μετά του Κυριάκου. Οι χωρικοί, όταν έμαθον τον φόνον του Αντύπα, περιεκύκλωσαν την επιστασίαν και θα επιτίθεντο κατ’ αυτής όπως κακοποιήσωσι τον φονέα, εάν δεν επενέβαινεν ο εξάδελφός του Παν. Σκιαδαρέσης να καθησυχάση αυτούς και ούτω απεσόβησε την μελετωμένην αντεκδίκησιν. Ο φονεύς Ι. Κυριάκος είναι ησύχου χαρακτήρος και ουδόλως ευερέθιστος, δια να προβή εις το έγκλημα, πιθανώς να υβρίσθη βαναύσως, ίσως και να ευρέθη εν αμύνη».

 

Κάποιος μη κατονομαζόμενος συνομιλητής του ανταποκριτού της «Θεσσαλίας» στην Λάρισα περιγραφεί στις 11 Μαρτίου ως εξής τον φονέα: «Ο Ι. Κυριάκος, πρέπει να σημειώσητε, είναι ησυχοτάτου χαρακτήρος άνθρωπος, ως βεβαιούν όλοι οι γνωρίζοντες αυτόν, και μολονότι διηύθυνεν επί τόσα έτη το δυσκολότερον των κτημάτων, υπό έποψιν σχέσεων μετά των γεωργών, εν τούτοις ουδέποτε διεπληκτίσθη με κανέναν». Και προσθέτει: ο Κυριάκος είχε ειδοποιήσει τον Μεταξά ότι μετά τον αλωνισμό θα έφευγε, επειδή οι σχέσεις του τσιφλικά αυτού με τους κολλίγους του είχαν εκτραχυνθεί. Ο Αντύπας αντιθέτως είχε ειπεί σε γνωστούς του ότι ο Κυριάκος κατάκλεβε τον Μεταξά, όπως άλλωστε έκαναν όλοι οι επιστάτες τσιφλικιών.

 

Από όσα λοιπόν ισχυρίζεται ο δολοφόνος και γράφει η εφημερίδα, ο Αντύπας μάλλον έβρισε και απείλησε τον Ι. Κυριάκο μπροστά στη γυναίκα του και μέσα στην κατοικία του.

 

Το πτώμα του Αντύπα μεταφέρθηκε στην Λάρισα για νεκροψία. Η «Θεσσαλία» την δημοσιεύει στις 12 Μαρτίου: «Το πτώμα φέρει δύο τραύματα δι’ όπλου. Το εν επί του μετώπου και το δεύτερον εις την οσφυακήν χώραν. Τούτο είναι μεγάλων διαστάσεων και εξ αυτού αποδεικνύεται ότι ο φονευθείς εβλήθη δια δικάννου όπλου εκ μικράς αποστάσεως». Το δεύτερο τραύμα υπήρξε το θανατηφόρο. Από τη νεκροψία προκύπτει ότι ο Αντύπας, μετά τον πρώτο πυροβολισμό, γύρισε να φύγει και τότε πυροβολήθηκε εκ των όπισθεν.

 

Η κηδεία του Αντύπα έγινε στον μητροπολιτικό ναό Λαρίσης. Την παρακολούθησε πλήθος κόσμου, με κυρίαρχο στοιχείο τους επιστήμονες. Η κοινωνία της Λαρίσης, στην γενική της έκφραση, ήταν και τότε προοδευτική. Επικήδειους εκφώνησαν: ο γιατρός Γ. Καραπαναγιώτης, από μέρους του αγροτικού κινήματος της περιοχής, ο δημοσιογράφος Αδαμάντιος Νικολαΐδης, αντιπρόεδρος της Βουλής κατόπιν, και ο Τιμολέων Λαζόπουλος, δικηγόρος και φίλος του Αντύπα. Το πτώμα μεταφέρθηκε και ενταφιάσθηκε στο Λασποχώρι.

