Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ (1)  — Ρώσος αναρχικός και γεωγράφος, γεννηθείς εν Μόσχα το 1842 και αποθανών εν τη αυτή πόλει τω 1921. Μέλος ευγενούς οικογενείας, της οποίας η γενεαλογία συνεδέετο προς τον βασιλικόν οίκον των Ρούρικ (2), ο Κροπότκιν εις ηλικίαν δεκαπέντε ετών εγένετο δεκτός εις το σώμα των ακολούθων του αυτοκράτορος και μετ’ ολίγον εισήχθη εις την στρατιωτικήν σχολήν, εις την οποίαν εφοίτησε μέχρι του 1861. Αντί να δεχθή βαθμόν τίνα εις την ανακτορικήν φρουράν, όπως εδικαιούτο, λόγω της καταγωγής του, επροτίμησε να σταλή εις το σώμα των κοζάκων του Αμούρ, ως στρατιωτικός βοηθός του κυβερνήτου της Τρανσβαϊκαλίας. Η πρώτη του εργασία υπήρξε μια οικονομική και γεωργική περιγραφή της περιοχής ταύτης, η οποία έως τότε ήτο ελάχιστα γνωστή. Κατόπιν συνέταξεν έκθεσιν επί της καταστάσεως των φυλακών και της ζωής των καταδεδικασμένων εις καταναγκαστικά έργα, εν τη περιοχή του Νερτσίνσκ, και προέτεινε τας δυνατάς μεταρρυθμίσεις δια την βελτίωσιν της ζωής των καταδίκων. Η έκθεσις αύτη δεν εδημοσιεύθη τότε, αλλ’ επροξένησε βαθείαν αίσθησιν εις τον τσάρον, ο οποίος εξωργίσθη με τας εν ονόματί του τελουμένας φρικαλεότητας και υπεσχέθη να θέση τέρμα εις την κατάστασιν ταύτην. Αλλ’ η υπόσχεσις ελησμονήθη πολύ ταχέως. Εντός ολίγου, με τον θρίαμβον της αντιδράσεως, κατά το 1862, εξηφανίσθησαν και τα τελευταία ίχνη των μεταρρυθμίσεων του Αλεξάνδρου του Β'. Ο νεανικός ενθουσιασμός του Κροπότκιν μετεβλήθη εις οδυνηρόν σκεπτικισμόν, εξη-κολούθησε την προσπάθειάν του, προς διοικητικήν οργάνωσιν της Σιβηρίας, αλλ’ έπαυσε να πιστεύη ότι ήτο δυνατόν να επέλθη βελτίωσίς τις δι’ εκθέσεων και υπομνημάτων, τα οποία απήρεσκον εις τους κρατούντας.
Κατά το 1863, μετά την εξέγερσιν της Πολωνίας, κάθε ελπίς περί μεταρρυθμίσεων εσβέσθη. Ο Κροπότκιν, απεσπασμένος εις την κυβέρνησιν της ανατολικής Σιβηρίας, αφωσιώθη εξ ολοκλήρου εις επιστημονικάς εργασίας και εις σειράν εξερευνήσεων, αι οποίαι διήρκεσαν επί τριετίαν, περιηγήθη την Μαντζουρίαν και τας όχθας του Ουσσούρι, ανεκάλυψε την οδόν του Κίνγκαν και του Μέργκεν, εις την οποίαν δεν είχον πατήσει ευρωπαίοι από του ΙΖ' αιώνος, μετέσχε της πρώτης εξευρευνητικής αποστολής η οποία ανήλθεν εις το Σουνγκάρι, διέτρεξε το οροπέδιον του Όκα και, τέλος, εύρε την επί πολύ αναζητουμένην διάβασιν, ή οποία οδηγεί από τα χρυσωρυχεία του Λένα μέχρι της Τρανσβαϊκαλίας.
Όταν επανήλθε, κατά το 1867, εις Πετρούπολιν, δια να παρακολουθήση μαθήματα εν τω πανεπιστημίω, ήτο ήδη δημοφιλής λόγω των κινδύνων τους οποίους είχε διατρέξει και των επιστημονικών πορισμάτων των ταξιδίων του. Εδημοσίευσε τότε γενικόν κατάλογον όλων των γεωγραφικών σημείων των οποίων είχε υπολογίσει το ύψος, εις τα Petermann’s, και την Περίληψιν της ορεογραφίας της Σιβηρίας, η οποία είναι το κυριώτερον γεωγραφικόν έργον του. Τω 1871 απεστάλη εις Φινλανδίαν, όπου εμελέτησε τα εδάφη της περιόδου των παγετώνων. Αι σχετικαί παρατηρήσεις του απετέλεσαν το υλικόν ενός έργου του, του οποίου ο πρώτος μόνον τόμος εδημοσιεύθη εις τα Χρονικά της Γεωγραφικής εταιρίας, ενώ ο δεύτερος, απομείνας εν χειρογράφω, έπεσε βραδύτερον εις χείρας της ρωσικής αστυνομίας.


Μετά την ολοκληρωτικήν αποτυχίαν του φιλελευθέρου κινήματος, ο Κροπότκιν εσχημάτισε την γνώμην ότι, αν ποτέ έμελλε ν’ απαλλαγή η ρωσική κοινωνία του μισητού απολυταρχισμού, τούτο δεν θα επετυγχάνετο δι’ αυτοκρατορικών διαταγμάτων, αλλά δια της οργανωμένης (3) βουλήσεως του λαού. Πεπεισμένος περί
της ανάγκης μιας ε κ τ ω ν κ α τ ω (4) προερχομένης κοινωνικής επαναστάσεως, εγκατέλειψε μετά περιφρονήσεως τον κόσμον των ευγενών και της αυλής, τα ήθη του οποίου επλήρουν αηδίας και αγανακτήσεως το φιλοσοφημένον πνεύμα του, και απεφάσισε να ζήση εν μέσω των εργατών και των αγροτών. Εις εν ταξίδιον ανά το Βέλγιον και την Ελβετίαν, το οποίον επεχείρησε κατά το 1872, συνεδέθη με τα μέλη της εκπνεούσης πλέον Πρώτης Διεθνούς, εν οις συγκατελέγοντο και πολλοί συμπατριώται του, καταδικασμένοι εις υπερορίαν λόγω των πεποιθήσεών των. Όταν επανήλθεν εις Ρωσίαν, εγένετο μέλος της μυστικής οργανώσεως των Τσαϊκόφσκι, νέων της αστικής τάξεως, και της αριστοκρατίας, οι οποίοι επεδίωκον να οργανώσουν μαθήματα στοιχειώδους εκπαιδεύσεως εις βιομηχανικάς περιφερείας και εις τους αγρούς, και να εισαγάγουν τας επαναστατικάς και φιλελευθέρας ιδέας εις τους αμόρφωτους πληθυσμούς, δια μαθημάτων αναγνώσεως, γραφής και στοιχειώδους ιστορίας. Μεταμφιεστείς εις περιοδεύοντα ζωγράφον υπό το ψευδώνυμον Μποροντίν, ο Κροπότκιν επεδόθη μετά ζέσεως εις την μόρφωσιν των αγροτών. Διωργάνωνε διαλέξεις, εις τας οποίας δεν εφείδετο καθόλου του τσαρικού καθεστώτος, περιώδευε μεταξύ του πτωχού πληθυσμού, απεκάλυπτε την ανηθικότητα του φεουδαρχικού καθεστώτος, και εκήρυσσε την συνάδελφωσιν των καταπιεζομένων.


