Ο Μαρίνος Σπ. Αντύπας γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Φερεντινάτα της Κεφαλονιάς. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και προσχώρησε στους κύκλους των προοδευτικών δημοκρατικών και των σοσιαλιστών. Μετείχε στις έντονες πολιτικές δραστηριότητές τους και στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του και ήταν ιδιαίτερα μαχητικός. Οι βιογράφοι του τον κατατάσσουν στην πρωτοπορία του σοσιαλιστικού κινήματος της Ελλάδας και τον θεωρούν «προδρομική φυσιογνωμία των μεταγενεστέρων σοσιαλιστικών ζυμώσεων». Για να προβάλει τις ιδέες του, άρχισε να εκδίδει, από το 1900 στο Αργοστόλι, την περιοδική εφημεριδούλα του «Ανάστασις». Από την αρθρογραφία του, οι βιογράφοι κρίνουν ότι οι ιδέες του είχαν διαμορφωθεί από την χριστιανική ηθική, την Γαλλική Επανάσταση, τον σοσιαλισμό και τους αναρχικούς. «Θέλουμε ό,τι θέλει και ο Χριστός», γράφει. Θεωρεί την επανάσταση ως την μοναδική λύση για το γκρέμισμα του καθεστώτος που γεννά όλες τις κοινωνικές αδικίες. Χαρακτήρας ζωηρός και εκρηκτικός. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του «επαναστάτη», ενώ οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον επέκριναν ως «εριστικό», «γυναικά», με «τρελές ιδέες» κ.λπ.
Ο ιστορικός Σπύρος Λ. Λουκάτος, σκιαγραφώντας τον Αντύπα, γράφει ότι ανέπτυξε ποικιλότροπη δραστηριότητα. Καταξιώθηκε στην νεοελληνική ιστορία ως άξιος επίγονος των Ριζοσπαστών των χρόνων της αγγλοκρατίας στα Επτάνησα, γαλουχημένος με τα ανεκπλήρωτα ιδανικά και οράματά τους και, ταυτόχρονα, ως μαχητικός εκφραστής και αγωνιστής της πρωτοσοσιαλιστικής ιδέας σε πανελλήνια κλίμακα. Υπήρξε ο συνεπής, ο ανένδοτος και άκαμπτος μαχητής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλη την διάρκεια της ζωής του, από μαθητής του γυμνασίου στο Αργοστόλι και φοιτητής Νομικής στην Αθήνα.
Διετέλεσε μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη, εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση το 1896, όπου και τραυματίσθηκε, κήρυκας της ειρήνης και εχθρός του πολέμου. Μετείχε στο συλλαλητήριο της Ομόνοιας το 1897 και καταδικάσθηκε, γιατί στην διάρκειά του εξύβρισε τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τους πρίγκιπες. Γενικότερα, γράφει ο Λουκάτος, ο Αντύπας υπήρξε «αδιαμφισβήτητα μια έντονα διεγερμένη συνείδηση της εποχής του. Από αυτόν ακριβώς τον λόγο οι εκδηλώσεις του έφεραν τον ηφαιστειακό και οργίλο χαρακτήρα του (...) Χτύπησε ανελέητα την αδικία και την εκμετάλλευση. Κατακεραύνωσε το διεφθαρμένο καθεστώς της εποχής του. Αγωνίσθηκε μέχρι τέλους με συνέπεια για την Εθνική Ανεξαρτησία της χώρας, την Λαϊκή Κυριαρχία και την Ειρήνη, ανοίγοντας ως πρωτοσοσιαλιστής νέους ελπιδοφόρους ορίζοντες και εξόδους της Πατρίδας μας από το πολιτικό, οικονομικό, πολιτισμικό και κοινωνικό τέλμα, της εποχής τους».
Στην Θεσσαλία ο Αντύπας πήγε το καλοκαίρι του 1906, σε ηλικία 34 χρονών. Τον έστειλε εκεί ο θείος του Γεώργιος Σκιαδαρέσης, για να διευθύνει το τσιφλίκι του στην ανατολική έξοδο των Τεμπών. Γεωπόνος, ο Σκιαδαρέσης ζούσε από χρόνια στην Ρουμανία, όπου καλλιεργούσε μεγάλες εκτάσεις. Ο Αντύπας εγκαταστάθηκε στο χωριό Λασποχώρι (Ομόλιο σήμερα), στους πρόποδες του Κισσάβου, στην δεξιά όχθη του Πηνειού. Το ποτάμι διασχίζει το τσιφλίκι. Και στο τμήμα αριστερά του Πηνειού τοποθετήθηκε επιστάτης ο νεαρός Παναγιώτης Σκιαδαρέσης, ανεψιός και αυτός του τσιφλικά και πρωτεξάδελφος του Αντύπα. Αυτός εγκαταστάθηκε στο χωριό Πυργετός, στους πρόποδες του Ολύμπου.
Από το Λασποχώρι, ο Αντύπας πηγαινοέρχεται στην Λάρισα, όπου ανήκει διοικητικά. Αναπτύσσει στην περιοχή Λάρισας δραστηριότητα με δυο ιδιότητες. Μια του εκπροσώπου στο τσιφλίκι του θείου του και μια άλλη του...
- «Πεινώμεν», φωνεί ο λαός, -και όταν λέγωμεν λαόν εννοούμεν τον εργατικόν, ήγουν τα δύο τρίτα της κοινωνίας, «Πεινώμεν» ακούεται πανταχόθεν φωνή γενική εκ στηθών αδυνάτων εκ του κόπου και της αδυναμίας της κακής συντηρήσεως, φωνή υποτρέμουσα και εξησθενιμένη εκ του ψύχους και της πείνης, φωνή εσβησμένη σχεδόν εκ της δουλείας, της τυραννίας, φωνή ήτις πριν παρέλθη πολύς έτι χρόνος θα λάβη ιδίαις χερσί την δικαιοσύνην, τα δικαιώματα αυτής το ανήκον αυτή, άπερ δραξ επιτηδείων εκμεταλλευταί δια τοιούτου επιτηδείου τρόπου, ώστε καταντώμεν να τους ονομάσωμεν κοινή γνώμη «ευεργέτας» Μας!!
«Ειν’ ο λαός ελεύθερος» λέγουσιν οι νόμοι των λεγομένων...
Η ομιλία της Emma Goldman, στις 25 Σεπτέμβρη του 1936, στη Βαρκελώνη, σ’ ένα πλήθος 10.000 ανθρώπων:
Αγαπητοί σύντροφοι!
Σας χαιρετώ στο όνομα των συντρόφων μας στην Αγγλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά. Εμείς που βρισκόμαστε έξω από την Ισπανία έχουμε ήδη λάβει μια νέα ώθηση απ’ το σπουδαίο θάρρος σας στη μάχη που δίνετε για τις ιδέες μας και ενάντια στο φασισμό. Όλοι μας είμαστε αποφασισμένοι να σας βοηθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις και μέχρι την τελευταία σταγόνα του αίματός μας, μέχρι να θριαμβεύσετε στο μεγάλο και υπέροχο στόχο σας.
Συνειδητοποιώ, όπως και όλοι οι...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018