 

Στις 17 Δεκεμβρίου 1907 άρχισε στο Κακουργιοδικείο Λαρίσης η δίκη για τον φόνο του Αντύπα. Πρόεδρος ο εφέτης Κόκορης και μέλη ο δικαστής Βασιλειάδης και ο δικηγόρος Ζάχος. Εισαγγελέας ο των Εφετών Πρωτοπαπάς. Συνήγοροι υπερασπίσεως του κατηγορουμένου οι Ι. Γκέκας και Κ. Σαπουντζάκης και πολιτικής αγωγής οι Ι. Φίλιος, Θ. Ιατρόπουλος και Τ. Λαζόπουλος. Ένορκοι κληρώθηκαν: Αν. Καραγεώργος, Λημ. Πιπινόπουλος, Γεώργ. Μαρκατάς, Θεόδ. Θεοδώρου, Ν. Χρηστίδης, Γ. Καρακίτσιος, Π. Κολτσιδόπουλος, Δ.Ιωάννου, Ι. Κυριάκου, Γ. Πρωτοσύγγελος, Αλκ. Χατζηνικολάου και Ι.Τριαντάφυλλου.

 

Ο γραμματέας διάβασε το βούλευμα. Δημοσιεύεται ολόκληρο στην «Θεσσαλία» της 18ης Νοεμβρίου. Σε αυτό αναφέρεται το ιστορικό όπως το είχε περιγράψει ο Κυριάκος στην εφημερίδα, αλλά σε συντομία και με μια διαφορά: Μετά τον πρώτο πυροβολισμό ο Αντύπας γύρισε να φύγει και τότε ο δράστης τον πυροβόλησε εκ των όπισθεν.

 

Ο εισαγγελέας διάβασε κατόπιν το εξής κατηγορητήριο: «Κατηγορώ τον Ιωάννη Κυριάκο ως υπαίτιον ότι την νύκτα της 8 προς 9 Μαρτίου 1907 εν Πυργετώ, απρομελετήτως και εκ βρασμού ψυχικής ορμής, δια πυροβόλου όπλου, επαναληπτικού κυνηγετικού, πλήρους πυρίτιδος, δις πυροβολήσας εξ εγγυτάτης αποστάσεως, εξετέλεσεν ανθρωποκτονίαν κατά του Μαρίνου Αντύπα, πλήξας αυτόν κατά την αριστεράν ωμοπλάτην και την μετωπιχήν χώραν». Οσφυακή χώρα γράφει η νεκροψία, ωμοπλάτη λέγει ο εισαγγελεύς.

 

Πρώτοι καλούνται οι μάρτυρες Παν. Σκιαδαρέσης και Θ. Μωραΐτης. Απουσιάζουν και οι δυο στο εξωτερικό. Κατόπιν καλείται ο Β. Τσάντος, ο τέταρτος της παρέας στον πύργο, της βραδιάς του φόνου. Περιγράφει την συζήτησή τους για την προσφορά των 100 δραχμών του Αντύπα στους Μακεδονομάχους. «Ημείς», λέγει ο μάρτυρας, «δεν επιστεύσαμεν και ο Αντύπας εσηκώθη να πηγαίνη επάνω να φέρη την επιστολήν. Ημείς εμείναμε εκεί εις την τραπεζαρίαν. Ακούσαμε να χτυπά την πόρτα, κατόπιν κάτι ομιλίας και μετά ακούσαμε την γυναίκα του Κυριάκου να φωνάζη «προς θεού κ. Παναγιώτη Σκιαδαρέση». Ο Σκιαδαρέσης εσηκώθηκεν τότε και επήγε. Ημείς εμείναμε μέσα εις την αρχήν. Σε λίγο ακούσαμε δύο πυροβολισμούς, όταν δε εβγήκα μαζί με τον Μωραΐτην είδα τον Σκιαδαρέσην εις την πόρταν, κατόπιν είδα τον Μαρίνον να κρατά την πληγήν του.

 

Πρόεδρος: Τι έλεγε τότε;

 

Μάρτυρας: Τίποτε μόνον τον γιατρόν εζήτησε.