Καταγγελθείς εις την Αστυνομίαν, συνελήφθη κατά τας αρχάς του 1874 και ενεκλείσθη εις το φρούριον Πέτρου και Παύλου εν Πετρουπόλει. Εδώ, επί τρία περίπου έτη, εντός υγρού και σκοτεινού κελλίου, χωρίς επαρκή τροφήν, χωρίς βιβλία, χωρίς επικοινωνίαν με τους συγγενείς και τους φίλους του, ματαίως ανέμενε να δικασθή. Όταν πλέον εκλονίσθη σημαντικώς η υγεία του, μετεφέρθη εις το στρατιωτικόν νοσοκομείον – οπόθεν κατώρθωσε να δραπετεύση, κατ’ Ιούλιον του 1876.


Κατέφυγεν αμέσως εις Αγγλίαν, και το επόμενον έτος εγκατεστάθη εν Ελβετία, όπου εισήλθεν εις την Ομοσπονδίαν του Ιούρα — αναρχικήν ομάδα, αποσπασθείσαν της Πρώτης Διεθνούς — και ίδρυσε την εφημερίδα Ο επαναστάτης (Le Revolte). Απελαθείς εξ Ελβετίας τον Σεπτέμβριον του 1881, απαιτήσει της ρωσικής κυβερνήσεως, κατέφυγεν εις Τονόν και εκείθεν εις Αγγλίαν, όπου δια σειράν βιβλίων και διαλέξεων προσεπάθησε να προκαλέση ζύμωσιν εναντίον των ωμοτήτων αι οποίαι διεπράττοντο υπό του αυτοκράτορας Αλεξάνδρου του Γ' εις βάρος των πολιτικών καταδίκων. Επανελθών εις Τονόν τω 1882 συνελήφθη μετ’ ολίγον ως συνένοχος της τρομοκρατικής αποπείρας η οποία είχε λάβει χώραν εν Λυών, εδικάσθη μετά 59 άλλων και κατεδικάσθη εις πενταετή φυλάκισιν, μολονότι ήτο αθώος. Εγκλεισθείς εις τας φυλακάς του Κλαιρβώ, ημνηστεύδη μετά τριετίαν (1886), κατόπιν ενεργού επεμβάσεως υπέρ αυτού των επιστημόνων της Γαλλίας και Αγγλίας (5).


Μετά την απελευθέρωσίν του ο Κροπότκιν απεσύρθη εις το Λονδίνον, όπου έζησε μέχρι του 1917 (6). Τον Ιούνιον του 1917 επανήλθεν εις Ρωσίαν και λόγω των αναρχικών του αντιλήψεων επέκρινε το σοβιετικόν καθεστώς, (διότι) * διετήρει τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε κράτους την βίαν δηλαδή και τον καταναγκασμόν. Απέθανεν εν Μόσχα την 8ην Φεβρουαρίου του 1921, κατόπιν μακράς ασθενείας. [*]  Ο Κροπότκιν εδημοσίευσε ταξιδιωτικάς περιγραφάς και γεωγραφικάς εργασίας, συγγράμματα φιλοσοφίας του δικαίου και κοινωνικής και πολιτικής οικονομίας, καθώς και την αυτοβιογραφίαν του, η οποία κρίνεται ως εν εκ των αριστουργημάτων του λογοτεχνικού τούτου είδους. Εις το βιβλίων τούτο, λέγει ο δανός κριτικός G. Brandes, προλογίζων την γαλλικήν έκδοσιν του έργου, φροντίζει περισσότερον να μας δώση την ψυχολογίαν των συγχρόνων του παρά την ιδικήν του. Δια τούτο ευρίσκει ο αναγνώστης εις αυτό την ψυχολογίαν της Ρωσίας της επισήμου Ρωσίας και των λαϊκών μαζών, της Ρωσίας η οποία μάχεται δια την πρόοδον, και της αντιδραστικής Ρωσίας. Προσπαθεί περισσότερον να διηγηθή την ιστορίαν των συγχρόνων του παρά την ιδικήν του, και δια τούτο η διήγησις της ζωής του περικλείει την ιστορίαν της Ρωσίας της εποχής τον τόσον καλά όσον και την ιστορίαν τον εργατικού κινήματος της Ευρώπης, κατά το τελευταίον ήμισυ του ΙΘ' αιώνος. Όταν αυτοαναλύεται, όλος ο εξωτερικός κόσμος κατοπτρίζεται εν εαυτώ.


Τα σπουδαιότερα εκ των έργων του είναι: Paroles d’ un revolte (1884), La conquete du pain (1888), L’ anarchie, sa philosophie, son ideal (1896, ελληνική μετάφρασις μετά προλόγου Ι. Ζερβού, 1924), The State, its part in history (1898), Fields, Factories and Workshops (1899, και γαλλική μετάφρασις: Champs-Usines-Ateliers), Memoirs of a Revolutionist (1900),Mutual Aid, a factor of evolution (1902), Modern science and anarchism (1903), The dessication of Asia (1904), The orography of Asia (1904), Russian Literature (1905), La Grande Revolution 1789-1793 (1921), Morale anarchiste (ελληνική μετάφρασις Ι. Νικοπούλου, 1927), Ethique, Πνευματική και χειρωνακτική εργασία (ελληνική μετάφρασις τω 1924), Προς τους νέους (πολλαί έλληνικαί μεταφράσεις η 1η υπό Πλάτωνος Δρακούλη, 1886), Autour d’ une vie (1921, έκδοσις 21η, τόμοι 2).

