Ακτιβιστής του αναρχικού χώρου και της Αριστεράς, συγγραφέας, κριτικός κινηματογράφου, ιστορικός, ποιητής, ο Ελληνοαμερικανός Dan Georgakas παραμένει ακμαίος κι οξυδερκής, παρά τα 77 του χρόνια. Κουβεντιάζουμε μαζί του, με αφορμή το ντοκιμαντέρ του Κώστα Βάκκα, Dan Georgakas-Επαναστάτης της Διασποράς, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την Πέμπτη 19 και το Σάββατο 21 Μαρτίου 2015.
Πώς ήταν να μεγαλώνεις στη «Greektown» του Ντιτρόιτ στη δεκαετία του ’40; Ποιες είναι οι εντονότερες αναμνήσεις σου από αυτή την εποχή;
Θα χρειαζόταν ένα βιβλίο, προκειμένου να μιλήσω για τους στοχασμούς μου σχετικά με αυτή την περίοδο της ζωής μου, και το έχω γράψει. Ο τίτλος του είναι «My Detroit-Growing Up Greek and American in Motor City». Κινδυνεύοντας να φανεί ότι προωθώ τη δουλειά μου, βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σε ενημερώσω πως η ελληνική έκδοση του βιβλίου θα κυκλοφορήσει αυτή τη χρονιά από τις «Εκδόσεις των Συναδέλφων». Συνοψίζοντας, όμως, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, στη δεκαετία του ’40 λίγοι Έλληνες ζούσαν στην «Greektown» του Ντιτρόιτ, ή σε άλλες «Greektowns». Οι περισσότεροι ζούσαν σε πολυεθνικές γειτονιές. Στην περίπτωσή μου, σε απόσταση ενός τετραγώνου από το σπίτι μου, είχαμε Γάλλους, Βέλγους, Σικελούς, Λιβανέζους, Σέρβους, Γερμανούς, Πολωνούς, γαλλόφωνους Καναδούς, Σύρους, Σκωτσέζους, Ασκεναζί Εβραίους, λευκούς Αππαλάχιους (hillbillies) και κανονικά αμερικανικά νοικοκυριά. Δεν υπήρχαν πολλές εθνοτικές αντιπαραθέσεις, γιατί καμία ομάδα δεν ήταν αρκετά μεγάλη, ώστε να κυριαρχεί. Δε συνέβαινε το ίδιο σε όλες τις άλλες πόλεις, αλλά είναι σύνηθες για τους περισσότερους Ελληνο-αμερικανούς. Νωρίς συνειδητοποίησα ότι εμείς που προερχόμασταν από «εθνοτικές» ομάδες διαφέραμε από τον μέσο Αμερικανό. Όχι για καλύτερο ή χειρότερο, απλώς ήμασταν διαφορετικοί. Ό,τι θεωρείτο συχνά ως «φυσιολογικό» (εφηβικά ραντεβού ή διανυκτερεύσεις σε σπίτια φίλων), ήταν κάτι καινούριο για μας και φαγητά όπως το γιαούρτι κι οι ελιές φαίνονταν παράξενα σε εκείνους. Φυσιολογικά αυτό θα άλλαζε αργότερα πολύ. Πηγαίναμε σινεμά μία ή δύο φορές τη βδομάδα. Προβάλλονταν δυο ταινίες τη φορά και μπορούσες να μείνεις και να τις δεις δωρεάν. Μάθαμε πολλά για την αμερικανική κουλτούρα από εκείνες τις ταινίες. Ένας κριτικός έχει αναφερθεί στη γενιά μου ως «Αμερικανούς που διαμορφώθηκαν από τις ταινίες».
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, υπήρξες ένα από τα πιο επιδραστικά μέλη της αναρχικής ομάδας «Black Mask». Θα μπορούσες να μου πεις για την ιστορία, τις πολιτικές απόψεις και τις δραστηριότητές της; Θεωρείς ακόμη τον εαυτό σου αναρχικό κι αν ναι, με ποιο ρεύμα αναρχισμού ταυτίζεσαι περισσότερο;
Υπήρξα ένα από τα πρώιμα και επιδραστικά μέλη της ομάδας «BlackMask», γράφοντας σε σχεδόν κάθε τεύχος των εντύπων που εξέδιδαν. Ήμαστε ένα καλλιτεχνικο-πολοιτικό γκρουπ που επεδίωκε να επηρεάσει τη «Νέα Αριστερά» στην κατεύθυνση του αντι-ολοκληρωτισμού. Η καλλιτεχνική μας δουλειά ήταν εξίσου σημαντική με τις διαδηλώσεις κι οι ίδιες οι διαδηλώσεις συχνά έμοιαζαν με παραστάσεις. Προσπαθήσουμε να ενώσουμε τις διάφορες αναρχικές μικρο-ομάδες της Νέας Υόρκης σε κοινές δράσεις, αλλά δεν τα καταφέραμε. Στόχος μας πάντοτε το κατεστημένο κι όχι να ανταγωνιστούμε τους επαναστάτες. Μια από τις φωτογραφίες που επέζησαν από την ομάδα μας δείχνει στην πορεία «WallStreetisWar
Στο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η εργατική τάξη στην Ιταλία βρισκόταν σε κατάσταση επαναστατικού αναβρασμού. Αν και δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να κατακτήσουν οι ίδιοι την εξουσία, οι εργάτες και αγρότες από το 1918 είχαν καταφέρει να κερδίσουν μια σειρά παραχωρήσεων από το κράτος: τη βελτίωση των μισθών, το εργασιακό οχτάωρο και την αναγνώριση των συλλογικών συμβάσεων.
Έως το 1919, ωστόσο, ένα νέο ρεύμα ριζοσπαστισμού είχε εμφυσήσει το εργατικό κίνημα. Κατά την διάρκεια εκείνου το έτους έγιναν 1.663 απεργίες σε ολόκληρη τη χερσόνησο, ενώ τον Αύγουστο το νεοσυσταθέν κίνημα των εργατικών αντιπροσώπων στο Τορίνο (ο προπομπός των εργατικών...
ΑΓΩΝΑΣ
Σ’ αθλιότητα περνά και θλίψη η νειότη.
Πικρό το αίμα κυλά στις φλέβες μέσα.
Σκοτεινιάζει το βλέμμα, ο νούς δε βλέπει
καλό’ ναι καν κακό ότι φτάνει… Πιέζουν
βαριά αναμνήσεις την ψυχή, που η μνήμη
τις ξαναλέει αδυσώπητα. Και μήτε
στην καρδιά αγάπη, μήτε πίστη, μήτε
κ’ ελπίδα, πως μπορεί έστω κ’ ένας μόνο
συνετός να ξυπνήση από τον ύπνο
του θανάτου ! Τους συνετούς θεωρούνε
στον τόπο μας τρελούς, κι όλοι τιμούνε
τον κάθε ανόητο: «Μα είναι πλούσιος», λένε,
πλην δε ρωτά κανείς, σαν πόσους τάχα
να έκαψε ζωντανούς, μήδε σαν πόσους
δυστυχισμένους λήστεψε, ή σαν πόσες
φορές, με προσευχές, με ψευτιές κι όρκους
ξεγέλασε το Θεό. Κι αυτόν τον δήμιο
του κοσμάκη, με...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018