 

Εισαγ.: Ο φονευθείς είχε όπλα;

 

Μάρτ.: Πάντοτε οπλισμένος ήτο.

 

Εισαγ.: Όχι πάντοτε.

 

Μάρτ.: Το περίστροφό του το είχε αφήσει εις το τραπέζι, αλλά είχε κάμα μαζί του.

 

Εισαγ.: Πόσον απέχει η θύρα που χτύπησε ο Αντύπας από την τραπεζαρία;

 

Μάρ.: Δυόμιση βήματα απέχει η μια πόρτα από την άλλη.

 

Πρόεδρος: Γνωρίζεις αν ο κατηγορούμενος απειλούσε τον φονευθέντα;

 

Μάρτ.: Όχι.

 

Φίλιος (πολιτική αγωγή): Ηγαπάτο ο Αντύπας από τους χωρικούς;

 

Μάρ.: Μάλιστα, διότι έκαμεν ευκολίας.

 

Φιλ.: Ο κατηγορούμενος έκαμεν ευκολίας;

 

Μάρ.: Δεν είχε κανέν δικαίωμα.

 

Φιλ.: Ο κ. Μεταξάς έκαμεν ευκολίας;

 

Μάρ.: Όχι. Οι χωρικοί τον εμίσουν.

 

Φιλ.: Εβλάπτετο ο Μεταξάς από τας ευκολίας που έδιδεν ο Αντύπας;

 

Μάρ.: Ό,τι βλάβην είχε ο Μεταξάς, είχε και ο Σκιαδαρέσης.

 

Συν.: Πόσες φορές ξανακοιμήθηκε στον πύργο ο Αντύπας;

 

Μάρ.: Μόνο μία. Αυτή θα ήταν η δεύτερη.

 

Ιατρόπουλος (πολιτικής αγωγής): Εγνώριζες τον Αντύπα;

 

Μάρ.: Μάλιστα.

 

Ιατρ.: Σου είπε για τον Κυριάκο ότι τον φοβάται;

 

Μάρ.: Όχι, ποτέ.

 

Βασιλειάδης (δικαστή;): Έναν Γιαταγάνα τον γνωρίζεις;

 

Μάρ.: Μάλιστα. Ο Γιαταγάνας έλεγε στον Αντύπα ότι ο Μεταξάς του πρόσφερε 10.000 δραχμές για να τον σκοτώσει. Ο θείος του Αντύπα, ο Γ. Σκιαδαρέσης, παίρνοντας αφορμή από κάποιες απειλητικές επιστολές που του έστειλαν, έγραφε στον Αντύπα να φυλάγεται και να προσέχη».

 

Το μεσημέρι το δικαστήριο απεσύρθη σε διάσκεψη και αποφάσισε να αναβληθεί η δίκη, για να προσέλθουν οι δυο βασικοί αυτόπτες μάρτυρες Π. Σκιαδαρέσης και Θ. Μωραΐτης.

 

Στις 19 Μαΐου 1908, στις 8 1/2 το πρωί, ξανάρχισε, για τέταρτη φορά στο Κακουργιοδικείο Λαρίσης, η δίκη για την δολοφονία του Αντύπα. Είχαν προηγηθεί τρεις αναβολές της, επειδή δεν προσήλθε σε καμιά ο Παν. Σκιαδαρέσης. Ούτε και τώρα ήταν παρών. Η πολιτική αγωγή υπέβαλε αίτηση να αναβληθεί και πάλι η δίκη. Ο εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψή της, με το αιτιολογικό ότι ο μάρτυρας αυτός απουσιάζει συστηματικά στο εξωτερικό και η δίκη δεν είναι δυνατό να αναβάλλεται συνεχώς. Υπάρχει άλλωστε, είπε, η κατάθεσή του. Το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για αναβολή και άρχισε η δίκη με νέα σύνθεση δικαστών και ενόρκων. Τα ονόματά τους δεν τα γράφει η «Θεσσαλία».