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΟΠΟΤΚΙΝ — Ο υπέρτατος νόμος δια τον άνθρωπον είναι, κατά τον Κροπότκιν, ο νόμος της εξελίξεως της ανθρωπότητας, ήτοι: ο νόμος της, προόδου, της μεταβάσεως από μίαν κατάστασιν ήττονος ευτυχίας εις την ευτυχεστάτην δυνατήν κατάστασιν. Αι κατακτήσεις των φυσικών επιστημών απέδειξαν ότι το παν μεταβάλλεται εν τη φύσει, άλλοτε βραδέως και άλλοτε ταχύτατα, δι’ αλμάτων και επαναστάσεων. Το αυτό ισχύει και δια την κοινωνίαν των ανθρώπων, η οποία, αποτελούσα σύνολον οργανισμών με έντονον το ευδαιμονιστικόν ένστικτον, εξελίσσεται και αυτή δια την επίτευξιν του ανωτάτου δυνατού ορίου ευδαιμονίας, άλλοτε βραδύτερον και άλλοτε ταχύτερον, δι’ αλμάτων και επαναστάσεων, όπως αποδεικνύει η μέχρι τούδε γνωστή ιστορία της. Το υπό την κυριαρχίαν του άτεγκτου τούτου νόμου κοινωνικώς βιούν άτομον, δια να μετάσχη του δημιουργικού τούτου ρυθμού και να. ζήση εν όλη του τη φυσική και πνευματική πληρότητι, οφείλει να συμπεριφέρεται προς τους άλλους όπως θα ήθελε να συμπεριφερθώσιν εις αυτό εν αναλόγοις περιστάσεσι — να είναι δηλαδή δίκαιον και να έχη έντονον το πάθος του σκέπτεσθαι και του ενεργείν, εις τρόπον ώστε να μεταδίδει εις τους άλλους την ιδικήν του διανόησιν, και αγάπην, και ενέργειαν - να είναι δηλαδή ενεργόν.


Εν τη εξελίξει της κοινωνίας προς την ευτυχέστατην δυνατήν κατάστασιν μέλλει να εξαφανισθή ο νόμος, ο δικαστικός δηλαδή καταναγκασμός. Αυτό το οποίον σήμερον καλούμεν νόμον, είναι επιτήδειον κράμα αφ’ ενός εθίμων χρησίμων εις την κοινωνίαν, εθίμων τα οποία δεν έχουν ανάγκην νόμων δια να είναι σεβαστά, και αφ’ ετέρου εθίμων, τα οποία μόνον δια τους κρατούντας είναι ωφέλιμα, ενώ είναι βλαβερά δια τας μάζας. Αν κανείς εξετάση τους νόμους οι οποίοι διέπουν τας σχέσεις των ανθρώπων, θ’ αντιληφθή ευκόλως, ότι ούτοι δύνανται να διαιρεθούν εις τρεις μεγάλας κατηγορίας: εις τους αφορώντας την προστασίαν της ιδιοκτησίας, εις τους αφορώντας την προστασίαν της κυβερνήσεως και εις τους αφορώντας την προστασίαν των ατόμων. Αλλ’ η μεν προστασία της ιδιοκτησίας είναι προστασία του εκμεταλλευτού, η δε προστασία της κυβερνήσεως είναι προστασία ενός μηχανισμού ο οποίος σκοπεί την διατήρησιν των προνομίων της αρχούσης τάξεως. Μένει η προστασία των ατόμων, είναι γνωστόν όμως, ότι ουδέποτε ο φόβος της ποινής αφώπλισε τον δολοφόνον. Τοιουτοτρόπως, το σύνολον του νομικού συγκροτήματος της κοινωνίας — το οποίον, δεν πρέπει να λησμονώμεν, είναι γέννημα ιστορικής εξελίξεως: εγεννήθη δηλαδή εν χρόνω και επομένως θα καταστραφή εν χρόνω — το σύνολον των νομικών θεσμών με τον τυραννικόν καταναγκασμόν των βλάπτει την κοινωνίαν, διατηρούν εν καθεστώς εκμεταλλεύσεως και προνομίων. Δεν είναι μακράν η εποχή κατά την οποίαν θα καταργηθούν οι νόμοι και θ’ αντικατασταθούν υπό κανόνων της κοινής βουλήσεως των μελών εκάστης κοινότητος κοινοκτημόνων, της οποίας η μεγαλύτερα ποινή θα είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός, άνευ ουδενός καταναγκασμού.


Επίσης και το κράτος, το οποίον έχει αποβή κώλυμα της εξελίξεως, μέλλει να εξαφανισθή. Είναι το φρούριον, το οποίον χρησιμοποιεί ο πλούσιος εναντίον του πτωχού, ο ιδιοκτήτης εναντίον του προλεταρίου. Με τα διαρκώς αυξανόμενα έξοδά του αποτελεί ένα καρκίνωμα της κοινωνίας. Ζη εις βάρος των παραγωγικών μελών αυτής και με την αδηφαγίαν του προκαλεί τους πολέμους μεταξύ των εθνών. Και εσωτερικώς και εξωτερικώς το κράτος είναι σύμβολον και φορεύς πολέμου · ανεξαρτήτως της πολιτικής του μορφής, και η πλέον «φιλελεύθερα» δημοκρατία είναι εξ ίσου καταπιεστική με την πλέον απόλυτον μοναρχίαν (7). Αι θρυλούμεναι και εξυμνούμεναι «ελευθερίαι» του τύπου, της συγκεντρώσεως, το άσυλον της κατοικίας και αι λοιπαί «συνταγματικαί ελευθερίαι» είναι σεβασταί υπό του κράτους μόνον εφόσον δεν χρησιμοποιούνται υπό του λαού εναντίον των προνομιούχων τάξεων. Όπως ο νόμος, ούτω και το κράτος είναι γέννημα ιστορικής εξελίξεως, καταδικασμένον εις εξαφανισμόν. Μετά τον εξαφανισμόν του οι άνθρωποι θα ζήσουν ηνωμένοι κοινωνικώς, άνευ καταναγκασμού, και με μόνην την υποχρέωσιν της τηρήσεως ενός ελευθέρου συμβολαίου. Ήδη είναι πολυπληθή τα παραδείγματα της αποσυνθέσεως του κράτους, δια της αποκεντρώσεως, η οποία ολονέν κατακτά έδαφος, και της αντικαταστάσεώς του δι’ ελευθέρων εξωκρατικών ενώσεων, με ιδίαν, ελευθέραν συγκρότησιν. Βάσις της μελλοντικής οργανώσεως της άνευ κράτους κοινωνίας θα είναι αι κοινότητες, αι άνευ συνόρων και περιορισμών κοινότητες, εις τας οποίας θα ενούνται τα άτομα δι’ ελευθέρων συμβολαίων, όπως και αι κοινότητες προς αλλήλας.


Αλλά και η ατομική ιδιοκτησία έχει αποβή πλέον εμπόδιον δια την πρόοδον της ανθρωπότητος. Αποτέλεσμα της συγκεντρώσεως των μέσων της παραγωγής εις χείρας ολίγων είναι η πτωχεία, η ανεργία, αι κρίσεις, η υλική και ηθική εξαθλίωσις του μεγίστου μέρους της κοινωνίας. Ο πλούσιος, με την υπεραφθονίαν των αγαθών, και ο πτωχός, με την παντελή έλλειψιν αυτών, είναι εξ ίσου επιρρεπείς εις την ανηθικότητα και τον εκφυλισμόν. Δεν υπάρχει δεσμός πλέον άδικος από τον θεσμόν της ατομικής ιδιοκτησίας, ο οποίος επιτρέπει την συσσώρευσιν των προϊόντων της εργασίας όλων εις χείρας ελαχίστων. Τα συσσωρευμένα πλούτη είναι απηλλοτριωμένα αγαθά του συνόλου. Γεννηθείς ως παράσιτον ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας, εν μέσω των ελευθέρων κοινοκτημόνων κοινοτήτων των προγόνων μας, είναι και αυτός καταδικασμένος εις εξαφανισμόν, μαζί με τον νόμον ο οποίος τον κατοχυρώνει, και με το κράτος το οποίον τον προστατεύει. Εις το προσεχές μέλλον, όλα τα μέσα της παραγωγής και τα προϊόντα αυτής θ’ αποτελούν κοινωνικήν ιδιοκτησίαν. Η μέλλουσα κοινωνία θα είναι κοινωνία κομμουνιστική (8). Κάθε μέλος της κομμουνιστικής κοινότητος θα εργάζεται επί ωρισμένον αριθμόν ωρών ημερησίως και κατ’ ελευθέραν εκλογήν εις μίαν των παραγωγικών εργασιών, δια να δικαιούται συμμετοχής εις την αναλόγως των αναγκών του απόλαυσιν των παραγομένων προϊόντων.


Αλλα τίνι τρόπω θα γίνη η μετάβασις αυτή της κοινωνίας προς μίαν ευδαιμονεστέραν κατάστασιν; Τίνι τρόπω θα επιτευχθή η κατάργησις του κράτους και η μεταμόρφωσις του νόμου και της ιδιοκτησίας;      

      
Δια. τον θρίαμβον της δικαιοσύνης, δια την πραγματοποίησιν των νέων ιδεών, του αναρχισμού (9), απαιτείται μία επαναστατική θύελλα, η οποία ζωντανεύει με την θερμήν πνοήν της τας ναρκωμένας ψυχάς και αφυπνίζει εις την καρδίαν της ανθρωπότητας το πνεύμα της αφοσιώσεως, της αυταπαρνησίας και του ηρωισμού. Απαιτείται μία κοινωνική επανάστασις και αυτή είναι προσεχής. Η πρώτη πράξις της κοινωνικής επαναστάσεως θα είναι η καταστροφή. Το ένστικτον της καταστροφής, το τόσον φυσικόν και δίκαιον, διότι είναι εν ταυτώ και ένστικτον ανανεώσεως, θα εύρη την ευκαιρίαν να ικανοποιηθή πλήρως. Καταστροφή του κρατικού μηχανισμού και βιαία κατάργησις του θεσμού της ιδιοκτησίας, δια γενικής απαλλοτριώσεως όλων των μέσων παραγωγής, είναι τα πρώτα καθήκοντα της επαναστάσεως. Κατόπιν, αρχίζει η αναδιοργάνωσις, αυθόρμητος και ελευθέρα, εξ αυτής της ανάγκης των πραγμάτων, με την φροντίδα όπως αποφευχθή η αναβίωσις του κράτους — του καταναγκασμού —υπό οιανδήποτε μ ο ρ φ ή ν.
Καθήκον όλων εκείνων οι οποίοι βλέπουν καθαρώτερα τον ρυθμόν της κοινωνικής εξελίξεως, είναι η προετοιμασία των πνευμάτων δια την κοινωνικήν επανάστασιν. Αι μυστικαί, αι επαναστατικαί οργανώσεις, το αναρχικόν κόμμα, πρέπει να καταστήσουν γνωστόν παντού τον σκοπόν της επαναστάσεως και να αφυπνίσουν το αίσθημα της ανεξαρτησίας μεταξύ των μαζών. Δια την επίτευξιν των σκοπών τούτων απαιτείται δράσις, συνεχής, αδιάκοπος, και διαρκώς ανανεουμένη, δράσις της μειοψηφίας. Το θάρρος, η αφοσίωσις, το πνεύμα της θυσίας, είναι εξ ίσου μεταδοτικά όπως και η ραθυμία, η υποταγή, ο πανικός. Η φωτισμένη μειοψηφία, εις το προπαρασκευαστικόν της επαναστάσεως έργον της, δύναται και οφείλει να χρησιμοποίηση κάθε μέσον (10).


Ο Κροπότκιν, κατά τον G. Brandes, υπήρξεν επαναστάτης άνευ εμφάσεως – η προσωποποίησις της απλότητος. Από πλευράς χαρακτήρος δύναται ν’ ανθέξη εις την σύγκρισιν με όλους εκείνους οι οποίοι ηγωνίσθησαν δια την ελευθερίαν. Κανείς άλλος δεν υπήρξε περισσότερον αφιλοκερδής αυτού. Κανείς άλλος δεν ηγάπησε περισσότερον από αυτόν την ανθρωπότητα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ — Ρ. Elzbacher, L’ anarchisme (γαλλική μετάφρασις Ο. Karmin, Paris, 1923).- Lourie, La philosophie russe contemporaine (έκδ. β’, 1905) - Ρ. Kropotkin, Autour d’ une vie (1921, έκδ. 21η, τ. 2).- G Plekhanof, Anarchisme et socialisme (1924).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ - 1. Εν Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, του Πυρσού, υπό γενικόν γραμματέα της συντάξεως Ηρ. Ν. Αποστολίδη, ιε’, 267α-8β, άρθρον Θ. Παπακωνσταντίνου. [Όλες οι υποσημειώσεις είναι Των Νέων Ελληνικών].