 

Στο δικαστήριο διαβάσθηκε η κατάθεση του Παν. Σκιαδαρέση, αλλά ούτε αυτήν την γράφει η εφημερίδα. Πρέπει όμως να ήταν σύμφωνη με την συνέντευξή του στην αθηναϊκή εφημερίδα «Άστυ». Εξετάσθηκε κατόπιν ο αυτόπτης μάρτυρας Β. Τσάντος. Επανέλαβε όσα είπε στην πρώτη δίκη, δηλ. ότι «δεν είδε και δεν άκουσε περισσότερα». Άλλοι πέντε μάρτυρες κατηγορίας δεν διαφώτισαν το δικαστήριο στο ερώτημα αν ο δράστης ενήργησε «εν αμύνη ή εκ προθέσεως», γιατί, όπως έλεγαν, δεν ήταν παρόντες. Ο Γεώργιος Σκιαδαρέσης «εξετασθείς», γράφει η «Θεσσαλία», «επί πολύ κατέθεσεν ότι εκ πολλών περιστατικών συνάγει το συμπέρασμα ότι ο φόνος του Αντύπα ήταν προμελετημένος».

 

Χωρίς τους βασικούς και μοναδικούς αυτόπτες μάρτυρες κατηγορίας Σκιαδαρέση και Μωραϊτη, όπως ήταν επόμενο, εξασθένιζε το κατηγορητήριο. Και ευκόλυνε να παρελάσουν από το δικαστήριο τριάντα μάρτυρες υπερασπίσεως και να καταθέτουν ότι δήθεν ο δράστης είναι φιλήσυχος, το θύμα ζωηρό και τέτοια. Η δίκη συνεχιζόταν δυο μέρες, με διακοπές και επεισόδια, τα οποία δυστυχώς, δεν γράφει η «Θεσσαλία». Ο τελευταίος συνήγορος του κατηγορουμένου Γκέκας, τελείωσε στις 2 το πρωί. Μετά μια ώρα ο προϊστάμενος των ενόρκων Τσαπραλής διάβασε την ετυμηγορία τους. Σύμφωνα μ’ αυτήν οι ένορκοι «παρεδέχθησαν πλήρη σύγχυσιν δια τον κατηγορούμενον». Ο κατηγορούμενος δεν κατάλαβε τι σημαίνει αυτό και τα έχει χαμένα. Τον συνέφερε ο πρόεδρος του δικαστηρίου Οικονομίδης «Είσαι ελεύθερος του είπε». Και η «Θεσσαλία» κλείνει την ανταπόκρισή της: «Πολλοί εκ των συμπολιτών παρηκολούθησαν μετ’ ενδιαφέροντος την δίκην μέχρι τέλους. Η απόφασις εσχολιάσθη, - όπως πάντοτε – κατ’ άλλους μεν ευνοΐκώς κατ’ άλλους δε αντιθέτως».

 

Άσχετα από την απόφαση του δικαστηρίου, μια κοινωνική μερίδα εξακολουθεί και τώρα να πιστεύει ότι ο Αντύπας υπήρξε θύμα τσιφλικάδων. Αλλά γεννάται το ερώτημα: Ποιων τσιφλικάδων; Την περίοδο εκείνη είχαν αποσυρθεί από τα τσιφλίκια τους όλοι σχεδόν οι «κεφαλαιούχοι τσιφλικάδες εκ περιστάσεως». Ειδικότερα στον Νομό Λαρίσης ο Ζάππας, ο Στεφάνοβικ, η χήρα Ζαρίφη με περισσότερα από μισό εκατομμύριο στρέμματα, τα είχαν μεταβιβάσει στο δημόσιο. Ο Αβέρωφ δώρισε 2.000 στην Γεωργική Σχολή. Ο Χαροκόπος επεδίωκε να πωλήσει δικά του στους κολλίγους του, αλλά η κυβέρνηση δεν τους δανειοδοτούσε. Όπως γράφει και ο Βεργόπουλος, οι τσιφλικούχοι, την περίοδο εκείνη, τηρούσαν «μια ευέλικτη διαπραγματευτική στάση»... Και αυτό γιατί εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους να πωλήσουν χωράφια και να επενδύσουν αποδοτικότερα αλλού.