2. Ο αρχαιότερος βασιλικός οίκος της Ρωσίας. Ο Ρούρικ, σκανδιναβός πρίγκιψ, υπήρξε ιδρυτής της ρωσικής μοναρχίας. Κληθείς υπό των Σλάβων του Νόβγκοροντ, όπως ηγεμονεύση αυτών, κατήλθε τω 862, μετά πολυαρίθμου σκανδιναβικού στρατού, και εγένετο μόνος κυρίαρχος της Ρωσίας. Μετά της απολύτου μοναρχίας εισήγαγε και το φεουδαλικόν σύστημα. Επί βασιλείας αυτού εβαπτίσθησαν οι πρώτοι ρώσοι, υπό του πατριάρχου Ιγνατίου. Επεξέτεινε μεγάλως το κράτος του και εβασίλευσεν επί 15 έτη. Απέθανε τω 879, καταλιπών ως διάδοχον τον ανήλικον υιόν του Ιγκόρ Ρουρίκοβιτς, υπό την κηδεμονίαν του Ολιέγκ. (Ό.π., χα, 268α-β.) Οι Ρούρικ, τους Ρωμανώφ θεωρούσαν parvenus.


3. Ο γράφων δεν ήταν αναρχικός. Κομμουνιστής ήταν. Γι’ αυτό και σε πλείστα σημεία έννοιες ή εκφράσεις, που ξεφεύγουν τελείως απ’ τις θέσεις και τις ποιότητες της Αναρχίας, και του Κροπότκιν ειδικώτερα. Έτσι κ’ εδώ, το ωργανωμένη τούτο — περί εκ των κάτω επαναστατικής λαϊκής βουλήσεως — και παραπέρα άλλα, που θα σημειώσωμε.


4. Δικιά μας η αραίωση.


5. Υπέστη φριχτά βασανιστήρια απ’ την «υπερπολιτισμένη» γαλλική αστυνομία (του έβγαζαν επί ώρες τα νύχια κ.ά.π.). Διαμαρτυρήθηκαν οι κορυφαίοι των Γραμμάτων και των Τεχνών της Ευρώπης - μεταξύ αυτών κι ο Ουγκώ.


 6. [] * Αφαιρούνται διάφορες ανακρίβειες και φαρισαϊσμοί.


7. Μπορεί δε και περσότερο, κατά Sorel: Les illusions du progres.
8. Στην έννοια: κοινοκτημονική. (Αλλ’ ο γράφων τότε κομμουνιστής δεν ήθελε προφανώς ούτε την εκφραστική — και ακριβολόγο — διαστολή των αναρχικών κοινοκτημονικών θέσεων απ’ τις κομματικές «μαρξιστικές»).


9. Αναρχισμός — δηλαδή σύστημα ιδεών, απηρτισμένων, εν εσχάτη αναλύσει, εις δόγμα αυταναγκαστικόν, με διεπούσας καθ’ όλον και μέρη αρχάς (!), καθώς εδώ, και όχι, απλώς, ως ροπή προς Αναρχίαν, καθώς (μόνον) ο Κροπότκιν κ.α.— και αναρχικόν κόμμα (!) — υπό την έννοιαν του ω ρ γ α ν ω μ ε ν ο υ, με καταπειθάρχησιν μελών (άλλως πώς κόμμα;) και αλλοτρίωσιν (:αντιπροσώπευσιν, διοίκησιν, συμμόρφωσιν κ.λ.) της προσωπικής ανεξαρτησίας των εις ιδέας, φρονήματα, εκδοχάς εννοιών και χρεών, θέσεις, κρίσεις επί του πραγματικού και συναφείς δραστηριότητάς των — μόνον από μη αναρχικόν είναι δυνατόν να γράφωνται, προς δήλωσιν όμως εννοιών βασικώς παρεξηγημένων, ηλλοιωμένων δηλαδή και ρ ι ζ ι κ ώ ς ξένων προς τον φυσικόν χώρον όπου φύονται αι ποιότητες και αι καθαραί ροπαί της Αναρχίας. Αιτία: ότι, καθώς είπαμε, ο γράφων Θ.Φ. Παπακωνσταντίνου, αναρχικός δεν υπήρξε — και μόνη η μελέτη ενός θέματος δεν αρκεί δια την ακριβή πραγμάτευσιν — «κομμουνιστής» υπήρξε, και μέλος του Κ.Κ.Ε. — σήμερα, από πολλών ετών, διώκτης, εμπαθέστατος, των άλλοτε «ομοϊδεατών» της «ιδεολογίας» του — το δε άρθρον ευσυνειδήτως «κατατοπιστικόν» μεν, δι’ αναγνώστην εγκυκλοπαιδείας, επικίνδυνον όμως, κατά ταύτα ακριβώς, προς δημιουργίαν παρεξηγήσεων και αλλοιώσεων τέτοιου χαρακτήρος, κατά τα διαφορικά μεταίχμια ειδικώς, Κομμουνισμού και Αναρχίας.
10. Ο Κροπότκιν δεν εννοεί «απάνθρωπον» ή «ανήθικον» (με την «ηθική», φυσικά, και την αντίληψιν «ανθρωπιάς» του επαναστάτου). Εννοεί: «Κάθε μέσον προς δράσιν και αφύπνισιν των συνειδήσεων και των μαζών προς απελευθέρωσιν, ακριβώς, από καταστάσεων καταδυναστεύσεως και απανθρωπισμού».