 

Στην πραγματικότητα, εκείνη την περίοδο στην Θεσσαλία, είχαν απομείνει οι τοπικοί τσιφλικάδες, όπως στην περιοχή Βόλου οι Καρτάλης, Κασαβέτης, Τοπάλης, Τσοποτός, Τσιμπούκης κλπ., Τρικάλων οι Χατζηγάκης, Μπασδέκης, Βλιτσάκης, Γιαννούσης, Καρδίτσης ο Τερτίπης και άλλοι. Μαζί μ’ αυτούς τους ντόπιους είχαν απομείνει και μερικοί ξένοι, όπως οι Σκιαδαρέσης και Μεταξάς, στην έξοδο των Τεμπών, εκεί όπου δολοφονήθηκε και ο Αντύπας. Σκιαδαρέσης και Μεταξάς ήταν γείτονες. Και όπου γης οι γείτονες γαιοκτήτες βρίσκονται σε προστριβές, από το «ποιος θα μετατοπίσει τον φράχτη του στην γη του άλλου». Λοιπόν οι σχέσεις στα δυο τσιφλίκια δεν ήταν διόλου καλές. Και «άγνωστοι» είχαν τραυματίσει τον προηγούμενο από τον Αντύπα επιστάτη του Σκιαδαρέση.

 

Ο Σκιαδαρέσης, κατά τον Τριανταφυλλίδη, συμπεριφέρεται «ευγενικά» προς τους κολλίγους του, το ίδιο και περισσότερο και ο Αντύπας. Παραδειγματίζονται από αυτά οι κολλίγοι του Μεταξά και διεκδικούν και αυτοί ανάλογη μεταχείριση. Επόμενο είναι ο Μεταξάς να θεωρεί πηγή της αναταραχής στο τσιφλίκι του τον Σκιαδαρέοτη και πολύ περισσότερο τον «αναρχικό» και παρόντα Αντύπα. Αυτόν οπωσδήποτε θα θεωρούσε υποκινητή τους. Υπήρχε όμως και άλλος λόγος. Του Μεταξά, μετά την εξαγορά του μεριδίου του Χαλκιόπουλου του άνοιξε η όρεξη, φαίνεται, να αποκτήσει και εκείνο του Σκιαδαρέση. Αλλά ο Σκιαδαρέσης δεν του το πωλούσε και ίσως να προτιμούσε να το μεταβιβάσει στους κολλίγους του, αν η κυβέρνηση τους δανειοδοτούσε. Πιθανόν να έκανε και σχετικές διαπραγματεύσεις με τους κολλίγους ο Αντύπας. Συνεπώς και για την περίπτωση αυτή ο Μεταξάς θα θεωρούσε υπαίτιο τον Αντύπα. Στην περιοχή λοιπόν εκείνη υπήρχε μια εστία αναταραχής, διαρκής μάλιστα, όπως φανερώνει η ακόλουθη ανταπόκριση από την Λάρισα στην «Θεσσαλία» της 13ης Μαρτίου 1907, δηλαδή λίγες μέρες μετά την δολοφονία του Αντύπα:

 

«Ένεκεν», γράφει η ανταπόκριση, «κτηματικών διαφορών μεταξύ Σκιαδαρέση και Μεταξά, ο Αντύπας μετά του Κυριάκου ευρίσκοντο εις διαρκείς διενέξεις, υποστηρίζοντες έκαστος τα συμφέροντα εκείνων τους οποίους αντεπροσώπευον. Ο Αντύπας, κατά τινας διαδόσεις. εδημιούργει καθ’ εκάστην ζητήματα δια τον Μεταξάν, ο δε προκάτοχος του Κυριάκου, Αναστασάκος, ένεκα του λόγου τούτου και διότι δεν ηδύνατο να ερίζη καθ’ εκάστην, ηναγκάσθη να παραιτηθή της θέσεως του επιστάτου. Κατ’ άλλην διάδοσιν, ο θείος του Αντύπα κ. Σκιαδαρέσης λέγεται ότι έγραψε προς αυτόν προ ημερών επιστολήν, δι’ ης συνίστα να απομακρυνθή, διότι η ζωή του διέτρεχε κίνδυνον, αλλά και αυτή η διάδοσις δεν επιβεβαιούται. Το βέβαιον είναι ότι ο αείμνηστος νεκρός πίπτει θύμα των επικρατουσών σχέσεων μεταξύ ιδιοκτητών και καλλιεργητών, αίτινες επέφεραν άλλοτε και τον σοβαρόν τραυματισμόν του μακαρίτου γεωπόνου Γρηγοριάδου».