Ο ELISEE RECLUS ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΡΟΠΟΤΚΙΝ:

«Φτάνει να πω γι’ αυτόν τη γνώμη όσων των δίκασαν και τον φυλάγαν: Κανείς, που από κοντά ή μακρυά να γνώρισε τη ζωή του, και να μην τον σέβεται, να μην ομολογή το μεγάλο πνεύμα του και την καρδιά του, την αγαθότητα που όλος ξεχείλιζε! Κανείς, που να. μην το φωνάζη: πώς ήταν αληθινά ευγενής κι αγνός! Μα μήπως δα γι’ αυτές ίσα-ίσα τις αρετές του δεν έλαβε εξορία και φυλακή; Το έγκλημα του: ν’ αγαπάη τους φτωχούς και τους αδυνάτους! Το κακούργημά του: να τους υπερασπίζεται! Η κοινή γνώμη ομόφωνα σέβεται τον άντρα αυτόν - και δεν απορεί ωστόσο, που της φυλακής οι πόρτες βροντάνε πάντα πίσω του! Τόσο το βρίσκει φυσικό, η υπεροχή να. πληρώνεται κ’ η αφοσίωση να λαβαίνη πόνο! Αδύνατο να δη κανείς τον Κροπότκιν στα κάτεργα — δυό λέξεις ν’ άλλάξη μαζί του, μια «καλημέρα» — χωρίς ευτύς να. σκεφτή: «...Κ’ εγώ, λοιπόν, γιατ’ είμ’ ελεύθερος;.. Μήπως γιατί δεν αξίζω την ελευθερία;..»

ΚROPOTKIN
FRAGΜΕΝΤΑ

Η ΑΝΑΡΧΙΑ
COMPOSITA

Η Αναρχία δεν είναι μια θέση αξιωματική, παρά ένα φτάσιμο θεωρητικό. Όχι ένα δόγμα, μια πρόταση πίστεως αυθαίρετη, παρά ένα στοχαστικό καταστάλαγμα από μύριους διάφορους δρόμους όλων των προωθημένων επιστημών και της εποπτικής σκέψεως του καιρού μας. Εν εσχάτη αναλύσει: ένας κλάδος συνθετικός της φιλοσοφίας που ανατέλλει [60β] (1).


Ας πιάσουμε τα νήματά της απ’ τις επιστήμες που εξετάζουν τα φαινόμενα της ζωής: Πολύ ενδεικτικό είναι, πως η αντίληψη για το είδος και τις παραλλαγές του — που τόσο βασάνισε κ’ εντέλει απομάκρυνε απ’ το χώρο της βιολογικής εξελίξεως (ενώ υποτίθεται πως σ' αυτόν εντόπιζε και βοηθούσε) — σιγά-σιγά σβήνει, και στη θέση της υψώνεται παντοδύναμη — γιατί αποκρίνεται πια στα πράγματα, όχι στις a priori  ιδέες μας γι’ αυτά — η εκδοχή πως το συγκεκριμένο άτομο ειν’ η μόνη στέρεη (άλλο που και διαρκώς μεταβαλλόμενη) βιολογική οντότητα [64α], κι άρα αυτή πάντα, ad hoc, πρέπει να εξετάζεται, μέσα στο ίδιο το περιβάλλον της, και σε συνάρτηση μ’ αυτό, όχι η τάχα «συμφωνία» της μ’ εν’ ανύπαρχτο καθαυτό πρότυπο, εκτός τόπου και χρόνου, που δεν αποτελεί παρά fiction.


Είμαστε σύμφωνοι λοιπόν, κατ’ αρχήν, μ’ αυτήν ίσα-ίσα τη φυσική δομή της ζωής, αν σαν οντότητα σεβαστή θεωρούμε τον καθένα - άλλο που τούτο, βέβαια, διόλου δε σημαίνει και πως είναι κανείς «ξεκομμένος» απ’ τον Κόσμο και τους συνόμοιούς του (πράγμα πού δε συμβαίνει δα και πουθενά στο χώρο των όντων).


Ο σύγχρονος ψυχολόγος, εξ άλλου, βλέπει πια στον άνθρωπο ένα πλήθος ξέχωρες ιδιότητες και ροπές αυτόνομες, ισότιμες όλες, που ενεργούν η καθεμιά ανεξάρτητα, ισορροπούμενες διαρκώς κι αντιφερόμενες. Στο σύνολό του ο άνθρωπος δεν είναι πια μια «πάγια» ταυτότητα του εγώ — που υπήρξε ανέκαθεν ένα σχήμα, βολικό μόνο για τις πρακτικές συναλλαγές — παρά ένα πάντα μεταβλητό εξαγόμενο [66β], αν μας επιτρέπεται η έκφραση - και να δούμε κιόλας πως «εξαγόμενο», εκ των υστέρων οπωσδήποτε, κι απ’ τις έσχατες ενέργειες του: τις πράξεις [131α].


Η μεταβολή, γενικότερα, έγκειται στο εξής: Τα γεγονότα δεν είναι διόλου νέα, μόν’ εμείς πια είδαμε πως ο τρόπος που τ’ αντιλαμβανόμαστε διαρκώς αλλάζει. Και, ειδικώτερα, να μια αλλαγή βασικής κατευθύνσεως: Άλλοτε η επιστήμη καταγίνονταν με τα μεγάλα εξαγόμενα, τα μεγάλα ποσά - τα ολοκληρώματα, που θάλεγαν οι μαθηματικοί σήμερα, όλο κ’ επιμένει στα πολύ μικρά, στα ελάχιστα, στα άτομα — σ’ αυτά που συνιστούν δηλαδή τα ποσά — και καταλήγει ν’ αναγνωρίζη την ανεξαρτησία τους, την ατομικότητα και το μεγάλο τους δυναμικό απροσδιοριστίας, μα μαζί και την τάση τους πάντα να συγκροτούνται, στενά και σφοδρά, σε κάτι άλλο διαρκώς απ’ ό,τι «είναι» καθαυτά, σαν κόσμος ξέχωρος το καθένα.


Όσο για την αρμονία — που ο νους «βλέπει» (δηλαδή: θαρρεί πως βλέπει) στη φύση, ενώ δεν πρόκειται παρά για το φάσμα της επαναληπτικής μας εμπειρίας μιας σειράς φαινομένων — ο σύγχρονος σοφός την αναγνωρίζει βέβαια στη σωστή της υφή περσότερο παρά ποτέ — τώρα μάλιστα, πού έχει και μέσα, κ’ ευρύτερη εποπτεία του επιστητού — μα διόλου πια δεν την ανάγει, αυθαίρετα, σε νόμους, «προσυνεστημένους» τάχα, «βάσει σχεδίου», από μια «νοητική», δήθεν βούληση [67β]. Εκείνο που λέγονταν — κι ανυποψίαστα κιόλας πιστεύονταν σαν «εξ αντικειμένου» — νόμος φυσικός, δείχτηκε πως δεν είναι παρά σχέση φαινομένων, που εμείς βλέπουμε έτσι. Δηλαδή, κάθε «φυσικός» νόμος λαβαίνει πια τον αληθινό, παναπή τον καθαρά συμβατικό χαρακτήρα (που ανέκαθεν δα είχε, μόνο εμείς δεν τον βλέπαμε): πως «αιτιοκρατική» μορφή απλώς είναι της ανθρώπινης «αντιλήψεως» [68α], όχι «φυσική αλήθεια», καθώς πιστεύαμε, απόλυτα, εξαιτίας του Αριστοτέλη.


Γιατί, πράγματι, μετά τη σύγχρονη κριτική της γνώσεως, γινομένη σε μέγα βάθος κι απ’ τη φιλοσοφία κι απ’ την επιστήμη σ’ όλους τους τομείς, φτάσαμε να διερωτηθούμε κάτι, που κι απ’ τον Ζήνωνα τον Ελεάτη βέβαια θα μπορούσαμε βασικά νάχουμε συλλάβει — με την αυστηρά «λογική» ανάλυση που έκανε, και ώθησε ως τ’ ακρότατα — αν κι ο ίδιος όμως δεν επέμενε, προσκρούοντας ακίνητος στα φαινόμενα της κίνησης, της διάρκειας, της καμπύλης, του χρόνου, του γίγνεσθαι εντέλει — δηλαδή ακριβώς: στα μη νοητά κατά τη βαθύτερη δυναμική τους φύση — να τ’ αρνιέται συλλήβδην όλα, δογματικά, ενώ ένα βήμα ήταν και το να τ’ αποδεχθή όλα, σαν τα μόνα πραγματικά, και τις ανεπαρκείς ή «ακατάλληλες» γι’ αυτά κατηγορίες του νου ριζικά ν’ αναθεωρήση και ν’ αναδιάρθρωση, ή κι ολότελα ν’ απορρίψη και με πρόσφορες στην ουσία τους ν’ αντικαταστήση, αντί που έντρομος (και βαθύτερα υπαναστρέφοντας σε μια «βολή» προαιώνια) τα κήρυσσε όλα «φάσματα» — και την κίνηση και το χρόνο και το γίγνεσθαι, κατ’ αξίωση αυθαίρετη του Τυπικού Λόγου — και μόνο «ισχύοντα», μόνο «αληθή», τον «ευθύγραμμο» εκείνο Νου, στατικόν ανίατα και στατικά τα πάντα θεώμενο, από θέσεως ενός είναι παγίου τάχα κι «αναλλοίωτου» εσαεί! Στο ερώτημα, με λίγα λόγια, όπου χίλια χρόνια ωστόσο χρειαστήκαμε για να ξαναφτάσουμε, θετικά: Τι είναι ο Κόσμος; Τον γνωρίζουμε αλήθεια; Α υ τα ό ν αγγίζουμε; Εμείς φαινόμενα μόνο πιάνουμε - πώς «πράγματα» ; Και τα φαινόμενα αυτά μας μοιάζουν να «συνδέωνται» αναμεταξύ τους, «έτσι» η «αλλιώς», βάσει πάντοτε των «κατηγοριών» τον νου μας - που κι αυτές δα. δεν είναι παρ’ από δαύτα διαμορφωμένες (συν-γενείς, γι’ αυτό και «σύμφωνες», και τέτοια «γνώση» πάντοτε άνετα παρέχουσες): προβολές, εν εσχάτη αναλύσει, σ’ ένα πεδίο γενικεύσεων και fictions, κάποιων «ρυθμών» και «περιοδικοτήτων» των σχετικών πάντα «δεδομένων» της «εμπειρίας» μας, που μένει κι άδηλο αν είναι πράγματι τον «κόσμον» των φαινομένων, ή μήπως του «οργάνου» μόνο «απολήψεώς» τους «ρυθμοί» και «περιοδικότητες», οπότε πια περιορίζονται στη σημασία «πρισμάτων» απλώς, μες απ’ τα οποία κι ό,τι ακόμα μοιάζει «επαναλαμβανόμενο», ή «νόμος φυσικός», μπορεί να μην είναι παρά κάτι όλως άλλο;..


Οπωσδήποτε, οι νόμοι πάψαν νάνοι φυτεμένοι έξω απ’ τα φαινόμενα, και να τα «κυβερνάν» θεϊκά. Είδαμε πως κάθε φαινόμενο «κυβερνάει» το «κατοπινό» του — ή
ένα πλήθος άλλα, ή και όλα (όπως κι απ’ όλα συνάμα προσδιορίζεται) — κι όχι ο νόμος [68α], σαν κάτι έξω των φαινομένων, κάτι «άλλο» και «πέραν» και «άνωθεν» τάχα «προσχεδιασμένο».


Τίποτα το «προσχεδιασμένο», άρα, σ’ αυτό που ωνομάζαμε: αρμονία της φύσης! [68β] Φάνηκε, αλήθεια, πως δεν είναι παρά μια πρόσκαιρη πάντα ισορροπία, οργανική κι αυτόματη — δηλαδή: από μέσα των πραγμάτων — σε «δεδομένη χρονική στιγμή», μεταξύ συμφερόμενων κι αντιφερόμενων, συμβαλλόμενων κι αλληλαναιρούμενων δυνάμεων — μια συναρμογή δηλαδή και τίποτ’ άλλο. Μα και δε σώζεται η «ισορροπία» αυτή, παρά μόνο εφόσον μεταβάλλεται — δηλαδή ζη, σε αδιάκοπο γίγνεσθαι, δίνοντας ολοένα το ίδιο δυναμικό εξαγόμενο απ’ όλες τις συν-αντιφερόμενες ενέργειες. Μια μονάχα απ’ τις δυνάμεις, που δρουν, να εμποδιστή για λίγο στην πραγμάτωσή της, η αρμονία γκρεμίζεται: η δύναμη συσσωρεύει μέσα της εκρηκτικό το συμπιεζόμενο γέννημά της, οφείλει να ξεπροβάλη, οφείλει να ξετυλίξη στον Κόσμο την ποιότητά της, κι αν άλλες δυνάμεις τη φράζουνε να μην εκδηλωθή, διόλου δε θ’ αφανισθή γι’ αυτό, παρά ίσα-ίσα, θα φτάση να ταράξη την όλη «ισορροπία», θα σπάση την αρμονία, για να φέρη μια νέα «ισορροπία» και να προκαλέση μια νέα συναρμογή.