 

Εάν λοιπόν υπήρχε τσιφλικάς ή τσιφλικάδες που ήθελαν να «βγει από την μέση ο Αντύπας», η αναζήτησή τους πρέπει να στραφεί στην πέραν των Τεμπών περιοχή. Η τραγωδία του Μαρίνου εκτυλίχθηκε στην Θεσσαλία, με πρωταγωνιστές όμως τρεις Κεφαλλονίτες και έναν Αιτωλό. Ρόλο σ’ αυτήν δεν είχε κανένας Θεσσαλός.

 

Ο Αντύπας αποκαλούσε τον εαυτό του επαναστάτη και εκήρυττε επανάσταση εναντίον παντός κατεστημένου. Ξεκινώντας μερικοί από αυτό θεωρούν ότι ο Αντύπας στην Θεσσαλία κήρυττε επανάσταση και παρότρυνε τους κολλίγους σε κατάληψη τσιφλικιών και σε παρεμφερείς μορφές πάλης. Δεν έχουν έτσι όμως τα πράγματα. Ο Αντύπας στο «Πρόγραμμά μας», που δημοσίευσε στην εφημερίδα του «Ανάστασις», στις 23 Απριλίου 1905, γράφει μεταξύ άλλων: «διανομή των εδαφών της Θεσσαλίας και όλης της Ελλάδος, που ανήκουν είτε στο δημόσιο είτε στους τσιφλικούχους, στους εργατικούς πληθυσμούς με αποζημίωση του δημοσίου και των τσιφλικούχων με δόσεις. στις οποίες αυτοί να μπορούν να ανταποκρίνονται. Διανομή των περιουσιών των Μονών στους εργατικούς πληθυσμούς των μερών στα οποία ανήκουν αυτές».

 

Δεν παρότρυνε λοιπόν ο Αντύπας σε καταλήψεις, ούτε σε αφηρημένα ξεσηκώματα εναντίον τσιφλικούχων. Πίστευε σε μεταρρυθμίσεις του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, με διανομή των τσιφλικιών και με αποζημίωση των τσιφλικούχων. Αποδεχόταν και αυτός τις μεταρρυθμιστικές απόψεις που διακήρυττε το αγροτικό κίνημα της Θεσσαλίας από την δεκαετία του 1880 και τις οποίες επιχείρησε να πραγματοποιήσει ο Δηλιγιάννης το 1895, με τα πέντε νομοσχέδιά του. Συνεπώς ο Αντύπας δεν πρόσθεσε τίποτα καινούργιο στο ιδεολογικό περιεχόμενο του αγροτικού κινήματος της Θεσσαλίας, ενώ αποδέχθηκε και ο ίδιος το περιεχόμενο που είχε διαμορφωθεί από τους Θεσσαλούς μέσα από τους προηγούμενους αγώνες τους. Αλλά όπως και αν ερμηνευθούν τα γεγονότα, όπως και αν έγιναν αυτά, ένα παραμένει: Ο Μαρίνος Αντύπας έχυσε το αίμα του στην Θεσσαλία, ετάφη σ' αυτήν και οι Θεσσαλοί τιμούν την μνήμη του.

 

* Απόσπασμα από το βιβλίο του Λάζαρου Αρσενίου «Το έπος των Θεσσαλών αγροτών και οι εξεγέρσεις τους».