Όμοια με την εξέλιξη των επιστημών της ζωής, βλέπουμε πως κ’ η Ιστορία, που παλιά ήτανε ιστορία των βασίλειων και των βασιλιάδων, ολοένα γίνεται των λαών ιστορία και σιγά-σιγά των ατόμων μελέτη [70α]. Τέλος, η πολιτική οικονομία, που πρωτοφάνηκε σα σπουδή του πλούτου των εθνών, γίνεται ολοένα κι αυτή έρευνα του πλούτου των ατόμων. Όλο και λιγώτερο ενδιαφέρεται αν αυτό ή εκείνο το έθνος έχη ή δεν έχη μεγάλο εξωτερικό εμπόριο, ενώ πρώτιστα πια θέλει να βεβαιώνεται αν το ψωμί δε λείπη στην καλύβα του χωριάτη ή του εργάτη. [71α]


Με τ’ όνομα Αναρχία πρόβαλε μια νέα διερμήνευση της περασμένης και της τωρινής ζωής των κοινωνιών, και μαζί μια πρόβλεψη για το μέλλον, στοχαστικά συνθεμένες μ’ εκείνο ίσα-ίσα το πνεύμα των καινούργιων αντιλήψεων που προεκθέσαμε για τη φύση. Η Αναρχία έτσι φανερώνεται σα μια ολοκλήρωση της νέας φιλοσοφίας – και γι’ αυτό δα ο αναρχικός ταυτίζεται σε βασικά σημεία με τους μεγαλύτερους διανοητές και ποιητές του καιρού μας [72α].


Αναγνωρίζοντας πως όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα πάνω στους θησαυρούς που μάζεψε το παρελθόν, δεν ξέρει πια η Αναρχία ξεχώρισμα σ’ εκμεταλλευτές και θύματα εκμεταλλεύσεως, κυβερνήτες και κυβερνώμενους, κυρίαρχους και κυριαρχούμενους, αλλά ζητάει να φέρη μιαν αρμονική αλληλοσυμπάθεια ανάμεσα σ’ όλους, όπου κανένας πια δε θα υποτάζεται σε καμμιάν αρχή, «εξουσιοδοτημένη» τάχα ν’ «αντιπροσωπεύη» την κοινωνία, κι όπου καμμιά ομοιομορφία, παρά όλοι θάν’ ελεύθεροι ν’ αναπτύσσωνται κατά την προσωπική φορά τους, όλοι με δικιά τους πρωτοβουλία, με δικιά τους ενέργεια, πανελεύθερη - ελεύθεροι και να κάνουν συντροφιά όποια θέλουν [73β]. Γυρεύει, δηλαδή, η Αναρχία, την πιο τέλεια ανάπτυξη, της ατομικότητας, συνδυασμένη με την ανώτερη ανάπτυξη που μπορεί να λάβη η ελευθερία της συντροφιάς - στο καθετί, κι από κάθε άποψη, σ’ όλους τους δυνατούς δρόμους και βαθμούς, για όποιον σκοπό μπορεί κανείς να φανταστή! Ελευθερία για συντροφιά, που πάντα ν’ αλλάζη, νάχη μέσα της όλα τα στοιχεία της διάρκειας και της στερεότητας, μα μαζί και διαρκώς να μεταμορφώνεται, να μη μένη σε μια σχέση, σε μια ποιότητα, παρά όλο καινούργιες να δίνη, πάντα αποκριτικές κι όλο αποκριτικώτερες στις ποικιλώτατες επιθυμίες όλων απ’ τον εαυτό τους και την εκούσια κοινωνία τους. [74α]


Δηλαδή η Αναρχία είν’ η Ελευθερία!.. Ελευθερία για εαυτό, προς ολοκλήρωση». Ελευθερία για κοινωνία - για ένα φίλιωμα όλων μ’ όλους και μ’ όλα!


Η τέτοια αντίληψη κ’ ιδανικό της κοινωνίας δεν είναι νέα - πανάρχαια είναι! Σκύψτε στην ιστορία των λαϊκών θεσμών — στην πατριά, στην κοινότητα, στο χωριό, στη συντεχνία, στο σινάφι, ή και σ’ αυτή την πρωτοαστική κοινότητα του Μεσαίωνα (μα στις πρωθόρμητες αφετηρίες τους) — και θα ξαναβρήτε πάντα φλογερό τον πυρήνα, την ίδια λαϊκή ροπή: όλο να γίνωνται συντροφιές ελεύθερες, ομόκαπνες γύρω-γύρω σ’ αυτή την από πάντα στιάν-ιδέα, ναι της Αναρχίας, μα που οι ολιγάνθρωπες κυρίαρχες τάξεις ανέκαθεν την έφραξαν [74β], τη χτύπησαν, την αλλοίωσαν, την παραδρόμισαν - γιατί αλλιώς τις διάβρωνε, τις έκαιγε, τις ανατίναζε!..


Λοιπόν - και στη ρίζα είναι κανείς της Ιστορίας, με την Αναρχία!
[Έχει συνέχεια]

1. Όλες οι παραπομπές γίνονται — για την ευκολία του αναγνώστη — στην ελληνική μετάφραση, αθλία δυστυχώς, της Αναρχίας του Κροπότκιν, από τον Ι. Ζερβό, έκδ. Παπαδημητρίου, Αθ. 1924. Ο αριθμός σημαίνει σελίδα και το α ή β: άνω ή κάτω. (Όταν ο αριθμός είναι με Λειψίας, σημαίνει πως το λεγόμενο δεν είναι αυτούσιο του Κροπότκιν, προκύπτει όμως ή συνάγεται από κάτι δικό του εκεί γραφόμενο).

* Τα δύο αυτά άρθρα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Τα Νέα Ελληνικά» των Ηρακλή και Ρένου Αποστολίδη, στο τεύχος 5, Μάιος 1966. Το πρώτο γράφτηκε από τον Θεοφύλακτο Παπακωνσταντίνου όταν ήταν στέλεχος του ΚΚΕ και ο οποίος κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 και της δικτατορίας πέρασε στην αντίπερα όχθη και έγινε φανατικός διώκτης κάθε κομμουνιστικής δραστηριότητας. Το δεύτερο είναι γραμμένο από τον Ηρακλή Αποστολίδη, πατέρα του Ρένου Αποστολίδη. Διατηρήθηκε η ορθογραφία των κειμένων αλλά όχι το πολυτονικό σύστημα.